Τα Αετόπουλα/ part 4
Δύο άνθρωποι, δύο νέοι άνθρωποι στέκονταν σαν θεριά ο ένας απέναντι από τον άλλο. Η συνεχής μάχη για επιβίωση, είχε μετριάσει κάθε ευαισθησία, δημιουργώντας δικαιολογημένη οργή. Ο Στέφανος ήταν ένας δίκαιος και περήφανος Έλληνας, Μικρασιάτης, που ποτέ δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να έχει επαφές με κάποιον, του οποίου η χώρα, ο ηγέτης και ο στρατός του, άφηναν καθημερινά πίσω αποσκελετωμένα πτώματα, πεταμένα στους δρόμους. Σαφώς και οι Σύμμαχοι είχαν μερίδιο ευθύνης. Και ποιος δεν είχε; Σε ένα τόσο μεγάλο παιχνίδι διαμοιρασμού εξουσίας, δεν υπήρχαν ουσιαστικές συμμαχίες. Ο καθένας θα μπορούσε να πουλήσει τον άλλο, αν τα πράγματα ανατρέπονταν. Θα φαινόταν εξάλλου και στο προσεχές μέλλον με την σφαγή των Ιταλών πρώην πια συμμάχων.
Η οικογένεια λοιπόν για τον Στέφανο ήταν κάτι Ιερό. Στην ουσία είχε εξοργιστεί που ένας Γερμανός από το πουθενά, έχωνε τη μύτη του στις δικές του υποθέσεις. Ο μόνος τρόπος να κατευναστεί η ορμή του θυμού, ήταν η εικόνα του Λευτέρη, χορτασμένου και χαρούμενου στο πλάι του νεαρού απέναντί του. Πήρε μία βαθιά ανάσα.
«Λέγε. Πρώτα όμως, περίμενε να κλείσω την πόρτα» Έχοντας σιγουρευτεί πως κανείς δεν θα πλησίαζε, ο Στέφανος κάθισε σε μία καρέκλα, στην άλλη άκρη του μικρού δωματίου, σαν να επιθυμούσε να ανακρίνει τον Φίλιμπερτ «Προτού ξεκινήσεις, θα επιθυμούσα μία ειλικρινή απάντηση, στην ερώτηση που θα σου θέσω. Γιατί τα κάνεις όλα αυτά; Τι αξία έχει τελοσπάντων για εσένα αυτή η οικογένεια, ώστε να βάζεις πάνω και από το καθήκον σου τα μέλη της;»
Ο Φίλιμπερτ τον κοίταξε θλιμμένα.
«Δεν είχα ποτέ στην ζωή μου οικογένεια, Στέφανε. Μακάρι, να μεγάλωνα μέσα στην πείνα και την ανέχεια, τρεφόμενος ωστόσο από την γονική αγάπη. Μεγάλωσα σε ορφανοτροφείο. Δεν είχα καμία παρηγοριά, καμία ελπίδα. Σε μία Γερμανία που βυθιζόταν στο σκοτάδι, η κατάταξή μας στο στρατό ήταν μονόδρομος. Ωστόσο, αρνήθηκα με κίνδυνο της ζωής μου να μπω στα Ες-Ες. Μισώ την ιδεολογία τους, δεν την ασπάστηκα ποτέ. «Μάλιστα» έβγαλε μία φωτογραφία από τη στολή του, «ο δεύτερος καλύτερος φίλος μου, ήταν Εβραίος» έκανε παύση δείχνοντάς του ένα φαφούτικο αγοράκι με κοντό μαλλί και τον ίδιο δίπλα. Την είχαν τραβήξει στα κρυφά με τη βοήθεια του εβραϊκού ορφανοτροφείου «Σε εμπιστεύομαι με μία πληροφορία που θα μπορούσε να με στείλει ακόμη και τώρα στο εκτελεστικό απόσπασμα»
Ο Στέφανος κοίταξε τα παιδιά και κατόπιν τα μάτια του ορθώθηκαν στον Φίλιμπερτ.
«Πού είναι τώρα;»
«Ο Γιάεν....κάηκε ζωντανός όταν οι Ναζί, μία νύχτα, έκαψαν και βανδάλισαν κάθε εβραϊκή περιουσία. Δεν πρόλαβα να τον βοηθήσω. Όταν έφτασα, ήταν πια αργά. Το ίδρυμα είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Την περίοδο εκείνη, η Ελένη, η γυναίκα που με δίδαξε ελληνικά, με μάζεψε από τους δρόμους. Έμεινα δίχως σπίτι όταν το έσκασα από μία βαθιά ναζιστική οικογένεια που επιθυμούσε να με έχει ως βιτρίνα, πιέζοντάς με να συμμετέχω στη Χιτλερική Νεολαία. Γνωρίζω πως είναι καταδικαστέα η υποστήριξη του λαού μου στον Χίτλερ, μα δεν μπορείς να φανταστείς από τη μία πόσο εύκολο είναι να παρασυρθείς σε αυτό, όταν και ο τελευταίος γείτονας απειλεί να σε απομονώσει και από την άλλη, πόσο υπέφεραν παιδιά από τη Γερμανία, τα οποία είτε απορρίφθηκαν επειδή δεν ήταν σωματικά δυνατά, είτε θανατώθηκαν επειδή δεν ήταν σωματικά και πνευματικά υγιή. Ο Ναζισμός είναι σαν λαίλαπα. Θα κάψει τα πάντα, δίχως διακρίσεις και στο τέλος και εμάς. Το ξέρω. Όταν ο πόλεμος χαθεί, δεν θα υπάρχει μέρος για να σταθούμε. Απαντώντας στην ερώτησή σου, τα κάνω όλα αυτά γιατί νοιάζομαι ειλικρινά για μία οικογένεια με τόσο ήθος και αγάπη, που αντί να με κοιτά με μίσος, έχει σκουπίσει ακόμη και τα αίματα από τις πληγές μου»
Ο Στέφανος δεν είπε τίποτε απολύτως. Τον κοίταξε διστακτικά και κατόπιν πάλεψε να ψελλίσει τις επόμενες κουβέντες.
«Η Αφροδίτη είναι σαν την αδερφή μου. Ήταν ένα λαμπερό κορίτσι, γεμάτο όνειρα. Την θυμάμαι. Είχε ταλέντο στο σχέδιο και αγαπούσε να γράφει. Έπειτα από εκείνο το περιστατικό, όλα άλλαξαν. Σχεδόν, αδυνατώ να το περιγράψω ή να το αποκαλέσω με το αληθινό του όνομα. Ήταν μόνο δεκαέξι. Έμεινε με ένα παιδί στην κοιλιά, ένα παιδί που της θύμιζε το τραγικό της συμβάν. Ωστόσο, αποφάσισε να το φέρει στον κόσμο. Μέχρι σήμερα την αναζητώ. Αναζητώ την κοπέλα του κάποτε» έκανε μία παύση και τον κοίταξε έντρομος «Δεν πρέπει να μάθει κανείς!»
«Μην ανησυχείς γι' αυτό» τον καθησύχασε ο νεαρός αξιωματικός «Λοιπόν, είσαι έτοιμος να μάθεις την αλήθεια;»
Ο Στέφανος είχε σχεδόν βουρκώσει ενώ οι παλάμες του είχαν ιδρώσει εξαιτίας της νευρικότητας.
«Ακούω»
«Κάποτε» ξεκίνησε ο Φιλ «Είχατε πάει με το σχολείο σας σε ένα μοναστήρι για εξομολόγηση. Είχες πάει και εσύ;»
Ο Στέφανος ξεκίνησε να παραξενεύεται.
«Ναι, ωστόσο όχι μαζί με την Αφροδίτη. Θυμάμαι βέβαια πως ο ιερέας ήταν λιγάκι παράξενος. Ρωτούσε περίεργα πράγματα που αφορούσαν τις εφηβικές σχέσεις και το αν έχουμε αμαρτήσει αγγίζοντας γυναικεία σημεία, εμφανώς απαγορευμένα. Δεν του έδωσα σημασία, όσο και αν εκνευρίστηκα, μα όταν εξήλθα, διαπίστωσα πως ορισμένες συμμαθήτριές μου έμοιαζαν αμήχανες» έκανε παύση ξανά «Εκείνος...»
Η διαπίστωση σαν ρόγχος ακούστηκε.
«Εκείνος»
«Θα τον σκοτώσω...» τώρα τα μάτια του γυάλιζαν.... «Εσύ ωστόσο, πώς έφτασες σε αυτή τη διαπίστωση;»
«Μέσω ορισμένων γραπτών της Αφροδίτης και μέσω του δασκάλου της, καθώς και ενός μαθητή. Ο συγκεκριμένος ιερέας αρέσκεται μάλλον να επιδίδεται σε άσεμνες και κατάπτυστες πράξεις. Τουλάχιστον, παρακάλεσα τον κύριο Τσιριγώτη να σταματήσουν οι επαφές των μαθητών με το εν λόγο μοναστήρι»
Ο Στέφανος ωστόσο έμοιαζε να παραμιλά. Σχεδόν δεν είχε ακούσει λέξη από όσα είχαν ειπωθεί. Ένα πράγμα επιθυμούσε μόνο. Να στραγγαλίσει με τα χέρια του εκείνο το ανίερο τέρας και καταστροφέα παιδικών και εφηβικών ψυχών. Ο μόνος λόγος για να μην τον λιντσάρει σε όλη τη Καισαριανή, ήταν η Αφροδίτη. Δεν έπρεπε να μάθει τίποτε. Δεν ήξερε αν θα μπορούσε να το αντέξει. Δεν ήξερε επίσης τι θυμόταν, αν είχε δει ποτέ το πρόσωπο του βιαστή της. Προσπαθώντας να κουνηθεί, το βιβλίο που του είχε δανείσει ο σύντροφος Μανώλης γλίστρησε και με έναν πάταγο βρέθηκε στο πάτωμα. Ο Στέφανος το κοίταξε σαστισμένος και κατόπιν η ματιά του έπεσε επάνω στον Φίλιμπερτ.
«Μην είσαι ανόητος Στέφανε. Εμφανώς και δεν με αφορά μήτε το ανάγνωσμα, μήτε τα πολιτικά σου πιστεύω»
«Χα-χαρακτηρίζεται πάντως από ασάφεια. Ξέρεις, δεν βγάζει νόημα»
Ο Φίλιμπερτ γέλασε.
«Μα δεν βγάζει νόημα γιατί δεν έχει νόημα. Άκου. Είναι απλά τα πράγματα. Όλοι μας είμαστε άνθρωποι, με διαφορετικές ικανότητες, φυλές, τρόπο ζωής, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα υπόλοιπα ζώα του πλανήτη. Είναι φανταστικό όμως το πόσες ομοιότητες βρίσκουμε ή τις πόσες διαφορές σβήνουμε αν το θελήσουμε. Πάρε για παράδειγμα τα παιδιά. Έχουν μία κοινή γλώσσα, το παιχνίδι. Αν τοποθετήσω σε μία αυλή ένα παιδί από εδώ, ένα από την Γαλλία, ένα από τη Σοβιετική Ένωση και ένα από εμάς, θαρρώ πως θα παίζουν σύντομα όλα μαζί και ας μην μιλούν την ίδια γλώσσα. Δεν την χρειάζονται. Ούτε εσύ χρειάζεσαι τον Κομμουνισμό για να καταλάβεις πως όλοι είμαστε ίσοι μα ταυτόχρονα και διαφορετικοί, πράγμα απολύτως φυσιολογικό»
«Ανάθεμα. Τα λες ωραία και εγώ....Δεν...κατά κάποιον τρόπο με το ζόρι το πήρα. Τελοσπάντων. Άσε τον Μαρξ. Πρέπει να πάμε να εξομολογηθούμε λίαν συντόμως. Μου γεννήθηκε μία άγρια θέληση στα ξαφνικά»
«Παρομοίως»
«Πρέπει να οργανωθώ....εσύ....Τι θα κάνεις;»
«Τη δουλειά μου. Έχω υποτίθεται εξουσία. Επίσης, τα κρατητήρια της Γκεστάπο είναι μία καλή λύση»
«Αφού πρώτα τον σαπίσω στο ξύλο, τόσο εγώ, όσο και οι άλλοι δύο. Ο Σάββας θα τρελαθεί αν το μάθει. Από πάντα προστάτευε την Αφροδίτη. Εκείνη τη νύχτα, ήταν μαζί. Την καρτερούσε να επιστρέψει, μονάχα που...Εύχομαι όλο αυτό κάποτε να ηρεμήσει την καρδιά της»
Στο άκουσμα της πρότασης με τον Σάββα, ο Φίλιμπερτ ελαφρώς μαζεύτηκε.
«Έχει δύναμη αρκεί να πιστέψετε και εσείς σε εκείνη. Έχει ανάγκη κάποτε να μην την βλέπετε σαν ένα κλωνάρι έτοιμο να σπάσει»
Ένας αναστεναγμός ξέφυγε από τα πνευμόνια και των δύο. Κυριάρχησε εκ νέου η αμηχανία. Κάποια δεδομένα είχαν αλλάξει, μα παρόλα αυτά, ο Στέφανος ένιωθε σαν να αδυνατούσε να χειριστεί τα συναισθήματά του, σαν να μην γνώριζε πλέον πού σταματούσε το σωστό και πού ξεκινούσε το λάθος.
«Να πηγαίνω...Σχετικά με το τέρας...κράτησέ με ενήμερο»
Ο Στέφανος ένευσε θετικά.
«Θα τον αναλάβουμε, μα πρέπει να γίνει βράδυ»
«Ως κατακτητής, θα μπω με το έτσι θέλω. Μην διστάζεις πουθενά. Αυτό θα το πληρώσει»
Κοίταξε το παράθυρο.
«Βεβαιώσου πως η Τούλα δεν κάνει νυχτερινές επιδρομές» για πρώτη φορά είδε τον Στέφανο να μειδιά. Χαμογέλασε και εκείνος «Ίσως να μην γίνουμε ποτέ φίλοι, μπορούμε ωστόσο να σεβόμαστε ο ένας τον άλλο και να είμαστε πολιτισμένοι» κοίταξε αλλού ώσπου σκέφτηκε κάτι «Πιστεύεις πως ο φίλος σου, ο Εβραίος, θα μπορούσε να είχε κατορθώσει να δραπετεύσει; Θέλω να πω, μπορεί πράγματι να σώθηκε»
Ο Φίλιμπερτ για λίγο πάγωσε.
«Δεν θα κατορθώσει να επιβιώσει εκεί έξω. Οι ναζί είναι παντού. Όμως...αν πράγματι ζει...θα ήθελα να τον βρω, όπου και αν είναι. Ευχαριστώ γι'αυτό και ευχαριστώ που με άκουσες»
«Ας μην μας γίνει συνήθεια» μειδίασε ξανά ο Στέφανος.
«Θα διαβάσεις Μαρξ;» τον πείραξε ξανά ο Φιλ.
«Ίσως. Σαν λύση για να πάψω να μετρώ πρόβατα»
Όταν απομακρύνθηκε από το σπίτι, ο νεαρός Γερμανός σταμάτησε τον βηματισμό. Κοίταξε την γειτονιά. Έρημη, με τις δικές τους περιπόλους να ακούγονται από το βάθος ή τα τραγούδια των Ιταλών. Μία βαθιά μελαγχολία τον χτύπησε στην ανάμνηση των γραπτών της Αφροδίτης. Μα γιατί έπρεπε να της συμβεί κάτι τέτοιο; Τη στιγμή που αναρωτιόταν, ένα αεράκι φύσηξε ψυχρό και ένας ισχυρός κεραυνός όργωσε τους ουρανούς. Από τα μάτια του αστραπιαία περνούσαν διαρκώς εικόνες. Οι εφημερίδες ανέφεραν διαρκείς αυτοκτονίες νεαρών ατόμων, ευαίσθητων ψυχικά ανθρώπων που δεν άντεχαν τη ζωή υπό τη πίεση και τον φόβο. Εκείνος θυμόταν το θέαμα του νεκροτομείου στην οδό Μασσαλίας. Εκεί κατέληγαν όλοι εκείνοι που άφηναν την τελευταία πνοή στον δρόμο. Τα αυτοκίνητα του Δήμου, έπαιρναν από το νεκροτομείο τα πτώματα δίχως φέρετρα και τα κουβαλούσαν στο νεκροταφείο για να ταφούν μαζικά. Το θέαμα ωστόσο ενός ανθρώπου, να ορμά σε ένα σκυλί που μασουλούσε ένα κόκαλο, του είχε μείνει αλησμόνητο. Αυτό και τόσα άλλα. Δεν μπορούσες πουθενά να στρέψεις το βλέμμα για παρηγοριά. Μήτε στη χώρα του μπορούσε.
Με αυτές τις σκέψεις, στεκόταν καταμεσής του δρόμου έχοντας γίνει μούσκεμα. Η Αφροδίτη έχοντας ξυπνήσει από τους ισχυρούς κεραυνούς, πάλεψε να κλείσει καλύτερα τα παράθυρα, όταν τον πρόσεξε.
«Φίλιμπερτ!» τον φώναξε σχετικά σιγανά «Έλα μέσα! Μα, γιατί στέκεσαι εκεί;» Αμίλητος εκείνος υπάκουσε, αφαιρώντας τις μπότες και το πανωφόρι ώστε να μην λερώσει το σπίτι «Θα τα μαζέψω» ψέλλισε εκείνη.
«Όχι. Εγώ θα τα μαζέψω, εγώ φταίω»
«Είσαι εντάξει;» τον ρώτησε και τον είδε να μειδιά.
«Ja, liebling» (ναι αγάπη μου)
«Το έκανες ξανά! Μα, δεν καταλαβαίνω τι μου λες» χαμογέλασε εκείνη.
«Τίποτε ιδιαίτερο» της απάντησε και ξεκίνησε να βαδίζει προς το δωμάτιό του «Μου αρέσει που χαμογελάς τελευταία»
Η πόρτα έκλεισε. Η Αφροδίτη δεν το είχε συνειδητοποιήσει ως τότε. Πράγματι, χαμογελούσε λίγο συχνότερα.
Την επομένη, ο Στέφανος βρισκόταν στην γνωστή ουρά. Η μητέρα του είχε ελαφρώς χειροτερέψει, το ίδιο και ο φίλος του ο Ιωσήφ. Αγχωμένος, στεκόταν αδημονώντας να κατορθώσει να πάρει λίγο φαγητό στα χέρια του. Οι άνθρωποι γύρω του ήταν αόρατοι, οι φωνές τους άηχες
«Εδώ είσαι σύντροφε!» άκουσε τη φωνή του κυρίου Μανώλη «Έλα μαζί μου» είπε και τα μάτια του στράφηκαν αλλού «Μπορώ να σου βρω το διπλάσιο ψωμί και δίχως ουρά. Ένας τόσο καλός άνθρωπος είναι κρίμα να βασανίζεται»
Ο Στέφανος αγχώθηκε. Δεν ήθελε να χάσει την ουρά μήτε να γυρίσει με άδεια χέρια. Δεν τον εμπιστευόταν. Είχε μία προσποίηση στη φωνή του. Τον ακολουθούσε, όταν σταμάτησαν μπροστά σε ένα μεγάλο σπίτι. Το σπίτι ενός...φίλου.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro