Ανθρωπιά
Ξημέρωσε. Όλα ήταν έτοιμα για την κηδεία της μητέρας μου. Καθόμουν στο κρεβάτι του δωματίου μου και έβαφα με ένα κόκκινο μανό τα νύχια των χεριών μου. Αφού στέγνωσαν πήρα την πρέσα και έκανα μπούκλες στα μαλλιά μου. Τέλος φόρεσα το μαύρο φουστάνι που έφτανε μέχρι το γόνατο με μανίκια τριών τετάρτων και λίγη δαντέλα στο κάτω μέρος του. Ήταν της μητέρας μου. Ήθελα να το φορέσω για να νιώθω κοντά της. Ήταν τόσο γελοία αυτή η σκέψη! Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Μου άρεσε αυτό που έβλεπα. Καμία θλίψη, καμία ενοχή και κανένα δράμα. Μόνο δύναμη και ομορφιά! Αυτή η πτυχή του εαυτού μου, μου άρεσε πάρα πολύ! "Είσαι έτοιμη;" ρώτησε ο Elijah μπαίνοντας στο δωμάτιο μου. "Ναι. Πως σου φαίνομαι;" ρώτησα. "Πανέμορφη όπως πάντα." είπε παρατηρώντας με. "Το ξέρω! Αλλά δεν με νοιάζει η γνώμη σου." απάντησα απωθητικά. Πήρα το μαύρο τσαντάκι σε σχήμα φακέλου και βγήκα από το δωμάτιο. Κατέβηκα τις σκάλες. Όλοι ήταν ντυμένοι στα μαύρα, αλλά κανείς δεν ήταν τόσο όμορφος και ξεχωριστός όσο εγώ! Έριξα μια γρήγορη ματιά σε όλους με ένα αδιάφορο βλέμμα. Ο Klaus με πλησίασε. "Πρέπει να φύγουμε." είπε. "Ωραία! Ας τελειώνουμε και με αυτό!" απάντησα αδιάφορα και βγήκα από το σπίτι.
Στον χώρο της εκκλησίας όλοι με πλησίαζαν με ένα απαίσιο βλέμμα συμπόνιας και στεναχώριας και μου έλεγαν 'συλλυπητήρια'. Τους απαντούσα ένα 'ευχαριστώ ' και εκεί τελείωνε η μικρή ασήμαντη συζήτηση μας. Δεν με ένοιαζε η συμπόνια του καθενός. Το μόνο που ήθελα ήταν το αίμα που έρεε σε κάθε φλέβα του σώματος τους. Όταν ερχόντουσαν αρκετά κοντά μπορούσα να το μυρίσω καθαρά, αλλά καμία μυρωδιά δεν ήταν αυτή που αναζητούσα. Και τότε.....ήρθε. Μια γυναίκα με πρόσωπο με πολλές γωνίες, καστανά μακριά μαλλιά και γαλάζια μάτια. Η μητέρα της Hanna. Η μυρωδιά του αίματος της κλόνισε το μυαλό μου! Τα μάτια μου την κοιτούσαν εξεταστικά και σκεφτόμουν πως θα έπινα το αίμα της. Το σχέδιο ήταν απλό. Μπορούσα να ψυχαναγκάσω όλους αυτούς που βρίσκονταν μέσα στο κτίριο. Όμως μετά θα έπρεπε να ασχοληθώ με την φατρία των βρικολάκων που θα με σταματούσαν σίγουρα και θα με κλείδωναν σε κάποιο κελί μέχρι να νιώσω ξανά. Ήταν κάτι που δεν μπορούσα να ρισκάρω προφανώς. Θα έπινα το αίμα της σε ένα ήσυχο και απομονωμένο μέρος. Στο σπίτι της. Είχαν περάσει μόνο δύο δευτερόλεπτα από τότε που κέντρισε το ενδιαφέρον μου, κι όμως είχα σκεφτεί το κατάλληλο σχέδιο για να την εξοντώσω! Χρειαζόμουν μόνο μια επαφή μαζί της. Είδα πως δεν ερχόταν κοντά μου. Έτσι απέφυγα το ανόητο πλήθος που με βομβάρδιζε με την στεναχώρια και την συμπόνια του και πήγα κοντά της. "Γειά σας κυρία Marin." είπα ευγενικά. Με αγκάλιασε. Το κεφάλι μου ακούμπησε στο ώμο της δίπλα από τον λαιμό της. Ήθελα να σκίσω την απαλή μεμβράνη που με κρατούσε μακριά από αυτήν την τόσο γλυκιά μυρωδιά! "Συλλυπητήρια. Λυπάμαι πολύ.." είπε και μου χαΐδεψε απαλά το κεφάλι. Δάκρυσα λίγο. Είχε πλάκα να παίζω θέατρο ειδικά μπροστά στους ανθρώπους. Δεν είχε ιδέα τι ήμουν ή τι πρόκειται να της κάνω και αυτό ήταν το καλύτερο από όλα! Έφυγα από την αγκαλιά της και την κοίταξα στα μάτια. "Ευχαριστώ που ήρθατε. Μετά θα με καλέσετε στο σπίτι σας για να με παρηγόρησετε και όποιος σας ρωτήσει τι λέγαμε θα πείτε ότι με συμπονούσατε. Καταλάβατε;" είπα ψυχαναγκάζοντας την. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα των ματιών της. "Κατάλαβα." απάντησε και έφυγε από κοντά μου.
Ο κόσμος είχε αρχίσει να κάθεται στις καρέκλες της εκκλησίας. Κάθισα σε μια καρέκλα και άρχισε η τελετή. Τα λόγια του πάστορα ήταν σαν παραμύθι για να κοιμηθώ. Και τότε έφτασε αυτή η απαίσια στιγμή που έπρεπε να πω κάτι για την μητέρα μου. Υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσα να έλεγα αυτό που ένιωθα αλλά τώρα δεν είχα τίποτα να πω γιατί δεν ένιωθα τίποτα γι αυτήν. Σηκώθηκα από την καρέκλα μου και πήγα στο κέντρο της αίθουσας μπροστά από το φέρετρο της μητέρας μου. Κοίταξα τον κόσμο μπροστά μου. Όλοι περίμεναν να πω κάτι. Η σιωπή στην αίθουσα μου έδωσε λίγο χρόνο για να σκεφτώ τι θα μπορούσα να έλεγα αν ένιωθα. Πήρα μια βαθιά ανάσα "Ευχαριστώ που ήρθατε. Είμαι σίγουρη πως και η μητέρα μου θα χαιρόταν αν έβλεπε τον κόσμο που έχει έρθει να την τιμήσει." είπα. Κύλισαν κάποια δάκρυα στα μάγουλα μου. Ήμουν πράγματι σαν σταρ του θεάτρου γιατί όλοι είχαν πιστέψει ότι ήμουν στεναχωρημένη! Ήταν το καλύτερο παιχνίδι! "Η μητέρα μου........ήταν ο καλύτερος άνθρωπος που γνώρισα στην ζωή μου. Ευγενική, δυναμική και πάνω από όλα ανεξάρτητη. Ποτέ δεν με παράτησε και ποτέ δεν με άφησε ανυπεράσπιστη χωρίς να με βοηθήσει...Πάντα ήταν στο πλευρό μου όποτε την χρειαζόμουν...." είπα με στενάχωρο τόνο στην φωνή μου. Ο κόσμος είχε πιστέψει αυτό το παραμύθι. Όμως ήταν ένα ψέμα. Η μητέρα μου ήταν ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο! Αλλά δεν με ενδιέφερε πλέον. Έπρεπε να τελειώσω αυτόν τον γελοίο λόγο. Είχα βαρεθεί. Συνέχιζα να δακρύζω και γύρισα προς το φέρετρο της. "Έγινα δυναμική και ανεξάρτητη και αυτό είναι κάτι που το οφείλω σε σένα μητέρα. Σε αγαπώ Αναπαύσου εν ειρήνη....." είπα. Ο πάστορας με πλησίασε. Τον κοίταξα και είδε την 'θλίψη' στα μάτια μου. Σκούπισα τα δάκρυα μου και κάθισα στην καρέκλα μου. Κοιταξα τον Klaus, τον Elijah και τους υπόλοιπους. Κανείς δεν είχε πιστέψει το παραμύθι μου αλλά δεν με ένοιαζε.
Αφού τελείωσε όλο αυτό πήγα στο σπίτι και άλλαξα ρούχα. Αρκετά με την 'θλίψη'. Η μέρα ήταν πολύ βαρετή και έπρεπε κάπως να διασκεδάσω. "Ωραίο το σόου που έπαιξες στην εκκλησία. Σχεδόν σε πίστεψα." άκουσα την πονηρή φωνή του Klaus. "Ναι...ωραία!" απάντησα και συνέχισα να βάφομαι. Με κοιτούσε επίμονα. Σαν να ήθελε να μου πει κάτι. "Θέλεις κάτι και είσαι ακόμα εδώ;" ρώτησα ενοχλημένη από την παρουσία του. Με πλησίασε. "Κοίτα....ξέρω ότι εγώ σου είπα να εγκαταλείψεις τα συναισθήματα σου αλλά-"."Αλλα τι Klaus; Μίλησες με τον Elijah και σου άλλαξε την γνώμη; Μάντεψε! Δεν με νοιάζει! Έχω κάθε λόγο και δικαίωμα να μην έχω συναισθήματα και όποιος από εσάς τολμήσει να προσπαθήσει να τα επαναφέρει......θα γίνω ο χειρότερος του εφιάλτης." είπα σατανικά. Έκανα ένα βήμα προς την έξοδο αλλά με τράβηξε από τον καρπό του αριστερού μου χεριού προς το μέρος του. "Μην με απειλείς Alison. Δεν το θέλεις αυτό." είπε ψαροτικά. Άρχισα να λέω ένα ξόρκι νοητά που του έκαιγε το χέρι όσο με ακουμπούσε. Αισθάνθηκε τον πόνο αλλά προσπαθούσε ανώφελα να αντισταθεί. "Τι έλεγες; Νόμιζα ότι το έπαιζες σκληρός αλλά μάλλον έκανα λάθος...Σε προειδοποιώ για τελευταία φορά. Αν μπεις στον δρόμο μου θα νιώσεις πως μπήκες στην κόλαση!" είπα και τον πέταξα με τις δυνάμεις μου προς το παράθυρο. Γύρισα προς την αντίθετη πλευρά και έφυγα από το σπίτι.
Είχα τσαντιστεί με το ηγετικό υφάκι του Klaus. Έπρεπε να τον εκδικηθώ για να του δείξω τι μπορώ να κάνω. Μπήκα μέσα στο μπαρ και κάθισα σε ένα σκαμπό μπροστά από την μπάρα. Είδα τον Matt να με πλησιάζει. "Μπέρμπον! Και γρήγορα!" είπα αυστηρά. Μέχρι να φέρει το ουίσκι μου έριξα μια ματιά στον χώρο. Υπήρχε αρκετός κόσμος κάτι που ήταν πολύ καλό για το σχέδιο μου. Ο Matt έφερε το μπουκάλι με το μπέρμπον και ένα ποτήρι. Άνοιξα το μπουκάλι και άρχισα να πίνω. "Χαλάρωσε λίγο με το ποτό! Θα μεθύσεις!" είπε κοιτάζοντας με ξαφνισμένος. Γέλασα. "Αλήθεια το πιστεύεις αυτό;" είπα ειρωνικά. "Matt είσαι πολύ ηλίθιος...αλλά σε χρειάζομαι για κάτι. Πάρε αυτό, βαλε λίγο σε κάθε ποτό και κέρασε όλο το μαγαζί. Πες τους ότι είναι από εμένα." είπα ψυχανταγκάζοντας τον. Έκανε ακριβώς ότι του είπα. Σε λίγα λεπτά όλοι ήπιαν από τα ποτά που τους σέρβιρε ο Matt. Ήπια λίγο ακόμη ουίσκι και ανέβηκα στην μπάρα. "Δώστε μου λίγο την προσοχή σας!" είπα δυναμόνοντας τον ήχο στην φωνή μου. Όλοι με κοίταξαν με περιέργεια στα μάτια. Άκουσα κάποιους ψυθήρους. "Αυτή δεν είναι η κοπέλα που έχασε την μητέρα της;...". "Κοίτα πως κατάντησε το κορίτσι.... αλκαλικό....". "Κρίμα....." Δεν υπήρχε πολύς σεβασμός προς το άτομο μου κάτι που έπρεπε να αλλάξει. "Από δω και στο εξής θα κάνετε ότι θέλω εγώ. Δεν με ενδιαφέρει αν δεν μπορείτε ή αν δεν αντέχετε......Η ζωή σας εξαρτάται από την πίστη σας σε εμένα. Καταλάβατε;" είπα με ένα ηγετικό βλέμμα. Άκουσα κάποια γέλια κάτι που με ενόχλησε. "Μάλιστα.....θέλω δύο εθελοντές! Ποιός θα έρθει;" ρώτησα με ένα κακό και τσαντισμένο ύφος. Περίμενα λίγο. Καμία ανταπόκριση. "Κανείς;....Δεν πειράζει! Τότε θα διαλέξω εγώ!.....Λοιπόν....." είπα παρατηρώντας τον καθένα από αυτούς. Το βλέμμα σταμάτησε σε έναν άντρα ψηλό μετρίου βάρους με μαύρα κοντά μαλλιά και καφέ μάτια και σε μια κοπέλα μετρίου ύψους και βάρους με πυροξανθα μαλλιά και πράσινα μάτια. "Εσείς οι δύο! Ελάτε εδώ!" τους πρόσταξα ψυχαναγκάζοντας και τους δύο. Με πλησίασαν και ανέβηκαν στην μπάρα. Κοίταξα τον άντρα. "Και όσοι δεν με υπακούτε...." είπα και έβαλα τα χέρια μου στο κεφάλι του. Πίεσα λίγο τα δάχτυλα μου στα νεύρα του ώσπου άρχισα να καίω τον εγκέφαλο του. Φώναξε από τον πόνο. Ο κόσμος άρχισε να τρέχει πανοικόβλητος προς την έξοδο αλλά κλείδωσα τις πόρτες με τις δυνάμεις μου. "Δεν φεύγει κανείς μέχρι να το πω εγώ." είπα σκοτεινά. Αφού έκαψα τον εγκέφαλο του, έριξα μια δυνατή μπουνιά στο στομάχι του, έβγαλα ένα από τα δυο νεφρά του που ήταν καλυμμένο με αυτό το γλυκό κόκκινο σιρόπι και το πέταξα κάτω. Δοκίμασα λίγο από το αίμα του που είχε μείνει στα δάχτυλα των χεριών μου. Ήταν αρκετά νόστιμο. Η κοπέλα με τα πυρόξανθα μαλλιά κατέβηκε από την μπάρα τρομοκρατημένη. Την ακινητοποίησα με τις δυνάμεις μου και την έσυρα προς το μέρος μου. "Όχι γλυκιά μου. Σε χρειάζομαι.....Βλέπεις έχεις την τιμή να γίνεις ένα από τα θύματα μου!" είπα και την κοίταξα με αυτό το δυναμικό, σκοτεινό αλλά και ηγετικό βλέμμα που είχα αποκτήσει μόνιμα από τότε που εγκατέλειψα τα συναισθήματα μου. "Γιατί το κάνεις αυτό;" είπε τρομαγμένη και ένα δάκρυ κύλισε στο δεξί της μάγουλο. Η καρδιά της χτυπούσε έντονα από τον τρόμο που της προκαλούσα. Ήταν τόσο υπέροχο! Χάιδεψα το δεξί της μάγουλο με τον δείκτη του αριστερού χεριού μου παίρνοντας μαζί μου το δάκρυ της. Έκανε ένα βήμα πίσω τρομοκρατημένη. "Γιατί το κάνω; Επειδή έχει πλάκα! Και επειδή είμαι ένα βαμπίρ που έκλεισε έναν υποθετικό διακόπτη που ελέγχει αν θα έχω συναιθήματα αλλά.....το κάνω επειδή έχει πλάκα!" είπα σατανικά. Η καρδιά της χτυπούσε πάρα πολύ έντονα. Έσφιξα τους μυς μου για να αντισταθώ στην παρόρμηση μου να πιω το αίμα της και την πλησίασα απειλητικά. "Μην φοβάσαι....δεν θα έχεις την ίδια τύχη με αυτόν." είπα ειρωνικά. Γύρισα προς τον κόσμο. "Πριν ήπιατε όλοι από τα ποτά που σας σέρβιρε ο Matt. Μόνο που....αυτά τα ποτά είχαν λίγο από το αίμα μου σε μια μίξη με λίγη από την μαγεία μου μέσα τους. Από την στιγμή που τα ήπιατε μου ανήκετε όλοι. Θα κάνετε ότι θέλω εγώ και το καλύτερο είναι ότι δεν έχετε επιλογές! Γιατί όποιος με απογοητεύσει θα πεθαίνει εκείνη την στιγμή!" είπα με ένα αυστηρό τόνο. Τα βλέμματα όλων πάγωσαν από τον τρόμο. "Και για να σας δώσω ένα παράδειγμα....." είπα και κοίταξα με με την άκρη των ματιών μου την κοπέλα με τα πυρόξανθα μαλλιά. Έτρεμε και οι παλμοί της χτυπούσαν σαν τρελοί! "Γλυκιά μου είσαι καλή κοπέλα.....αλλά με απογοήτευσες. Λυπάμαι αλλά η ζωή σου μόλις τελείωσε." είπα και χαμογέλασα πονηρά. Αμέσως άρχισε να πνίγιεται και αίμα έβγαινε από το στόμα της ώσπου έσπασαν όλα της τα κόκαλα και η καρδιά της σταμάτησε. Έπεσε κάτω και το δέρμα της άσπρισε. Το αίμα στις φλέβες της πάγωσε. Την κοιτούσα και αισθάνθηκα τις φλέβες μου να καίγονται και ένα αυθόρμητο διαβολικό βλέμμα που στιλίστηκε με ένα ηγετικό και δυναμικό χαμόγελο ήρθε στο πρόσωπό μου. Ο κόσμος φώναζε
πανοικόβλητος. Μάλλον δεν είχαν καταλάβει τι μπορούσα να κάνω. "Σταματήστε όλοι!" φώναξα κοιτάζοντας τους. Αμέσως σταμάτησαν και με κοίταξαν. "Καλύτερα. Θέλω να συνεχίσετε κανονικά τις ζωές σας και όταν σας χρειαστώ θα έρθετε να με βρείτε." είπα και τους έκανα νόημα να φύγουν.
Έφυγαν όλοι εκτός από έναν που σταμάτησα εγώ. Ήταν ένας άντρας μετρίου ύψους, λεπτός, φαλακρός, μελαμψός. "Τι θες να κάνω;" ρώτησε πρόθυμα. "Θέλω να πας στο σπίτι μου και να δώσεις αυτό στα βαμπίρ. Μετά ξέρεις τι πρέπει να κάνεις σωστά;" ρώτησα. "Ναι." απάντησε ήρεμα. "Ωραία. Φύγε από μπροστά μου!" τον πρόσταξα και πήγα προς το σχολείο.
Στο σπίτι μου ακουγόντουσαν φωνές από τον Klaus και τον Elijah. "Και τι έπρεπε να κάνω δηλαδή;" φώναξε εκενρισμένος ο Klaus. "Δεν έπρεπε να την παροτρύνεις να εγκαταλείψει τα συναισθήματα της!" παραπονέθηκε ο Elijah με ένταση στην φωνή του. "Α ναι; Εσύ τι θα έκανες λοιπόν σαν σωστός αδελφός που είσαι;". "Δεν είναι αυτό το θέμα." είπε αποφεύγοντας την ερώτηση του Klaus. "Δεν απαντάς επειδή ξέρεις ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπο! Αν πιστεύεις ότι αυτό δεν ήταν το καλύτερο εντάξει! Αλλά μην μου λες ότι δεν έπρεπε να την είχα παροτρύνει! Εκείνη την στιγμή ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω και ξέρεις γιατί; Επειδή είδα τον πόνο και την ενοχή στα μάτια της! Είδα την στεναχώρια που της έχουν προκαλέσει όλα αυτά! Μπορείς να πεις ότι είμαι υπερβολικά συναισθηματικός αλλά ήθελα να διώξω τον πόνο της οπότε για να μην την ψυχαναγκάσω να το κάνει απλώς την παρότρυνα!" φώναξε με ένταση και ανησυχία στην φωνή του. Ο Elijah δεν είπε τίποτα. Ήξερε καταβάθος ότι είχε δίκιο ο αδελφός του. "Γιατί το συζητάτε ακόμη; Ότι έγινε έγινε δεν αλλάζει τώρα. Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να επαναφέρει τα συναισθήματα της." είπε η Jacqueline μπαίνοντας ανάμεσα τους. "Και τι προτείνεις; Να την κλειδώσουμε σε ένα κελί;" ρώτησε ειρωνικά ο Klaus. "Ναι αν χρειαστεί!" είπε δυνατά και πλησίασε τον Klaus. "Nik έχω δει ότι νοιάζεσαι για εκείνη. Βοήθησε την!" τον παρότρυνε κοιτάζοντας τον με ένα ανήσυχο βλέμμα. Τότε χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού. Ο Stefan άνοιξε την πόρτα. Ήταν ο μελαμψός άντρας που είχα στείλει. "Μπορούμε να σε βοηθήσουμε κάπως;" ρώτησε κοιτάζοντας τον περίεργα. Ο άντρας μπήκε μέσα και στάθηκε στην μέση του σαλονιού. "Τι θέλεις;" ρώτησε απαιτητικά ο Klaus. Του έδωσε το σημείωμα που του είχα πει. Ο Klaus το ξεδίπλωσε και το διάβασε. "Τι λέει;" ρώτησε ο Edward που στεκόταν λίγο πιο δίπλα. "Από ότι φαίνεται η Alison θέλει να συναντηθούμε στο σχολείο!" είπε έκπληκτος. "Θα πάμε να την βρούμε λοιπόν;" ρώτησε ο Stefan. "Ναι! Πρώτα όμως θα χρειαστούμε ένα σχέδιο." είπε πονηρά ο Klaus. "Πήγαινε πίσω στην Alison και πες της ότι πήραμε το μηνυματάκι της!" είπε ψυχαναγκάζοντας τον άντρα. Όμως δεν κουνήθηκε από την θέση του. Το ξόρκι μου ήταν πολύ πιο δυνατό από τον ψυχαναγκασμό του Klaus παρόλο που ήταν το πρώτο βαμπίρ στην ιστορία. "Γιατί δεν κουνιέται;" ρώτησε ανήσυχη η Jacqueline. Ο Klaus τον κοίταξε αγριεμένος και ξαφνιασμένος. "Σου είπα να φύγεις!" μουρμούρισε θυμωμένος ψυχαναγκάζοντας τον ξανά. Δεν κουνήθηκε. Τον κοιτούσε με ένα βλέμμα μίσους. "Η Alison ήθελε να σας πει και κάτι ακόμη." είπε με ένα σοβαρό βλέμμα. "Ώραία μην μας καθυστερείς! Μίλα!" απαίτησε εκνευρισμένος ο Damon. "Αν προσπαθήσετε να δημιουργήσετε ένα σχέδιο απάτης το οποίο θα την αναγκάσει να επαναφέρει τα συναισθήματα της, θα κάνει τα πάντα για να γίνει ο χειρότερος σας εφιάλτης." είπε σκοτεινά. Πήρε ένα μαχαίρι και το έχωσε με δύναμη στην καρδιά του. Όλοι σοκαρίστηκαν. "Τι έγινε μόλις τώρα;" είπε σοκαρισμένη η Jacqueline. "Μας απείλησε...." είπε ο Klaus με ένα εκνευρισμένο και ξαφνιασμένο βλέμμα. "Λοιπόν.....θα πάμε όλοι στο σχολείο, θα χωριστούμε και θα την πιάσουμε. Μετά, θα την φέρουμε εδώ και θα την βασανίσουμε μέχρι να επαναφέρει τα συναισθήματα της! Το σχέδιο είναι απλό!" είπε με ένα τσαντισμένο χαμόγελο ο Damon και ήπιε λίγο από το μπουκάλι με το μπέρμπον που κρατούσε. "Ξέρεις ότι δεν θα είναι τόσο εύκολο σωστά;" ρώτησε ο Stefan. "Ελα τώρα αδελφέ! Θα είναι πανεύκολο! Είναι καινούρια σε αυτό! Δεν έχει την δύναμη και την ταχύτητα που έχουμε εμείς! Παιχνιδάκι!" είπε πονηρά και ήπιε άλλη μια γουλιά από το μπουκάλι. "Δεν θα είναι τόσο εύκολο όσο νομίζεις. Είναι μάγισσα εκτός από βαμπίρ." τον αποθάρρυνε η Jacqueline. Την κοίταξε σκεπτικός. "Σωστά...." είπε. "Τότε θα πρέπει να φερθούμε πολύ έξυπνα. " είπε ο Klaus, έφερε ένα μπλε σακίδιο, το ακούμπησε πάνω στον άσπρο καναπέ και το άνοιξε. Μέσα υπήρχαν διάφορα σίδερα, ενέσεις με ερολύνη, και τόξα με σιδερένια βέλη. "Πάρτε ένα από όλα και κρύψτε το καλά ώστε να μην το δει. Όταν έρθει η ώρα θα το χρησιμοποιήσετε." είπε σοβαρά.
Μια ώρα μετά έφτασαν στο σχολείο. "Ωραία. Εδώ χωριζόμαστε." είπε ο Elijah. Ο Edward πήγε μαζί του, ο Damon με τον Stefan και η Jacqueline μαζί με τον Klaus και τον Emile. Ο Damon και ο Stefan μπήκαν μέσα σε μια τάξη. Κανείς δεν υπήρχε εκεί ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν. "Οκ....Αυτό είναι περίεργο. Γιατί να θέλει να έρθουμε εδώ;" ρώτησε περίεργος ο Stefan. Ο Damon έψαχνε περίεργος για στοιχεία. "Δεν έχω ιδέα." είπε συνεχίζοντας το ψάξιμο. Ξαφνικά έπεσε ένα θρανίο που βρισκόταν πίσω τους. Γύρισαν απότομα και κοίταξαν. Εμφανίστηκε ένας άντρας που ήταν πεσμένος στο πάτωμα. Ο Stefan έτρεξε αμέσως κοντά του και έσκυψε για να του δώσει το αίμα του. Πρόλαβε να ακουμπήσει μόνο τον λαιμό του και το κεφάλι του έπεσε κάτω. "Τι αρρωστημένο παιχνίδι παίζει;" ρώτησε ξαφνιασμένος ο Damon. Ο Stefan παρατήρησε ότι υπήρχε ένα σημείωμα καρφωμένο στην μπλούζα του άντρα. Το πήρε και το διάβασε. "Τι λέει;" ρώτησε ο Damon. "'Και αυτό είναι μόνο η αρχή.....'" είπε. "Τι σημαίνει αυτό;" είπε εκνευρισμένος ο Damon. "Σημαίνει ότι αν δεν με αφήσετε ήσυχη αυτό θα συνεχίσει.....σε όλο τον κόσμο και δεν θα σταματήσει μέχρι να ξεριζώσω το κεφαλι του τελευταίου ανθρώπου στην γη!" είπα σατανικά καθώς βρισκόμουν από πίσω του. Γύρισε και με κοίταξε. "Ξέρεις ότι δεν θα το κάνεις αυτό σωστά;" είπε πονηρά. Έβγαλε ένα κομμάτι σίδερο από την τσέπη του μαύρου δερμάτινου μπουφάν του και το πέταξε προς το μέρος μου. Το απέφυγα γρήγορα. Έσπασα ένα κομμάτι σίδερο από ένα θρανίο που βρισκόταν δίπλα μου, το έσπασα στην μέση και πέταξα τα δύο κόμματα προς το μέρος του Damon και το Stefan. Έσκυψαν αποφεύγοντας τα κομμάτια. "Αστόχισες!" είπε ειρωνικά ο Damon και πέταξε ένα κομμάτι σίδερο που καρφώθηκε στο στήθος μου. Έπεσα κάτω αδύναμη να σηκωθώ. "Όχι δεν αστόχησα." δαφώνησα καθώς βρισκόμουν από πίσω του. Με κοίταξε ξαφνιασμένος και κοίταξε αμέσως μπροστά του. Αυτός που είχε καρφώσει στο στήθος το σίδερο ήταν ο Stefan. "Τελικά είχε πλάκα να παίζω με το μυαλό σου Damon." είπα με κακία. "Είσαι πολύ μεγάλη σκύλα." είπε με έναν σιγανό και εκνευρισμένο τόνο στην φωνή του. "Ευχαριστώ. Το λαμβάνω ως κοπλιμέντο!" είπα ειρωνικά και του έσπασα τον λαιμό με τις δυνάμεις μου. Έφυγα από την αίθουσα και πήγα προς την αίθουσα του μπάσκετ. Οι επόμενοι μου στόχοι ήταν ο Elijah και ο Edward. 'Αυτό θα έχει πολλή πλάκα!' σκέφτηκα και χαμογέλασα πονηρά.
Εκείνη την στιγμή ο Edward και ο Elijah τριγυρνούσαν από αίθουσα σε αίθουσα ψάχνοντας εμένα. Τότε μπήκαν σε μια αίθουσα γεμάτη κόσμο καθισμένο σε θρανία που τους κοιτούσε ανέκφραστος. "Τι συμβαίνει με όλους αυτούς;" ρώτησε ο Edward παραξενευμένος. Ο Elijah πλησίασε μια γυναίκα με μαύρα μαλλιά, ανοιχτόχρωμο δέρμα και καφέ μάτια. Ακούμπησε ελάχιστα τα δάχτυλα του στον λαιμό της και αμέσως το κεφάλι της έπεσε στο πάτωμα. Και οι δύο συγκράτησαν το σοκ που τους είχε περιβάλλει. Δεν με είχαν ικανή για κάτι τέτοιο και αυτό ήταν το πιο αστείο από όλα. Σιγά σιγά έπεσαν όλα τα κεφάλια από τα άτομα που βρισκόντουσαν εκεί. "Μας δείχνει την δύναμη της με τον δικό της τρόπο..." είπε σοκαρισμένος ο Elijah. Ο Edward πήρε μια κιμωλία και την πέταξε από το παράθυρο σπάζοντας το τζάμι. "Εγώ φταίω γι αυτό! Την απείλησα με την ζωή της φίλης της και μετά την σκότωσα! Δεν έπρεπε να το είχα κάνει!" είπε εκνευρισμένος. Ο Elijah πήγε κοντά του. "Μην κατηγορείς τον εαυτό σου. Δεν είναι δικό σου το λάθος." είπε καθυσηχαστικά. "Όχι έχει δίκιο! Είναι δικό του το λάθος! Αλλά δεν με νοιάζει πια." είπα με κακία. Με κοίταξαν και οι δύο. "Alison ξέρω ότι πονάς πολύ. Αλλά όλο αυτό δεν βοηθάει! Όταν επαναφέρεις τα συναισθήματα σου θα νιώσεις περισσότερο πόνο και ενοχιές. Γι αυτό άφησε με να σε βοηθήσω." είπε ήρεμα και φιλικά ο Elijah. "Να με βοηθήσεις; Εννοείς να μου κάνεις ένεση με ερολύνη και να με δέσεις σε ένα υπόγειο μέχρι να νιώσω ξανά; Να μου λείπει! Περνάω υπέροχα χωρίς συναισθήματα και δεν υπάρχει περίπτωση να σας αφήσω να μου το καταστρέψετε!" είπα εριστικά. Πήγα με αστραπιαία ταχύτητα πίσω από τον Edward και του έσπασα τον λαιμό. "Σε προειδοποιώ Elijah. Μην με υποτιμήσεις." είπα σοβαρά και με κακία και έφυγα με αστραπιαία ταχύτητα.
Εντωμεταξύ o Klaus, η Jacqueline και ο Emile έψαχναν στα γραφεία των καθηγητών και στο υπόγειο του σχολείου. "Και.....δεν είναι πουθενά! Παίζει πολύ άσχημα!" είπε εκνευρισμένος ο Klaus. "Θα μπορούσε να μην είχε συμβεί αυτό εάν δεν της έλεγες να εγκαταλείψει τα συναισθήματα της! Και θα μπορούσαμε να είχαμε συγκεντρωθεί στον αρχικό λόγο που ήρθαμε εδώ! Να βρούμε την Addison και την Raven." είπε ο Emile με το ίδιο ύφος. Ο Klaus τον έπιασε από τον λαιμό. "Βγάλε τον σκασμό αλλιώς όταν βρούμε την κοπέλα σου θα την σκοτώσω μπροστά σου!" είπε με οργή στην φωνή του. Η Jacqueline μπήκε ανάμεσα τους και έσπρωξε το χέρι του Klaus ώσπου άφησε τον λαιμό του Emile. "Ξέρετε ότι αυτό δεν βοηθάει. Σταματήστε και συγκεντρωθείτε!" είπε με ένταση στην φωνή της. Καθώς προχωρούσαν στο υπόγειο ακούστηκε ένα τρίξιμο. Ο Emile πήγε να δει τι ήταν αυτό. "Γειά σου Emile." άκουσε την γλυκιά φωνή της Addison. Την πλησίασε και την αγκάλιασε. "Addison! Μου έλειψες!" είπε και ενα δάκρυ συγκίνησης κύλισε στο αριστερό του μάγουλο. "Και μένα μου έλειψες αγάπη μου." είπε γλυκά και τον αγκάλιασε σφιχτά. Το είχε πιστέψει! Αυτό ήταν το καλύτερο κομμάτι του βαμπιρισμού! Όπως μπήκα στο μυαλό του Damon και τον έκανα να νομίζει πως ο Stefan ήταν εγώ, έτσι μπήκα και στο μυαλό του Emile και τον έκανα να νομίζει πως έβλεπε την Addison. Και γι αυτόν ήταν πιο εύκολο να τον μπερδέψω γιατί ήταν άνθρωπος! Όπως ήμουν χωμένη στην αγκαλιά του, έβγαλα μια ένεση με υπνωτικό και την κάρφωσα στον σβέρκο του. Έβγαλε μια κραυγή από τον πόνο, με κοίταξε παραξενευμένος και έπεσε κάτω αναίσθητος. Ο Klaus και η Jacqueline δεν είχαν καταλάβει τίποτα. Το ξόρκι αορατότηρας που είχα κάνει σε εμένα και στον Emile είχε δουλέψει! Πήρα την μορφή του Emile, σταμάτησα το ξόρκι αορατότητας και βρήκα τον Klaus και την Jacqueline. "Που ήσουν;" ρώτησε η Jacqueline. "Ακουσα έναν θόρυβο και πήγα να δω τι συμβαίνει. Όλα είναι εντάξει όμως." απάντησα ήρεμα. Είχε πιστέψει ότι ήμουν πράγματι ο Emile. Μπορεί να μην μπορούσα εύκολα να μπω μέσα στο μυαλό του Klaus, της Jacqueline και του Elijah επειδή ήταν τα πρώτα βαμπίρ, αλλά μπορούσα να τους μπερδέψω παίρνοντας άλλες μορφές! Προχωρήσαμε ανάμεσα στις σιδερένιες βιβλιοθήκες με τις κούτες που υπήρχαν στο υπόγειο. Οι λάμπες που βρισκόντουσαν στο ταβάνι τρεμόπαιζαν. Σταθήκαμε μπροστά από μία κόκκινη τεράστια πόρτα. "Γιατί στεκόμαστε εδώ;" ρώτησα. "Έχεις δίκιο. Άνοιξε την πόρτα." είπε ήρεμα ο Klaus. Πήγα κοντά στην πόρτα και άγγιξα ελάχιστα το ασημένιο σιδερένιο πόμολο. Το χέρι μου κάηκε. Το πόμολο και η πόρτα ήταν λουσμένα με ερολύνη. Ο Klaus με είχε καταλάβει. Γύρισα ελάχιστα προς το μέρος του. Έριξε ένα σίδερο που καρφώθηκε στο στομάχι μου. Γονάτισα. Η Jacqueline σοκαρίστηκε. Αποδυναμώθηκα λίγο και πήρα την κανονική μου μορφή ξανά. "Όχι.....που είναι ο Emile;" με ρώτησε ανήσυχη και ξαφνιασμένη. Φυσικά κατάλαβα ότι κάτι ένιωθε γι αυτόν. "Τι έγινε Jacqueline; Ερωτεύεσαι τα αγόρια άλλων κοριτσιών; Ίδια ο Edward!' είπα με ένα κακό ύφος και έβγαλα το σίδερο από το στομάχι μου. "Τι σημαίνει αυτό;' ρώτησε απαιτητικά ο Klaus. "Δεν είναι δουλειά σου αυτό! Anuvis!" είπα και χιλιάδες κομμάτια από σίδερο πετάχτηκαν πάνω τους. Τα απέφυγαν γρήγορα και κρύφτηκαν. Χαλάρωσα τα χέρια μου, έπιασα ένα κομμάτι σίδερο και περπάτησα στον διάδρομο. "Klaus; Jacqueline; Όπου και να είστε θα σας βρω!" είπα σατανικά και συνέχισα να τους ψάχνω. Ήταν κρυμμένοι πίσω από μια βιβλιοθήκη. "Nik-" άκουσα την φωνή της Jacqueline. Ο Klaus κάλυψε το στόμα της με το χέρι του. "Τρέξε. Ξέρω τι πρέπει να κάνω." ψυθήρισε. Είχα αρχίσει να τσαντίζομαι. Έβγαλα το τηλέφωνο μου από την μπροστινή τσέπη του παντελονιού μου και πήρα έναν αριθμό. "Ναι;" ακούστηκε η αντρική βραχνή φωνή στην άλλη γραμμή. "Mikle! Τι ωραία που σε βρίσκω διαθέσιμο!" είπα με ένα εκνευρισμένο χαμόγελο. Ήξερα ακριβώς τι έκανα και αυτό θα ανάγκαζε τον Klaus να με αφήσει ήσυχη! "Τι θέλεις Alison;" ρώτησε ενοχλημένος. "Α τίποτα σημαντικό! Μόνο......να μου πεις τι κάνει η ξανθούλα με τα γαλάζια μάτια και τις μπούκλες που τυχαίνει να είναι κρατούμενη σου!....Ξέρεις ποιά λέω." είπα πονηρά. Όπου και να κρυβόταν ο Klaus σίγουρα άκουγε αυτήν την συζήτηση. "Αχ.....περίμενε λίγο." είπε. Άκουσα τα βήματα του και μετά το τρίξιμο μιας πόρτας. Πάτησα το κουμπί της ανοιχτής ακρόασης και απομάκρυνα το τηλέφωνο από το αυτί μου. "Σου έλειψα;" ρώτησε με κακία ο Mikle. "Τι θέλεις πάλι;" ακούστηκε η αδύναμη φωνή της Caroline. "Μμ....μου φαίνεται πως έγινε πιο δυνατή! Δεν θα έπρεπε σωστά;" είπα σαρκαστικά. Ο Mikke πήρε μια βαθιά ανάσα. Μετά πήρε ένα κομμάτι σίδερο και το κάρφωσε στα πλευρά της Caroline. Ακούστηκαν τα ουρλιαχτά της. "Σταμάτα!......" είπε με μια αδύναμη ένταση στην φωνή της. "Είπε κάτι; Δεν το άκουσα καλά." είπα ειρωνικά. Ο Mikle πήρε ένα μπουκάλι με ερολύνη και το έχυσε πάνω της. "ΣΤΑΜΑΤΑ MIKLE!" φώναξε από τον πόνο. Έβλεπα ότι δεν εμφανιζόταν ο Klaus οπότε σκέφτηκα μια πιο δραστική κίνηση. "Mikle. Αφαίρεσε ένα από τα νεφρά της. Και κάντο αργά και βασανιστικά." είπα με ένα διαβολικό βλέμμα. Ο Mikle την πλησίασε με ένα σίδερο που ήταν λουσμένο με ερολύνη. "Mikle......δεν αξίζει να το κάνεις αυτό." είπε τρομαγμένη. "Ναι όντως..." είπε και κάρφωσε το σίδερο στο σώμα της. "ΑΑΑΑΑ!!!" ούρλιαξε. "Σταμάτα!" φώναξε ο Klaus. "Περίμενε." πρόσταξα τον Mikle. Ο Klaus με πλησίασε. "Τι θέλεις;" ρώτησε εκενρυσμένος. "Να με αφήσετε ήσυχη. Είμαι μια χαρά χωρίς τα συναισθήματα μου." είπα απαιτητικά. "Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί και το ξέρεις." απάντησε με ένα αυστηρό ύφος. "Πολύ καλά λοιπόν! Mikle άσε τα νεφρά της. Βγάλε την καρδιά της." τον πρόσταξα. "Όχι....όχι σταμάτα!" φώναξε τρομοκρατημένη. Ο Klaus ήρθε από πίσω μου με αστραπιαία ταχύτητα και πριν προλάβει να αρπάξει το κινητό από τα χέρια μου έκανα ένα ξόρκι και κάρφωσα ένα σίδερο στα πλευρά του. Το τηλέφωνο μου έπεσε κάτω και έκλεισε. "Τώρα δεν θα μάθεις πως θα πεθάνει η αγαπημένη σου Caroline......τι κρίμα." είπα ειρωνικά. Ξεκάρφωσε το σίδερο από τα πλευρά του και το πέταξε λίγο πιο πέρα. "Alison, επανέφερε τα συναισθήματα σου αλλιώς θα σε σκοτώσω!" με απείλησε. Έκανα έναν μομφασμό. "Είσαι γελοίος. Enevinis abrenka!" είπα. Έγινε σεισμός και ο Klaus κλείστηκε σε έναν κύκλο με φωτιά γύρω του. Προσπάθησε να προχωρήσει αλλά η φωτιά του απαγόρευε να κουνηθεί. "Πρόσεξε Klaus! Ένα βήμα ακόμη και είσαι νεκρός!" είπα με μια απειλητική, ειρωνική αλλά και σκοτεινή φωνή. "Όταν θα σε πιάσω θα βρω τον πιο αργό και επώδυνο τρόπο να σε βασανίσω που θα με παρακαλάς να σε σκοτώσω!" μουρμούρισε οργισμένος. Ξαφνικά ένιωσα κάτι μυτερό να σκίζει την απαλή μεμβράνη του δέρματος μου. Γονάτισα. Το ξόρκι που κρατούσε τον Klaus δέσμιο έσπασε. Είδα τον Elijah να έρχεται μαζί με τον Edward, τον Damon και τον Stefan. "Η φατρία των ηλίθιων......" μουρμούρισα ενοχλημένη. "Από ότι φαίνεται χρειάζεσαι λίγη βοήθεια αδελφέ." είπε ο Elijah κοιτάζοντας τον Klaus. "Και όπως πάντα ήρθες να με σώσεις από την καταστροφή....μόνο που αυτήν την φορά η καταστροφή είναι της Alison." είπε πονηρά. Έβγαλα πολύ σιγά το σίδερο από την πλάτη μου χωρίς να ακουστεί κάποιος θόρυβος. "Ο Mikle έχει την Caroline." είπε ανήσυχος και θυμωμένος ο Klaus. "Θα την πάρουμε πίσω οπωσδήποτε." είπε σοβαρά ο Elijah. Σηκώθηκα πολύ σιγά και έκανα ένα ξόρκι σε όλους. Άρχισαν να πονάνε φρικτά στο κεφάλι τους σαν να χτυπούσαν πολύ δυνατές σειρήνες. Έτρεξα με αστραπιαία ταχύτητα προς την έξοδο αλλά με σταμάτησε η Jacqueline που στάθηκε ακριβώς μπροστά μου μαζί με τον Emile. "Πήγαινες κάπου;" είπε ειρωνικά και πονηρά. Ένιωσα κάποια χέρια να ακουμπάνε τον σβέρκο μου και να γυρνάνε απότομα τον λαιμό μου. Έπεσα κάτω και όλα έσβησαν.
Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα γύρω. Βρισκόμουν αλυσοδεμένη στο πάτωμα του υπογείου του σπιτιού μου. "Ωραία. Ξύπνησες." είπε ο Elijah που στεκόταν κοντά μου. Ένιωθα την ερολύνη να εισχωρεί στο σώμα μου και να το αποδυναμώνει. Τότε κατάλαβα ότι οι αλυσίδες είχαν ερολύνη πάνω τους. "Τι νομίζετε δηλαδή; Ότι θα με βασανίσετε και θα επιστρέψουν μαγικά τα συναισθήματα μου;! Είστε για γέλια!" είπα εριστικά γελώντας κοροϊδευτικά αλλά και αδύναμα. "Μπορεί να μην πετύχουμε τίποτα όπως λες αλλά αξίζει να προσπαθήσουμε. Είσαι κάπου εκεί μέσα και το ξέρω." είπε κοιτάζοντας τα μάτια μου. Πρόσεξα ότι ο Edward ήταν λίγο πιο πέρα και παρακολουθούσε. "Δεν νομίζω πως είμαι εγώ η προτεραιότητα σου." είπα πονηρά. Μια αχτίδα ήλιου μπήκε από το παράθυρο και ακούμπησε την δεξιά παλάμη μου. Αμέσως το δέρμα μου άρχισε να κοκκινίζει και να καίγεται. Αποτραβήχτηκα αμέσως από εκεί. Παρατήρησα ξαφνιασμένη τα χέρια μου. Το δαχτυλίδι που με προστάτευε από το φως του ήλιου είχε εξαφανιστεί!μ"Αυτό ψάχνεις;" ρώτησε πονηρά ο Klaus καθώς έμπαινε στο δωμάτιο. "Κράτα το! Θα φτιάξω άλλο!" είπα τσαντισμένη. Με πλησίασε και έσκυψε κοντά μου. Τα μάτια του είχαν το βλέμμα της χαράς της νίκης του. "Το ξέρω και γι αυτό η ερολύνη που μπαίνει στον οργανισμό σου θα σε σταματήσει! Σου είπα ότι θα σε βασανίσω με τον χειρότερο τρόπο. Τώρα απλώς παίρνεις μια γεύση." είπε σατανικά και έφυγε από το δωμάτιο. Αδιαφόρισα με τις αηδίες που μου έλεγε. "Μπορείς όμως να το αποφύγεις αυτό. Αν επαναφέρεις τα συναισθήματα σου." είπε ο Elijah. "Τι; Νομίζεις ότι φοβάμαι τον αδελφούλη σου;" είπα ειρωνικά. Δεν απάντησε. "Εσύ τι κάνεις εκεί; Τον σωματοφύλακα;" είπα κοροϊδευτικά προς τον Edward. Ο Elijah με έσπρωξε προς το ηλιόλουστο παράθυρο. Το δεξί μου χέρι άρχισε να καίγεται. Ένιωθα τον πόνο και το τσούξιμο! Φώναξα. Έκλεισε την μπεζ κουρτίνα του παραθύρου και το χέρι μου θεραπεύτηκε αμέσως. "Στο λέω για τελευταία φορά. Επανέφερε τα συναισθήματα σου αλλιώς θα αφήσω αυτήν την κουρτίνα ανοιχτή." είπε απειλητικά. "Το ξέρεις ότι δεν είσαι καθόλου καλός στις απειλές σωστά;" είπα εριστικά και αδύναμα. Δεν απάντησε. "Ωραία! Ας παίξουμε ένα παιχνίδι." είπα πονηρά και σηκώθηκα με δυσκολία από το πάτωμα. Ο Elijah με κόλλησε στον τοίχο. "Το παιχνίδι λέγεται 'ποιός από εσάς με φίλησε καλύτερα!'" είπα πονηρά. Χαλάρωσε τα χέρια του και με κοίταξε ξαφνιασμένος. "Α ναι σωστά! Δεν στο είχα πει! Ο κολλητός σου με γουστάρει και το εκδήλωσε πολύ καλά όταν με φίλησε το βράδυ που είχαμε βγει μαζί! Βέβαια ανταποκρίθηκα και εγώ αλλά σημασία έχει ότι αυτός έκανε την πρώτη κίνηση! Όμως όταν του είπα ότι δεν τον γουστάρω τσαντίστηκε τόσο πολύ που έφτασε στο σημείο να σκοτώσει την Hanna για να με εκδικηθεί!" είπα ειρωνικά και σατανικά. Ένα θυμωμένο αλλά και πληγωμένο βλέμμα ήρθε στο πρόσωπό του Elijah. Ο Edward τον πλησίασε. "Άφησε με να σου εξηγήσω." O Elijah του έχωσε μια δυνατή μπουνιά στο πρόσωπο. "Δεν υπάρχει τίποτα που πρέπει να μου εξηγήσεις. Φύγε από μπροστά μου!" τον πρόσταξε. "Elijah άφησε με να-" ."Είπα ΦΥΓΕ!" φώναξε και τον πέταξε στην σκάλα. Ο Edward έφυγε και ο Elijah τον ακολούθησε. Κάθισα στο πάτωμα και χαμογέλασα πονηρά.
Λίγη ώρα αργότερα άκουσα την πόρτα να ανοίγει και βήματα που κατέβαιναν την ξύλινη σκάλα. Είδα τον Klaus που ερχόταν κοντά μου. "Μπα! Άλλαξε η βάρδια;" ρώτησα ειρωνικά. Με χαστούκισε. "Τι στο διάολο κάνεις;!" ρώτησα ξαφνιασμένη τρίβοντας το μάγουλο μου. "Αυτό γιατί απάτησες τον αδελφό μου με τον ίδιο του τον κολλητό." είπε ήρεμος αλλά με πολύ κρυφό εκνευρισμό. "Αυτός μου την έπεσε ηλίθιε! Τέλος πάντων! Δεν έχει σημασία πια!" είπα αδιάφορα. Άρπαξε το δεξί μου χέρι, με σήκωσε απότομα και με αιχμαλώτισε κοντά του. "Δεν με ενδιαφέρει πραγματικά." είπε αδιάφορα. Άνοιξε την κουρτίνα και το καυτό φως άρχισε να καίει το σώμα μου από την άκρη των δαχτύλων των ποδιών μου μέχρι την κορφή του κεφαλιού μου. Ο πόνος ήταν πολύς και δεν μπορούσα να ξεφύγω. Ο Klaus με κρατούσε σφιχτά ώστε να μην το αποφύγω. Φώναξα πολύ δυνατά από τον πόνο. Το σώμα μου άρχισε να παίρνει φωτιά ώσπου ο Klaus με έσπρωξε στην σκιά. Τα εγκαύματα μου επουλώθηκαν. Τον κοίταξα με μίσος όχι πως ένιωθα κάτι τέτοιο αλλά το βλέμμα μου είχε αυτό το συναίσθημα. "Ακόμα και αν καταφέρεις να με κάνεις να νιώσω ξανά δεν θα ξεχάσω πως με βασάνισες. Θα συνεχίσω να σε μισώ και θα σε εκδικηθώ." είπα σατανικά. Με πλησίασε απειλητικά. "Αξίζει τον κόπο όμως δεν νομίζεις;" είπε με κακία και κάρφωσε μια ένεση με ερολύνη στο δεξί μου μπράτσο. Σιγά σιγά όλα άρχισαν να θολώνουν ώσπου σκοτείνιασαν εντελώς.
Άνοιξα τα μάτια μου. Βρισκόμουν σε ένα δάσος ξαπλωμένη στο χώμα. Σηκώθηκα και κοίταξα παραξενευμένη τον χώρο. Τότε καρφώθηκε ένα βέλος στο δέντρο δίπλα μου. Είδα την Emily να έρχεται προς το μέρος μου σιμαδεύοντας εμένα με το τόξο της. Κατάλαβα πως δεν υπήρχε χρόνος για ομιλία οπότε έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Το παραξενο ήταν πως δεν είχα την ταχύτητα του βρικόλακα. Συνέχισα να τρέχω ώσπου σταμάτησα. Ένιωθα ότι με είχε χάσει. Είχα λαχανιάσει. "Γεια σου αδελφούλα." άκουσα την σατανική φωνή του Ted. Βρισκόταν δίπλα μου έτοιμος να μου επιτεθεί με την μαγεία του. Είπα ένα ξόρκι νοητά αλλά δεν έγινε τίποτα. Ένιωσα κάτι παράξενο. Ένα κρύο να καλύπτει το σώμα μου, τα χέρια μου να τρέμουν και την καρδιά μου να χτυπάει πολύ έντονα αλλά όχι από αγάπη. Ήταν....φόβος. Αυτό ήταν αδύνατο! Δεν μπορούσα να νιώσω! Είδα την Marlissa να με σημαδεύει με ένα όπλο και την μητέρα μου που ήταν νεκρή να με κοιτάζει με ένα δολοφονικό βλέμμα. Υποχώρησα με μικρά βήματα. Τότε κατάλαβα τι συνέβαινε πραγματικά. Ο Klaus είχε μπει μέσα στο μυαλό μου και είχε φτιάξει τον τέλειο εφιάλτη για να με βασανίσει! Ο Ted με πέταξε στην λίμνη με τις δυνάμεις του και πέταξε ένα αμάξι που με πλάκωσε. Όμως αυτή τη φορά δεν είχα αίμα βρικόλακα στον οργανισμό μου. Έτσι αντί να σωθώ απλώς παραδόθηκα στο νερό της λίμνης που με καλούσε κοντά του.
Άνοιξα απότομα τα μάτια μου. Ο Klaus μου χαμογελούσε πονηρά. "Πολύ αστείο...." μουρμούρισα ενοχλημένη. "Είχε πλάκα. Για μένα τουλάχιστον!" είπε. "Δεν θα πετύχεις τίποτα με αυτό Klaus. Αυτή τη στιγμή η γκόμενα σου μπορεί να πεθαίνει και εσύ κάθεσαι εδώ κάνοντας ανούσια πράγματα! Μπορεί ο Mikle να της βγάζει το νεφρό ή το συκώτι ή την καρδιά....." είπα διαβολικά. Με κόλλησε στον τοίχο σφίγγοντας τον λαιμό μου. Σχεδόν δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. "Αν ξαναμιλήσεις έτσι γι αυτήν θα σε σκοτώσω!" με απείλησε. "Δεν θα το κάνεις......και το ξέρουμε και οι δυο μας." είπα με δυσκολία στην αναπνοή μου Έχωσε μια δυνατή μπουνιά στο σημείο όπου βρισκόταν η καρδιά μου. Άρχισα να ζαλίζομαι. Το χέρι του είχε μόλις ακουμπήσει την καρδιά μου. Ο χτύπος της ήταν αρκετά δυνατός και ακολουθούσε έναν μέτριο ρυθμό. Τότε εμφανίστηκαν μπροστά του όλες οι εικόνες από το παρελθόν μου. Κάθε χαρούμενη και δυσάρεστη στιγμή. Είδε ότι έχω ζήσει και μια ανάμνηση που του έμεινε αξέχαστη. Κάτι που είχα κρατήσει κρυφό από αυτόν. Ένα σκοτεινό σημείο της ζωής μου. Η ημέρα που αυτός ο άθλιος καστανομάλλης με βίασε! Ήταν από τις πιο τρομακτικές και απαίσιες μέρες τις ζωής μου. Είχα νιώσει τόσο απροστάτευτη και άχρηστη ταυτόχρονα! Αυτός ο άντρας άπλωσε τα χέρια του πάνω μου και το χειρότερο ήταν ότι δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να τον σταματήσω! Είχα υποσχεθεί στον ευατό μου εκείνη την μέρα ότι δεν θα ένιωθα ποτέ ξανά τόσο αδύναμη. Ο Klaus είχε απορροφηθεί από την ανάμνηση μου. "Klaus!" είπα αδύναμα. "Σταμάτα........" συνέχισα με δυσκολία να αναπνεύσω. Με κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα. "Klaus.....σταμάτα!.........σε παρακαλώ!" είπα με δυσκολία ειδικά στις δύο τελευταίες λέξεις. Ένιωθα ένα άγχος και έναν φόβο να προσπαθούν να εισχωρήσουν πάλι μέσα μου. Και ένιωθα και μια δύναμη που προσπαθούσε να τα αντικρούσει. O Klaus έβγαλε το χέρι του από την καρδιά μου και χαλάρωσε το άλλο του χέρι από τον λαιμό μου. Έπεσα κάτω και έβηξα. Πήρα δυο βαθιές ανάσες. "Λυπάμαι...." είπε χωρίς να με κοιτάζει. Κατάλαβα τι εννοούσε. Κάτι μέσα μου ήθελε να κυλήσει ένα υγρό πράγμα στα μάγουλα μου αλλά δεν ήθελα να το αφήσω. "Ευχαριστώ...." απάντησα αδιάφορα. "Alison ξέρω γιατί δεν θέλεις να επαναφέρεις τα συναισθήματα σου αλλά δεν μου αφήνεις άλλη επιλογή." είπε αποφασιστηκά. Ήρθε κοντά μου και ακούμπησε απαλά το κεφάλι μου. "Τι κάνεις; Σταμάτα!" φώναξα. Αμέσως εμφανίστηκαν όλες οι απαίσιες στιγμές της ζωής μου. Εμφανιζόντουσαν ξανά και ξανά και κάθε φορά ήταν πιο έντονες σαν να τις ζούσα εκείνη την στιγμή. Είδα την αδελφή μου πεσμένη από την σκάλα, τον νεκρό πατέρα μου, την νεκρή μητέρα μου, την Emily την Hanna., την 'Α', τον βιαστή!.........ΌΧΙ! Δεν έπρεπε......
Δεν έπρεπε να κλάψω! Δεν έπρεπε να αφήσω τα συναισθήματα να ξεγλυστρήσουν από την κρυψώνα στην οποία τα είχα κλειδώσει! Οι αναμνήσεις γίνονταν ολοένα και χειρότερες! Ένιωσα ξαφνικά ένα βάρος στο στήθος μου και έναν φόβο. Στο επόμενο δευτερόλεπτο ένιωσα χαρά και γαλήνη και στο τρίτο ενοχή και απέχθεια για τον εαυτό μου. "Σταμάτα!" φώναξα και τον έσπρωξα. Τον κοίταξα και δάκρυα κύλισαν στα μάγουλα μου. Ο Klaus με πλησίασε. "Ηρέμισε. Είναι όλα εντάξει." είπε ήρεμα. "Όχι δεν είναι Klaus!" είπα έντονα. Με αγκάλιασε και μου χαΐδεψε απαλά το κεφάλι. Το κεφάλι μου ακούμπησε στον δεξί του ώμο. "Ηρέμισε. Όλα θα πάνε καλά." ψυθήρισε. Χαμογέλασα πονηρά. Δεν πίστευα πως θα μπορούσα να τον ξεγελάσω αλλά τα κατάφερα!
Αυτό ήταν το κεφάλαιο!😀
Ελπίζω να σας άρεσε!😊😊
Γράψτε εντυπώσεις και απόψεις στα σχόλια!😃😃
Και μην ξεχάσετε να πατήστε το ☆😁
Φιλάκιααααα!!!😘❤❤
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro