Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Your Past. Our Present

Μπορεί να σε πληγωσα...
Μπορεί να σου φώναξα...
Μπορεί να σε προσέβαλα...Αλλά ποτέ δε θα μπορέσεις να με αντικαταστήσεις με άλλον.
Είμαι ο μοναδικός κι εσύ η μοναδική για εμενα...Γιαυτό σε ερωτεύτηκα...Για να σε προστατεύω.

-Mattheo

☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆

Η Ελεονόρα κάθισε διστακτικά δίπλα στον Ματτεο χωρίς να τον κοιτάξει.
Η καθηγήτρια Τρελόνη μπήκε μέσα στην αίθουσα κι άρχισε να μιλάει για διάφορα πράγματα, αλλά κανένας απτους δύο δεν έδινε βάση.

"Και τώρα παιδιά μου, πάρτε το φλιτζάνι του συμμαθητή ή της συμμαθήτριάς σας και δείτε το μεεελλον τους! "

Η Ελεονόρα έκανε να πάρει το φλιτζάνι του Ματτεο και τα χέρια τους ενώθηκαν. Κατευθείαν του τράβηξε το φλιτζάνι κι άνοιξε το βιβλίο της σε μία αόριστη σελίδα.

Ο Ριντλ πήρε το φλιτζάνι της κι αντίκρισε έναν καθρέφτη, φτερά αγγέλου, και μια φωτιά.

"Αγόρι μου...Πες μας τι βλέπεις." Είπε η Τρελόνη.

Ο Ματτεο ξεφυσηξε κι ειπε: "Βλέπω μια φωτιά, που σημαίνει ότι έχεις έντονα συναισθήματα για κάποιον...και, έναν καθρέφτη που σημαίνει ότι θα περάσεις πολλά βάσανα."

Η Τρελόνη κοίταξε την Ελεονόρα που άρχισε να βαριανασαίνει. Νόμιζε ότι ο καθρέφτης ήταν αυτός που έχει στο δωμάτιο της. Κι αν ανακαλυπταν οι υπόλοιποι τί είχε γίνει με τον καθρέφτη? Θα την θεωρούσαν τέρας...

Σηκώθηκε κι έσπασε το φλιτζάνι της. Μάζεψε πρόχειρα τα βιβλία της κι έτρεξε εξω απτην αίθουσα με δάκρυα να φεύγουν απτά μάτια της. Κρύφτηκε μέσα στον πύργο.

Ο Ματτεο έφυγε τρέχοντας απτην αίθουσα και την ακολούθησε. Δε σκέφτηκε τις συνέπειες, απλά ήθελε να βεβαιωθεί ότι είναι καλά.

Άνοιξε την μυστική είσοδο του πύργου με τον κωδικό και μπηκε μέσα. Την αντίκρισε καθισμένη στο πάτωμα να κλαίει. Ετρεξε κατευθείαν από πάνω της και την έβαλε στην αγκαλιά του.

"Ματτεο, τι, τι κανεις?- "
"Σσσς..." Της ψιθύρισε απαλά ο Ριντλ.

Την σήκωσε και την τοποθέτησε πάνω στο κρεβάτι. Και τότε είδε το πραγματικό χρώμα των ματιών της...στο ένα μάτι κυριαρχούσε το μωβ, ενώ στο άλλο το μαύρο.

[Eleonora's Pov]

Ο Ματτεο μπήκε μέσα στον πύργο ενώ εγώ ήμουν καθισμένη στο πάτωμα. Ένιωθα το κρύο που σερνόταν και κουλουριαζε μέσα στο ξύλινο πάτωμα. Με πλησίασε και τύλιξε τα χέρια του γύρω μου.

"Ματτεο, τι, τι κανεις?-" Είπα τραυλιζοντας.

"Σσσς..." Μου ψιθύρισε κι με ακούμπησε πάνω στο κρεβάτι.

Με κοίταξε μες στα μάτια προκαλώντας μου ρίγη.
"Συγγνώμη για χθες το βράδυ" Είπε ενώ το πρόσωπό του πλησίαζε δικό μου.

Ήρθε από πάνω μου και χαμογέλασε πονηρά...Η ανάσα του είχε μια μίξη αλκοόλ και τσιγάρου, ενώ τα μαλλιά του μύριζαν βανίλια.

Κάρφωσε το βλέμμα του πάνω στα χείλια μου κι εγώ στα δικά του. Ήθελε να με φιλήσει...μόνο που εγώ δεν ήμουν έτοιμη.

[Writer's Pov]

Ο Όλιβερ μπήκε μέσα στο δωμάτιο με τη σκούπα του στο χέρι. Μόλις αντίκρισε την στάση στην οποία βρισκόταν ο νεαρός Ριντλ και η φίλη του, τρελάθηκε.

"ΗΛΙΘΙΕ, ΦΥΓΕ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΤΗΣ!" Βροντοφωναξε ο Όλιβερ και τον τράβηξε απτην πλάτη. "ΜΗ ΤΟΛΜΗΣΕΙΣ ΝΑ ΤΗΝ ΑΓΓΙΞΕΙΣ ΞΑΝΑ , ΚΤΉΝΟΣ!"

"Έτσι και ξαναφωναξεις θα σε σκοτώσω" Γρύλισε ο Ματτεο κι έβαλε το ραβδί του στο λαιμό του αγοριού.

"Α ναι ε? Ενδιαφέρον!!" Είπε ειρωνικά ο Όλιβερ κι έριξε μια μπουνιά στο σαγόνι του Ματτεο.

Μέσα σε λίγα λεπτά τα δύο αγόρια μάλωναν για τον έρωτα της ζωή τους! Είχαν σπάσει μύτες και σειρά είχαν τα χέρια. Η Ελεονόρα προσπαθούσε αρρωστημένα να τους χωρίσει αλλά κάθε προσπάθεια ήταν μάταιη.

Ο Γουντ πήγε να χτυπήσει με ένα αόριστο ξόρκι τον Ριντλ, αντί όμως να χτυπήσει αυτόν χτύπησε την Κινγκ.
Έπεσε κατω και χτύπησε με δύναμη το κεφάλι της.

"ΕΛΕΟΝΌΡΑ!" Φώναξε ο Ριντλ και πλησίασε το κορίτσι.

"ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ!" Ούρλιαξε η Ελεονόρα.
"ΕΙΣΤΕ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΒΛΑΚΕΣ! ΕΞΩ, ΤΩΡΑ!"

"Ελ...συγγνώμη δεν ήξερα-"
"Όλιβερ....βγες.εξω."
"Ελα τώρα Ελ! Δε θυμάσαι ποιος σε πήγε στο δωμάτιο σου όταν μεθυσες-"
"Και πάλι Όλιβερ...με άφησες να χορέψω σα τσούλα απτό να με φέρεις εδώ! Έπρεπε να αλλάξουν τα μάτια μου χρώμα για να καταλάβεις ότι έκανες μαλακια! Βγες έξω!" Φώναξε εξοργισμένη, καθώς η όρασή της άρχιζε να θολώνει.

Και οι δύο την κοίταξαν άφωνοι. Ήταν σίγουροι ότι δεν ήταν καλά...ή ότι χτύπησε πολύ δυνατα το κεφάλι της.

"Ελεονόρα, είσαι καλά?"
"Ν-ναι Όλιβερ! Α-απλα...βγείτε έξω..." ειπε το κορίτσι κι άρχισε να πνίγεται μες στα δάκρυα της.

Αίμα κύλισε από το κούτελο της. Έφτασε ως το μάγουλο. Τα πάντα γύρω της έκαναν σβούρες.

Ο Ματτεο την πλησίασε, την έπιασε από τους ώμους και την κοίταξε μες στα μάτια. "Ελεονόρα, πόσα δάκτυλα είναι αυτά?" Είπε και σήκωσε τρία δάκτυλα.

"Δεκαπέντε" Είπε νιώθοντας σίγουρη για την απάντηση της.

Τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν. Δε μπορούσαν να τη κρατήσουν άλλο όρθια. Λίγο πριν γίνει ένα με το δάπεδο τα χέρια του γενναιου Ριντλ την κόλλησαν πάνω του. "Δε θα σε αφήσω ποτέ να πέσεις πριγκίπισσα" Μουρμούρισε ο Ματτεο.

"Ει! Εγώ τη λέω πριγκίπισσα" Έκανε ο Όλιβερ αγνοώντας το γεγονός ότι η φίλη του λιποθυμησε.

"Είσαι μεγάλος μαλακας. Παρεμπιπτόντως, βρες της άλλο όνομα. Δε σου ταιριάζει να την αποκαλείς πριγκίπισσα" Γρύλισε ο Ματτεο και πήγε το κορίτσι στο ιατρείο.

Η Μαντάμ Ποεμφρυ έπαθε χίλια εγκεφαλικά μόλις την αντίκρισε σε τέτοια κατάσταση. Της θύμιζε τον Χάρη, ο οποίος είχε γίνει συχνός επισκέπτης του ιατρείου τα τελευταία δύο χρόνια.

Ειπε στον Ματτεο να την ακουμπήσει σε ένα κρεβάτι και να κάτσει μαζί της μέχρι να φέρει τα κατάλληλα φάρμακα για να της κλείσει την πληγή.

Mattheo's Pov

Την ακούμπησα πάνω σε ένα κρεβάτι. Η Μαντάμ Ποεμφρυ μου είπε ότι θα ερχόταν σε λίγο, έπρεπε να βρει κάτι φάρμακα για να κλείσει την πληγή που είχε η Ελεονόρα στο κεφάλι.

Δεν άντεχα να βλέπω το πρόσωπο της με αίμα όμως. Πήρα ένα πανάκι και το πίεσα απαλά πάνω στην πληγή. Μετά πήρα βαμβάκι κι έβαλα λίγο από αυτό το παράξενο κόκκινο υγρό που βάζουν οι Μαγκλ όταν χτυπάνε.

Της έπιασα το χέρι για να ξέρει ότι δεν είναι μόνη της...για να είμαι σίγουρος ότι δε θα νιώσει όπως ένιωσα κι εγώ...

Flashback
Σήμερα κλείνω τα πέντε μου. Ο πατέρας λέει ότι είμαι άχρηστος, ότι έπρεπε ήδη να είχα μάθει πως να σκοτώσω κάποιον. Η μαμά όμως μου είπε ότι είμαι αρκετά γενναίος. Δε την πιστεύω, διότι τη βλέπω κάθε μέρα να κλαίει και να κλαίει δίχως σταματημό. Ο αδερφός μου, ο Τομ, την αγνοεί και της φέρεται σα δούλα. Εγώ δε θα το έκανα ποτέ αυτό στη μαμά. Όλοι το ξέρουν, είναι προφανές. Σωστά?

(Η μαμά μού είπε ότι θα φτιάξει μια μεγάλη τούρτα για τα γενέθλια μου. Γιαυτό κι εγώ πήγα έξω στον κήπο για να παίξω. Δε θέλω να δω την τούρτα πριν την τελειώσει και να της κόψω τη χαρά.

Ο πατέρας λείπει εδώ κι εφτά μήνες. Μπορεί και οχτώ. Δε θέλω να γυρίσει όμως. Κάθε φορά που με κοιτά με τρομάζει. Το μόνο πράγμα που με κάνει να τον φοβάμαι πιο πολύ είναι η μύτη του.

Ο Τομ έχει γίνει αρκετά σκληρός. Και είναι μόνο εφτά. Δεν παίζει μαζί μου. Παρά μόνο ψιθυρίζει κατάρες σε κάθε γωνιά του σπιτιού και κουνάει ρυθμικά τον καρπό του, ακόμη και στον ύπνο του! Ώρες ώρες νιώθω ότι πάει να τρελαθεί, ότι θα καταλήξει σα τον πατερα. Μόνο ένα είναι το φαρμάκι του σε αυτή τη ζωή...η αγάπη

Εγώ απτην άλλη δε πιστεύω αυτά που μου λέει. Θέλω να μάθω τι είναι αυτό το διαβόητο συναίσθημα. Θέλω να μάθω τι είναι η αγάπη.

Συνέχισα να παίζω στον κήπο ολομόναχος. Ξαφνικά, μια μαύρη Σκιά ήρθε από πάνω μου. Άρχισα να λαχανιαζω και να τρέμω. Δε μπορούσα να κουνηθώ. Ένιωθα τόσο μόνος κι αβοήθητος... Λες κι αυτό ήταν το τέλος μου. Ήθελα τόσο πολύ να έρθει κάποιος να μου κρατήσει το χέρι, ακόμη κι αν αυτός ο κάποιος ήταν ο πατέρας. Ο Λόρδος Βολντεμορτ, όπως τον αποκαλούν όλοι.

Το πρόσωπο της Σκιάς γινόταν όλο και πιο φρικιαστικό. Σα να είχε έρθει από την κόλαση για να βασανίσει "αθώες" ψυχές.

Έμεινα έτσι. Με τη Σκιά από πάνω μου για δύο ολόκληρα λεπτά. Δύο λεπτά που έμοιαζαν με αιώνες. Το μόνο που έκανα ήταν να κλάψω. Να κλάψω και να ουρλιαξω σα "μεγάλο αγορι" που ήμουν.

Κι ακόμα μετά τις κραυγές η μαμά δεν ήρθε να με σώσει. Φώναζα το όνομα της, αλλα δεν ερχόταν. Έκατσα εκεί, φοβισμένος, για πάνω από ένα τέταρτο.

Όταν η σκιά έφυγε σηκώθηκα κι έτρεξα γρήγορα μέσα στο σπίτι προσπαθώντας να βρω τη μαμά μου. Και τότε την είδα.

Κρυφοκοιταξα μέσα απτην κλειδαροτρυπα κι έκατσα να παρακολουθώ τον πατερα, τον Τομ, και την μαμά.

Ο πατέρας στεκόταν πίσω απτον Τομ. Του έλεγε να σκοτώσει τη μαμά, η οποία ήταν πεσμένη στο δάπεδο. Άρχισα να καταρρεω. Ένιωθα σκόρπιος. Σα να έχανα ότι πιο πολύτιμο είχα κι εγώ να μη μπορούσα να κάνω τίποτα.

Τότε ο Τομ σήκωσε το ραβδί του κι ένα πράσινο φως βγήκε από αυτό. Αυτό ήταν. Τη σκότωσε. Κι εγώ έμεινα να κοιτάω. Τότε ήταν που έγινα ο άνδρας που έλεγε η μαμά στα παραμύθια της. Τότε έγινα αυτός ο "μεγάλος, γενναίος, ατρόμητος, μάγος που κανένας παραφρονας δε μπορούσε να σταματήσει".

End of Flashback

Μπούρδες. Το μόνο που έχω καταφέρει είναι να γίνω ένα άψυχο, σκληρό, και ψυχρό τέρας. Είμαι τα ίδια σκατα και χειρότερα.

Ξαφνικα το χέρι της εσφιξε το δικό μου. Άρχισε να λαχανιαζει και να ιδρώνει.
Έβλεπε εφιάλτη. Έσφιξε τα μάτια της και μια έκφραση φόβου απλωθηκε στο πρόσωπο της.

Ακούμπησα το άλλο μου χέρι στο μάγουλο της "Ελ..."
"Μη...Δε θέλω. Δεν είναι αλήθεια...Ο πατέρας δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο...Δεν είναι αλήθεια!" Άρχισε να μιλάει στον ύπνο της.
"Ελ..." ειπα και της χαΐδεψα το χέρι.

Τότε ξύπνησε. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν πάνω στα ροδοκοκκινα μάγουλά της. Με αγκάλιασε κι εγώ έμεινα. Έμεινα άφωνος. Ένιωσα τόσο παραξενα. Ένιωσα ότι έπρεπε να την προστατέψω.

"Μ-ματτ-τεο. Ο καθρέφτ-της. Με ρούφηξε-" ειπε και με εσφιξε πιο πολύ. Έτσι πέρασα κι εγώ τα χέρια μου γύρω της.

【Eleonora's Pov】

Ξύπνησα στο ιατρείο. Δάκρυα συγκεντρωθηκαν στα μάτια μου...Ο λόγος? Ο τρομερός εφιάλτης που είδα.

Δεν αντεξα. Απλά ήθελα να νιώσω κάποιον δίπλα μου, ήθελα να ξέρω ότι θα είμαι ασφαλής.

Αγκάλιασα τον Ματτεο τόσο σφιχτά που μπορεί να του προκάλεσα ασφυξία. Προσπάθησα να κρατήσω τα δάκρυα μου. Ένιωθα τη σάρκα του λαιμού μου να τραβιέται προς τα μέσα. Ετσουζε. Πονούσα. Τα μάτια μου είχαν κοκκινισει γύρω γύρω και η γλώσσα μου, στεγνή, είχε κολλήσει στον ουρανίσκο.

Χωρίς να το καταλάβω συλλαβισα το όνομα του. Ήξερα ότι του είχα σπάσει τα νεύρα. Όλο έκλαιγα, κι έκλαιγα. Δεν είχα υπερασπιστεί ποτέ τον εαυτό μου. Ποτέ δεν είχα ορθωσει το αναστημα μου. Ποτέ δεν είπα 'Αν συνεχίσεις θα υποστείς τις συνέπειες'!!! Έπρεπε πάντα να φτάνω στα όρια...Τα οποία δεν είχαν ποτέ ωραία κατάληξη.

Ξαφνικά σταμάτησα να κλαίω. Βγήκα απο την αγκαλιά του και τον κοίταξα στα μάτια με μια, δίχως συναίσθημα, έκφραση στο πρόσωπο.

"Τι κάνω?" Ρώτησα τον εαυτό μου και σηκώθηκα όρθια. Έπρεπε να καταλάβω τι γινόταν γύρω μου. Τόσες μέρες ήμουν χαμένη. Από τότε που αντίκρισα τον καθρέφτη, από τότε που πέθανε η μαμά, όλα άλλαξαν. Εγώ αλλαξα.

Έφυγα από το ιατρείο κι εκεινος έμεινε εκεί. Έμεινε να με κοιτάει. Δε με νοιάζει τι σκεφτόταν. Ήθελα απλά να εξαφανιστώ...να γίνω ένα με τη σιωπή.

Περπατούσα χαμένη μες στις σκέψεις μου στους διαδρόμους. Τότε έπεσα πάνω σε κάποιον. Σήκωσα το κεφάλι μου και...κακό αυτό!

"Κ-καθηγητη Σνειπ?"

"Με σάρκα κι οστά." Είπε βαριεστημένα. "Ελάτε να με βρείτε στο γραφείο μου μαζί με τον κύριο Ριντλ μέσα σε δέκα λεπτά, για να κανονίσουμε την τιμωρία σας."
"Τι τιμωρία-"
"Θα δείτε." Είπε κι εξαφανίστηκε.

【Writer's Pov】

Και οι δύο βρίσκονταν στο γραφείο του Σνειπ αλλά κανένας τους δεν άκουσε τι τους έλεγε. Ήταν βυθισμένοι στις σκέψεις τους.

"...Γιαυτό έχετε μία ολόκληρη μερα να καθαρίσετε τις κουζίνες. Θα κάνετε τα πιάτα, το πάτωμα, και θα ξεσκονίσετε τα ράφια. "

"Μάλιστα." Είπαν και οι δύο ταυτόχρονα.

Ο Σνειπ τους πήγε στις κουζίνες. Τους πήρε τα ραβδια και τους κλείδωσε εκεί μέσα.

"Ωραία θα περάσουμε." Είπε ειρωνικά ο Ματτεο.

Η Ελ δεν είχε άλλη επιλογή απτό να ξεκινήσει να σφουγγαριζει το πάτωμα. Ο Ματτεο όμως, αντί να τη βοηθήσει, άνοιξε τα ντουλάπια κι άρχισε να ψάχνει για μπίρες. Βρήκε γύρω στα 20 μπουκάλια. Πρέπει να πω στα ξωτικά να φτιάξουν κι άλλες μπίρες. Σκέφτηκε.

Τα λεπτά πέρασαν. Είχαν ήδη κλείσει μία ώρα στις κουζίνες. Τους απέμειναν άλλες είκοσι τρεις.
Η Ελεονόρα είχε τελειώσει με το σφουγγαρισμα. Σειρά είχαν τα ράφια.

"Είσαι πολύ παράξενη ξέρεις. Κάθεσαι και δουλεύεις για έναν αταλαντο καθηγητή." Είπε ο Ματτεο κι έπιασε στα χέρια του άλλη μια μπίρα.

"Είμαστε σε τιμωρία. Αν κάτσω να χαλαρώσω, όπως κανεις εσύ δηλαδή, δε θα προλάβω να κάνω τίποτα. Έχεις δει πόσα είναι τα πιάτα?"

"Δε χρειάζεται να ανησυχείς για τα πιάτα πριγκίπισσα..." ειπε κι έβγαλε το ραβδί του απτη ρόμπα του.

"Εσένα δε σου πηρε το ραβδί?!"

"Οχι, του έδωσα το ψεύτικο. Πάντα κουβαλάω ένα ψεύτικο ραβδί πάνω μου."

Αυτό σημαίνει ότι μπορώ να χαλαρώσω! Σκέφτηκε η Ελ κι ο Ματτεο άρχισε να καθαρίζει τα πιάτα με το ραβδί του.

***

Χάρηκα με τη χαρά της. Ελαμψα με το χαμόγελο της. Έδωσε φως στη ζωή μου. Ήταν αγνή. Ήταν ευαίσθητη.
Είναι μοναδική. Είναι φοβισμένη. Αυτό είναι τώρα. Αυτή είναι η καινούργια έκδοση του εαυτού της.
Κι εγώ πρέπει να αλλάξω. Πρέπει να μάθω να λέω αυτή τη διαβόητη λέξη, την αλ- αλάπη. Ας την λέω κι έτσι. Αρκεί να μάθω να τη λέω σωστά, κάποια στιγμή, όποια και να 'ναι αυτή.
Και τώρα έφτασα στο παρόν. Φτάσαμε και οι δύο στο παρόν. Στο "τωρα". Στο δικό μας "τώρα".

Mattheo's Pov

Τελείωσα τα πιάτα. Κάθομαι δίπλα της και την κοιτάω να πινει. Χαζεύω τα μάτια της. Χάνομαι μέσα σε αυτά.

Γυρνάει και με κοιτάει όλο περιέργεια. Λατρεύω αυτή την έκφραση. Είναι αστεία. Έχει αυτό το βλέμμα του μπουφου που δεν ξέρει τι να πει και τι να κάνει. Γέλια βγαίνουν απτό στόμα μου ενώ προσπαθώ να τα πνίξω.

"Γιατί γελάς?" Λέει σχεδόν ενοχλημένη.
"Πρώτη φορά πίνεις μπίρα?"
"Πρώτη φορά πίνω γενικά αλκοόλ"
"Εγώ άρχισα στα δέκα μου, κρυφά, βέβαια. Δύσκολη ηλικία"

Σήκωσε το φρύδι της "Μάλλον εσύ τη χρειάζεσαι πιο πολύ." Κάνει να σύρει τη μπίρα που κρατούσε, με τα δακτυλα της προς το μέρος μου.

"Μπα. Το έχω ξεπεράσει. Εσύ τη χρειάζεσαι πιο πολύ" Λέω και τραβάει τη μπίρα πίσω.
Με κοιτάει βαθιά μες στα μάτια"Δε ξέρω τίποτα για το παρελθόν σου..."

Δε θέλω να της πω. Δε χρειάζεται να χαλάσω τη ζαχαρένια της όμως.

"Δεν έχω τίποτα να πω. Αλλά εσύ έχεις, νομίζω, να μου πεις κάτι για αυτόν τον καθρέφτη. "
"Ο-οχι. Ένας απλός εφιάλτης ήταν"
"Και τότε γιατί φρικαρες στο μάθημα της θεότρελης όταν είπα για τον καθρέφτη?"
"Δε φρίκαρα! Α-απλα θυμήθηκα κάτι με τη θετή μαμά μου. Αυτό είναι όλο"
"Θετή? Δηλαδή δεν είσαι λασποαιμ- εννοώ, γεννημένη από Μαγκλ?"
"Οχι. Με βρήκαν στην πόρτα τους όταν ήμουν μωρό. Το μόνο πράγμα που είχα απ'τους γονείς μου ήταν ένας κολιές"
"Και πως ειναι αυτός ο κολιες?" Λέω δήθεν περίεργος.
"Έχει μία μπαλίτσα πάνω. Μέσα σε αυτή τη μπάλα, κάθε φορά που φοράω τον κολιέ, εμφανίζονται πλανήτες. Σα να έχεις παγιδεύσει ένα μέρος του γαλαξία μέσα στο κολιέ."

"Σαν αυτόν δηλαδή?" Βγάζω το κολιέ της απτην τσέπη μου και της το δείχνω. Με μάτια στρογγυλά, κουνάει καταφατικά το κεφάλι της. Με ένα τεράστιο χαμόγελο μου το αρπάζει απτά χέρι και το φοράει. Ήθελα να της το βάλω εγώ.

"Ευχαριστώ, Ματτεο" Μου λέει και παω να τη φιλήσω. Σηκώνεται όρθια, κάνοντας με να νιώσω αβολα, και πλησιάζει την κουζίνα.

"Έχεις όρεξη για γλυκό?" Λέει πονηρά και χωρίς να περιμένει απάντηση ξεκινά να μαγειρεύει.

Με διατάζει να βγάλω κανέλα, αλεύρι, κι άλλα υλικά, για να φτιάξει...τι θα φτιάξει?

"Τι θα φτιάξουμε?"

"Ρολά κανέλας! Είναι φανταστικά" Λέει και βουτάει τα χέρια της μέσα σε ένα μπολ γεμάτο αλεύρι. Ρίχνει κι άλλα υλικά μέσα κι εγώ μένω να κοιτάω. Με άφησε μετέωρο να τη χαζεύω.

Η πόδια της λύθηκε. Δε μπορούσε να τη δέσει. Είχε λερωσει τα χέρια της με αλεύρι. Την πλησίαζω και της αγγίζω τη μέση. Στη συνέχεια πιάνω τα κορδόνια και της δένω την πόδια. Δε μετακινούμαι όμως. Κάθομαι εκεί. Αφήνω την ανάσα μου να χτυπήσει πάνω στο κασκόλ της και ψιθυριζω "Η κανέλα μυρίζει πολύ ωραία".

Θέλω να τη φιλήσω. Θέλω να της δείξω πόσο πολύ την θέλω...

Το θέμα είναι ότι δε θα μπορέσω ποτέ να την κάνω ευτυχισμένη. Κάποια στιγμή θα μάθει ότι θα γίνω θανατοφαγος και θα με μισήσει. Το ξερω ότι θα με μισήσει. Αυτό κάνουν όλοι.

"Εμ...μπορείς να, να μου φέρεις ένα ταψί?"
"Φυσικά".

"Ευχαριστώ, κι όχι μόνο για το ταψί...αλλά και για ότι έκανες προηγουμένως..."
"Έκανα ότι θα έκαναν όλοι στη θέση μου. Όπως κι ο Όλιβερ. Μπορεί να είναι λίγο μαλακας αλλά θέλει να σε προστατέψει"

"Μισό λεπτό...Μαλακας? Σοβαρά τώρα? Είναι φίλος μου! Το ξερω ότι μπορεί να έκανε κάποια λάθη, αλλά δε παύει να έχει ένα μέρος στην καρδιά μου."

"Κι εγώ? Εγώ έχω ένα μέρος, εκεί, στην καρδιά σου?"

"Οχι. Όχι δεν έχεις. Απλά υπάρχεις. Ετσι κι αλλιώς είμαι μια κοινή, ηλίθια, λασποαιματη για εσένα και για όλους τους άλλους."

"Κι εγώ τι είμαι για εσένα?" Τη ρωτάω. Δεν απαντάει. Σκύβει το κεφάλι και συνεχίζει να μαγειρεύει. Γιατί δεν απαντάει? Τι έχω έχω λάθος?

------

....Μία wattpader...στο οχυρό της απομόνωσης.
Μες στον πάγο, για πάντα!
Ένας μοναχος, μοναχικός, μόνος!
Καλά σκάω.

Μέχρι κι εγώ πεθαίνω απτά cringe που έχω γράψει.
Ίσως απτις χειρότερες δημιουργίες μου (δις τσαπτερ) αλλά ΣΑΣ ΥΠΌΣΧΟΜΑΙ ότι το επόμενο θα είναι καλύτερο :)

Τι κάνετε βουτυρομπυρακια μου???
Πείτε νέα, τι σχέδια έχετε για το καλοκαιρι?

Σας φιλώ:3
Μπαιιι

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro