Εμπιστοσύνη
"Μαμά;" είπα έκπληκτη καθώς κοιτούσα την μητέρα μου που με πλησίαζε. Ήρθε κοντά μου. Με κοίταξε. "Γειά σου Alison." είπε και ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο της. Μου χαΐδεψε απαλά τα μαλλιά. Ένα δάκρυ έτρεξε από τα γαλάζια της μάτια. "Μεγάλωσες." μου είπε συγκινημένη. "Μου λείπεις...." απάντησα και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο μου. Μου έπιασε το χέρι. "Μην κλαις για μένα γλυκιά μου. Να ξέρεις ότι το πνεύμα μου θα είναι πάντα κοντά σου οπουδήποτε και οπουδήποτε στιγμή." είπε με έναν γλυκό τόνο στην φωνή της. "Ποιός σε σκότωσε;" ρώτησα. Αμέσως το χαμόγελο της εξαφανήστηκε και το πρόσωπο της σοβάρεψε. "Την ξέρεις ήδη την απάντηση απλώς αρνήσαι να το παραδεχτείς.". "Δεν πιστεύεις ότι πιστεύει και ο Alfred σωστά; Δεν....δεν σε σκότωσα εγώ!" είπα. Με κοίταξε στα μάτια για ένα λεπτό και μετά είπε "Το ξέρω γλυκιά μου. Ο πατέρας σου έπεσε θύμα της σκοτεινής μαγείας. Αλλά όταν τον σκότωσες βρήκα την ευκαιρία να του εξηγήσω τα πάντα και κατάλαβε το λάθος του." . "Ώραία..." είπα όσο πιο εύθυμα μπορούσα. "Alison. Πρέπει να προσέχεις." είπε σοβαρά. "Τι ακριβώς πρέπει να προσέχω;" ρώτησα. "Ξέρω ότι θες τις δυνάμεις σου πίσω αλλά δεν πρέπει να εμπιστευτείς τον Mikle.". "Το ξέρω ότι δεν πρέπει να τον εμπιστευτώ." είπα. Με κοίταξε σοβαρά. "Είσαι πολύ έξυπνη αλλά πρέπει να προσέχεις. Ο Mikle είναι ο π-". "Alison!" ακούστηκε η έντρομη φωνή του Elijah. Κοίταξα ξανά την μητέρα μου. "Τι είναι ο Mikle;" ρώτησα απορημένη αλλά η μητέρα μου ειχε ήδη εξαφανιστεί.
Άνοιξα τα μάτια μου. Βρισκόμουν ξαπλωμένη στο γρασίδι."Ευτιχώς είσαι καλά." είπε ανακουφισμένος ο Elijah. "Τι έγινε;" ρώτησα. "Ο Ted σε χτύπησε πολύ δυνατά με τις δυνάμεις του και λυποθίμησες." είπε η Mayra. Σηκώθηκα. Κοίταξα αριστερά. Είδα τον Klaus, τον Emile και την Raven να παλεύουν με τον Ted. "Mayra. Πάρε την Alison και πήγαινε μέσα." είπε με ένα σοβαρό ύφος ο Elijah. "Όχι δεν θα πάω πουθενά!" παραπονέθηκα. "Δεν μπορείς να μείνεις εδώ! Mayra πάρε την Alison και φύγετε!" είπε με ένα επιτακτικό βλέμμα ο Elijah. Η Mayra με πήρε από το χέρι και μπήκαμε μέσα στο κάστρο. Ανεβήκαμε τις σκάλες. "Θες να πάμε στο δωμάτιο σου ή κάπου αλλού;" με ρώτησε. Ξαφνικά είδα το πνεύμα του Mikle. Μου έκανε νόημα να πάω στο δωμάτιο μου. Δεν ήξερα αν έπρεπε να τον εμπιστευτώ. Τα λόγια της μητέρας μου τριβέλιζαν στο μυαλό μου. 'Δεν πρέπει ποτέ να εμπιστευτείς τον Mikle.'.
Μόνο αυτό άκουγα! Κοιτούσα τον Mikle που περίμενε να πάω στο δωμάτιο μου. Προσπάθησα να κουνηθώ αλλά τα πόδια μου ήταν καρφωμένα στην γη σαν να με προιδοποιούσαν πως κάτι κακό θα συμβεί! Κάθε ανάσα μου γινόταν πιο έντονη και συνέχεια άκουγα το λόγια της μητέρας μου. "ALISON!" ακούστηκε η φωνή της Mayra. Ταρακουνίθηκα και την κοίταξα. "Τι έλεγες;' ρώτησα. Ήμουν τόσο συγκεντρωμένη στα λόγια της μητέρας μου και στον Mikle που δεν είχα ακούσει τίποτα απο όσα ελεγε η Mayra. Με κοίταξε. "Έλεγα ότι θα έρθω μαζί σου για να βεβαιωθώ ότι θα είσαι ασφαλής.". "Δεν χρειαζεται. Μπορώ να προστατέψω τον εαυτό μου." είπα και πήγα προς το δωμάτιο μου. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Ο Mikle μου χαμογέλασε. "Επειτέλους σε άφησε ήσυχη." είπε με ένα πονηρό χαμόγελο. Τον πλησίασα. "Γιατί είσαι εδώ;" ρώτησα. "Ήρθα για να σου δώσω πίσω αυτό που σου πήρε ο Ted. Όμως πρέπει να με βοηθήσεις." είπε με ένα ψεύτικα ειλικρινές βλέμμα. Ξεροκατάπια. Δεν ήξερα τι ήθελε να κάνω. 'Ίσως αυτό που πρέπει να κάνω να περιλαμβάνει τον φόνο του Klaus.' σκέφτηκα και ο φόβος με κυρίευσε. "Τι θέλεις να κάνω;" ρώτησα και περίμενα να μου απαντήσει. "Θελω να είσαι μόνη σου με τον Ted. Προσπάθησε να τον κάνεις να σε κυνηγήσει και πηγαίνετε κάπου όπου θα είστε μόνο οι δυο σας. Εγώ θα κάνω τα υπόλοιπα." είπε και ένα σατανικό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο του. "Και γιατί να σε εμπιστευτώ; Αυτό το σχέδιο που λες είναι ένα πολύ καλό για να με δολοφονήσει ο Ted με την ησυχία του." είπα δύσπιστα. Ο Mikle έκανε έναν μομφασμό. "Είχαμε μια συμφωνία και εγώ κρατάω τον λόγο μου. Θα πάρεις πίσω τις δυνάμεις σου και δεν θα πάθεις τίποτα στο υπόσχομαι.....αν δεν με πιστεύεις πάρε αυτό." είπε και μου έδωσε ένα πουγκάκι. "Τι έχει μέσα;" είπα καθώς το άνοιγα. Με σταμάτησε ο Mikle. "Είναι μια σκόνη που μπορεί να σκοτώσει τα πνεύματα των νεκρών. Αν πιστεύεις ότι θα σε προδόσω ρίξε μου αυτήν και θα εξαφανηστώ για πάντα.". "Να εύχεσαι να μην χρειαστεί να το κάνω." είπα σοβαρά αλλα και πονηρά και βγήκα από το δωμάτιο.
Προχώρησα προς την έξοδο του κάστρου ψάχνοντας ένα καλό σχέδιο ώστε να απομονώσω τον Ted. Και τότε εμφανίστηκε η Addison. "Το κατάλληλο θύμα." είπα σιγά με πονηρό βλέμμα. Κρύφτηκα προτού με δει. Έκανε βόλτες στο δωμάτιο. Έκλεισα τα φώτα. "Alison; Που είσαι;" ρώτησε. Άκουγα τον τρόμο στην φωνή της. Προχώρησε προς την έξοδο. Τότε πήγα κοντά της και την μαχαίρωσα στα πλευρά χωρίς να με καταλάβει. Ούρλιαξε από τον πόνο και έπεσε κάτω λυπόθιμη. Τίναξα τα μαλλιά μου πίσω από τους ώμους μου. "Το ήξερα ότι ήσουν το τέλειο θύμα για τον τέλειο αντιπερισπασμό." είπα. Ήμουν σίγουρη ότι ο Klaus, o Elijah, η Raven και ο Emile είχαν ακούσει το ουρλιαχτό της οπότε θα έρχονταν από λεπτό σε λεπτό για να δουν τι συμβαίνει. Όμως ο Klaus θα αδιαφορήσει για την Addison. Οπότε έπρεπε κάπως να αποσπάσω και την δική του προσοχή. Έτσι πήρα τον ίδιο σουγιά, πήρα μια βαθιά ανάσα και τον κάρφωσα στα πλευρά μου. Πόνεσα αρκετά αλλά προσπάθησα να μην φωνάξω. Απομακρύνηθηκα λίγο από την Addison και έπεσα κάτω. Το αίμα μου κυλούσε στο πάτωμα. Αφού υπήρχε αρκετό σηκώθηκα από το πάτωμα πήγα προς την κουζίνα. Άνοιξα ένα συρτάρι και πήρα μια πετσέτα. Την έβρεξα με λίγο νερό και την έβαλα στα πλευρά μου. Άκουσα τους υπόλοιπους που μπήκαν στο δωμάτιο. Το σχέδιο μου είχε πετύχει. Όλοι είχαν ξαφνιαστεί με αυτό που συνέβη. Τότε βγήκα από την πίσω πόρτα της κουζίνας και πήγα προς τον Ted. Με είδε και τότε άρχισα να τρέχω. Μπήκα σε έναν λαβύρινθο που είχε ο κήπος του κάστρου και έψαχνα να βρω το κέντρο του. Ταυτόχρονα έριχνα συνέχεια κλεφτές ματιές πίσω μου για να δω που βρίσκεται o Ted. Ήταν λίγα μέτρα πίσω μου. Έτρεξα πιο γρήγορα και έστριψα σε ένα άνοιγμα που οδηγούσε στο κέντρο του λαβύρινθου. Ο Ted δεν ήταν πλέον πίσω μου. Με είχε χάσει. Περίμενα για λίγο. Κοίταξα την πληγή στα πλευρά μου. Η αιμορραγία είχε σχεδόν σταματήσει. Ξαφνικά άκουσα κάτι βήματα που πλησίαζαν προς το μέρος μου. Κρύφτηκα και περίμενα μέχρι που εμφανίστηκε ο Ted. Κοιτούσε τριγύρω για να με βρει. "Εμένα ψάχνεις;" φώναξα καθώς στεκόμουν από πίσω του. Γύρισε και με κοίταξε. "Βρε βρε βρε η αδελφούλα μου. Μου έλειψες." είπε ειρωνικά. Με πλησίασε απειλητικά. "Νομίζω πως ήρθε η ώρα να τελειώσω κάτι που είχε αρχίσει ο μπαμπάς. Τι λες;" είπε με κακία. "Πολύ θα ήθελα να σε δω να προσπαθείς αδελφουλη. Θα γελάσω πολύ όταν σε δω να αποτυγχάνεις." του απάντησα με το ίδιο κακό ύφος. Τότε ο Mikle έπιασε τον Ted από τον λαιμό και του έχωσε ένα μαχαίρι στο στομάχι. Ένιωσα τις δυνάμεις μου να επιστρέφουν πάλι σε εμένα. "Για να πάρεις όλες τις δυνάμεις σου πρέπει να τον σκοτώσεις εσύ." είπε ο Mikle και μου έδωσε ένα κοφτερό μαχαίρι. Πλησίασα τον Ted. "Σου είπα ότι θα γελάσω όταν σε δω να αποτυγχάνεις." είπα και τον κοίταξα με ένα οργισμένο βλέμμα. "Άντε σκότωσε με άχρηστη. Εξάλλου δεν είσαι ικανή για τίποτα καλύτερο.". Τον έπιασα σφιχτά από τον λαιμό. "Είμαι ικανή για πάρα πολλά που ούτε το μικρό αθώο μυαλό σου δεν τολμάει να σκεφτεί....Και κάτι τελευταίο. Εγώ σκότωσα τον Alfred αδελφοϋλη." είπα με κακία και οργή και κάρφωσα το μαχαίρι στην καρδιά του Ted. Έπεσε κάτω. Δεν κουνιόταν. Ένιωσα λύτρωση που τον νίκησα αλλά και μια μικρή στεναχώρια. Ήταν αδελφός μου παρόλο που ήταν απαίσιος και ήθελε το κακό μου. "Η οικογένεια είναι δύσκολο πράγμα." είπε ο Mikle. "Ναι είναι." συμφώνησα και συνέχισα να κοιτάζω το πτώμα του Ted. Είδα τον Klaus και τον Elijah που ερχόντουσαν με αστραπιαία ταχύτητα "Τι κάνεις εδώ;" είπε ελαφρώς εκνευρισμένος ο Klaus. "Είμαι καλά." απάντησα. "Αιμοραγείς." είπε σοβαρά ο Elijah και με πλησίασε. "Δεν είναι τίποτα. Έχει σχεδόν σταματήσει η αιμορραγία." είπα και χαμογέλασα. "Τον σκότωσες;" είπε ο Klaus καθώς κοιτούσε το πτώμα του Ted. "Ναι." απάντησα και σοβάρεψε το βλέμμα μου. "Και οι δυνάμεις σου;" ρώτησε ανήσυχος ο Elijah. "Τις πήρα πίσω. Το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να τον σκοτώσω εγώ." είπα σοβαρά. "Προφανώς! Πως δεν το σκέφτηκα αυτό;" είπε ο Klaus. Τον κοίταξα ξαφνιασμένη. Δεν περίμενα ότι θα ελεγε ακριβώς τα ίδια λόγια με αυτά που είπε o Mikle ότι θα πει. "Τι έπαθες;" ρώτησε ο Klaus. "Τίποτα." είπα και χαμογέλασα. Μπήκαμε μέσα στο κάστρο. Πήγα στο δωμάτιο μου, ξάπλωσα και κοιμήθηκα.
Ένα όμορφο φως έκανε τα μάτια μου να ανοίξουν. Φυσούσε ένα δροσερό φθινοπωρινό αεράκι. Γύρισα πλευρό και κοίταξα έξω από το παράθυρο. Άκιυγα το θρόισμα των φύλλων από τα δέντρα. Αυτός ο ήχος με γαλήνευε. Χαμογέλασα. "Καλημέρα ωραία κοιμωμένη." είπε ο Klaus με ένα χαμόγελο. Ανασηηκώθηκα απότομα. "Klaus! Τι κάνεις εδώ;" ρώτησα ξαφνιασμένη. "Πρέπει να σου δείξω κάτι." είπε. Έτριψα τα μάτια μου. "Είναι τόσο σημαντικό;" ρώτησα. "Ναι. Θα σε περιμένω απέξω." είπε χαμογελαστός και βγήκε έξω από το δωμάτιο. Σηκώθηκα απο το κρεβάτι και ετοιμάστηκα. Βγήκα από το δωμάτιο. "Που θα πάμε;" ρώτησα. "Θα δεις." απάντησε εύθυμα ο Klaus. Κατεβήκαμε τις σκάλες και προχωρήσαμε στους διαδρόμους του κάστρου. "Είχες ποτέ οργισμένους εχθρούς που θα σε σκότωναν ακόμα και αν ήταν νεκροί;" ρώτησα. "Πολλούς αλλά γιατί κάνεις αυτή την ερώτηση;" απάντησε ο Klaus. "Δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος.....Που είναι η Caroline;" είπα προσπαθώντας να αλλάξω την συζήτηση. "Έφυγε για λίγες μέρες. Έπρεπε να πάει να δει την μητέρα της αλλά θα γυρίσει σύντομα." απάντησε ο Klaus. "Αλήθεια πως γνωριστήκατε εσείς οι δύο;" ρώτησα. Χαμογέλασε. "Είχα πάει στο σπίτι της για να την θεραπεύσω από έναν λυκάνθρωπο. Το δάγκωμα από έναν λυκάνθρωπο είναι θανατηφόρο για ένα βαμπίρ. Ήθελε να πεθάνει. Της μίλησα και την έπεισα να πιει το αίμα μου. Από τότε την ερωτεύτηκα. Είναι υπέροχη και της αξίζουν τα καλύτερα." είπε. Το βλέμμα του έδειχνε τον έρωτα του για την Caroline. Φτάσαμε στο τέλος του διαδρόμου. Ύπήρχαν κάποιες σκάλες. Κατεβήκαμε. Μπροστά μας υπήρχε μια πόρτα με ένα λουκέτο. Ο Klaus πήγε να ξεκλειδώσει το λουκέτο. "Είσαι πολύ ερωτευμένος μαζί της." είπα. "Είμαι κάτι παραπάνω από ερωτευμένος μαζί της." είπε και άνοιξε την πόρτα. "Παρακαλώ περάστε." είπε με ένα χαμόγελο. Μπήκα μέσα στο δωμάτιο. Ήταν σαν μουσείο. Το πάτωμα ηταν καλυμμένο από ένα κόκκινο χαλί. Οι τοίχοι ήταν ξύλινοι και πάνω τους υπήρχαν κρεμασμένοι πίνακες ζωγραφικής. Ο καθένας από αυτούς ήταν ξεχωριστός. Άλλοι απεικόνιζαν δάση και άλλοι πόλεις και χωριά. Αλλοι απεικόνιζαν ανθρώπους πλούσιους και φτωχούς. Είχα εντυπωσιαστεί με όλους αυτούς τους υπέροχους πίνακες. Είδα ένα τραπέζι που πάνω του είχε χρώματα και πινέλα. "Πως σου φαίνονται;" ρώτησε ο Klaus που ήταν ακριβώς από πίσω μου. Γύρισα και τον κοίταξα εντυπωσιασμένη. "Είναι φανταστικοί όλοι οι πίνακες! Έχεις πολύ μεγάλο ταλέντο." είπα με θαυμασμό. Ο Klaus έκανε έναν μομφασμό. "Ευχαριστώ....είναι το πάθος μου. Η ζωγραφική με μεταφέρει σε έναν άλλο κόσμο. Σε έναν κόσμο που έχω τον απόλυτο έλεγχο." είπε. Πρόσεξα ότι υπήρχε ένας πίνακας σκεπασμένος με ένα άσπρο σεντόνι. Τον πλησίασα. "Τι είναι αυτό;" ρώτησα. Έπιασα το πανί. "Οχι δεν είναι-". Ξεσκέπασα τον πίνακα και έμεινα άναυδη. Ο πίνακας απεικόνιζε εμένα. Ήμουν σε ένα μέρος που περιτρυγιριζόταν από φλόγες. Είχα ένα χαμόγελο στο πρόσωπο μου. Τα χείλη μου είχαν ένα κοραλοκόκκινο χρώμα και τα μάγουλα μου ήταν χρωματισμένα με ένα απαλό ροζ. Τα μαλλιά μου ήταν χτενισμένα σε χαλαρές μπούκλες και κοκκίνιζαν ελάχιστα. "Το έφτιαξα όταν ήρθες στο κάστρο." είπε ο Klaus καθώς με κοιτούσε. "Είναι.....υπέροχο. Δεν έχω λόγια!" είπα καθώς κοιτούσα τον πίνακα άναυδη. "Θα στο έδειχνα σύντομα αλλά ήθελα να σιγουρευτώ ότι είναι αρκετά καλό." είπε. "Μου κάνεις πλάκα; Είναι απίθανο!" είπα ενθουσιασμένη και τον κοίταξα. "Αφού το λες εσύ Little sweet..." είπε με ένα χαμόγελο. "Little sweet; Γιατί με λες έτσι;" ρώτησα παραξενευμένη. "Το 'Little' είναι γιατί είσαι αρκετά μικρότερη από εμένα και το 'sweet' είναι το όνομα σου. Το 'sweet' σημαίνει Alison." είπε ο Klaus. "Μάλιστα. Πολύ ενδιαφέρον αυτός ο συνειρμός σου." είπα και του χαμογέλασα. Τότε μπήκε μέσα ένας ψηλός νεαρός. Ηταν γυμνασμένος. Είχε καφέ κοντά μαλλιά και ιδιαίτερα μάτια. Δεν μπορούσα να καταλάβω ακριβώς το χρώμα τους. Ηταν χρυσό με κόκκινο και ελάχιστο κίτρινο μαζί. Φορούσε ένα άσπρο πουκάμισο, μαύρο παντελόνι και μαύρα παπούτσια. Μας πλησίασε. "Γειά σου Klaus." είπε και χαμογέλασε. "Alison από δω ο φίλος μου. Ο Edward Cullen." είπε ο Klaus. Ο Edward έπιασε το χέρι μου, το έφερε κοντά του και το φίλησε. "Είναι τιμή μου που σε γνωρίζω Alison." είπε και μου χαμογέλασε γλυκά.
Αυτό ήταν το κεφάλαιο.
Ελπίζω να σας άρεσε.😁
Γράψτε απόψεις και εντυπώσεις στα σχόλια!☺
Και μην ξεχάσετε να πατήστε το ☆
Φιλάκιααααααα!!!❤❤
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro