The Last Day
𝐄𝐧𝐣𝐨𝐲 𝐰𝐢𝐭𝐡 𝐒𝐞𝐫𝐢𝐟 𝐟𝐨𝐧𝐭
❈❈❈
Όσο οι μαθητές του Χογκουαρτς έβαφαν τα πρόσωπα τους είτε με κόκκινο, είτε με κίτρινο χρώμα για τον τελευταίο άθλο, εγώ τριγυρνουσα στους διαδρόμους του κάστρου. Η Εσμεραλντα είχε πει πως έπρεπε να βρω έναν πίνακα που απεικόνιζε ένα μακρύ καταπράσινο χωράφι με μία καταιγίδα να το πλησιάζει. Προς το παρόν δεν είχα βρει τίποτα... Έλεγε πως πίσω από τον πίνακα βρισκόταν ένα μωβ φτερό, το οποίο ήταν το τελευταίο συστατικό για το φίλτρο της ενεργοποίησης του δαχτυλιδιού.
Κρατούσα σφιχτά στα χέρια μου έναν χάρτη του κάστρου, και προσπαθούσα να καταλάβω που ακριβώς βρισκόμουν. Οι διάδρομοι ήταν άδειοι σε αυτή τη μεριά του κάστρου, όπως και τα παράθυρα ήταν ελάχιστα, κάνοντας τους διαδρόμους πιο σκοτεινούς... Ξεφύσηξα και διπλωσα τον χάρτη. Έβγαλα το ραβδί μου και είπα το ξόρκι "Lumos" ώστε να βλέπω καλύτερα.
Στο τέλος, βρέθηκα σε αδιέξοδο. Μπροστά μου υπήρχε ένας πελωριος τοίχος με έναν μόνο πίνακα κρεμασμένο πάνω του. Τον πίνακα με το καταπράσινο λιβάδι... Ένα μικρό χαμόγελο χαράχθηκε στο πρόσωπο μου καθώς πλησίαζα τον πίνακα. Τον μετακίνησα με το ραβδί μου, φανερώνοντας μία μικρή πύλη. Έμοιαζε με μικρό τούνελ στη μέση του τοίχου.
Χρησιμοποίησα το ξόρκι ύψωσης στον εαυτό μου κι μπήκα μέσα στο μικρό τούνελ. Έπρεπε να μπουσουλήσω για να προχωρήσω βαθύτερα... Όσο πιο βαθιά πήγαινα, τόσο πιο σκοτεινό γινόταν το τούνελ, σε σημείο που να μην μπορούσα να δω. Προσπάθησα να κάνω το ξόρκι Lumos αλλά το ραβδί μου δε δούλευε. "Έλα τώρα..." Άρχισα να το κουνάω πάνω κάτω καθώς συνέχιζα να κινούμαι προς τα μπροστά. Ήταν λες και το τούνελ είχε μία ιδιότητα, όπου απενεργοποιούσε κάθε είδος μαγείας.
"Γαμώτ‐ ΑΑΑΑ!!" Ξαφνικά έπεσα μέσα σε μία τρύπα. Σε λιγότερο από κάτι δευτερόλεπτα το σώμα μου βρέθηκε σε σύγκρουση με το χώμα. Άνοιξα αργά τα μάτια μου ενώ έτριβα μαλακά την μέση μου. Πλέον βρισκόμουν σε έναν μικρό χώρο, όπου στο ταβάνι βρισκόταν μία μικρή λάμψη που φώτιζε ένα μικρό δεντράκι. Το πιο παράξενο δεν ήταν ότι η τρύπα από την οποία έπεσα εξαφανίστηκε, ούτε τ'οτι σίγουρα κανείς δεν ήξερε πως υπήρχε αυτό το μέρος στο Χογκουαρτς, αλλά τ'οτι από αυτό το δεντράκι είχε φυτρώσει ένα μωβ πούπουλο.
Χαμογέλασα ανακουφισμενη που πλέον είχα βρει το τελευταίο συστατικό κι έτρεξα προς το δεντράκι. Έκοψα το φτερό από το δέντρο και το κράτησα μπροστά από το πρόσωπο μου, καθώς το επεξεργαζόμουν. Ξαφνικά το έδαφος άρχισε να σείεται, και ρίζες πεταχτηκαν από αυτό. Παρατήρησα πως ο τοίχος γύρω γύρω είχε πλέον ρωγμές, ενώ οι ρίζες δέντρου τυλίχθηκαν γύρω από τους καρπούς των ποδιών μου κάνοντας με να πέσω κάτω. Το πρόσωπο μου βρέθηκε για μία ακόμη φορά αντιμέτωπο με το έδαφος.
Μία τρύπα άνοιξε στο σημείο όπου βρισκόταν το δεντράκι και οι ρίζες άρχισαν να με τραβάνε προς την τρύπα. Έχωσα τα δάχτυλα τον χεριών μου βαθιά μέσα στο χώμα ενώ φώναζα ζητώντας για βοήθεια... Έβγαλα το ραβδί μου και δοκίμασα να βάλω φωτιά στις ρίζες αλλά δε δούλευε. Τότε θυμήθηκα τα λόγια της Εσμεράλντας... Τέντωσα το χέρι μου προς τις ρίζες κι άφησα τον πόνο και την οργή να περάσει μέσα από τις φλέβες του χεριού μου και να βγει προς τα έξω. Μία μωβ λάμψη πετάχτηκε ανάμεσα από τα δάχτυλα μου κι έπεσε με δύναμη πάνω στις ρίζες του δέντρου.
Οι μαγικές ρίζες άφησαν αργά τα πόδια μου κι έπεσαν μέσα στην τρύπα, αλλά ο χώρος δεν έπαυσε να σειεται και οι ρωγμές στους τοίχους να μεγαλώνουν. Καθώς το πέτρινο ταβάνι άρχισε να πέφτει, μία πέτρινη πορτούλα βγήκε μέσα από τον χωματενιο τοίχο. Έτρεξα κατευθείαν στην μικρή πόρτα και μπήκα μέσα λίγο πριν το ταβάνι με πλακώσει.
Η πόρτα πίσω μου έκλεισε, κι έτσι βρισκόμουν πάλι σε ένα σκοτεινό τούνελ. Ξεκίνησα να μπουσουλαω, κι αυτή τη φορά πήγαινα πιο αργά για να μην πέσω ξανά σε κάποια τρύπα. Λίγα λεπτά αργότερα είδα μία μικρή λάμψη να έρχεται από την άλλη άκρη του τούνελ. Χαμογέλασα, μιας κι επιτέλους είχα βρει την έξοδο, και συνέχισα να προχωρώ.
Μόλις έφτασα στην άκρη του τούνελ παρατήρησα ότι βρισκόμουν πίσω από ένα χαμηλό ράφι με βιβλία, στο απαγορευμένο τμήμα της βιβλιοθήκης. Έσπρωξα τα βιβλία με δύναμη και βγήκα αργά από το τούνελ... Ευτυχώς που η βιβλιοθήκη ήταν άδεια, αλλιώς θα έπαιρνα χίλια τα εκατό αποβολή. Ίσως επειδή η ώρα της έναρξης του τρίτου αθλου πλησίαζε.
Έδιωξα το χώμα από τα ρούχα μου και χτένισα βιαστικά τα μαλλιά μου με τα δάχτυλα μου καθώς έβγαινα από τη βιβλιοθήκη. Σχεδόν έτρεχα για να προλάβω να χαιρετήσω τον Χάρι και τον Σεντρικ -ειδικά τον Σεντρικ- πριν να ξεκινήσει ο άθλος. Ένιωσα μία σταγόνα ιδρώτα να κατεβαίνει από το σβέρκο μου και να διασχίζει ολόκληρη τη σπονδυλική μου στήλη.
Ύστερα από έξι ολόκληρα λεπτά τρεξίματος μέσα στο Χογκουαρτς κι άλλα τέσσερα από την ξύλινη γέφυρα μέχρι το γήπεδο του Κουίντιτς, έφτασα επιτέλους εκεί όπου θα άρχιζε ο άθλος. Μόλις αντίκρισα την Ερμιόνη έτρεξα προς το μέρος της και κάθισα δίπλα της.
"Ερμιόνη... Ο αγώνας... άρχισε;" μπορούσα να νιώσω την καρδιά μου να ανεβαίνει και να κατεβαίνει απτό λαιμό.
Η Ερμιόνη με κοίταξε με ένα ερωτηματικό στο βλέμμα. "Όχι, σε ένα λεπτό θα ξεκινήσουν... Έτρεχες;"
"Ναι, λιγάκι, κάνω γυμναστική", της χαμογέλασα με όλα μου τα δόντια, γύρισα το κεφάλι μου προς τα μπροστά και περίμενα τους αγωνιζόμενους να βγουν.
Τότε είδα τον Σεντρικ, τον Κραμ, και τους υπόλοιπους διαγωνιζόμενους να έρχονται χαμογελαστοί στο γήπεδο του Κουίντιτς. Σήκωσα το χέρι μου και χαιρέτησα τον Σεντρικ με ένα χαμόγελο στα χείλη, κι εκείνος με χαιρέτησε πίσω.
Αφού ο καθηγητής Νταμπλντορ έβγαλε έναν σύντομο λόγο, ο άθλος ξεκίνησε κι όλοι οι διαγωνιζομενοι έτρεξαν μέσα στον λαβύρινθο... πέρα από τον Χάρι. Ο Χάρι είχε μείνει σαν άγαλμα, ώσπου ο καθηγητής Μουντι τον έσπρωξε με δύναμη στην πλάτη κι ο Χάρι έπεσε μέσα στον λαβύρινθο. Το τελευταίο πράγμα που είδα πριν να κλείσει ο λαβύρινθος από πίσω του ήταν τα ατημέλητα μαλλιά του.
Πήρα μία βαθιά ανάσα κι έκατσα κάτω στη θέση μου... Τέρμα δεξιά στις κερκίδες καθόταν ο Ματτέο μαζί με τον Θιοντορ. Τον είδα να κρύβει το ραβδί του πίσω από την πλάτη του και να φεύγει βιαστικά. Λίγο πιο δίπλα καθόταν ο Ντρακο, ο οποίος μας είχε καρφώσει με ένα ανήσυχο βλέμμα. Φαινόταν ότι κάτι τον ανησυχούσε.
Μισή ώρα είχε περάσει, και η αγωνία όλων μας είχε ανέβει στα ύψη. Δεν ακουγόταν τίποτα μέσα από τον λαβύρινθο... Παρά μόνο ένα αεράκι που μετακινούταν πέρα δώθε.
Γύρισα το βλέμμα μου πάλι προς τη μεριά του Ντρακο. Κουνούσε νευρικά το πόδι του δίχως σταματημό. Τα χέρια μου άρχισαν να ιδρώνουν. Πήρα μία βαθιά ανάσα καθώς προσπαθούσα να αποτρεψω τον εαυτό μου από αυτό το αίσθημα πνιγμού στο λαιμό.
"Ελεονόρα, όλα καλά;" είπε ψιθυριστά η Ερμιόνη και έσκυψε ελάχιστα προς το μέρος μου.
Την κοίταξα στα μάτια με ένα αχνό χαμόγελο, "Ναι". Όχι. Η πραγματική απάντηση ήταν όχι. Ένιωθα λες και κάποιος εσφιγγε το λαιμό μου με ένα σχοινί... Τη σάρκα μου από μέσα μα ρουφιεται προς τα κάτω... Κρύος ιδρώτας να με λούζει ολόκληρη και τα χέρια μου να τρέμουν. Το χειρότερο ήταν τ'οτι δεν ήξερα γιατί ένιωθα έτσι. Δεν ήξερα τον λόγο.
Αλλά δεκαπέντε λεπτά πέρασαν... Ο Φρεντ κι ο Τζορτζ είχαν φέρει ζαχαρωτά. Φυσικά, ως μικρή τους ξαδέρφη, μου έδωσαν να διαλέξω πρώτη ότι ζαχαρωτά ήθελα. Ύστερα έδωσαν στον Ρον, στη Τζιννη, και στην Ερμιόνη. Είχα διαλέξει τα ροζ σκουληκάκια με την έξτρα ζάχαρη και τους μπλε βατραχους. Προσπάθησα να χαλαρώσω, να επικεντρωθώ στις αναπνοές μου και να επαναφέρω τους χτύπους της καρδιάς μου στο φυσιολογικό... αλλά ήταν αδύνατο.
Η Φλερ Ντελακουρ κι ο Βίκτωρ Κραμ στέκονταν πλέον κοντά στις κερκίδες. Είχαν και οι δυο λερωθεί με χώματα, ενώ τα ξανθά μαλλιά της Φλερ ήταν μπερδεμένα. Τουλάχιστον ο Βίκτωρ δεν είχε τέτοια προβλήματα μιας και το κεφάλι του ήταν ξυρισμένο... Μερικές γρατζουνιές διακρινονταν στην κορυφή του κεφαλιού του, κι αναρωτήθηκα πως τις απέκτησε. Ίσως έπεσε πάνω του ένα αντικείμενο, ή μπορεί να του τις έκανε ένα μαγικό πλάσμα...
Ξαφνικά ο λαβύρινθος άνοιξε κι από μέσα πετάχτηκε ο Χάρι με τον Σεντρικ. Το μόνο πράγμα που πρόλαβα να δω πριν πεταχτούν μπροστά μου κεφάλια μαθητών ήταν τον Χάρι να πέφτει στο έδαφος με αγκαλιά τον Σεντρικ. Μου φάνηκε παράξενο, αλλά δεν έδωσα σημασία. Χαμογέλασα και προσπάθησα να περπατήσω μέσα από το πλήθος των μαθητών για να τους αγκαλιάσω. Η μπάντα άρχισε να παίζει χαρωπά, αλλά η κραυγή της Φλερ τα διέκοψε όλα. Το γήπεδο του Κουίντιτς βυθίστηκε στη σιωπή. Όταν επιτέλους βγήκα από το πλήθος των μαθητών κι έφτασα λίγα βήματα πιο πέρα από τον Σεντρικ και τον Χάρι το χαμόγελο μου εξαφανίστηκε.
Ο Χάρι στεκόταν γονατησμενος πάνω από το νεκρό σώμα του Σεντρικ.
Ένιωσα τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μου. Την ακοή μου να μειώνεται, την όραση μου να θολώνει... Δεν μπορούσα να αναπνεύσω.
"Γύρισε! Ο Βολντεμορτ, γύρισε! Προσπάθησα να τον σώσω... να, να τον σταματήσω...!" Ο Χάρι δε μπορούσε να μιλήσει καθαρά λόγω του πανικού του. Ο Νταμπλντορ έσπευσε δίπλα από τον Χάρι κι άρχισε να τον παρακαλά να αφήσει το σώμα του Σεντρικ. "Έλα, Χάρι. Άφησε τον. Πρέπει να σηκωθείς".
Ο Χάρι κρατούσε ακόμη σφιχτά την κίτρινη μπλούζα του Σεντρικ. "Δε... Δε μπόρεσα να τον σώσω! Συγγνώμη...!" Έλεγε ο Χάρι μέσα στους λυγμούς.
"Σήκω πάνω Χάρι! Άσε τον Ντιγκορι και σήκω! Δε φταις εσύ αγόρι μου..." προσπάθησε να τον καθησυχάσει ο καθηγητής Νταμπλντορ.
Ο καθηγητής Μουντι τέντωσε το χέρι του και γραπωσε τον Χάρι απτόν ώμο. Τον έσφιξε γερά καθώς τον κρατούσε μακριά από το πτώμα του Σεντρικ.
Έπεσα στα γόνατα δίπλα από το νεκρό σώμα του Σεντρικ. Τα μάτια μου είχαν γεμίσει με αμέτρητα δάκρυα που άρχισαν να χυνονται πάνω στα μάγουλα μου. Με τρεμαμενα χέρια, άγγιξα απαλά το πρόσωπο του Σεντρικ, λες κι αν το έπιανα πιο σφιχτά θα έσπαγε. "Όχι... Όχι...!" Κούνησα ελαφρώς το πρόσωπο του, αλλά τίποτα. Είχε μία παγωμένη έκφραση... Ένα κενό βλέμμα που κοιτούσε τον ουρανό. "Σεντρικ, μου... Μου υποσχέθηκες..." Τα χείλη μου έτρεμαν στην προσπάθεια μου να του μιλήσω. Αλλά δεν είχε νόημα, μιας και δεν μπορούσε να με ακούσει.
Μου υποσχέθηκες ότι θα ήμασταν φίλοι για πάντα.
Σκούπισα μαλακά το χώμα και τον ιδρώτα από τα μάγουλα του, και με το άλλο μου χέρι χάιδεψα τα μαλλιά του. Ένιωθα ολόκληρο το σώμα μου να πονάει. Προσπαθούσα να κρατήσω τα δάκρυα μου, καθώς το πνίξιμο στο λαιμό γινόταν πιο έντονο ανά δευτερόλεπτο. Τελικά ενέδωσα στον πόνο κι άφησα τα δάκρυα να χυθούν από τα μάτια μου. Βούτηξα τα δάχτυλα μέσα στα μαλλιά μου κι άρχισα να τα τραβάω... Γιατί; Γιατί αυτός; Ο μόνος που ήξερε όλη την αλήθεια κι όλη μου την ιστορία...
Ο πατέρας του Σεντρικ έτρεξε δίπλα στον άψυχο γιο του. Τον έσφιξε στην αγκαλιά του καθώς κραυγές πόνου και θλίψης έβγαιναν απτό στόμα του. Μπορούσα να νιώσω πόσο έντονος ήταν ο πόνος του μόνο που τον έβλεπα. Ήταν λες και η καρδιά μου γινόταν πιο βαριά... Λες κι ένα κομμάτι μου είχε πεθάνει μαζί του.
Ο καθηγητής Μουντι απομάκρυνε τον Χάρι από το γήπεδο του Κουίντιτς, όσο ο Νταμπλντορ φώναζε στους μαθητές να επιστρέψουν στους κοιτωνες τους. Η Τσο, το κορίτσι του Σεντρικ, είχε κρύψει το πρόσωπο της μέσα στα χέρια της... Προσπαθούσε κι εκείνη να κρατήσει τα δάκρυα της. Άλλο ένα βάρος...
Το γήπεδο του Κουίντιτς είχε βυθιστεί στη σιωπή. Ο ουρανός είχε μαζέψει σύννεφα, και σταγόνες βροχής άρχισαν να πέφτουν απαλά πάνω στο έδαφος, και πάνω στο παγωμένο πρόσωπο του Σεντρικ. Η βροχή ξεπλενε το χώμα από τα μάγουλα του, και κάθε σταγόνα που έπεφτε πάνω του ήταν ένα ακόμη μαχαίρωμα στην καρδιά.
Η καθηγήτρια ΜακΓκοναγκαλ άγγιξε απαλά τον ώμο μου, "Έλα καλή μου..." ψιθύρισε.
Ρούφηξα τη μύτη μου και σηκώθηκα αργά από το έδαφος πριν κοιτάξω τον Σεντρικ για μία τελευταία φορά. Το σώμα του ήταν ακίνητο, νεκρό. Η κενή έκφραση του προσώπου του έσπαγε την καρδιά μου σε χίλια κομμάτια. Τον ήξερα μόνο για κάτι μήνες, κι ένιωθα πως τον γνώριζα για χρόνια... Ήταν εκεί οπότε τον χρειαζόμουν και έφυγε... έτσι απλά. Έφυγε χωρίς να προλάβω να του πω πόσο σημαντικός ηταν για εμένα. Αναμνήσεις πηδούσαν μέσα στο μυαλό μου, και ξαφνικά άρχισαν να θολώνουν.
"Έλα..." ψιθύρισε η καθηγήτρια ΜακΓκοναγκαλ και με τράβηξε απαλά από το χέρι μακριά από το πτώμα. "Πήγαινε στο δωμάτιο σου. Εντάξει δεσποινίς Κινγκ; Ξέρω πως νιώθετε τώρα αλλά πρέπει όλοι να παραμείνουμε ψύχραιμοι".
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου κι έφυγα από το γήπεδο του Κουίντιτς χωρίς να πω λέξη. Ο Χαγκριντ μαζί με την καθηγήτρια ΜακΓκοναγκαλ προσπαθούσαν να διώξουν όσους περισσότερους μαθητές μπορούσαν από το γήπεδο.
Ήξερα πως δεν τον είχα σκοτώσει εγώ, αλλά ένιωθα ενοχές. Ένιωθα πως έφταιγα που ήταν πλέον νεκρός πάνω στο γρασίδι.
Με σκυφτό κεφάλι και πόδια να σέρνονται στο πάτωμα, έφτασα επιτέλους στον πύργο. Ήθελα να ουρλιάξω από τον πόνο αλλά δεν είχα ενέργεια. Ήταν λες και κάποιος είχε ρουφήξει όλη την χαρά που είχα μέσα μου με ένα καλαμάκι. Ένιωθα άδεια, ένα μεγάλο κενό στη μέση του στήθους μου.
Είπα τον κωδικό και μπήκα μέσα στον πύργο. Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά, κι ο δυνατός αέρας μαζί με τις σταγόνες βροχής έτρεχαν μέσα στον πύργο με φόρα. Φυσικά δεν έλειπαν οι κεραυνοί, που σε κάθε άκουσμα τους τιναζομουν ολόκληρη. Τα ρούχα μου είχαν γίνει μούσκεμα, όπως και τα μαλλιά μου. Αν τα εστυβα θα γέμιζα τουλάχιστον έναν κουβά.
Πλησίασα τον καθρέπτη, αντικρίζοντας την Εσμεραλντα να με κοίτα χαμογελαστή. "Βρε, βρε, βρε... Ήρθες τελικά. Γιατί τέτοια μούτρα;"
Παρέμεινα σιωπηλή κι έβγαζα το μωβ πούπουλο μέσα από την τσέπη μου. Ήταν ελαφρώς βρεγμένο.
"Ώστε τι βρήκες τελικά... Μπράβο σου", είπε με έναν πιο σοβαρό τόνο στη φωνή. "Τώρα βάλε το μέσα στη χύτρα κι άρχισε να ανακατεύεις. Μόλις το υγρό γίνει γκρι, χύσε δύο σταγόνες στο δαχτυλίδι..." Το βλέμμα της ήταν σκοτεινό.
Στη συνέχεια, έκανα ό,τι μου είπε. Έριξα το τελευταίο υλικό μέσα στη χύτρα η οποία βρισκόταν πάνω στο γραφείο μου, κι άρχισα να ανακατεύω. Σύντομα το φίλτρο πήρε ένα γκρι χρώμα.
Συνέχισα τη διαδικασία κι έριξα ακριβώς δύο σταγόνες πάνω στην πέτρα του δαχτυλιδιού... Αμέσως το δαχτυλίδι πήρε ένα πιο έντονο χρυσό χρώμα απ'οτι είχε πριν. Το φόρεσα στον δείκτη του δεξιού μου χεριού κι ύστερα σήκωσα το βλέμμα μου προς την Εσμεραλντα.
"Τώρα, πλησίασε..." είπε ήρεμα. Μπορούσα να δω από την έκφραση του προσώπου της πόσο πολύ ανυπομονουσε. Σήκωσα αργά το χέρι μου, πήρα μία βαθιά ανάσα κι έκλεισα τα μάτια. Ένιωσα το χέρι της να με γραπωνει και να με τραβάει μέσα στον καθρέφτη. Έπειτα μία μικρή αίσθηση γαργαλιτού αγκάλιασε το σώμα μου. Μόλις άνοιξα τα μάτια παρατήρησα ότι βρισκόμουν μέσα στον καθρέφτη, κι εκείνη έξω.
Κοιτούσε τα χέρια της με ένα ικανοποιημένο χαμόγελο στα χείλη. Μαύρος καπνός χύθηκε από τα δάχτυλα της... Η πύλη του πύργου άνοιξε αργά κι όταν η Εσμεραλντα το άκουσε, έτρεξε να κρυφτεί μέσα στο μπάνιο.
Μέσα στον πύργο μπήκε ο Ματτεο λαχανιασμενος, βρεγμένος από πάνω μέχρι κάτω. Μερικές μπούκλες του είχαν κολλήσει πάνω στο κούτελο του, ενώ κοιτούσε γύρω του πανικοβλητος, σα να έψαχνε κάτι. "Ελεονόρα;" Αναφώνησε. "Ελεονόρα;!" Φώναξε ξανά.
Άγγιξα τα χέρια μου πάνω στον καθρέφτη για να βγω, για να τον αγκαλιάσω και να του πω ότι ο Σεντρικ πέθανε, αλλά δε μπόρεσα. Είχα παγιδευτεί μέσα στον καθρέφτη. Άρχισα να χτυπάω τα χέρια μου πάνω στο γυαλί ενώ η καρδιά μου επιτάχυνε τους χτύπους της. Ο Ματτεο γύρισε το κεφάλι του προς τον καθρέπτη, και μόλις με αντίκρισε κόλλησε τα χέρια του επάνω. "Ελ; Πως μπήκες εκεί;"
Τα μάτια μου άρχισαν να γεμίζουν με δάκρυα ενώ συνέχιζα να χτυπάω τον καθρέπτη από μέσα. "Νόμιζα πως θα μπορούσα να βγω..."
"Πριγκιπισσα, κοίτα με, ηρέμησε. Παθαίνεις κρίση πανικού, πρέπει να πάρεις βαθιές ανάσες και να μου πεις τι έγινε", είπε με έναν πιο ήρεμο τόνο, ακόμα έχοντας τα χέρια του πάνω στον καθρέπτη.
Πριν προλάβω να του πω τι είχε συμβεί, η Εσμεραλντα τον πλησίασε ήσυχα, πατώντας στις μύτες των ποδιών της, και σήκωσε το χέρι της στο οποίο κρατούσε ένα στιλέτο. Στάθηκε από πίσω του με ένα χαμόγελο στα χείλη...
"Πίσω σου!" Αυτό ήταν το μόνο πράγμα που πρόλαβα να φωνάξω πριν η Εσμεραλντα τον μαχαιρώσει στην πλάτη.
Ο Ματτεο άφησε μία δυνατή κραυγή κι έπεσε στο πάτωμα. Προσπάθησε να σηκωθεί και τότε η Εσμεραλντα τον μαχαίρωσε μία ακόμη φορά χαμηλά στην πλάτη. "Άσε τον ήσυχο!!! Σε ικετεύω...!!!" Φώναξα καθώς δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα πάνω στα μάγουλα μου. Προσπαθούσα να σπάσω τον καθρέπτη από μέσα για να βγω έξω, αλλά ήταν αδύνατο.
Μόλις ο Ματτέο γύρισε το κεφάλι του κι αντίκρισε την Εσμεραλντα τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. "Τι στον διαολο;" είπε σοκαρισμενος. "Εσύ δεν είσαι εκεί μέσα;"
"Είμαι η αδερφή της, Ριντλ", είπε η Εσμεραλντα πριν τον κλωτσήσει με το πόδι της.
Στο άκουσμα αυτής της πρότασης έμεινα κόκαλο. Είχα μείνει ακίνητη, ενώ κοιτούσα ευθεία μπροστά μου με ορθάνοιχτα τα μάτια. "Τι είπες;" Ρώτησα την Εσμεραλντα, κι εκείνη γύρισε να με κοιτάξει.
"Είμαστε δίδυμες, ηλιθια. Έκατσα μέσα σε αυτόν τον καθρέπτη για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, ελπίζοντας πως κάποια μέρα θα με έβρισκες για να βγω επιτέλους έξω", είπε με ένα σοβαρό βλέμμα. "Τώρα θα σκέφτεσαι, Μα πώς έγινε αυτό; Γιατί μπήκες εκεί μέσα; Η μητέρα μας φταίει για όλα αυτά..."
Κοιτούσα σοκαρισμένη το κενό όσο ο Ματτέο προσπαθούσε να συρθεί προς το μπαλκόνι.
"Και το καλύτερο κομμάτι απ'όλα είναι ότι θα μείνεις εκεί μέσα για πάντα..." γέλασε κι έσκυψε πάνω από τον Ματτεο. Τον γύρισε ανάποδα, το στήθος του προς το μέρος της, τα δάχτυλα της σφιχτά τυλιγμένα γύρω από τη λαβή του στιλέτου. Λίγο πριν τον καρφώσει για μία ακόμη φορά, ο Ματτέο τράβηξε με δύναμη το πόδι της και την έριξε κάτω.
Το στιλέτο γλίστρησε από το χέρι της Εσμεράλντας κι έπεσε κοντά στο γραφείο. Ύστερα ο Ματτέο την τράβηξε, κι εκείνη τον κλότσησε με δύναμη στο πρόσωπο.
Άρπαξε το μαχαίρι, και στην προσπάθεια του να τον μαχαιρώσει, ο Ματτέο την έσπρωξε έξω στο μπαλκόνι. Η Εσμεραλντα τον γραπωνε από τους καρπούς τον χεριών και προσπαθούσε να τον καρφώσει με το στιλέτο, ενώ ο Ματτέο την έσπρωχνε μακριά κι έδιωχνε τα χέρια της. Ξαφνικά το στιλέτο έφυγε από το χέρι της Εσμεράλντας κι έπεσε από το μπαλκόνι του πύργου.
Ο Ματτεο σήκωσε απότομα τα χέρια του και την κόλλησε επάνω στα πέτρινα κάγκελα του μπαλκονιου. Είδα την Εσμεραλντα να του ψιθυρίζει κάτι, κι ύστερα έπεσε από τον πύργο. Ένιωσα πόνο αλλά κι ανακούφιση ταυτόχρονα...
Ο Ματτεο έπεσε στα γόνατα, αφήνοντας τη βροχή να κυλήσει πάνω του, κι κάλυψε το πρόσωπο του με τα χέρια του. Η γαλάζια μπλούζα του είχε γίνει μούσκεμα από το αίμα κι από τη βροχή.
"Ματτεο;" άγγιξα τα χέρια μου πάνω στο τζάμι του καθρέπτη, ενώ το πρόσωπο μου είχε γίνει σχεδόν ένα με αυτό για να μπορώ να τον βλέπω. Περίμενα να μιλήσει, να πει κάτι αλλά δεν απάντησε... Απλά σκούπισε το πρόσωπο του με το μανίκι του, πλησίασε τον καθρέπτη, κι άγγιξε βαριανασαίνοντας το κούτελο του επάνω στο τζάμι.
Έκλεισε τα μάτια του. "Πως θα σε βγάλω από εκεί;" ψιθύρισε, φανερά εξουθενωμένος. "Αν σπάσω τον καθρέφτη, θα μπορέσεις να βγεις;"
"Δε γνωρίζω... Αλλά πρέπει να το ρισκάρουμε".
"Δε μπορώ να ρισκάρω τίποτα αυτή τη στιγμή. Πρέπει να μου απαντήσεις με σιγουριά... Αν σπάσω τον καθρέφτη θα βγεις;" Με κοιτούσε βαθιά μες στα μάτια, ενώ σταγόνες έπεφταν από τις μπούκλες του πάνω στο πρόσωπο του. Τα μάτια του γέμιζαν με δάκρυα...
Πήρα μερικά δευτερόλεπτα για να σκεφτώ, και παρόλο που δεν ήμουν σίγουρη, του απάντησα θετικά. Αυτή μπορεί να ήταν η τελευταία στιγμή που θα τον έβλεπα για το υπόλοιπο της ζωής μου... Αλλά έπρεπε να το ρισκάρω. "Σπάσε τον καθρέφτη... Εμπιστεύσου με". Μπορούσα να νιώσω ένα απότομο συναίσθημα θλίψης να αγκαλιάζει το σώμα μου.
-Το ξέρεις ότι αν δε δουλέψει θα μείνουμε για πάντα εδώ μέσα, έτσι;
Το ξέρω...
-Δηλαδή όντως θα το ρισκάρεις; Να μην φωνάξουμε τον Ντάμπλντορ;
Θα είναι απασχολημένος με τον Χάρι... Ο Χάρι χρειάζεται κάποιον δίπλα του τώρα... Μόλις έχασε τον φίλο του.
-Ελ, κι εσύ έχασες τον Σέντρικ. Όλοι τον έχασαν. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι δε θέλουμε βοήθεια!
Είτε εκεί έξω, είτε εδώ μέσα το ίδιο είναι...
-Όχι, δεν είναι! Εδώ είσαι μες στο σκοτάδι και κρυώνεις! Εκεί έξω έχει ήλιο, και φαί! Καλά, ίσως τώρα να μην έχει τίποτα από τα δύο, αλλά και πάλι! Εγώ δε μένω εδώ μέσα!!!
Ο Ματτέο κούνησε το κεφάλι του κι έπιασε διστακτικά τον καθρέφτη από το πλάι. Κράτησε σφιχτά τον ορθογώνιο καθρέπτη και τον έριξε με δύναμη στο πάτωμα. Ένας κρότος ακούστηκε απευθείας όταν ο καθρέπτης έπεσε στο πάτωμα, και το τζάμι ράγισε.
Δάκρυα χαράς κι ανακούφισης γέμισαν τα μάτια μου, κι άγγιξα το ραγισμένο τζάμι του καθρέπτη. Ο Ματτεο τον γύρισε ανάποδα κι έβαλε το χέρι του μέσα για να με τραβήξει προς τα πάνω.
Επιτέλους βγήκα από τον καθρέπτη και τον αγκάλιασα σφιχτά ενώ έκλαιγα. "Σσσς, ηρέμησε..." ακούμπησε το χέρι του πάνω στο κεφάλι μου ενώ το άλλο ήταν τυλιγμένο γύρω από τη μέση μου.
"Ο... Σε-εντρικ... Πέθανε" η κοφτές ανάσες μου δε μου επέτρεπαν να μιλήσω κανονικά.
Τότε με έσφιξε ακόμη πιο σφιχτά, και τα χείλη του άγγιξαν μαλακά την κορφή του κεφαλιού μου, δίνοντας μου ένα φιλί. "Ηρέμησε, όλα θα πάνε καλά..."
"Πρέπει... Πρέπει να πάμε στο ιατρείο, να σε φροντίσει η κυρία Πομφρι..." πήγα το κεφάλι μου ελαφρώς προς τα πίσω για να τον κοιτάξω στα μάτια.
"Ναι, πάμε", είπε ήρεμα.
Τον βοήθησα να περπατήσει μέχρι το ιατρείο, όπου η Μαντάμ Πομφρι έπαθε χίλια εγκεφαλικά όταν τον είδε.
"Α! Α!!" Αναφώνησε σοκαρισμένη όσο εγώ τον βοηθούσα να ξαπλώσει πάνω σε ένα κρεβάτι.
Η Μαντάμ Πομφρι έσπευσε στο ντουλάπι με τα φάρμακα και τους επιδεσμους. Ευτυχώς ήταν τόσο σοκαρισμένη και πρόθυμη να τον βοηθήσει που δεν έκανε ερωτήσεις για το πως μαχαιρωθηκε.
"Εσύ! Φέρε αυτό εκει το μπλε μπουκαλάκι!" Μου φώναξε η κυρία Πομφρι και της το έδωσα αμέσως. Σήκωσε την μπλούζα του Ματτέο από το πίσω μέρος κι άνοιξε το μπλε μπουκαλάκι. "Αυτό ίσως πονέσει", είπε η Μαντάμ Πομφρι λίγο πριν ρίξει αυτό το υγρό πάνω στις μαχαιριές του.
Ο Ματτεο έσφιξε δυνατά το μαξιλάρι του κρεβατιού καθώς προσπαθούσε να μην φωνάξει.
【Δύο Ημέρες Αργότερα】
Βρισκόμουν στο ιατρείο, κρατώντας το χέρι του Ματτέο ενώ το κεφάλι μου ήταν ξαπλωμένο πάνω στο στρώμα του κρεβατιού. Μικρά ροχαλητά έβγαιναν απτό στόμα μου καθώς κοιμόμουν, και τότε ένιωσα το χέρι του Ματτέο να κινείται. Αμέσως σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα με ορθάνοιχτα μάτια. "Όλα καλά; Θες νερό; Πονάς;"
Παρατήρησα ότι με κοιτούσε με ένα στραβό χαμόγελο, κι έτριψε το χέρι μου με τον αντίχειρα του. "Αχ, δεσποινίς Γκρίντελβαλντ, που να ξέρατε πόσο ροχαλιζατε όλοι νύχτα..." γέλασε.
"Εμένα λέτε κύριε; Εγώ δε ροχαλιζω ποτέ, μόνο κοιμάμαι...!" Του χαμογέλασα κι ύστερα πήρα μία βαθιά ανάσα. "Θες να σου φέρω κάτι να φας;"
"Όχι, ευχαριστώ..." άγγιξε το χέρι του απαλά πάνω στο μάγουλο μου. "Θα χρειαστεί να φύγεις. Όπου να 'ναι θα έρθουν οι βλακες και θα αρχίσουν να κάνουν ερωτήσεις", είπε.
"Εντάξει... Θα έρθω να σε δω αργότερα", του χαμογέλασα για μία τελευταία φορά κι έφυγα από το ιατρείο.
Πήγα στον πύργο, σε περίπτωση που έβρισκα μέσα την Εσμεραλντα. Παρόλο που την φοβόμουν ακόμη, και την μισούσα ύστερα από αυτό που έκανε στον Ματτέο, ένα κομμάτι μου ευχόταν να την συναντούσα εκεί μέσα.
Το δωμάτιο μου είχε γίνει χάλια... Βρώμικο πάτωμα με αίμα και νερό από τη προχθεσινή βροχή, σπασμένα γυαλιά σκορπισμένα παντού... Ήταν αίσχος.
Ένιωθα κάτι βαρύ στο στήθος μου, αλλά προσπάθησα να μη δώσω σημασία. Άνοιξα τη ντουλάπα μου και μία βαλίτσα, κι άρχισα να πετάω μέσα ότι ρούχα έβρισκα. Σειρά πήραν τα παπούτσια, κι ύστερα τα βιβλία τα οποία μπήκαν σε διαφορετική βαλίτσα.
Τελείωσα το πακετάρισμα, κοίταξα το δωμάτιο μου για μία τελευταία φορά, κι έφυγα. Κάτι μου έλεγε πως η Εσμεραλντα δεν είχε πεθάνει, και πως ήταν ακόμη ζωντανή. Πράγμα πολύ λογικό βέβαια, μιας και δεν είχα βρει το πτώμα της πουθενά κάτω από τον πύργο.
Προχώρησα προς το εντευκτηριο του Γκριφιντορ, και ρώτησα την Ερμιόνη αν θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω το κρεβάτι της όσο θα έλειπε το καλοκαίρι. Ήταν η τελευταία μέρα βλέπετε...
"Ναι, φυσικά. Απλά... νόμιζα πως θα πήγαινες στον πατριό σου", είπε καθώς γέμιζε μία από τις βαλίτσες της με έναν τόνο βιβλία.
Αναστέναξα κι άφησα επιτέλους τη βαλίτσα μου κάτω στο πάτωμα. Το λαμπερό φως του ήλιου έπεφτε πάνω στο καθρεφτάκι όπου είχε τοποθετήσει η Ερμιόνη πάνω στο κρεβάτι της, κι αυτό με τη σειρά του με τυφλωνε με την αντανάκλαση του φωτός. Έκανα ένα βήμα δεξιά, προς το μέρος της, και ξεσφιξα τα μάτια μου. "Θα πάω, αλλά όχι για πολύ. Η κατάσταση στην οποία βρίσκομαι είναι πολύ περίπλοκη".
Η Ερμιόνη κούνησε το κεφάλι της κι έκλεισε τη βαλίτσα με τα βιβλία. "Είσαι καλά πάντως; Σχετικά με αυτό που έγινε χθες εννοώ... Δε φαινοσουν καλά όταν έφευγες".
"Όχι, ακόμα προσπαθώ να συνειδητοποίησω την απώλεια του, αλλά αν αρχίσω να το σκέφτομαι τότε θα βάλω τα κλάματα πάλι". Πήρα μία βαθιά ανάσα και της χάρισα ένα αχνό χαμόγελο. "Γι'αυτό θα το αφήσω να περάσει... Ευχαριστώ πάντως, για το κρεβάτι".
"Δεν κάνει τίποτα", σήκωσε τη βαλίτσα της κι άρπαξε το ραβδί της από το κομοδίνο. "Λοιπόν, πρέπει να πάω στο σταθμό. Θες να έρθεις; Θα είναι κι ο Χάρι με τον Ρον εκεί..."
Πήρα μία βαθιά ανάσα και κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. "Ναι, θα έρθω.
Την ακολούθησα μέχρι το σταθμό του Χογκουαρτς εξπρές. Αναμνήσεις από τις τελευταίες τρεις μέρες θα με στοιχειωναν για πάντα. Ειδικά η στιγμή που οι γονείς του Σεντρικ πήγαν να μιλήσουν στον Χάρι μέσα στο γραφείο του Νταμπλντορ. Εγώ στεκόμουν από έξω κι άκουγα όλη τη συζήτηση. Ήταν θλιβερό... Η μητέρα του Σεντρικ δε σταμάταγε να κλαίει, ενώ ο πατέρας του ίσα που ακουγόταν. Ήταν λες και του είχαν βγάλει τις μπαταρίες. Ο Χάρι τους εξιστόρησε τι είχε συμβεί και πως πέθανε ο γιος τους. Στο τέλος τον ευχαρίστησαν που έφερε τη σωρό του πίσω στο Χογκουαρτς μαζί του, κι έφυγαν...
Οι μαθητές του Μπομπατον και του Νταρμστρανγκ είχαν φύγει πριν μία ημέρα. Η Ερμιόνη χαιρέτησε τον Βίκτωρ Κραμ, ο Ρον τη Φλερ Ντελακουρ και τη μικρή αδερφή της. Θυμαμαι ακόμα έντονα το τελευταίο βλέμμα που αντάλλαξα με τη Τζουλιετ πριν μπει στην άμαξα. Ήταν έντονο και θανατηφόρο, θα έλεγα, με έναν τόνο μίσους κι απέχθειας να προέρχεται κι από τις δυο μας. Τουλάχιστον ήλπιζα να ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπα, και τελικά ήταν. Η Τζουλιετ έμεινε στο παρελθόν, σα να μην υπήρξε ποτέ.
"Ελεονόρα, θέλω να σου πω πως χαίρομαι που γίναμε φίλες φέτος. Ειλικρινά... Συν ότι πάντα ήθελα μία φίλη να διαβάζει μαζί μου..." η Ερμιόνη χαμογέλασε και τύλιξε σφιχτά τα χέρια της γύρω μου, παίρνοντας με μία αγκαλιά. "Θα μου λείψεις", είπε.
"Κι εμένα θα μου λείψεις Ερμιόνη... Πέρασα πολύ ωραία φέτος μαζί σου", την αγκάλιασα πίσω, κι ύστερα της χαμογέλασα. Η Ερμιόνη μπήκε μέσα στο τρένο.
Αναστέναξα και κοίταξα τριγύρω μου σε περίπτωση που έβλεπα τον Χάρι και τον Ρον για να τους αποχαιρετήσω. Τότε είδα τον Χάρι μαζί με τους δίδυμους Ουεσλι να στέκονται λίγο πιο πέρα. Ο Χάρι τους έδωσε ένα κόκκινο πουγκί, κι ο Τζορτζ το έβαλε μέσα στην τσέπη του παντελονιού του.
Τους πλησίασα με ένα αχνό χαμόγελο, και στάθηκα δίπλα τους. "Γεια..." είπα πριν αγκαλιάσω τον Φρεντ και τον Τζορτζ. "Θα μου λείψετε..."
"Αω, τη χαζούλα. Κι εμάς θα μας λείψεις ξαδερφάκι", μίλησε ο Τζορτζ. "Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Μπορείς να έρθεις σπίτι μας αν θέλεις, για καμιά βδομάδα... Και μην ξεχάσεις να μας στέλνεις, ή τουλάχιστον στη Τζιννη", συμπλήρωσε ο Φρεντ.
Κούνησα ελαφρώς το κεφάλι μου. "Λογικά θα έρθω, αν και δεν είμαι σίγουρη. Και θα στέλνω στη Τζιννη..." χαμογέλασα, και οι δίδυμοι Ουεσλι έφυγαν.
Τώρα σειρά είχε ο Χάρι... Γύρισα προς το μέρος του και μου χαμογέλασε αμήχανα.
"Συγγνώμη που σου φώναξα".
"Συγγνώμη που σε χαστουκισα", είπαμε ταυτόχρονα.
"Δε πειράζει, το άξιζα", είπε ο Χάρι.
"Όχι, δε το άξιζες. Είχες δίκιο... Ό,τι είπες ήταν αλήθεια..."
Κούνησε ελαφρώς το κεφάλι του κι έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου. Τότε ήταν που παρατήρησα ότι ήμουν δύο εκατοστά ψηλότερη από τον Χάρι. "Θα μου λείπεις..." είπε ήρεμα και χαμηλόφωνα ώστε μόνο εγώ να τον ακούσω. "Να προσέχεις, Ελ". Αντί να με πάρει αγκαλιά ή μου πιάσει το χέρι για χειραψία, άγγιξε απαλά το αριστερό μου χέρι και το έτριψε ελάχιστα με τον αντίχειρα του καθώς με κοιτούσε στα μάτια.
"Και... και εμένα να μου λείψεις Χάρι".
Τα μάτια μας κλειδωθηκαν μεταξύ τους για ένα μικρό χρονικό διάστημα, αλλά αρκετό για να βγάλεις άπειρα συμπεράσματα...
Μου χαμογέλασε κι έφυγε, κρατώντας το κλουβί της Χεντβιχ στο δεξί του χέρι.
Αφότου αποχαιρέτησα τον Ρον, τη Τζιννη, τη Λούνα και άλλους φίλους που είχα κάνει, όπως τη Νικόλ, παρακολούθησα το Χογκουαρτς Εξπρές να αποχωρεί από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Χογκσμιντ.
Και τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι η σχολική χρονιά είχε φτάσει στο τέλος της... Τόσες πολλές αναμνήσεις μέσα σε δέκα μήνες. Όσο θλιβερές κι αν ήταν κάποιες, τουλάχιστον ήξερα ότι είχα παρέα και κάποιους να με σηκώνουν οπότε έπεφτα.
The end
⋅•⋅⊰∙∘☽༓☾∘∙⊱⋅•⋅
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro