Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Roma e sempre Roma/ part 3

Τα χέρια της διστακτικά ακούμπησαν στους ώμους του, ενώ ένιωσε τα δικά του να κατευθύνονται στη μέση της. Τα μάτια τους αρχικά έμειναν καρφωμένα στη γη ή μετέωρα, μία αμηχανία πλανιόταν μεταξύ τους, μία σχέση που είχε ξεκινήσει από μία κόντρα, ένα ατύχημα και ένα κινητό που βρέθηκε να κείτεται στον πυθμένα των καναλιών. Η Μαριάντζελα φοβόταν ιδιαιτέρως εκείνα τα άτομα που ήταν μπλεγμένα με τη διασημότητα. Έπειτα από την σχέση της με τον Ένζο, είχε σχηματίσει την εικόνα πως η δημοσιότητα και η αναγνώριση, αποτελούσαν δύο παράγοντες που αλλοίωναν τον χαρακτήρα του ανθρώπου. Ο Μικέλε όπου στεκόταν, είχε γύρω του θαυμάστριες, χλιδή, άπειρες γυναίκες. Ο ίδιος ήταν ένα από τα γνωστότερα μοντέλα, με μία χρυσή καριέρα. Αυτό στο οποίο αντιστεκόταν να δείξει κατανόηση, ήταν πως ο νεαρός αντίστοιχα, θεωρούσε πως οι γύρω του τον έκριναν με βάση τον ίδιο παράγοντα που αποτελούσε πρόβλημα για την κοπέλα. Μέχρι σήμερα, αισθανόταν πως άπαντες, με αρχηγούς τα μέλη της οικογένειάς του, τον θεωρούσαν πνευματικά ανεπαρκή μάλλον, καθώς δεν πίστευαν πως θα μπορούσε να σπουδάσει και να προκόψει σε οτιδήποτε άλλο, εκτός από την πασαρέλα. Οι γυναίκες που τον πλησίαζαν, επιθυμούσαν τις περισσότερες φορές μία σταγόνα δόξας και καλοπέρασης, παρά μία σχέση δέσμευσης. Η ζωή του έμοιαζε με φαύλο κύκλο, που διαρκώς ανανεωνόταν με τους ίδιους ρυθμούς.

Απόψε, οι δύο αυτοί άνθρωποι, για πρώτη φορά αισθάνθηκαν τόσο κοντά, μα και τόσο μακριά συνάμα. Υπήρχε ο φόβος που βασίλευε και ο Μικέλε συνειδητοποίησε, πως κάποιος από τους δύο έπρεπε να γκρεμίσει εκείνο το αόρατο τείχος, κάνοντας ένα βήμα πιο κοντά. Ως άνδρας, θεώρησε παρά τους δισταγμούς του, πως ήταν πρέπον να κινηθεί πρώτος και αυτό έπραξε. Τα χέρια του, τυλίχθηκαν λίγο πιο σφιχτά γύρω της, προσκαλώντας την έμμεσα να τον πλησιάσει, να αφεθεί στον ρυθμό του τραγουδιού και σε μία υπέροχη βραδιά, η οποία διατηρούσε μία γλυκιά θερμοκρασία και ας είχε μπει για τα καλά το φθινόπωρο. Τα μάτια της ασυνείδητα, αναζήτησαν τα δικά του. Η καρδιά της στο στήθος της βαθιά, ξεκίνησε να την προειδοποιεί, ψιθυρίζοντας τις δικές της αλήθειες. Ήταν όμορφα απόψε. Τα χέρια της ανηφόρισαν, περνώντας διακριτικά γύρω από τον λαιμό του. Τον ένιωσε να την καλωσορίζει. Οι δυο τους σχεδόν έγιναν ένα, τα σώματά τους ξεκίνησαν να λικνίζονται σε μία απόλυτη αρμονία. Το πρόσωπό της έγειρε μπροστά και προσγειώθηκε στο στήθος του, τα δικά του δάχτυλα, διακριτικά χάιδεψαν τη μέση της.

Ήταν τότε που το τραγούδι σταμάτησε και οι δυο τους, άθελά τους χωρίστηκαν. Έμειναν για λίγο να κοιτάνε ο ένας τον άλλο, νιώθοντας τα πρόσωπά τους να φλέγονται.

«Χορεύεις καλά...» πρόφερε εκείνη στην αρχή, κάνοντάς τον να χαμογελάσει.

«Ήταν φιλοφρόνηση αυτή, ή έπεται και συνέχεια που θα την αναιρεί;» την ρώτησε.

«Εξαρτάται...» του απάντησε και μαζί βάλθηκαν να βαδίζουν πλάι πλάι στη νυχτερινή Ρώμη.

Δίχως να φοβούνται καθώς είχαν στην ουσία συντροφιά ο ένας τον άλλο, κατευθύνθηκαν μέχρι το κρυφό σημείο που λάτρευε η Μαριάντζελα, σαν είχε δει φωτογραφίες που της είχε στείλει η μητέρα της. Πάνω από τους κήπους του Πανεπιστημίου της Ρώμας, υπήρχε ο λόφος με την ονομασία Τζανίκολο.

«Αν ρωτήσεις κάποιον πόσους λόφους έχει η Ρώμη, εφτά θα σου απαντήσει. Εσύ κατά πώς φάνηκε ανακάλυψες και τον όγδοο» ακούστηκε η φωνή του Μικέλε σαν βάδιζαν μαζί, στις δεντρόφυτες λεωφόρους με τα πλατάνια, φτάνοντας στην ένωσή τους, στην πλατεία Γκαριμπάλντι, η οποία και εκτελούσε τον ταπεινό ρόλο της βεράντας με την πιο απίθανη θέα. Καθώς είχε νυχτώσει, η φύση και τα ζωηρά φθινοπωρινά της χρώματα, κρύβονταν κάτω από το λιγοστό, αχνό φως των ουράνιων σωμάτων. Ο Μικέλε, της ζήτησε να κάνουν στάση στον Φάρο αρχικά, ο οποίος κάποτε έφεγγε κάθε βράδυ, λάμποντας με τα χρώματα της Ιταλίας «Ο παππούς μου λάτρευε τους Φάρους και έτσι, έκανε εμένα και τον αδερφό μου να τους αγαπήσουμε επίσης. Αν μπορείς να το πιστέψεις, για εμένα αποτελούν το μεγαλύτερο σύμβολο της ελπίδας. Είναι εκείνο το φως, εκείνη η άκρη στο σκοτεινό τούνελ που αναζητάς, το αίσθημα πως ίσως τίποτε να μην έχει χαθεί ακόμη, η συντροφιά μέσα στη μοναξιά. Όλα αυτά μου θυμίζει, όλα αυτά με κάνει να αισθάνομαι» της εκμυστηρεύτηκε.

«Η αλήθεια, η μόνη μοναξιά που έζησα, ήταν ο χαμός του πατέρα μου. Ένιωσα πως ένα κομμάτι μου έφυγε, πως η φωνή του δεν θα ακουγόταν ποτέ ξανά» του είπε η Μαριάντζελα.

«Τουλάχιστον, για όσο έζησες μαζί του, για όσο ήταν εν ζωή, χόρτασες την αγάπη του. Η απουσία της δεν υπήρξε για να αφήσει ένα κενό στην ψυχή σου. Αντιθέτως εγώ...» κόμπιασε. Δεν επιθυμούσε να ανοιχτεί, να μιλήσει για όλα όσα τον απασχολούσαν, για το κενό εκείνο που ολοένα και μεγάλωνε, για την πίκρα του.

Η κοπέλα τον κοίταξε, με την ματιά της να πέφτει πιο ελαφριά επάνω του.

«Μπορείς να μου πεις. Εντάξει δεν κάναμε και την καλύτερη αρχή, την χαρακτηρίζεις επιεικώς και στρεβλή δηλαδή, ωστόσο είμαι καλός ακροατής»

«Το πρόβλημα είναι πως πέραν του Έντι και του Ρικ, δεν ανοίχτηκα ποτέ μου. Οι άνθρωποι έτειναν να χρησιμοποιούν προς όφελός τους κάθε πληροφορία που άρπαζαν από εμένα. Όσο πιο προσωπική, τόσο το καλύτερο» τον άκουσε να παραπονιέται και τον πλησίασε παιχνιδιάρικα.

«Πίστεψέ με, ανήκοντας στις αντι-φαν, διόλου με απασχολεί η δημόσια εικόνα που θα μπορούσα να κερδίσω από εσένα. Εκτός αυτού δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος»

«Πράγματι δεν είσαι» την έκοψε εκείνος.

«Τέτοιος άνθρωπος;» αναρωτήθηκε εκείνη.

«Αντι-φαν» χαμογέλασε «Ω, έλα τώρα. Το σκοτεινό σου μυστικό αποκαλύφθηκε. Με ερωτεύτηκες από μικρή. Το μάλλινο πουλοβεράκι μου με τον αρκούδο, ήταν ένα σαγηνευτικά χαριτωμένο θέαμα, ακόμη και για την δική σου, κοφτερή ματιά» την πείραξε «Όπως και να έχει, τίποτε από όσα βλέπεις δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Το μεγάλο σπίτι, η διάσημη οικογένεια... Μοιάζει με ένα δώρο που σε τυφλώνει το ακριβό του περιτύλιγμα για να απογοητευτείς από το φθηνό περιεχόμενο»

Σιωπηλοί, έμειναν να παρατηρούν την πόλη της αιωνιότητας. Δίπλα τους κρυφογελούσε ακόμη ένα ζευγάρι. Η ώρα ήταν περασμένη και αποφάσισαν να επιστρέψουν στην μποέμικη γειτονιά του πατρικού της. Εξάλλου ήταν αμφότεροι κουρασμένοι από το ταξίδι με την αυριανή μέρα να κινδυνεύει να ξημερώσει άκρως περιπετειώδης. Το σπίτι ήταν βυθισμένο στο μισοσκόταδο, ωστόσο η μητέρα της εξακολουθούσε να βρίσκεται στο καθιστικό διαβάζοντας το αγαπημένο της βιβλίο.

«Νωρίς ήρθατε» σχολίασε πονηρά.

«Να αποφευχθεί παν σχόλιο αν αυτό είναι δυνατό, συνοδευόμενο από ανούσια κριτική. Κοινώς, ήμασταν κουρασμένοι από το ταξίδι και αποφασίσαμε να επιστρέψουμε νωρίς» της απάντησε η Μαριάντζελα.

«Μην αρπάζεσαι. Έχεις δίκιο καθώς αύριο σε περιμένει μία γεμάτη μέρα. Τηλεφώνησε ο θείος Λουτσιάνο, καθώς η θεία γυρίζει από ινστιτούτο αισθητικής, σε διαιτολόγους, σε ράφτες και δεν συμμαζεύεται. Αύριο λοιπόν, με παρακάλεσε να συνοδέψεις την ξαδέρφης σου για αγορά...νυφικού μιας και η δική σου ματιά είναι πιο ορθή και διεισδυτική» τα μπάλωσε στο τέλος.

«Σεφ είμαι όχι σύμβουλος μόδας» γρύλισε εκείνη και ο Μικέλε παρέμεινε ακίνητος να κοιτάζει αμήχανα την Ντιάνα που ξεφυσούσε σαν ατμομηχανή του περασμένου αιώνα.

«Καταλαβαίνω, ειλικρινά...»

«Όχι δεν καταλαβαίνεις! Κουράζομαι υπερβολικά κάθε μέρα στη δουλειά και έτσι αποφάσισα για μία φορά στη ζωή μου να πάρω άδεια. Δεν σκόπευα να την περάσω ψωνίζοντας νυφικά για την γυναίκα του πρώην μου, που ήταν ταυτόχρονα και παράλληλη σχέση του και προτού την υπερασπιστείς, όχι δεν έχω αποδείξεις, μα μιλά το ένστικτο το γυναικείο και αλάνθαστο» τσίριξε η Μαριάντζελα.

«Ολοκλήρωσες;» τη ρώτησε η μητέρα της.

«Με συγχωρείτε, δεν επιθυμώ την παρέμβαση, ωστόσο οφείλω να υπερασπιστώ την...κοπέλα μου και να τονίσω πως δεν είναι υποχρεωμένη να παραστεί, αν δεν το επιθυμεί, στην αγορά νυφικού. Είναι δύσκολο να διαχειριστεί μία τέτοια κατάσταση, ακόμη και αν προχώρησε μπροστά μαζί μου» ακούστηκε και η φωνή του Μικέλε με την κοπέλα να τον ευχαριστεί σιωπηλά.

«Έχεις δίκιο νεαρέ μου, απλώς είναι οι μόνοι συγγενείς, η Νατάλια δεν έχει κάποια φίλη εδώ, καθώς οι δύο κολλητές της μένουν Μπολόνια και θα έρθουν μεθαύριο και θεώρησα έτσι, πως αν απλώς υπάρχει έστω μία ισορροπία...»

«Καλά» την διέκοψε η κοπέλα «Θα πάω αφού είναι άκρως σημαντικό... Αλλά μέχρι εκεί» είδε την μητέρα της να παίρνει μία βαθιά ανάσα.

«Σας ετοίμασα το δωμάτιο. Είναι στρωμένο με καθαρά σεντόνια. Να πηγαίνω και εγώ. Τα ματόκλαδά μου δεν βαστιούνται ανοιχτά πλέον» σχολίασε καθώς αποχωρούσε, κλείνοντας πίσω της την πόρτα.

Μόλις οι δυο τους βρέθηκαν ολομόναχοι στο δωμάτιο, ο νεαρός έριξε μία ματιά στην εφηβική βιβλιοθήκη και στις φωτογραφίες που πλαισίωναν τον χώρο με την παρουσία τους. Κάπου εκεί, χωμένη μέσα σε παλαιά τετράδια με χιλιάδες αυτοκόλλητα, βρισκόταν εκείνη η αφίσα, την οποία τώρα η Μαριάντζελα παρατηρούσε με διαφορετική ματιά. Το αγόρι που απεικονιζόταν είχε ένα χαμόγελο μελαγχολικό. Κάγχασε. Τελικά ήταν παράξενα τα παιχνίδια που έπαιζε η μοίρα. Γύρω τους η ατμόσφαιρα ολοένα και βάραινε, άλλαζε. Είχαν απομείνει να στέκονται μπροστά από το γραφείο, πάνω στο οποίο κειτόταν τώρα εκείνη η παιδική αφίσα. Τα λόγια αδυνατούσαν να σχηματιστούν, ο Μικέλε την κοίταξε για δευτερόλεπτα στα μάτια, μα κατόπιν το βλέμμα του κατρακύλησε στα χείλη της. Η ανάσα και των δύο ξεκίνησε να βγαίνει κοφτή. Τι ήταν αυτό που του ούρλιαζε να κινηθεί μπροστά; Τα πόδια του είχαν μαρμαρώσει. Δεν ήταν σωστό να την φέρει σε δύσκολη θέση.

«Πώς τα πας με τα πατώματα;» τον ρώτησε εκείνη σπάζοντας τη σιωπή.

«Δεν πέφτω συχνά» της απάντησε χαμογελώντας «Εντάξει, θα βολευτώ για μερικές νύχτες»

Εκείνη ξερόβηξε.

«Μήπως θα έπρεπε να στραφείς αλλού, καθώς θέλω να φορέσω κάτι πιο άνετο;» τον παρακάλεσε.

«Κανένα πρόβλημα. Έχω θέμα και εγώ με την άνεση. Κοιμάμαι σχεδόν όπως με γέννησαν» σχολίασε με θυμηδία.

«Αναπαράσταση της γέννησης απαγορεύεται» τον έκοψε.

«Καλώς, επομένως η αναπαράσταση του ζευγαρώματος θεωρείται επιτρεπτή»

«Μικέλε!»

«Μία ιδέα έδωσα. Λοιπόν, ετοιμάσου εσύ καθώς εγώ δεν ντρέπομαι να αφαιρώ ρούχα μπροστά σε άλλους. Στυλίστες και στυλίστες έχουν μετρήσει μέχρι και τον τελευταίο κοιλιακό» τον άκουσε να σχολιάζει καθώς ήταν γυρισμένος, προκειμένου να της αφήσει ελεύθερο το πεδίο αλλαγής των ρούχων.

Ξεροκατάπιε. Αναθεμάτιζε από μέσα της κάθε στυλίστα, γυμναστή και διατροφολόγο που είχαν βάλει το λιθαράκι του χτισίματος αυτού του κορμιού. Σαν τον είδε πλέον να γυρίζει προς το μέρος της, πάλεψε να κρύψει την έκπληξη, πετώντας του το μαξιλάρι. Στη σκέψη και μόνο όμως πως δεν υπήρχε στρώμα για να ακουμπήσει, ξεκίνησε να αναθεωρεί υπό όρους.

«Εντάξει Μπαρτολίνι, δεν σου αξίζει η απόλυτη και άμεση επαφή με το ξύλο και ας είναι και γυαλισμένο. Μπορούμε να το μοιραστούμε το κρεβάτι, χώρο έχει και εμείς μαξιλάρια που θα θέσουν τα όρια. Επίσης, οποιαδήποτε αναπαράσταση σκηνής από την καθημερινότητα, απαγορεύεται ρητά και αυστηρά» έθεσε τα όρια.

«Θα είμαι ένας κύριος με κάθε γράμμα κεφαλαίο και την υπογραφή μου για επικύρωση των λεγομένων μου» της ήρθε η απάντηση, όταν ένιωσε το κορμί του να λαμβάνει θέση και την καρδιά της να ξεκινά τα ύπουλα σκιρτήματα.

΄΄Πάψε και εσύ!΄΄ σκέφτηκε. 

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro