Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Τζακ ο Αντεροβγαλτης


[A Few Days Later]

Η μουσική στο δωμάτιο του Ματτεο έπαιζε στο τέρμα. Ώρα: μεσάνυχτα. Χόρευε, έπινε, κι έκανε τσιγαρο μαζί με την Τζουλιετ.
Την έκανε σβούρες και της έδινε φιλιά στο λαιμό, όσο εκείνη κρατούσε ένα μπουκάλι μπίρα και στρυφογυριζε στις μύτες των ποδιών της.

"Πιο γηγογα (γρηγορα) Ματτέο!!!"
Γελούσαν και οι δύο δυνατά εφόσον είχαν μεθύσει.
Οι σειρήνες έρχονταν έξω απτό
παράθυρο και το χτυπούσαν διότι τις ενοχλούσε η δυνατή μουσική.

Ταυτοχρονα στον μυστικό πύργο, η Ελ ετοιμαζόταν να κοιμηθεί. Είχε τρομερούς πονοκεφάλους εδώ και μία εβδομάδα και κανένα χάπι, σιρόπι ή ξόρκι δεν έκανε τον πονοκέφαλο να φύγει.

Έβαλε τις πιτζάμες της και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Εκλεισε τα μάτια και κοιμήθηκε. Ενιωσε κάποιον να έρχεται από πάνω της και να την πνίγει.
Γούρλωσε τα μάτια της προσπαθώντας να σπρώξει την Εσμεραλντα μακριά της.
"Α-σε μ-με-"
"Σσσς...το βλέπεις αυτό?" Είπε η Εσμεραλντα δείχνοντας της το μαχαίρι που κρατουσε. "Με αυτό θα σου ξεριζωσω την καρδιά, ηλιθια. Μου κατέστρεψες τη ζωή...και τώρα εγώ θα καταστρέψω τη δικιά σου. Αν δε με ελευθερώσεις θα πεθάνεις μαζί μου".

"Θ-θα σ-σου φε-φερω το δαχτυλ-λιδι" είπε με τρομαγμένη φωνή.
"Και τα φτερά σου".
"Δεν έχω φτερ-ρα".
"Έχεις. Άνοιξε τα μάτια σου και θα δεις" της κάρφωσε το στήθος και η Ελεονόρα πετάχτηκε απτό κρεβάτι.

Ξύπνησε ιδρωμενη. Κοίταξε στον καθρέφτη κι αντίκρισε φτερά αγγέλου να βγαίνουν απ'την πλάτη της.
"Τι μου έκανες?" Είπε κοιτώντας σοκαρισμένη τα γεμάτα αίμα χέρια της. Κρατούσε ένα μαχαίρι.

"Εσύ έκανες. Εσύ τα έκανες όλα. Εσύ φταις που πέθανε η θεία Μαίρη και η ψεύτικη μητέρα σου. Έχεις φίλους που θέλουν να σε προστατεύσουν και δεν τους ακούς. Τώρα όμως θα κάνεις ότι σου πω εγώ. Θα πάρεις το δαχτυλίδι που φοράει ο Ριντλ και θα μου το φέρεις".

"Και τ-τι να κάνω με τα φτερά?"

"Σκέψου θετικά. Κοιμήσου. Θα δεις..." εξαφανίστηκε μέσα στον καθρέφτη.
Τα δάκρυα της Ελεονόρας δεν ήταν αρκετά για να κάνουν την Εσμεραλντα μακριά τη βοηθήσει.

[The Next Dayyyy]
[Eleonora's Pov]

Άνοιξα τα μάτια μου και με γοργό βήμα στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη. Τα φτερά μου είχαν φύγει. Δε μπορούσα να το χωνέψω. Έχω φτερά...τί είμαι? Νεράιδα? Ξωτικό που πετάει? Ή μήπως ήταν κάποια φάρσα το Φρεντ και του Τζορτζ?

~Να σου πω ένα ανέκδοτο?

Όχι τώρα.

πρώτος άθλος είναι σήμερα κι αρχίζει σε ένα τέταρτο.

ΜΕΡΛΙΝ, Ο ΑΘΛΟΣ!!!

Άνοιξα την ντουλάπα μου σαν τρελή κι άρχισα να ψάχνω κάτι ζεστό, όχι βρώμικο, και άνετο. Κάτι αρκετά δύσκολο δηλαδή... Έβαλα ένα μπλε τζιν και ένα μάλλινο πουλόβερ, κι έβαψα δύο κίτρινες γραμμές στο αριστερό μου μάγουλο κι άλλες δύο κόκκινες στο δεξί.

Άρπαξα το ραβδί μου κι ένα μπουφάν κι άρχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα.

Πάλι αυτή η θολούρα. Θέλω σίγουρα γυαλιά.

Έφτασα στις κερκίδες κι έκατσα δίπλα στην Ερμιόνη με τον Ρον. "Πού ήσουν τόση ωρα?" Ρώτησε ο Ρον.

"Με πήρε λίγο παραπάνω ο ύπνος. Ποιος αγωνίζεται πρώτος?"

"Η Φλερ Ντελακουρ. Και μετά, από όσο ξέρω, ο Βίκτωρ" ειπε η Μιονη.

"Ο Βίκτωρρρ!" Μιμήθηκε ειρωνικά ο σπαστικός που ξάδερφος aka Ρον και του έριξα μία μπουνιά στον ώμο. "Αυοτς! Πας καλαα?" γκρινιαξε.

"Καλύτερα από ποτέ!" Είπα εγώ.

[...]

Ο άθλος έληξε πιο από ότι περίμενα...ήταν επικός βέβαια! Ανησύχησα όμως για τον Χάρι. Ο Σεντρικ τα πήγε αρκετά καλά και πήρε το αυγό με ευκολία. Ο Χάρι απτην άλλη κόντεψε να φαγωθεί από δράκο!

[Writer's Pov]
[One month later *December* ]

Ήρθαν τα πρώτα χιόνια. Ο νεαρός Ριντλ έφυγε απτό Χογκουαρτς και πήγε στην έπαυλη των Μαλφοι για το Σαββατοκύριακο, όσο ο αδερφός του έβγαινε βόλτες με τη Ελεονόρα Κινγκ.

"Ματτέο, σε θέλουμε κάτω, στην τραπεζαρία, για μεσημεριανό" μουρμούρισε ο φίλος του, Ντρακο, εν στεκόταν έξω απτη πόρτα του δωματίου του.

"Δεν πειναω" Αναφώνησε ο Ματτεο.

"Δε χρειάζεται να φας. Μπορείς να έρθεις και να μας κάνεις παρέα μόνο. Ο πατέρας μάς αφήνει να πιούμε ουίσκι".

"Να μου λείπει. Πίνω εδώ πανω".

"Άκου, ο χορός στο Χογκουαρτς πλησιάζει. Βρες μία ωραία κοπέλα, διασκέδασε. Θα προσπαθήσω να πείσω τον πατερα να σε καλέσει στο Χριστουγεννιατικο ρεβεγιόν".

"Δε με νοιάζει το ρεβεγιόν. Να πάει να γαμηθει, και αυτό, και τα Χριστούγεννα, και οι Θανάσιμοι και όλα. Μόνο η δουλειά με νοιάζει. Θέλω μα πάει καλά η δουλειά..."

"Ποια δουλειά, Ματτέο? Η λίστα με τους υποψήφιους για θάνατο?"

Ο Ριντλ έγνεψε καταφατικά. Προσπαθούσε αρρωστημένα να κάνει τον πατέρα του περήφανο. Δεν τον ένοιαζε πλέον ο Τομ, ούτε η Τζουλιετ. Σε μία άκρη στο νου του είχε μόνο φυλάξει αναμνήσεις με την Ελεονόρα. Κι έπαιζε αυτό το βίντεο με τις αναμνήσεις κάθε φορά που ένιωθε ασήμαντος.

"Ναι..."

Ο Ντρακο έκανε ένα βήμα μέσα στο δωμάτιο, κι άφησε τη λεπτή λωρίδα φωτός, που έμπαινε μέσα απτό μικρό άνοιγμα της κουρτίνας, να τον χτυπήσει στο πρόσωπο.
"Είσαι ο καλύτερος μου φίλος. Βαρέθηκα να το παίζω σκληρός. Δεν είμαι σκληρός, ούτε άκαρδος, και είμαι σίγουρος πως ούτε κι εσύ είσαι".

Ο Ματτεο εσφιξε το σαγόνι του. "Δεν ξέρεις τίποτα για εμένα..." είπε κοφτά.

"Ναι, έχεις δίκιο. Μου λείπει ο παλιός σου εαυτός, ξέρεις, στις αρχές του έτους ήσουν ο πιο ευτυχισμένος μάγος του Σλιθεριν, πίστευα, κι ακόμα πιστεύω, πως έβγαινες κρυφά με κάποια. Οποια και να ήταν, ελπίζω να τα ξαναβρείτε. Και καλύτερα να χωρίσεις την Τζουλιετ..." Ο Ντρακο βγήκε έξω απτό δωμάτιο κι έκλεισε την πόρτα.

Ο Ματτεο έκρυψε το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του και ξεφυσηξε αγανακτησμενος. Σηκωθηκε, πήρε το ραβδί του, κατέβηκε τις σκάλες, πήγε στην τραπεζαρία, κι έκατσε να φάει σιωπηλός, αφήνοντας την οικογένεια Μαλφοι να τον κοιτάει άφωνη.
Τους έκανε μεγάλη έκπληξη που ο γιος του Ξερετε-Ποιου έκατσε να φάει μαζί τους μετά από τέσσερις μήνες.

Ο ίδιος ο Ματτεο πίστευε ότι είχε χάσει τα πάντα. Πίστευε ότι είχε χάσει κάθε ευκαιρία να μιλήσει ξανά στην Ελεονόρα. Είχε κολλήσει τώρα με την Τζουλιετ, η οποία τον χρησιμοποιουσε για τη φήμη και για τα λεφτά.

Άρπαξε το μπουκάλι με το ουίσκι, το άνοιξε, και ήπιε σχεδόν το μισό.
"Γιατί δεν είμαι καλεσμένος στο ρεβεγιόν?"

"Δεν υπάρχει χώρος για άλλο ατομο" απάντησε ψυχρά ο Λουσιους Μαλφοι.

"Τότε να βρεις χώρο!" Φώναξε ο Ματτεο και έριξε την σιδερένια πιατέλα με το γουρούνι. "Να βρεις χώρο, χικ! Αλλιώς θα βρω εγώ χώρο...και δε θα σου αρέσει το πως θα βρω εγώ χώρο!" Έκατσε ξανά στην καρέκλα του κι άδειασε το άλλο μισό μπουκάλι.

"Εντάξει, κύριε " είπε ειρωνικά ο Λουσιους "θα σας βρω χώρο. Θα βγάλω κάποιον απτη λίστα των επίσημων καλεσμένων..."

"Πολύ καλά λοιπόν...... Πείτε στον Ντομπι να μου ετοιμάσει ένα αφρόλουτρο".

Σηκώθηκε ζαλισμένος, πήρε το ραβδί του και πήγε για έναν περίπατο έξω στον κήπο.
Ο αδελφός του, ο Τομ, είχε μόλις φτάσει στην έπαυλη των Μαφλοι.

Αυτός δεν θα έπρεπε να αράζει στο Χογκσμιντ με τη γλυκιά αγαπημένη του?

Είδε τον Ρουκγουντ να πλησιάζει τον Τομ και να του ψιθυρίζει κάτι για την Ελεονόρα και για το ρεβεγιόν.

"Εντάξει, θα της το πω", απάντησε ο Τομ.

"Αλλά όσο πιο ήρεμα μπορείς. Και να μη βάλει κάνα ανοιχτό χρώμα, θανατοφαγοι είμαστε. Θα πω στον Λουσιους να τη βάλει στη λίστα των επίσημων καλεσμένων".

"Μου το είπες δέκα φορές, Ρουκγουντ! Άλλη μία και τελείωσες!", γρύλισε ο Τομ.

Το χιόνι ήταν όσο κρύο όσο το παγερό του βλέμμα. Σε κοιτούσε κι ένιωθες ότι θα γίνεις πάγος.

Πριν πάει στο σπίτι των Μαλφοι, περπατούσε στους χιονισμένος πλακοστρωτους δρόμους του Χογκσμιντ. Η Ελεονόρα ήταν συνεχώς με ένα χαμόγελο στα χείλη καθώς έλεγε αστεία για να του φτιάξει τη διάθεση. Κλασικά, η μόνη αντίδραση του Τομ ήταν ένα αμυδρό χαμόγελο κι ένα φίλη στο κούτελο.

Η Ελ ήθελε να επισκεφθεί τον μπαμπά της. Είχε καιρό να του στείλει γράμμα, και δεν ήξερε γιατί. Κάθε φορά που θυμόταν τα γράμματα G.G. της ερχόταν αναγούλα.

Ο Τομ εντωμεταξύ δεν είχε ιδέα για τον αληθινό πατέρα της Ελ. Μόνο ο διευθυντής Νταμπλντορ, ο Ματτέο, και ο Λόρδος Βολντεμορτ ήξεραν ελάχιστα πράγματα πάνω σε αυτό το θέμα. Και να φανταστείτε ότι η Ελ δε μίλησε σε κανέναν για την έρευνα της...ήταν πολύ κοντά στο να ανακαλύψει ότι ο αληθινός της πατέρας είναι θανατοφάγος.

"Τομ, θέλεις να πάμε στα Τρία Σκουπόξυλα?" Είπε χαμογελαστή η Ελ.

"Όχι. Πρέπει να φύγω... Θα γυρίσω μετά το Σαββατοκύριακο. Τα λεμε".

Η Ελ έκλεισε τα μάτια της και τεντωθηκε στις μύτες των ποδιών της για να τον φιλήσει, αλλά ο Τομ είχε ήδη απομακρυνθεί.

Τον είδε να ανεβαίνει σε μία άμαξα που περίμενε στη γωνία απέναντι απτό Honeydukes.
Σήκωσε το χέρι της και τον χαιρέτησε, ενώ ο Τομ την αγνόησε παντελώς.

Είχε αρχίσει να την αποφεύγει και να γίνεται πιο απότομος και ψυχρός απέναντι της. Της έδινε ανά δύο εβδομάδες ερωτικό φίλτρο, ώστε να είναι σίγουρος ότι δε θα τον χωρίσει. Αν και κάποιες φορές το μετανιωνε διότι κολλούσε συνέχεια πάνω του!

Anyway, η Ελ συνέχισε να περπατάει χαζεύοντας τις βιτρίνες των μαγαζιών, μέχρι που το golden trio πέρασε από δίπλα της.
"Γεια!" Είπε.

Ο Χάρι έκανε μία θυμωμένη γκριμάτσα και κοιταξε ξανα μπροστα του -δεν την είχε συγχωρήσει ακόμα, απέφευγε να την κοιταξει, να της μιλήσει, ακομα και να βρίσκεται στην ιδια αιθουσα μαζι της.

Βασικά, κανένας από τους τρεις δεν την είχε συγχωρήσει.
Ο Ρον ήταν ακόμα λίγο θυμωμένος, ενώ η Ερμιόνη έκανε που και που παρέα μαζί της -ήθελε να την κάνει να χωρίσει με τον Τομ, αλλά κανείς δε μπορούσε να της αλλάξει τη γνώμη.

Στο μεταξύ, η υγεία της Ελ χειροτερευε... Πέρα από τους πονοκεφάλους, είχε αρχίσει να ζαλίζεται, και τα κόκαλα της πονουσαν. Η ίδια πίστευε ότι έφταιγε η αλλαγή του καιρού. Συν ότι δεν είχε κανέναν να μιλήσει, πέρα από τον Τομ, ο οποίος, όπως είπαμε και πριν, την απέφευγε.

Ακόμα κι ο Σεντρικ, όταν τον πλησίαζε για να του μιλήσει, κοιτούσε αλλού, ή πήγαινε σε άλλο διάδρομο.

Η σχέση της μαζί με τον Τομ τής είχε κοστίσει. Όπως και να 'χει, εγώ θα έδινα τα πάντα για να είμαι με έναν από τους δύο Riddle.

【Harry's Pov】

"Κοίτα Χάρι, η Ελ", είπε χαμογελαστή η Ερμιόνη.

"Τς, γιατί τόση χαρά?" Έκανα.

"Να μη πάμε να της κάνουμε λίγη παρέα?" Πρότεινε ο Ρον.

"Όχι. Να μου λείπει. Ας πάει να κάνει παρέα με το κουλ αγόρι της!"

Η Ερμιόνη και ο Ρον εγνεψαν και συνέχισα να περπατάω να σα μην υπάρχει (η Ελ).

"Γεια!" Φώναξε με την τσιριχτη της φωνή.

Ηρεμία Χάρι. Ηρεμία.

"Ρον, Ερμιόνη, τί λέτε να πάμε στα Τρία Σκουπόξυλα σαν καλοί κολλητοί που είμαστε?" Είπα τονίζοντας το καλοί κολλητοί.
"Εεε...ναι, γιατί οχι", η Ερμιόνη έριξε μια τελευταία ματιά στην Ελεονόρα.
Καθίσαμε και παραγγείλαμε.

"Χάρι, σχετικά με το θέμα της Ελ, μήπως θα ήταν καλύτερα να τη συγχωρησουμε?" Μουρμούρισε ο Ρον.

"Οριστε?" Αναφώνησα. Είχα μείνει άφωνος.

"Ναι, ο Ρον έχει δίκιο. Συν ότι δε δείχνει και πολύ καλά τελευταία. Εννοώ, είδες πως ήταν. Δε το λέω με την κακή έννοια, αλλά έχει τα χάλια της! Μαύροι κύκλοι, μοναξιά, και έχει αδυνατίσει πάρα πολύ!"

"Δε μου καίγεται καρφί. Ας τον παντρευτεί κιόλας αν θέλει. Εγώ παρέα μαζί της δεν ξανακάνω, ξεχάστε το. Μέχρι και ο Όλιβερ δε μπορεί να της αλλάξει γνώμη, σε παρακαλώ τώρα..."

"Μέχρι και ο Όλιβερ..." Μουρμούρισε σκεπτικη η Ερμιόνη. "Ο Σεντρικ προσπάθησε να την πείσει να χωρίσει με τον Τομ?"

"Νομίζω πως ναι, αλλά όχι πολλές φορες", απάντησε ο Ρον.

"Είναι προφανές! Τον Σεντρικ θα τον άκουγε, είμαι σίγουρη! Πάω στοίχημα ότι ο Τομ της δίνει κάτι..."

"Όπως...?"

"Σκέψου Ρον...ερωτικό φίλτρο ας πούμε?!" Είπε η Ερμιόνη σε στυλ duh? "Πρέπει να το πούμε στον Νταμπλντορ!! Χάρι, με ακούς?"

"Ε, ναι, ναι..."

"Τι έλεγα τότε?"

"Οτιιιι...πρέπει να το πούμε στον Νταμπλντορ".

Εντυπωσιαστηκε που την άκουγα και συνέχισε να μιλά. "Πρώτα όμως θα πρέπει να μιλήσουμε στον Τομ".

"Εγώ δε του μιλάω με τίποτα!" Δήλωσε ο Ρον σηκώνοντας τα χέρια του.
"Ούτε κι εγώ!" Είπα.

"Γκρρ...Καλά! Θα του μιλήσω εγώ...."

Writer's Pov

Η Ελ ακούμπησε την πλάτη της στην πέτρινη πύλη του πύργου. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν πάνω στα ροδοκόκκινα μάγουλά της, ενώ τα χέρια της έτρεμαν ανάμεσα στις τούφες των μαλλιών της.
Τα μάτια της ήταν σφιχτά κλεισμένα.

Εγώ φταίω για όλα. Εγώ. Έλεγε στον εαυτό της.

Όσο ερωτικό φίλτρο κι αν της έδινε ο Τομ, εκείνη δεν έπαυε να νιώθει ένα κενό, έναν ψεύτικο έρωτα που κάθε μέρα έσκιζε ένα κομμάτι απτην καρδιά της.

Πονούσε κάθε φορά που ο Τομ της χαμογελούσε ή της έδινε φιλιά, κάθε φορά που ο Ματτεο περνούσε δίπλα της χωρίς να την κοιτάξει, χωρίς να της πει μία από τις ηλιθιες ατάκες του, όπως, Έχεις καθυστέρηση περιόδου?

Καταβαθος ένιωθε άδεια. Το μόνο πράγμα που ήθελε ήταν κάποιος να την αγαπησει. Ήθελε κάποιον να της δίνει ζεστές αγκαλιές τις βροχερες νύχτες, τρυφερά φιλιά στα χείλη όταν ήταν στεναχωρημενη, να της λέει πόσο πολύ την αγαπάει κάθε φορά που βρίσκονται σε ένα ήσυχο μέρος μόνοι τους.

Και πάνω απ όλα της έλειπε η μαμά της. Αληθινή ή ψεύτικη, τόσα χρόνια αυτή φώναζε όταν έβλεπε εφιάλτες, το δικό της φαγητό έτρωγε οπότε πεινουσε...

Δεν αντέχω άλλο...

Σηκώθηκε και βγήκε έξω στο μπαλκόνι. Στάθηκε στην άκρη... Ένα βήμα ακόμα...Μπορώ να το κάνω.

Κοίταξε κάτω κι αντίκρισε το λεπτό πέπλο χιονιού που την περίμενε. Έστρεψε το βλέμμα της στο γήπεδο του Κουίντιτς -μόνο ο Όλιβερ ήταν εκεί και μιλούσε πάνω στη σκούπα του μαζί με άλλους δύο Γκριφιντορ.

Μπορώ να πηδηξω.

Πήρε μια βαθιά ανάσα κι έκλεισε τα μάτια της.

Τρία......Δύο.....Εν-

"ΕΛ!" Φώναξε ο Όλιβερ.

Το κορίτσι άνοιξε αργά τα μάτια του κι αντίκρισε τον Όλιβερ, σαστισμενο, να πεταει οσο πιο γρηγορα μπορουσε προς το μερος της.

"ΕΛ, ΠΕΡΙΜΕΝΕ!", ξαναφωναξε το αγόρι. Τα κάστανα του μαλλιά ανακάτευε ο παγωμένος αέρας που τον χτυπούσε με δύναμη στο πρόσωπο.

Έφτασε μπροστά της με φόρα. "Πήγαινες να πηδηξεις?", είπε ψύχραιμα ο λαχανιασμενος Όλιβερ, ενώ η καρδιά του είχε γίνει χίλια κομμάτια στην ιδέα ότι δε θα προλάβαινε να τη σταματήσει.

"Ο-οχι" η Κινγκ έτρεμε ολόκληρη.

"Έλα εδώ..." Ψιθύρισε κι άνοιξε τα χέρια του. Την σηκωσε στην αγκαλιά του και την άφησε μέσα στο δωμάτιο της. "Πήγες να πηδηξεις?", ρώτησε άλλη μία φορά.

Έγνεψε καταφατικά.
Τον αγκάλιασε κι έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στη στολή του. "Δ-δεν αντέχω άλλο, Ολιβερ", ψέλλισε. "Κουράστηκα..."

[...]

"Δεσποινίς, θα θέλατε κάτι απτό καρότσι?"
"Οχι, ευχαριστώ", είπε η Ελ. "Να 'στε καλα".
Έριξε μια σύντομη μάτια στο ρολόι της κι άρπαξε το σακίδιο μαζί με το μπουφάν της.

Το Hogwarts Express έφτασε στο σταθμό του Λονδίνου. Ο τσιριχτος ήχος του φρενου κούφανε την Ελ -ο Όλιβερ της είπε να κάνει κάτι διαφορετικό για να φτιάξει τη διάθεσή της, έτσι κι εκείνη πήγε να επισκεφθεί τον μπαμπά της.

Μπήκε μέσα σε ένα ταξί και είπε τη διεύθυνση στον οδηγό.
"Από Γαλλία έρχεσαι?" Είπε ο οδηγός του ταξί.
"Όχι, από τη Σκωτία..."
"Ααααα...ωραία είναι η Σκωτία, πήγα σχολείο εκεί".

Η Ελεονόρα χαμογέλασε και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Εδώ χιονίζει πιο πολύ ή είναι η ιδέα μου? Όπως και να 'χει, μου έλειψε το Λονδίνο.

Ο οδηγός εβηξε δύο φορές. Γύρισε τον καθρέφτη ώστε να μπορεί να κοίτα το πρόσωπο της νεαρής Ελ. Σε ηλικία ο ταξιτζής φαινόταν 45.

"Οπότε...τί κάνεις στην Αγγλία μόνη σου? Κάνει φοβερό κρύο εξω".
"Διακοπες", απάντησε μονότονα καθώς παρατηρούσε ζευγάρια να κρατιούνται χέρι χέρι καθώς περπατούσαν σαν πιγκουίνοι λόγω των φουσκωτών μπουφάν τους.

"Ενδιαφέρον", μουρμούρισε ο ταξιτζής, "Και πόσο χρονών είσαι κοπελιά?"

Η Ελ σκέφτηκε για μερικά δεύτερα, "Κλείνω τα 17 σημερα", είπε ψέματα.

"Ααα...ωραία..... Χρόνια σου πολλά".

Η θανατηφόρα σιωπή κράτησε μέχρι να φτάσουν στα μισά του δρόμου. Είχαν άλλα σαράντα λεπτά μέχρι το σπίτι της Ελ.

"Θα λατρέψεις την Αγγλία...Είναι πολύ ωραία και ήσυχα εδώ. Θα το λατρέψεις..."

"Το ξέρω, μένει ο θείος μου εδώ. Στο σπίτι του πάμε τώρα, θα κάνουμε μία οικογενειακή συγκέντρωση...θα έρθουν όλοι, ξαδέρφια, παππούδες, γιαγιάδες, θείες..." είπε πάλι ψέματα.

"Μεγάλο σόι, ε?"

"Ναι ναι, πολύ μεγάλο...πέντε ξαδέρφια απτή μεριά της μαμάς και έξι απτου μπαμπά..."

~Δεν έχεις πάει Ελλάδα ακόμη...

Ορίστε?

~Τίποτα τίποτα... Πρόσεχε μόνο γιατί δε μου αρέσει καθόλου αυτός ο ταξιτζής. Με παιδεραστής μοιάζει.

Δε νομίζω να είναι παιδεραστής...αλλά είναι φουλ περίεργος.

~Γιαυτό του λες ψέματα τόση ωρα?

Ποτέ μην εμπιστεύεσαι ξένους...ΟΎΤΕ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥΣ!!!

Ο ταξιτζής έφτιαξε το σκουφάκι του καλύπτοντας τη μία καστανή μπούκλα που έβγαινε έξω.

"Και...πως, πως σε λένε?"

Είναι απλά φιλικός, σωστά?

~Οχι, είναι σίγουρα ενας κατασυρροη δολοφονος που συλλέγει πληροφορίες από μικρά κοριτσάκια και τα απαγάγει με το ταξί του.

...Μέρλιν, βοηθα με!

"Εεεε...Τζουλιετ, με έλεγε Τζουλιετ".

"Είμαι ο Ααρον...χαρηκα".

~Τη βάψαμε...

Γιατί?

~Ξέρεις ποιο είναι το αληθινός όνομα του Τζακ του Αντεροβγαλτη?

Όχι...?

Ααρον! ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΑΡΟΝ!!!

ΜΕΡΛΙΝ-

~ΠΑΡΑΤΑ ΤΟΝ ΜΕΡΛΙΝ ΚΑΙ ΦΥΓΕΕΕ!!!

Η Ελ φρικαρε. "Ξέρετε κάτι?! Θα κατέβω εδώ!"

"Είσαι σίγουρη? Έχουμε ακόμα αλλά είκοσι λεπτά δρόμο-"

"Ναι, απόλυτα σίγουρη!"

Με το που πάρκαρε, η Ελ κατέβηκε φουριοζα απτό ταξί.

"Είναι εκατό δολαρ-"

Του πέταξε 200 δολάρια κι απομακρυνθηκε με γοργό βήμα.

~Ευτυχώς...ζούμε!!!

Ναι, ζούμε...κι εγώ λαχανιασα!

~Στ'αρχιδια μου.

Δεν έχεις.

~Θα βάλω!

Τς τς τς, δε γίνεται.

~Ποιος το λεει?

Εγώ. Είσαι μια φωνή μέσα στο κεφάλι μου, δε γίνεται να πας να κάνεις χειρουργείο για να αλλάξεις τα γεννητικά σου όργανα.

~Αρχιδια λέγονται.

Ή αλλιώς πέος.

~Αρχιδια.

Πέος.

~Αρχιδια....!

[...]

Η Ελ συνέχισε να περπατά με χαμηλωμένο το κεφάλι. Άφηνε πατημασιές πίσω της, οι οποίες εξαφανιζοτουσαν, ύστερα από μερικά δεύτερα, λόγω της πυκνης χιονόπτωσης.

Έφτασε στο σπίτι του μπαμπά της.
Όταν αντίκρισε την εικόνα του σπιτιού έμεινε άφωνη -ο κήπος είχε μπουκωσει από τα αγριολουλουδα, μερικά παράθυρο ήταν σπασμένα, και η πορτουλα της πίσω αυλής ορθανοιχτη.

Έτρεξε μέσα στο σπίτι φωνάζοντας "Μπαμπά!...Μπαμπά!!", πήγε στο σαλόνι και τον είδε ξαπλωμένο πάνω στην πολυθρόνα του με μία μπίρα στο χέρι.
Κοιμόταν.

Του έπιασε το κούτελο, έκαιγε.

Πήρε μια κουβέρτα για να τον σκεπάσει, άφησε τη μπίρα πάνω στο τραπέζι του σαλονιού και του έβαλε θερμόμετρο.

Ευτυχώς τα -σπασμενα- παράθυρα του σπιτιού είχαν παντζούρια, οπότε τα έκλεισε για να μη μπαίνει το κρύο μέσα στο σπίτι. Άναψε το τζάκι με το ραβδί της και του έβαλε μία πετσέτα με κρύο νερό και ξύδι στο κούτελο.

Στο μεταξύ, ο Χάρι πήγε κρυφά στο μπάνιο των ειδικών του Χαφλπαφ μαζί με το χρυσό αυγό. Ο Σεντρικ βδομάδες πριν του είχε πει ότι αν πήγαινε στο μπάνιο των ειδικών θα έλυνε το γρίφο του αυγού.

Έβγαλε τα ρούχα του και μπήκε αργά μέσα στη μεγάλη μπανιέρα (συγγνώμη αλλά δεν ξέρω πως αλλιώς να το εξηγησω).

Βούτηξε το αυγό,μέσα στο νερό κι ύστερα το κεφάλι του.
Πήγε να πνίγει όμως όταν είδα τη Μυρτια να τον κοιτά.

"Γεια σου Χαρι" νιαουρισε η Μυρτια πλησιάζοντας τον
Ο Χάρι αφησε το αυγό κι έκρυψε με τα χέρια του το σημείο "Εμ...γ-γεια..." .

"Τι κάνεις εδώ?"

"Δουλειές. Και μπάνιο. Εσύ?"

"Δεν ξερωω...έμαθα πως ήσουν εδώ και είπα να έρθω..."

"Ω-ωραια".

☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆
Γειά σας αγαπημένοι μου αναγνώστες!!!

Τι κάνετε βρε? Πως είστε?

Πως σας φάνηκε το κεφάλαιο???
Εγώ για κάποιο λόγω σχεδόννν το αγάπησα. Στην αρχή δεν είχα καθόλου έμπνευση αλλά ειπα: Μελίνα, στρώσε τον κωλο σου και γράψε!

Τι σας έκανε εντύπωση σε αυτό το κεφάλαιο?
Και ποιος πιστεύετε ότι ήταν ο ταξιτζής??? Ο Αντεροβγαλτης ή κάνας ανώμαλος?

Τα λέμε στο επόμενο κεφαλαιο<333
Tschüss!

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro