Vodka
ΠΡΟΣΟΧΉ! Αυτό το κεφάλαιο περιέχει:
-Τον Ντρακο!
-Κατάθλιψη!
-Unexpected shit!
-Βρισιές, as always!
Πάρτε ποπ κορν κι απολαύστε :)
──✱*.。:。✱*.:。✧*.。✰*.:。✧*.。:。*.。✱ ──
【Hermione's Pov】
"Ώστε, δεν είναι γεννημένη από Μαγκλς..." το μυαλό μου είχε μπλοκάρει. Ένιωθα πως είχε σταματήσει να παίρνει στροφές.
"Μου είπε να μη στο πω. Αλλά υπέθεσα πως έπρεπε να το μάθεις".
Δεν είπα τίποτα. Ήταν σα να μην την ήξερα.
"Το ξέρω πως είναι δύσκολο να το επεξεργαστείς, κι εγώ δυσκολεύτηκα, αλλά δεν είναι τόσο τρομερό όσο ακούγεται. Είναι σαν εμένα..."
"Ντρακο, όχι, η Ελεονόρα είναι τελείως διαφορετική. Είναι... είναι η Ελεονόρα! Δηλαδή μα τα γένια του Μέρλιν..."
【Writer's Pov】
Ο Ματτεο έβγαλε τη βαλίτσα της από το αμάξι και της κράτησε απαλά το χέρι. Διέσχισαν το πέτρινο μονοπάτι που τους οδηγούσε από την σκουριασμένη μαύρη καγκελόπορτα της αυλής στην είσοδο του σπιτιού.
Ξεκλείδωσε την πόρτα με το ξόρκι Alohomora και εισχώρησαν στο σπίτι. Ήταν τόσο παγωμένο που είχαν μουδιάσει οι μύτες τους.
Ο Ματτεο προχώρησε στο σαλόνι και πέταξε στο πάτωμα τα λευκά σεντόνια με τα οποία είχαν καλυφθεί οι καναπέδες. Τίναξε τα μαξιλάρια κι έφερε ξύλα για το τζάκι από την αποθήκη.
Η Ελεονόρα από την άλλη δεν ένιωθε τα πόδια της. Είχε ανοίξει τη βαλίτσα της κι έψαχνε ένα ζευγάρι χοντρές κάλτσες. Πέταξε τις άλλες που φορούσε στα σκουπίδια. Είχαν σκιστεί και είχαν γίνει μούσκεμα. Έχωσε το χέρι της βαθιά μέσα στην άκρη της βαλίτσας κι έβγαλε ένα ζευγάρι αθλητικές κάλτσες.
Ξεφύσηξε θυμωμένη με τον εαυτό της που δεν είχε σκεφτεί να πάρει κι άλλες κάλτσες μαζί της και φόρεσε τις μαύρες αθλητικές.
Ο Ματτεο την είδε που έβγαζε καπνούς από τ'αφτιά της και την σήκωσε στα χέρια του.
"Τι κάνεις;" απόρησε η Ελ κοιτώντας τον μπερδεμένη στα μάτια. Τα πρόσωπα τους είχαν απόσταση αναπνοής.
Εκείνος της χαμογέλασε. Την άφησε στον μεγάλο καφέ καναπέ μπροστά από το αναμμένο τζάκι για να ζεσταθεί. "Κάτσε εδώ, επιστρέφω..." είπε ο Ματτέο καθώς ανέβαινε τις σκάλες.
Μόλις έφτασε στον πρώτο όροφο μπήκε μέσα σε ένα τυχαίο υπνοδωμάτιο κι έβγαλε όσες κουβέρτες υπήρχαν μέσα στην ξύλινη ντουλάπα. Κατέβηκε πάλι στο ισόγειο κι έριξε πάνω στον καναπέ, όπου καθόταν η Ελεονόρα, όλες τις κουβέρτες.
Το σπίτι δεν είχε ηλεκτρισμό, ούτε θέρμανση, μόνο νερό αλλά ήταν παγωμένο σαν κρύσταλλος. Ευτυχώς είχαν προμηθευτεί φαγητό και νερό από το βενζινάδικο.
Ο κύριος Φαγάνας κουλουριαστηκε πάνω στα πόδια της Ελ κι αποκοιμήθηκε. Ο Ματτεο τύλιξε τα χέρια του γύρω της κι ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στο στήθος του. Και οι δύο ήταν ξύπνιοι και χάζευαν τη φωτιά.
"Πότε θα γυρίσουμε στο Χογκουαρτς;" τον ρωτησε η Ελ.
Ο Ματτεο πήρε μια βαθιά ανάσα κι απάντησε, "Οπότε θες. Αρκεί να βρούμε εισιτήρια για το Χογκουαρτς εξπρές..."
"Δεν μπορούμε να πάμε με το αμάξι σου;"
Το αμάξι του Ματτέο ήταν μία μαύρη Πόρσε 911 του 1985. Παρόλο που ήταν πολύ νέος για να οδηγεί κι έτρεφε μία ιδιαίτερη απέχθεια προς ότι είχε σχέση με Μαγκλς, ένιωθε πως αυτό το αμάξι ήταν η ζωή του.
"Όχι, θα μείνουμε από βενζίνη. Συν ότι δεν υπάρχει δρόμος που οδηγεί στο Χογκουαρτς..."
"Α ναι, σωστά..." είπε και χασμουρήθηκε καθώς έκλεινε αργά τα μάτια της. Το ίδιο έκανε κι εκείνος. Έκλεισε τα μάτια του και πλέον οι δύο τους, ή μάλλον οι τρεις τους είχαν αποκοιμηθει στον καναπέ.
【Eleonora's Pov】
Ξύπνησα πάνω στον Ματτέο. Ο κύριος Φαγάνας ευτυχώς κοιμόταν ακόμη, το ίδιο κι ο Ματτέο. Σηκώθηκα αργά κι ακούμπησα τον Φαγάνα πάνω στο στήθος του.
Ακούμπησα τα γυμνά πόδια μου πάνω στο πάτωμα. Κοίταξα έξω από το παράθυρο κι ένιωσα να χάνομαι πάλι. Ξέρετε αυτό το συναίσθημα, όταν πέφτετε στο κενό και παίρνετε τα πάντα μαζί σας; Κάπως έτσι νιώθω τώρα. Νιώθω πως είμαι ένα πιόνι που κινείται μόνο μπροστά. Δεν μπορώ να κοιτάξω πίσω, ούτε γύρω μου. Λες και το μέλλον μου έχει ήδη προγραμματιστεί κι εγώ το ακολουθώ. Σα να μένω σε ένα σκοτεινό δωμάτιο χωρίς έξοδο. Είμαι παγιδευμένη εκεί, κι όσο περνάει ο καιρός η θλίψη φεύγει κι απλά νιώθω άδεια. Σαν ένα κούφιο κούτσουρο. Σαν ένα άτομο που μόνο αναπνέει και ζει για τις στιγμές που θα ανάψει αυτή η σπίθα μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Αυτή η σπίθα, αυτή η μικρή λάμψη είναι το ναρκωτικό που με κρατάει ζωντανή, διότι πολλές φορές νιώθω πως δεν αντέχω να είμαι άλλο μόνη μου. Απλά θέλω να καταρρεύσω. Άλλες φορές όμως ελπίζω, ελπίζω να ανάψει αυτό το γιγάντιο φως που θα σπάσει το σκοτάδι και τον πόνο και θα μου δείξει την έξοδο, κι εγώ θα τρέξω σαν μικρό παιδί να γλιτώσω από τον μπαμπούλα που με βασανίζει. Κι ο Ματτέο είναι αυτός που ανάβει το φως πιο έντονα από κάθε άλλον. Και παρόλα αυτά, νιώθω χαμένη. Θέλω απλός κάποιος να ανάψει το φως και να μου δείξει το δρόμο προς την έξοδο για να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης.
Δύο παγωμένα χέρια άγγιξαν τη μέση μου, κι ένα ζευγάρι καυτά χείλια φίλησε το λαιμό μου. Ανατρίχιασα. Η ανάσα του ήταν αργή και σταθερή, κι ερχόταν σε σύγκρουση με το δέρμα μου. "Είναι πολύ νωρίς... γιατί είσαι ξύπνια;" απόρησε. Κι όμως δεν ήξερα γιατί. Απλά είχα σηκωθεί.
"Δεν ξέρω... ο Φαγάνας κοιμάται;"
"Ναι. Ελ, είσαι καλά σχετικά με αυτό που έγινε χθες;"
"Ναι απλά... απλά νόμισα πως ήταν διαφορετικός", κι όμως, δεν ήμουν καλά. Ένιωθα πως η μόνη πραγματική οικογένεια που είχα με είχε μαχαιρώσει. Κι όχι πισώπλατα, αλλά κατευθείαν στην καρδιά, μπροστά στα μάτια μου.
Αγκάλιασε απαλά τη μέση μου κι είπε, "Κι εγώ το ίδιο, αλλά δεν πειράζει, θα είμαι εγώ εδώ".
"Θέλω να γυρίσω στο Χόγκουαρτς", είπα κοφτά. Γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια. Τα μάτια που είχα ερωτευτεί από την πρώτη στιγμή, αλλά φοβόμουν να γνωρίσω. Άγγιξα τα χέρια μου στα μάγουλα του, καθώς τα μάτια μου γέμιζαν με αλμυρά δάκρυα. Στάθηκα στις μύτες των ποδιών μου και τον φίλησα. Έκλεισα τα μάτια μου αφήνοντας μερικά δάκρυα να δραπετεύσουν. Ένιωσα τόνους πόνου να εγκαταλείπουν το σώμα μου το δευτερόλεπτο που άγγιξα τα χείλη του. Αυτός είναι το φαρμάκι μου.
Απομάκρυνα τα χείλη μου. Το πρόσωπο του με μάγευε. Κούνησε το κεφάλι του αργά και ψιθύρισε "Εντάξει", προτού με φιλήσει πάλι. Με κρατούσε σφιχτά. Με γέμιζε σιγουριά ότι δεν θα με άφηνε να καταρρεύσω. Τα χέρια του, σταθερά και γερά τοποθετημένα πάνω στη μέση μου. Με έφερνε κοντά του, ώσπου τα σώματα μας να κολλήσουν μεταξύ τους. Κι όσο κι αν υπέφερα, αυτός γλύκαινε τον πόνο μου. Σαν καραμέλα. Τόσο γλυκός.
Αυτή ήταν μία από τις στιγμές που ευχόμουν το ρολόι να σταματήσει. Μία από τις στιγμές όπου η ευτυχία είχε τη γεύση της αιωνιότητας. Μόνο που ήξερα πως δεν θα κρατούσε για πάντα. Ήμασταν και οι δύο τόσο βαθιά πληγωμένοι που χρησιμοποιούσαμε τη θλίψη μας ως χαρά. Γνώριζα πως δεν υπόφερα μόνο εγώ, αλλά κι εκείνος. Μόνο που αυτός ήταν πιο δυνατός και το έκρυβε καλύτερα.
"Σε αγαπώ", είπε τρυφερά, κοιτώντας με βαθιά μέσα στα μάτια.
"Κι εγώ..." του χαμογέλασα με όση δύναμη είχα.
【...】
"Δύο εισιτήρια", είπε απότομα ο Ματτέο. Πλήρωσε είκοσι γαλερες τον ταμεία και προχωρήσαμε προς το τρένο.
Ελάχιστα κουπέ ήταν γεμάτα με τους μαθητές που έλειπαν από το Χογκουαρτς για τις διακοπές. Πολλοί είχαν αργήσει να επιστρέψουν βέβαια, διότι είχαμε 1η Φλεβάρη.
Καθώς περπατούσα πάλι στο διάδρομο του τρένου, αναμνήσεις ξεπηδούσαν μες στο κεφάλι μου. Θυμήθηκα τη στιγμή που τον γνώρισα, όταν ερχόταν με φορά καταπάνω μου, ενώ τώρα ήταν μπροστά μου και μου κρατούσε το χέρι. Κι όλα αυτά μέσα σε πέντε μήνες.
Η κυρία με το καροτσάκι πέρασε και μας ρώτησε αν θέλαμε κατι ακριβως μόλις καθίσαμε. Της είπαμε όχι, κι εκείνη συνέχισε στο επόμενο κουπέ.
Καθ'όλη τη διάρκεια της διαδρομής δεν είχαμε βγάλει άχνα. Ανταλλάξαμε μερικά βλέμματα κι ελάχιστα άβολα χαμόγελα. Και οι δύο ξέραμε πως θα έπρεπε να παριστάνουμε πάλι πως μισούμε ο ένας τον άλλον.
Μόνο λίγα λεπτά πριν φτάσουμε, αποφάσισα να τον ενημερώσω για το τι σκόπευα να κάνω. "Λέω να πω στον Χάρι, τον Ρον και την Ερμιόνη για τον Γκρίντελβαλντ. Θα είναι καλύτερο να το μάθουν από εμένα κι όχι από άλλους".
"Καλά θα κάνεις... Εγώ με τα αγόρια θα έχουμε κάποιες δουλειές να κάνουμε, οπότε δεν ξέρω πόσο συχνά να έρχομαι στον πύργο", τα μάτια του ήταν κοφτερά σαν λεπίδα.
"Εντάξει, κι εγώ θα έχω πολύ διάβασμα..."
Κούνησε μόνο το κεφάλι του και σηκώθηκε όρθιος. Είχαμε φτάσει. Πήρε τη βαλίτσα του κι εγώ τη δικιά μου. Περιμέναμε να αδειάσει το τρένο ώστε να βγω πρώτα εγώ κι ύστερα εκείνος.
Μόλις εισχώρησα στο κτίριο κατέβηκα στα υπόγεια του κάστρου και μπήκα μέσα στο εντευκτηριο του Χαφλπαφ. Ρώτησα ένα κορίτσι που διάβαζε τον Ημερήσιο Προφήτη αν ήξερε ποιος αριθμός ήταν το δωμάτιο του Σεντρικ Ντιγκορι.
Μου είπε ποιο ήταν, και προχώρησα προς τα εκεί. Χτύπησα την πόρτα και μου άνοιξε ο συγκάτοικος του.
"Γεια, είναι ο Σεντρικ εδώ;"
"Όχι, νομίζω πως τρώει βραδινό στην τραπεζαρία. Α, και αν τον βρεις, πες του να έρθει να διπλώσει τα βρακιά του", απάντησε με δυσανασχέτηση το αγόρι.
"Θα, θα του το πω", σήκωσα τη βαλίτσα μου απτό πάτωμα κι έφυγα με προορισμό το Γκρειτ Χολ.
Οι διάδρομοι ηταν σχετικά ήσυχοι, πράγμα που σήμαινε ότι ο Πιβς είτε κοιμόταν, είτε είχε μπει τιμωρία. Μάλλον το δεύτερο...
Όταν έφτασα στην τραπεζαρία τον είδα να συζητάει με έναν φίλο του, ο οποίος έφυγε μόλις με είδε ο Σεντρικ να τους πλησιάζω.
"Να κάτσω;" τον ρώτησα καθώς έβγαζα το σκουφάκι μου.
"Ναι... κάτσε". Ο τόνος της φωνής του ήταν λίγο ψυχρός κι επιφυλακτικός. "Πως είσαι;"
"Τώρα είμαι καλά. Άκου, Σεντρικ, θέλω να με συγχωρέσεις, θέλω να με αφήσεις να σου μιλήσω", τον παρακάλεσα προσπαθώντας να τον κοιτάξω στα μάτια, αλλά εκείνος κοιτούσε συνεχώς μπροστά, ή στο πιάτο του.
"Πήγες με τον Τομ Ριντλ, γιο του Ακατανωμαστου, μετά φήμες κυκλοφορούν ότι χωρίσατε, κι ύστερα από λίγες μέρες διαβάζω στην εφημερίδα ότι φυλακιστηκε για δεκαπέντε χρόνια στο Αζκαμπαν διότι διέπραξε φόνο. Έχεις να συμπληρώσεις κάτι;" και τότε μόνο γύρισε να με κοιτάξει.
Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου, κι είπα "Όχι... βασικά ναι... ο Τομ κι εγώ όντως χωρίσαμε. Και το ίδιο βράδυ γνώρισα τον πραγματικό μου πατέρα, Σεντ... Εγώ όταν έμαθα την αλήθεια ήμουν σοκαρισμένη, αλλά σίγουρα δεν μπορώ να αλλάξω ποια είμαι-"
"Ποιος είναι τότε γαμώτο; Ε;"
Έσκυψα προς τα πάνω του και ψιθύρισα στο αυτί του "Ο Γκρίντελβαλντ".
Το μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Αντέδρασε χειρότερα κι απτό Ντρακο. Γύρισε αργά το κεφάλι του και ψιθύρισε "Τι;"
"Δεν είμαι ούτε περήφανη ούτε χαρούμενη γιαυτό-"
"Σώπασε! Πάρε ένα τοστ και πάμε στο γήπεδο του Κουίντιτς..."
【...】
"Αυτά ήταν όλα..."
"Δεν έχω λόγια", είπε καθώς με πήγαινε στον πύργο. "Θες να πάμε αύριο στο Χογκσμιντ; Για να χαλαρώσεις πριν βουτήξεις βαθιά στο διάβασμα".
"Ναι, θα το ήθελα πολύ", του χαμογέλασα και είπα τον κωδικό για να ανοίξει η πύλη.
"Τέλεια, θα συναντηθούμε στο συντριβάνι, ώρα δέκα". Με καληνύχτισε κι έφυγε. Χαιρόμουν που φτιάξαμε τη σχέση μεταξύ μας. Τόσο πολύ που είχα ξεχάσει να πάω στον Χάρι, τον Ρον και την Ερμιόνη.
Μόλις έφτασα στο εντευκτηριο το ρολόι μου είχε σημάνει δώδεκα ακριβώς. Μόνο ο Χάρι βρισκόταν εκεί.
Καθόταν στο πάτωμα μπροστά από το τζάκι. Η έκφραση του προσώπου του πρόδιδε το ποσό κουρασμένος ήταν. Στάθηκα στις μύτες των ποδιών μου και πήγα από πίσω του για να τον τρομάξω.
"Μπου!!!"
"Δε μπορείς να με τρομάξεις τόσο εύκολα..." είπε καθώς κοιτούσε ακόμα μπροστά.
Έκατσα δίπλα του, κοιτώντας επίσης το τζάκι.
"Χάρι, είσαι καλά;" απόρησα.
"Όχι αλλά θα το ξεπεράσω... όπως πάντα", με κοίταξε βαθιά στα μάτια, εξουθενωμένος. Τον καταλάβαινα απόλυτα. Ένιωθε χαμένος όπως κι εγώ.
Κατευθείαν ένιωσα παράξενα. Τα χείλη του είχαν πλησιάσει τα δικά μου σε απόσταση αναπνοής. Όλως περιέργως δεν έκανα πίσω. Έμεινα σαν στήλη άλατος.
Ευτυχώς ακούσαμε βήματα να κατεβαίνουν τις σκάλες κι έκανε πίσω. "Γεια Χάρι, γεια ξαδερφούλα", είπαν ταυτόχρονα ο Φρεντ κι ο Τζορτζ. "Γιατί είστε ξύπνιοι τέτοια ώρα;" μας ρώτησε ο Φρεντ.
"Εμ, εμεις, ε, ήθελα να τον ρωτήσω κάτι, για το Κουίντιτς", είπα όσο πιο πειστικά μπορούσα. Ήμουν ακόμη όμως σε κατάσταση σοκ.
"Α, εντάξει, εμείς πάμε να μπουκάρουμε στο γραφείο του Φιλτς!" εξέφρασε με θαυμασμό ο Τζορτζ. Ο Φρεντ χαχάνισε με το φοβερό σχέδιο που είχαν καταστρώσει, "Ναι, θα πάρουμε πίσω τα πυροτεχνήματα μας! Θα τα ανάψουμε στον τρίτο άθλο, όταν κερδίσει ο Χάρι!"
"Δεν είναι σίγουρο ότι θα νικήσω... Μπορεί να νικήσει ο Κραμ".
"Μην υποτιμάς τον εαυτό σου Χάρι! Και καλά θα κάνεις να νικήσεις γιατί βάλαμε στοίχημα δεκαπέντε γαλερες με έναν απτό Νταρμστρανγκ! Και φαινόταν τρομαχτικός..." μονολόγησε ο Φρεντ.
"Θα βάλω τα δυνατά μου", είπε ο Χάρι. Οι δίδυμοι έφυγαν από το εντευκτηριο με μικρά χοροπηδητά. Όταν μείναμε μόνοι μας πάλι ο Χάρι δε τολμούσε να με αντικρίσει στα μάτια. "Συγγνώμη", ψέλλισε. "Απλά είμαι πολύ αναστατωμένος, δεν ήξερα τι έκανα".
"Δε πειράζει. Σε καταλαβαίνω..." Προσπαθούσα να μαζέψω το θάρρος να του πω την αλήθεια για τον πατέρα. Έσφιξα τα χέρια μου και "Ο πατέρας μου είναι ο Γκρίντελβαλντ!" Είπα με μια ανάσα.
"Ορίστε;" ας μη τα ξαναλέω, είχε πάθει κι αυτός εγκεφαλικό. "Πως είναι δυνατόν;"
"Δε γνωρίζω, τόσα χρόνια νόμιζα πως οι γονείς μου ήταν άλλοι... Το θέμα είναι ότι δε θέλω να τον έχω για πατέρα, θα με βάλει σε κίνδυνο. Κι αν δε θες να είμαστε πλέον φίλοι το καταλαβαίνω απόλυτα-"
"Όχι, δεν πειράζει, δεν επέλεξες να είναι αυτός ο πατέρας σου. Δε θα μας έκανες ποτέ κακό", έκανε μία παύση, "σωστά;"
"Ναι, σωστά. Ευχαριστώ που με καταλαβαίνεις Χάρι. Αλλά τώρα είναι η ώρα να το πω στην Ερμιόνη και στον Ρον..."
"Θα τους μιλήσω κι εγώ αν θες. Θα καταλάβουν".
"Ευχαριστώ Χάρι", τον πήρα μία σφιχτή αγκαλιά και του έδωσα ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο.
Σηκώθηκα όρθια για να φύγω. Μπορούσα να δω τα μάγουλα του να κοκκινίζουν απίστευτα πολύ, ενώ άγγιζε με το χέρι του το σημείο όπου τον φίλησα.
"Καληνύχτα Χάρι..."
"Καληνύχτα".
Κατέβηκα στα υπόγεια... Τσέκαρα όλους τους διαδρόμους και μπήκα στο εντευκτηριο του Σλίθεριν. Για καλή μου τύχη μόνο η Πανσυ και η Αστορια ήταν εκεί.
"Αχχχ, να το αγγελούδι μας!" Φώναξε η Πανσυ.
Πήγα και χυθηκα πάνω στον απέναντι καναπέ, "Γεια..." είπα βαριεστημενα.
"Τι κάνει η πριγκιπισσούλα; Παρατηρήσαμε πως έλειπες για λίγες μέρες, μαζί και ο Ματτέοοο..." ψιθύρισε πονηρά η Αστορια.
"Ναι, ήθελα να καθαρίσω το μυαλό μου για λίγο, αλλά δεν ήμουν με τον Ματτέο, είχε δουλειές".
"Οοοοο θεέ μου, μόλις θυμήθηκα ότι έχω τρία μπουκάλια βότκα κάτω από το κρεβάτι μου! Ποια γουστάρει; Μμ;" είπε ενθουσιασμενη η Πανσυ.
Σήκωσα εξουθενωμενη το χέρι μου και η Πανσυ σηκώθηκε κι άρχισε να χοροπηδάει. "Ιιιιιι! Πάμε!" φώναξε. Τραβήξαμε την Αστορια απτά χέρια ενώ εκείνη γελούσε δυνατά και πήγαμε μέσα στο δωμάτιο τους.
Η Αστορια κλείδωσε την πόρτα ενώ η Πανσυ είχε σκύψει κάτω από το κρεβάτι. Εγώ είχα κάτσει πάνω στο κρεβάτι χαμογελαστή. "Βρήκες τα μπουκάλια;" είπα στην Πανσυ.
"Ναι, αλλά δε τα φτάνω ρε μαλακα. Αστορια εσύ που είσαι πιο ψηλή, για σκύψε να τα πιάσεις".
"Καλά..." μούγκρισε. "Έλεος ρε Πανσυ, τι δεν έφτανες;"
"Μια χαρά έφτανα, απλά ήθελα να σε δω να σκύβεις..." είπε πονηρά η Πανσυ και κατευθείαν σκάσαμε στα γέλια με την έκφραση της Αστορια.
"Αγγελάκι εσύ πρώτη", η Πανσυ μου έδωσε το ένα μπουκάλι βότκα.
Ήπια λίγο και "Οπααα, μ'αρέσει!"
"Χαχαχαχ, καλώς ήρθες στο κλαμπ!"
Μισή ώρα μετά είχαμε πιει και τα τρία μπουκάλια.
"Μαλακα Πανσυ, χικ!" είπα "Είσαι πανέμορφη, σαγαπω Πανσυ!" Την έπιασα απτά μάγουλα και της έσκασα ένα φιλί στα χείλη.
"Και γω εσένα αγγελάκι! Είσαι τόσο κούκλα που ανάβω", φώναξε κι έσκασε στα γέλια.
"Κορίτσια, ε κορίτσια! Χικ! Ο Ματτέο είναι δω!" χαχάνισε η Αστορια.
Γύρισα χαμογελαστή να αντικρίσω τον Ματτέο, ο οποίος είχε γίνει κόκκινος απτά νεύρα. "Αχ, πρίγκιπα μου!" Σηκώθηκα και τύλιξα τα χέρια μου γύρω απτό λαιμό του. "Είσαι τοοοοσο κούκλος! Χικ! Αχ τώρα θυμήθηκα, θες να σου δείξω ένα κόλπο;"
"Ελ, παμε να φύγουμε" γρύλισε.
"Ιιιι, όχι ακόμα. Πρώτα δες το μαγικό μου! Κοίτα, κοίτα! Είμαι αόρατη!" Είπα κι έκλεισα τα μάτια μου. "Και....μπου! Τώρα δεν είμαι!" τα άνοιξα πάλι κι εκείνος με τράβηξε απτόν καρπό.
"Au revoir κορίτσιααα!" Φώναξα.
"Ελεονόρα, κάνε ησυχία. Αν σε ακούσουν θα μας δουν", ψιθύρισε εκνευρισμενος.
"Και!;" φώναξα για μία ακόμη φορά. "Αν με αγαπάς γιατί πρέπει να το κρατήσουμε μυστικό; Εγώ σε αγαπάω εσύ δε με αγαπάς;" Γκρίνιαξα.
"Το ξέρεις πως σε αγαπώ, αλλά αυτή τη στιγμή πρέπει να ηρεμήσεις..."
"Καλααα, είσαι ξερόλας".
Με σήκωσε στην αγκαλιά του, τοποθετώντας τα χέρια του κάτω από τα μπούτια μου, καθώς εγώ είχα τυλίξει τα δικά μου γύρω του.
Όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα ένιωθα τα βλέφαρά μου να βαρένουν.
Με άφησε μαλακά πάνω στο κρεβάτι του και μου έβγαλε τα παπούτσια. Ύστερα όλα θολωσαν.
【Next Morning】
Ξύπνησα με έναν αφόρητο πόνο στο κεφάλι. Όλα γύρω μου έκαναν γρήγορες στροφές. Κοίταξα το ρολόι μου. Εννιά και μισή. "Τέλεια..." δυσανασχετησα.
Ο Ματτεο κοιμόταν δίπλα μου και τον σκουντηξα με δύναμη για να ξυπνήσει. "Ε, Ματτέο, ξύπνα. Ε! Ψιτ! Ξύπνα σου λέω!"
"Νιώθεις καλύτερα πριγκίπισσα;" μουρμούρισε με τα μάτια κλειστά.
"Τι στα γένια του Μέρλιν έγινε; Δε θυμάμαι τίποτα!" είπα έτοιμη να κλάψω από τον τρομερό πονοκέφαλο.
"Μέθυσες μαζί με την Πανσυ και την Αστορια... άδειασες ένα μπουκάλι βότκα..."
"Ωχ Μέρλιν, πρέπει να φύγω!"
"Που θα πας;
"Υποσχέθηκα στον Σεντρικ ότι θα βρισκόμασταν ώρα δέκα..." σηκώθηκα απτό κρεβάτι και παρατήρησα ότι φορούσα μία άσπρη μπλούζα του. Μου έφτανε μέχρι λίγο πιο πάνω απτά γόνατα.
Έπιασα το κεφάλι μου πάλι κι αυτή τη φορά έτρεξα στο μπάνιο. Άρχισα να βγάζω τον Μερλιν από μέσα μου.
Μπορούσα παρόλα αυτά να ακούσω τον Ματτέο να ξεφυσάει και να έρχεται στο μπάνιο. Γονάτισε δίπλα μου και κράτησε τα μαλλιά μου προς τα πίσω. "Άλλη φορά να σκέφτεσαι το πως θα είσαι το επόμενο πρωί όταν πίνεις".
"Θα το θυμάμαι αυτό... Φέρε λίγο χαρτί" ψέλλισα. Ένιωθα να καίω ολόκληρη. Είχα λουστεί με κρύο ιδρώτα ενώ τα χέρια μου έτρεμαν σαν τρελά. Ακούμπησα την πλάτη μου στα πλακάκια του μπάνιου κι έκλεισα τα μάτια μου προσπαθώντας να ηρεμήσω.
Ο Ματτεο μου έφερε χαρτί υγείας για να σκουπίσω το στόμα μου, κι ένα μπουκάλι νερό. "Φχαριστω" είπα.
Έκατσε μπροστά μου κι άρχισε να σκουπίζει τον ιδρώτα κάτω από τα μάτια μου, "Καλό θα ήταν να κάτσεις εδώ".
"Πρέπει να πάω, του το υποσχέθηκα-"
"Είπα πρέπει να κάτσεις εδώ. Δεν θα φύγεις από αυτό το δωμάτιο αν δεν αναρρώσεις".
"Μάλιστα κύριε", είπα ειρωνικά.
Με σήκωσε και με άφησε μέσα στη μπανιέρα τόσο εύκολα λες και ήμουν αντικείμενο. "Γιατί με έβαλες στη μπανιέρα", απόρησα καθώς δεν άντεχα να σταθώ άλλο όρθια.
"Θα σε κάνω μπάνιο".
"Ορίστε; Όχι, όχι, θα κάνω μόνη μου. Δε με βλέπεις; Να, κοίτα", είπα κι άνοιξα τη βρύση του ντους, "κάνω μπανάκι, τι ωραία".
"Ελεονόρα δεν υπάρχει κάτι πάνω σου που να μην έχω δει, εκτός από ένα σημείο..."
"Δηλαδη λες ότι...", τα χέρια μου πήγαν κατευθείαν στο στήθος μου. Και τότε συνειδητοποίησα ότι δε φορούσα σουτιέν. "Δε με ενδιαφέρει", δήλωσα, "Ξέρω πως να κάνω τώρα μπάνιο", τράβηξα την κουρτίνα κι έγειρα το μοχλό της βρύσης στο χλιαρό.
Έβγαλα τη μπλούζα του και το εσώρουχο μου και τα πέταξα στο πάτωμα, έξω από το ντους.
Αρκετή ώρα αργότερα, όταν πλέον είχα τελειώσει, έβγαλα το κεφάλι μου έξω από την κουρτίνα για να δω που είχε πετσέτες. "ΜΑΤΤΕΟ! ΠΕΤΣΈΤΑ!"
Ήρθε μέσα στο μπάνιο με μια πετσέτα σώματος και μία μαλλιών στα χέρια του. Μου τις έδωσε και βγήκε απτό μπάνιο, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Το μπάνιο εντωμεταξύ, είχε γίνει σάουνα.
Αφότου τυλίχθηκα με την πετσέτα και στράγγιξα τα μαλλιά μου, πήγα και ξάπλωσα πάνω στο κρεβάτι του εξουθενωμενη.
"Χαλάρωσες;"
"Ναι, λίγο, αλλά ακόμη νιώθω πως θα κάνω εμετό-"
Πριν καν το καταλάβουμε ο Ντρακο ειχε ανοίξει την πόρτα και είχε μπουκάρει μες στο δωμάτιο "ΜΑΤΤΕΟ Ο ΘΙΟΝΤΟΡ ΈΚΑΝΕ- Ω γαμώτο... Συ-συγγνωμη", βγήκε έξω απτό δωμάτιο κοπανοντας την πόρτα ενώ εγώ κι ο Ματτέο είχαμε μείνει κόκαλο.
"Εμ, ξέρει για εμάς..."
"Μα, πως;"
"Τα έχει με την Ερμιόνη, επίσης ξέρει και για τον Γκρίντελβαλντ. Είχε έρθει στο σπίτι μαζί με τους γονείς του..."
"Τέλεια γαμώτο", δυσανασχετησε και κλείδωσε την πόρτα.
☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆
Αι μπελιβ αι κεν φλαιιιι, αι μπελιβ αι κεν τατσ δε σκαιιι🎵
Αλοχα βουτυρομπυρακια μου<33
Τι κάνετε; Πως πάει το καλοκαιρακι;;;
Εγω που είμαι Κύπρο εχω λιώσει..
Btw χίλια συγγνώμη για τυχόν ορθογραφικά!
Τι εχετε να πειτε για αυτο που συνέβει μεταξύ Χαρι και Ελ;; Γιατι προβλέπω μελλον για αυτους τους δυο😏
Επισης ελεγα να μπει κι ο Ματτέο μεσα στη μπανιερα αλλα ιτς του σουν φορ δατ:(
Ενιγουειζζ, ελπίζω να απολαύσατε το κεφαλαιακι αυτο και να τρωγατε ποπ κορν ταυτόχρονα
MWAH MWAH MWAH
Byeee❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro