
Καθηγητής Dumbledore
Έβγαλα τις πουεντ μου, κι έβαλα κάλτσες.
Η Εσμεραλντα χτύπησε με τα δάχτυλα της τον καθρέφτη, καθώς στήριζε το κεφάλι της στο ενα της χέρι.
"Τι θες?" Είπα χωρίς να την κοιτάξω.
"Α, ξέρεις... Λίγο τσάι... και μπισκότα".
"Δεν έχω φαγητό εδώ πανω", είπα κοφτά.
"Είσαι πολύ όμορφη απόψε. Πας κάπου?"
Η πλάτη μου άρχισε να ποναει και δάγκωσα τη γλώσσα μου. "Ναι. Παω. Γεια".
Έβαλα μία φόρμα, άρπαξα το ραβδί μου και παπούτσια κι έφυγα από τον πύργο. Προχώρησα προς τις σκάλες όπου θα συναντιόμασταν με τον Σίμους, τον Νέβιλ και τον Χάρι.
"Γεια..." είπα χαμηλόφωνα.
Ο Σίμους με κοιτούσε ενθουσιασμένος τριβοντας τα χέρια του. "Γεια Ελεονόρα. Έτοιμοι?"
"Πανέτοιμοι", ψιθύρισε ο Χάρι. Είχε πάρει τον αόρατο μανδύα μαζί του...
Ακολουθήσαμε τον Σίμους μέχρι τον διάδρομο του τρίτου ορόφου κι ύστερα σκορπιστηκαμε σε διάφορες γωνίες.
Περιμέναμε και περιμεναμε, ώσπου ξαφνικά ακούσαμε βήματα να τρέχουν προς το μέρος μας.
Ο Σίμους μου έκανε νόημα από την άλλη μεριά του διαδρόμου.
"Τρια, δύο, ένα..." Ο Χάρι πετάχτηκε και φωναξε "Stupefy!"
"Αουτς!!! Εγώ είμαι!"
"Ερμιόνη?" ψιθύρισε ο Νέβιλ.
"Συγγνώμη", ειπε ο Χάρι, "νομίζαμε ότι ήσουν το τέρας".
"Τς τς τς... Κρυφτειτε παλι, μπορει να ερθει όπου να 'ναι".
Η Ερμιόνη με πλησίασε και κρύφτηκε δίπλα μου.
"Λοιπόν, πως πέρασες?"
"Πολύ καλά", φαινόταν ότι ήταν χαρούμενη.
Η πλάτη μου άρχισε να ποναει όλο και πιο πολύ, με αποτέλεσμα να δαγκώνω μανιωδώς το κάτω χείλος μου.
Ακούμπησε το χέρι της στον ώμο μου. "Είσαι καλά?"
"Ναι, μια χαρά", πήρα μια βαθιά ανάσα και την κράτησα για επτά δευτερόλεπτα. Ο πόνος ήταν ακόμα χειρότερος, λες και κάποιος μου μαχαίρωνε συνεχώς την πλάτη.
Έσφιξα τα δάκτυλα των ποδιών μου μέσα από τις κόκκινες κάλτσες μου. Και το καλύτερο απ'ολα, είχα τάσεις για εμετό.
Οι ζωγραφιές άρχισαν να τσιριζουν, να κρύβονται σε άλλους πίνακες και να κοιτάνε το απόλυτο κενό με ορθάνοιχτα μάτια.
Ο Χάρι, ο Νέβιλ, ο Σίμους και η Ερμιόνη έτρεξαν κατευθείαν στη μέση του διαδρόμου. Δεν ξέρω αν την έβλεπαν, αλλά εγώ την έβλεπα... η Εσμεραλντα είχε βγει από τον καθρέπτη.
Κάτι ανέβηκε πάνω στο λαιμό μου και λίγα δεύτερα αργότερα έκανα εμετό νιώθοντας κάθε κόκαλο του σώματος μου να σπάει.
"Που είναι?! Γιατί δεν το βλέπουμε?!" Φώναξε εκνευρισμενος ο Σίμους.
"Μισό λεπτό, που είναι η Ελ?" άκουσα τον Χάρι να φωνάζει ανυσηχος.
Έτρεξαν όλοι προς το μέρος μου.
"Μα τον Μερλιν, τι έπαθες εσύ?" Έκανε ο Σίμους.
Σκούπισα με το χέρι μου το στόμα μου. "Πάω να ξαπλώσω...", σηκώθηκα αργά, νιώθοντας κάτι να καίει μέσα στο στήθος μου.
Ο Χάρι ήρθε μπροστά μου, κι έσκυψετο κεφάλι του για να αντικρίσει τα μάτια μου. "Είσαι σίγουρα καλά? Φαίνεσαι χλωμή..."
"Κρυωμένη είμαι. Πάω για ύπνο, είναι αργά", τον προσπέρασα και συνέχισα να προχωρώ με προορισμό τις τουαλέτες.
Ευτυχώς δεν πέτυχα τον Φιλτς αλλιώς θα ξερνούσα πάνω του και θα έπαιρνα αποβολή για δύο μήνες.
Έσκυψα πάνω από τη λεκάνη κι άρχισα να βγάζω ότι είχα...
~Με το μαλακό...
Άσε μα- *κι άλλος εμετός*
~Θες νερό?
Έχεις?
~Όχι, ο Ματτέο σίγουρα έχει όμωςςς...
Δεν θέλω να με δει έτσι.
~Χέστηκα και βρωμάει πολύ. Ή θα πεθάνεις στις τουαλέτες μαζί με την Μυρτιά που κλαίει, ή θα πας στο τέλειο θανατοφαγο-αγόρι σου για να σε σώσει.
Υπάρχει και ο Όλιβερ...
~Είσαι σίγουρη ότι θες να πας στον Όλιβερ, πόσο μάλλον έτσι, μετά από όλα όσα του είπες?
Δεν ξέρω... *εμετός ξανά*
Να πάω στη Μαντάμ Πομφρι?
~Για να σε έχει να κάνεις εμετό πάνω σε ένα κρύο κρεβάτι για όλη νύχτα? Προτιμώ το ζεστό δωμάτιο του Ματτέο.
Το δωμάτιο του είναι παγωμένο! *εμετός* Και δεν υπάρχει περίπτωση να πάω στο δικό μου...
~Καταλαβαίνω... τότε θα σε αφήσω να πεθάνεις στις τουαλέτες
Όχι! Περίμενε θα... θα πάω στον Ματτέο.
~Καιρός ήταν...
Σηκώθηκα στηρίζοντας ολόκληρο το σώμα μου πάνω στα πλακάκια του τοίχου.
Έσυρα τα πόδια μου μέχρι το εντευκτηριο του Σλιθεριν, είπα τον κωδικό και μόλις μπήκα είδα τον Μαλφοι και τον Ζαμπίνι να παίζουν σκακι και την υπόλοιπη παρέα να κάθεται γύρω τους παρακολουθοντας με αγωνία το παιχνίδι.
Έπαθα καρδιακό! Άφησα μια πνιχτή κραυγή κι έπεσα κάτω στο πάτωμα πίσω από μία πολυθρόνα.
Γύρισαν ταυτόχρονα να δουν ποιος έκανε αυτό το θόρυβο. Ο Θιοντορ σηκώθηκε, πλησίασε την πολυθρόνα, με είδε να κρατάω το στόμα μου, και κάθισε πάλι στον καναπέ.
"Τίποτα δεν ήταν, συνεχίστε", είπε. Τον είδα που έκανε νόημα στον Ματτέο. Σηκώθηκα αργά, και με τις μύτες των ποδιών μου έτρεξα σαν σφεντόνα προς το δωμάτιο του.
Μπήκα μέσα κι έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Η ανάγκη για εμετό με χτύπησε κατευθείαν. Έτρεξα ζαλισμένη μέσα στο μπάνιο καθώς τον άκουγα να ανοίγει την πόρτα του δωματίου του.
"Πριγκιπισσα?"
Δεν μπορούσα να μιλήσω, δεν είχα ενέργεια για ν'αναπνεύσω.
Άνοιξε την πόρτα του μπάνιου αντικρίζοντας εμένα καθισμένη στο πάτωμα και με το κεφάλι πάνω από τη λεκάνη. Ήρθε, πήγε τις τούφες μαλλιών που έπεφταν στο πρόσωπό μου προς τα πίσω.
Ακούμπησε απαλά το χέρι του στην πλάτη μου. "Τι έφαγες?"
"Εφαγα...", είπα σφιγγοντας τα δοντια μου λογω του κρύου. "...πρωινό".
"Έτσι όπως πας θα καταλήξεις με ανορεξία πριγκίπισσα", μου χάιδεψε το κεφάλι καθώς με το άλλο του χέρι μου σκούπιζε το πιγούνι.
"Ευχαριστώ", μουρμούρισα.
Με βοήθησε να σηκωθώ. Με έβαλε να κάτσω πάνω στο κρεβάτι του και σκέπασε τους ώμους μου με μία κουβέρτα.
Εκείνη τη στιγμή καθόταν μπροστά μου, πεσμένος στα γόνατα, κι έτριβε τα χέρια μου. "Τί έχεις?"
"Δεν ξέρω", τράβηξα αργά τα χέρια μου από τα δικά του. "Θέλω να ξαπλώσω".
"Εντάξει", με σκέπασε κι έκλεισε το φως, "Καληνύχτα πριγκίπισσα". Άνοιξε την πόρτα κι έφυγε. Γιατί έφυγε;
Σηκώθηκα, ακόμα τυλιγμενη με την κουβέρτα, ξυπόλητη, έκατσα στη γωνία της σκάλας κι άκουγα τους ψιθύρους τους.
"Που πήγες ρε;"
"Τουαλέτα. Συνεχίστε".
Τέντωσα το κεφάλι μου στο πλάι ώστε να μπορώ να δω τα πρόσωπα τους.
Ο Ζαμπίνι μετακίνησε τη βασίλισσα του, "Εχουμε άλλους δύο. Μετά τέλος".
"Μη βιάζεσαι τόσο Μπλειζ", ο Νοττ έσβησε το τσιγάρο του, "Σίγουρα ο Λόρδος θα μας πει να ερευνησουμε την κατάσταση με την Ελεονόρα Κινγκ, το κορίτσι που μπήκε στους τέσσερις οίκους", συνέχισε.
"Γιατί να μην βάλει τον Τομ?" Πεταχτηκε ο Μαλφοι, ακόμα τα μάτια του καρφωμένα στα πιόνια.
"Ο Τομ, μαλακα, βρίσκεται στο Αζκαμπαν. Μαζί με την Λεστρειντζ", είπε ο Ματτέο.
"Πότε το έμαθες αυτό?"
"Σήμερα, επικοινώνησα με τον Γκρίντελβαλντ. Είπε ότι θέλει να μιλήσουμε κι από κοντά".
"Κατάλαβα...", μουρμούρισε ο Ζαμπίνι. "Και με το κορίτσι?"
Είδα τον Νοττ να δείχνει τον Ζαμπίνι με το δάχτυλο του. "Βούλωσε το, δεν μας έχει πει να κάνουμε κάτι με αυτή ακόμα".
"Προσεχε σε ποιον μιλάς ρε", ο Μπλειζ σηκώθηκε όρθιος σηκώνοντας τα μανίκια του.
"Γιατί πούστη, τι θα κανεις?"
Ο Ζαμπίνι έσπρωξε τον Θιοντορ, με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν καβγά.
"Κόφτε το ρε!" Ο Ντρακο τράβηξε τον Μπλειζ μακριά, κι ο Γκράχαμ τον Θιοντορ.
Άκουσα βήματα από πίσω μου, και πριν προλάβω να κάνω τίποτα, η Πανσυ μου έκλεισε το στόμα και με τράβηξε απτό χέρι μέχρι το δωμάτιο της. Είχε φυτά παντού, άδεια μπουκάλια μπίρας, ένα τασάκι με ένα κιλό στάχτη, και μία γυάλα με νερό δίχως ψάρια.
"Τι στον διαολο νομίζεις ότι έκανες?" Ψιθυροφωναξε.
"Γεια σου Πανσυ. Είμαι πολύ καλά σε ευχαριστώ. Πέρασα να πιω λίγο νερό", είπα σαρκαστικά.
Την κοίταξα από πάνω μέχρι κάτω. Η μάσκαρα είχε τρέξει κάτω από τα μάτια της, είχε μελανιές στους καρπούς της και τα μαλλιά της μπερδεμένα.
Έκατσε στο κρεβάτι της σκεπτικη.
"Θες μπίρα?"
"Όχι, ευχαριστώ", έκατσα δίπλα της κι αναστέναξα.
"Πως είναι να τα έχεις με τον Ματτέο Ριντλ?", είπε κοιτώντας το πάτωμα.
Δεν την ρώτησα πως το γνώριζε, ήταν προφανές ότι με άκουσε να κάνω εμετό μέσα στο δωμάτιο του. Ύστερα από λίγο overthinking ακόμα και η Τρελόνη θα καταλάβαινε οτι τα έχουμε.
"Δεν ξέρω. Καλά, υποθέτω... Μου αρέσει".
"Ναι... Μου άρεσε από την πρώτη χρονιά. Τόσα χρόνια προσπαθώ να τον κάνω να με αγαπήσει, κι εσύ το κατάφερες μέσα σε λίγους μήνες. Κάποιες φορές κοιτάω το ταβάνι κι αναρωτιέμαι αν δεν είμαι αρκετά όμορφη..."
"Δε νομίζω πως φταίει η ομορφιά. Και ειλικρινά, έχουμε και οι δύο πράσινα μάτια οπότε, καταλαβαίνεις..."
Γελάσαμε ταυτόχρονα, "...το θέμα δεν είναι η εμφάνιση. Πιστεύω πως οποιαδήποτε ήταν στη θέση μου, εκείνη τη στιγμή που με έριξε στο τρένο, θα μπορούσε να είναι εγώ αυτή τη στιγμή, χωρίς να μετράει το βάρος, ύψος, μάτια, η μύτη, τα μαλλιά... παρά μόνο ο χαρακτήρας", συνέχισα.
"Μη μου πεις ότι θα πρέπει να γίνω γλύκα σαν εσένα θα ξεράσω ουράνιο τόξο".
"Μπορεί", την πείραξα.
"Σκασεεε..." είπε χαμογελαστή. "Την Αστορια Γκρινγκρας την ξέρεις?"
Κούνησα το κεφάλι μου, "Την έχω ακουστά".
"Είναι μέσα σε εκείνο το μπάνιο επί μία ώρα, κάθεται στη λεκάνη, και διαβάζει τον Ημερήσιο Προφήτη ενώ έχει περίοδο", είπε δείχνοντας με το δάχτυλο της την πόρτα του μπάνιου.
"Λες να μας ακούει?"
"Μπα, φοράει ακουστικά και ακούει Μότσαρτ".
"Κι εσύ πως το ξέρεις?" χαχανισα.
"Είμαστε πέντε χρόνια συγκάτοικοι, πως είναι δυνατόν να μη το ξέρω".
【...】
Ξάπλωσα στο κρεβάτι του. Τα μαύρα παπλώματα και κουβέρτες με έκαναν να νιώθω ζεστά. Είχε στοίβες βιβλία δίπλα από το παράθυρο, που σε άφηνε να χαθείς με τα μάτια σου μέσα στη λίμνη.
Άφησα ένα μπουκάλι νερό στο κομοδίνο και πήρα τα τσιγάρα του. Ας δοκιμάσω να δω τι χάνω...
Το άναψα, το τοποθέτησα στα χείλη μου και μουρμουρισα, "Για να δούμε".
Ρούφηξα.
Κι έβηξα κατευθείαν.
Δοκίμασα ξανά, και ξανά, και ξανά. Σηκώθηκα και πήρα το τασάκι μαζί μου. Το ακούμπησα στο πεζούλι του παραθύρου, παρακολουθοντας τα φύκια που χάιδευαν το τζάμι.
Ύστερα από λίγα λεπτά, ο Ματτεο άνοιξε την πόρτα. Πέταξε το σακάκι του πάνω στο κρεβάτι, και με αργά βήματα ήρθε από πίσω μου, τυλίγοντας τα χέρια του γύρω από τη μέση μου.
"Πως σου φαίνεται?" Ρώτησε, η φωνή του σταθερή.
"Καλό...", ξεφυσηξα.
"Πριγκίπισσα, πρέπει να μιλήσουμε", ο αντιχειρας του χαϊδευε τη μέση μου.
"Τ'ειναι?" Είπα κοφτά.
Με γύρισε από την άλλη, ώστε να μπορώ να τον κοιτάω. Σήκωσε το μανίκι του ελάχιστα... Για μια στιγμή νόμιζα ότι θα μου έλεγε πως είναι θανατοφάγος.
"Έπιασαν τον Τομ. Ο Γκρίντελβαλντ σκότωσε έναν Μαγκλ κι έκανε τον Τομ να φαίνεται ένοχος για τον φόνο. Τον έκλεισαν στο Αζκαμπαν", είχε ένα χαρούμενο χαμόγελο στα χείλη του.
"Για πόσα χρόνια?"
"Δεν γνωρίζω... Ενδέχεται όμως να με αποβάλουν οριστικά από το Χογκουαρτς".
"Και τι θα κάνεις αν σε αποβάλουν?"
"Δεν ξέρω...", αναστέναξε. Έκατσε στο κρεβάτι κι έπιασε το κούτελο του. "Τέλος πάντων, νιώθεις καλύτερα?"
Έγνεψα καταφατικά.
Έβγαλε το πουκάμισο και τη ζώνη του, και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Μου έκανε νόημα με το χέρι του να ξαπλώσω δίπλα του. Κι αυτό έκανα φυσικά.
Πήρε το τσιγάρο από το χέρι μου και το έσβησε. Τέντωσε το χέρι του και με έφερε πιο κοντά.
~Περνάς καλά βλέπω...
Φύγε.
~Καλά!
【...】
Μέσα στη μέση της νύχτας άκουσα έναν δυνατό κρότο. Ξύπνησα κατευθείαν. Δεν μπορούσα να δω τίποτα, και το τσουχτερό κρύο μακριά από τις κουβέρτες ήταν ανυπόφορο.
Σηκώθηκα, τράβηξα τα μανίκια για να ζεστάνω τα δάχτυλα μου, και προχώρησα προς το εντευκτηριο. Για καλή μου τύχη δεν ήταν κανείς εκεί. Η φωτιά ήταν σβησμένη και είχε πίσσα σκοτάδι.
Έκανα ένα βήμα μπροστά. Κοίταξα πίσω, όλα μαύρα. Ανατρίχιασα. Πήρα μία βαθιά ανάσα και την άφησα να φύγει καθώς συνέχισα να περπατάω μπροστά. Το πόδι μου χτύπησε στη γωνία ενός επίπλου και μου ξέφυγε ένα μικρό μουγκρητό.
Η είσοδος του εντευκτηριου άνοιξε. Μέσα μπήκε ο καθηγητής Σνειπ. Κρύφτηκα πίσω από τον καναπέ... οι δάδες από τον διάδρομο φώτιζαν ελάχιστα το εντευκτηριο, αρκετά όμως για να δει την κορυφή του κεφαλιού μου.
"Δεσποινίς Κινγκ, ο διευθυντής σε θέλει στο γραφείο του, αμέσως. Και δυστυχώς μου είπε να εξαιρέσω το γεγονός ότι κυκλοφορείς στο εντευκτηριο του Σλίθεριν, βραδιάτικα", είπε με βραχνιασμενη φωνή.
Σηκώθηκα αργά όρθια, και κούνησα το κεφάλι μου. Ακολούθησα τον Σνειπ μέχρι το γραφείο του Νταμπλντορ... Χτύπησα δύο φορές την πόρτα, κι αφού με άφησε να περάσω, εισχώρησα στο γραφείο του (του Νταμπλντορ).
"Γεια σας...", είπα και κάθισα στην πολυθρόνα μπροστά από το ξύλινο μεγάλο γραφείο του.
"Καλησπέρα Ελεονόρα. Θες καραμελίτσα?"
"Όχι ευχαριστώ".
"Εγώ θα πάρω μία", τέντωσε το χέρι του, αναδεικνυοντας το ασημένιο του δαχτυλίδι, κι έφαγε μία καραμέλα. "Λοιπόν, έμαθες πως ο Τομ φυλακιστηκε στο Αζκαμπαν?"
"Όχι, τώρα το μαθαίνω", είπα ψέματα.
"Ελεονόρα, πριν λίγες ωρες σκεφτόμουν κι αποφάσισα να μιλήσουμε για τον πατέρα σου, τον κύριο Γκρίντελβαλντ".
Κούνησα το κεφάλι μου ενώ κοιτούσα με προσήλωση το πάτωμα, "Εντάξει".
"Ο Γκρίντελβαλντ είναι ένας θανατοφάγος, και παλιός μου... μαθητής. Είχε εποικινωνησει μαζί μου μέσω γραμμάτων, και με ρωτούσε πράγματα για εσένα. Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι, ότι θέλει να σε πάρει σπίτι".
"Τι... Τι εννοείτε σπίτι?"
"Θέλει να πας σπίτι μαζί του για μερικές μέρες. Έτσι λέει το γράμμα εδώ...", μου έδωσε ένα γράμμα με την υπογραφή και τα αρχικά του πατέρα.
Το διάβασα, και κούνησα το κεφάλι μου για άλλη μια φορά. "Εντάξει..."
"Όχι όχι, μη βιάζεσαι. Έχεις μία μέρα να σκεφτείς". Έκανε μία μεγάλη παύση.
"Επίσης, θα ήθελα να μιλήσουμε και για τους φίλους σου..."
"Τι έχουν οι φίλοι μου?" Ρώτησα προσβεβλημένη.
"Τίποτα κακό, απλά, καλή μου, νοιάζομαι ιδιαίτερα για την ασφάλεια του Χάρι..."
Αλίμονο.
"Και?"
"Και θα ήταν καλύτερο αν ο Χάρι δεν ήξερε τίποτα για τον πατέρα σου ή τις σχέσεις σου με τους αδελφούς Ριντλ", είχε πάρει το ύφος του μαλάκα, αυτού που βλέπεις και θες να τον σπάσεις στο ξύλο.
"Κατανοητό. Κάτι άλλο?" Έπαιζε με την υπομονή μου, ήταν σίγουρο!
"Μπισκοτάκι?"
Άντε και γαμήσου.
"Όχι ευχαριστώ, καλό βράδυ κύριε", έσυρα την πολυθρόνα προκαλώντας θόρυβο καθώς σηκωνομουν. Του χάρισα ένα ψεύτικο χαμόγελο κι έφυγα.
Έτρεξα στο δωμάτιο μου. Άνοιξα μία βαλίτσα κι άρχισα να πετάω ο,τι έβρισκα μέσα, κι ότι δεν χωρούσε του έκανα ξόρκι σμίκρυνσης.
"Την κάνω από 'δω..."
"Με το μαλακό γλυκιά μου, έχεις ιδρώσει", είπε η Εσμεραλντα από την άλλη γωνιά του δωματίου. Στεκόταν δίπλα από τη μπαλκονοπορτα και με χάζευε.
"Εσύ πως βγήκες έξω, μου λες?! Τόσο καιρό μου τα εχεις πρήξει με το κωλοδαχτυλίδι. Ποιο στον πλανήτη είναι? Είναι αυτό του Τομ? ΟΧΙ! ΒΡΕΣ ΜΟΝΗ ΣΟΥ ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΑΚΙ!!!"
"ΘΕΣ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΠΟΙΟΣ ΘΥΜΩΝΕΙ ΠΙΟ ΠΟΛΥ?" γρύλισε. Με τράβηξε από τους ώμους και προσπαθούσε να με σπρώξει μέσα στον καθρέφτη.
"Αντε και γαμήσου!" Της χτύπησα το κεφάλι με το βιβλίο Βοτανολογίας. Θενκ γκοντ είναι χοντρό.
Δεν έπεσε κάτω. Ούτε καν που πόνεσε. Γύρισε το κεφάλι της και με κοίταξε χαμογελαστή.
Με έπιασε από το μαλλιά και με έριξε στη γωνία του κρεβατιού.
"Νόμιζες ότι θα τη γλιτώσεις και θα αποκτήσεις όλα όσα θέλεις?" Είπε.
Το κούτελο μου άρχισε να στάζει αίμα.
Και όλα μαύρα.
【...】
Ξύπνησα στο δωμάτιο του Ματτεο, μονο που δεν ήταν δίπλα μου...
Έτριψα τα μάτια μου και κοίταξα γύρω μου.
Τον αντίκρισα να κάθεται πάνω σε μία καρέκλα μπροστά από το κρεβάτι. Όλα τα βιβλία από τις έρευνες μου, όλα τα γράμματα του μπαμπά, η βαλίτσα μου, ήταν όλα σκορπισμένα στο πάτωμα.
"Ματτεο..."
"Πότε θα μου το έλεγες;" είπε κοιτώντας σοβαρός τα χαρτιά που ήταν απλωμένα στο πάτωμα.
☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆
Μπορείτε να με σκοτώσετε ελεύθερα αφού καθυστέρησα να ανεβάσω κεφάλαιο πιο πολύ από ποτέ :)
Τέσπα, ΜΟΥ ΛΕΊΨΑΤΕ!!!!
Θα προσπαθήσω από εδώ και πέρα να είμαι πιο ενεργή, και με το καλό μα τελειώσω επιτέλους αυτό το βιβλίο.
Τι κάνετε βτγ;
Ποιο ήταν το αγαπημένο σας σημείο του κεφαλαίου;
Cya❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro