Stuck with his Brother
Οι αναμνήσεις είναι η πιο δυνατή πηγή Μαγείας...Μπορείς να ερωτευτείς ξανά από αυτές,
να νιώσεις πιο δυνατός, ή να μετανιώσεις λάθη που έκανες.
Οι αναμνήσεις όμως, δε παύουν να είναι σκέψεις που σε βασανίζουν και σε σκοτώνουν αργά, μέχρι να τα παρατήσεις όλα.
Έτσι είναι και η ζωή....σα μία ανάμνηση.
-Dumbledore
☆☆☆★☆☆☆★☆☆☆★☆☆☆☆★☆
【Writer's Pov】
Έκλεισε το ημερολόγιό της βιαστικά και το άφησε πάνω στο κομοδίνο. Πέρασε την τσάντα στον ώμο της κι έφυγε για το Γκρειτ Χολ.
Καθώς περπατούσε ένιωσε κάποιον να της τραβάει απαλά την τσάντα. "Καλημέρα" Είπε με ενα ανατριχιαστικο χαμόγελο ο αδερφός του Ματτεο. Ο Τομ.
"Καλήμερα Τομ"
"Απορώ πως θυμάσαι ακόμα το όνομα μου...Τέλος πάντων, είσαι ελεύθερη μετά?"
"Εεε...έχω μάθημα μέχρι τις τρεις και μετα-"
"Ωραία, τι θα έλεγες για μία συνάντηση στη βιβλιοθήκη? Για να σε βοηθήσω στην Ιστορία της Μαγείας..."
"Πώς ξέρεις ότι έχω κενά στην Ιστορία?"
Άφησε την ερωτηση της αναπάντητη, και χαμογέλασε στραβά ενώ περπατούσαν. "Μου θυμίζεις τον εαυτό μου, ξέρεις...."
"Αλήθεια?" Έκανε δήθεν έκπληκτη η Ελ.
"Στις τρεις στη βιβλιοθήκη λοιπόν?"
Εγνεψε καταφατικά με ένα ανάποδο χαμόγελο στα χείλη.
"Τα λεμε Κινγκ." Της έκλεισε το μάτι κι έφυγε.
Εντάξει, πρέπει να το παραδεχτώ...Είναι αρκετά όμορφος, αλλά μυστήριος. Σίγουρα δεν είναι αυτός που δείχνει όμως...!
Λίγο πριν μπει στην τραπεζαρία ένα κορίτσι του Ραβενκλοου την πλησίασε τρέχοντας.
"Είσαι η Ελεονόρα Κινγκ, σωστά?"
"Ναι...?"
"Είμαι η Νικολ Μπλουγουορθ. Χάρηκα." Είπε φιλικά το κορίτσι.
"Επισης" της χάρησε ένα θερμό χαμόγελο και το κορίτσι πήρε μια βαθιά ανάσα. Τα μάγουλα της είχαν γίνει κόκκινα απτό τρέξιμο... 'αναρωτιέμαι πόση ώρα έτρεχε' σκέφτηκε η Ελεονόρα.
"Ο Νταμπλντορ...σε θέλει στο γραφείο του. Έχει να κάνει για μία βιβλιοθήκη ή κάτι τέτοιο..."
Τα πόδια της Ελ άρχισαν να τρέμουν. Έφυγε κατευθείαν με προορισμό το γραφείο του διευθυντή, καθώς σκεφτόταν τι δικαιολογία να του πει. Ούτε πρωινό δεν έφαγε!
Ανέβηκε τη σκάλα με τον αετό και χτύπησε την πόρτα του γραφείου του τρεις φορές.
"Περάστε" Είπε με τη βροντερή φωνή του κάνοντας το νεαρό κορίτσι να αγχώνεται ακόμα πιο πολύ.
"Γεια σας κύριε διευθυντά, με ζητήσατε?"
"Ναι παδι μου, κάτσε"
Έκατσε διστακτικά στην κουνηστη καρέκλα που είχε μπροστά απτό γραφείο του και ξεροκαταπιε.
'Αυτή είναι η τελευταία μου μέρα.στο Χογκουαρτς...θα με αποβάλει!'
"Γνωριζεις αν ο φίλος σου, ο Γουντ είναι καλα?"
"Οχι, δε πρόλαβα να τον επισκεφθώ"
"Χμμμ...μάλιστα...Μου ήρθε ένα γράμμα, χθες το βράδυ. Δεν έλεγε από ποιον ήταν. Αφορά τη θεία σου"
Τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν στην ιδέα ότι η θεία της γνωρίζει για τη βιβλιοθήκη...
Ο Νταμπλντορ της έδωσε το γράμμα ενώ ένα λεπτό πέπλο σιγής είχε σκεπάσει το γραφείο του. Το κορίτσι όμως δε το άνοιξε, απλά συνέχισε να τον κοιτα φοβισμένη.
"Λυπάμαι αγαπητή μου"
Κοκαλωσε "Τ-τι εννοείτε λυπάστε?"
"Ο Θεία σου, η Μαίρη , δολοφονήθηκε, από θανατοφαγους. Και μάλιστα από έναν νεαρό θανατοφαγο...είπαν ότι είχε σκούρα καφέ μάτια, και η μάσκα του ήταν καινούργια, οπότε πρέπει να ήταν νέο μέλος των θανατοφάγων..."
Συνέχισε να μιλάει αλλά η Ελεονόρα δεν έδινε βάση...Παρά μόνο διέκοψε τον διευθυντή για μία, ανόητη ερώτηση, έτσι όπως θα την χαρακτήριζαν πολλοί.
"Σας έδωσαν παραπάνω πληροφορίες για την εμφάνιση του?"
Ο Νταμπλντορ κούνησε θετικά το κεφάλι του κι έστριψε τη λευκή γενειάδα του με τα δάχτυλα του. "Καλή μου, ξέρω ότι σου έπεσε βαρύ, αλλά να ξέρεις ότι εγώ είμαι εδώ και θα σε βοηθήσω. Αν θες να μάθεις κι άλλα, διάβασε το γράμμα".
Το κορίτσι βυθισμένο στις σκέψεις άφησε ένα δάκρυ να κυλήσει στο μάγουλο της. Ο διευθυντής σηκώθηκε ορθιος κι εκατσε στην πολυθρόνα δίπλα από αυτή που καθόταν η Ελεονόρα.
"Όλα θα περάσουν. Ο χρονος τα γιατρεύει όλα..."
"Οχι...ήταν σαν δεύτερη μαμά για εμενα. Δεν- δεν πέθανε κάνετε σίγουρα κάποιο λάθος! Είχε παρατήσει τη μαγεία!" Είπε το κορίτσι καθώς τα μάτια της γέμιζαν με δάκρυα. "Αλλά γιατί? Μόνο η μαμά και η θεία που είναι μάγισσες δολοφονήθηκαν...κι αν δε τους νοιάζει ποιος είναι μάγος? Θα σκοτώσουν και τον μπαμπά μου?!"
"Δυστυχως-"
Μέσα στο γραφείο του Νταμπλντορ μπήκε ο Τομ. Δε χτύπησε την πόρτα. Δε πρόσεξε την ύπαρξη της νεαρής κοπέλας και του διευθυντή του. Περπάτησε γεμάτος καμάρι και πήρε ένα σοκολατακι απτό γραφείο του.
"Oh, Κινγκ, διευθυντή Νταμπλντορ, δε σας πρόσεξα" Είπε χωνοντας το σοκολατακι στο στόμα του.
"Καλημέρα, Τομ. Χρειάζεσαι κάτι?"
"Ένα σοκολατακι ήθελα μόνο..." ειπε καταπινοντας το σοκολατακι.
Ο διευθυντής σηκώθηκε κι εκατσε πάλι στην τεράστια καρέκλα πίσω απτό γραφείο του."Τομ, θα πας με την Κινγκ στο Χογκσμιντ? Πήγαινε να την κεράσεις ένα γλυκό, για να αστραψει το χαμόγελο της"
"Μα, κύριε διευθυντά, πρέπει να πάω στον Όλιβερ, και έχω να παραδώσω άσκηση στον καθηγητή Μουντι"
"Δε πειράζει καλή μου, θα μιλήσω εγώ στον καθηγητή σου και...και θα παω εγώ στον φίλο σου. Καλά να περάσετε εσείς οι δύο" Είπε ενώ βούτηξε το χέρι του μέσα στη γυάλα με τα σοκολατακια.
Ο Τομ της έδωσε το χέρι του για να σηκωθεί. Η νεαρή Κινγκ τον κοίταξε στα μάτια με ενα κενό βλέμμα και σηκώθηκε μόνη της. Ο Ριντλ έμεινε να την κοιτά με θαυμασμό να πλησιάζει την πόρτα του γραφείου του Νταμπλντορ για να φύγει.
"Α, και...Τομ. Το κορίτσι και τα μάτια σου." Έκανε ο Νταμπλντορ και τους έκλεισε το μάτι.
Η νεαρή Κινγκ γούρλωσε κρυφά τα μάτια της και βγήκε γρήγορα έξω από το γραφείο του διευθυντή.
Κατέβηκαν τη σκάλα με τον αετό ενώ τα κορμιά τους είχαν σχεδόν κολλήσει το ένα πάνω στο άλλο λόγω του στενού χώρου.
"Ωραία μάτια" Έκανε ο Τομ αντικριζοντας τα πράσινα μάτια της.
Το κορίτσι έσκυψε ντροπαλά το κεφάλι.
"Φαίνεσαι κουρασμένη, τι έχεις?" Παρατήρησε.
"Η θεία μου...την σκότωσε θανατοφαγος"
Ο Ριντλ κατάλαβε αμέσως ποιον εννοούσε η Ελεονόρα. Εννοούσε τον άνδρα με τη γυναίκα που σκότωσε χθες ο Ματτεο.
"Λυπάμαι"
"Δε χρειάζεται...ας πάμε στο Χογκσμιντ να τελειώνουμε. Εχω αρκετό διάβασμα..."
"Μάλιστα δεσποινίς Κινγκ. Να ντυθείς ζεστά μόνο".
Οι δρόμοι τους χώρισαν για λίγο ώστε να ντυθούν...
Η Ελ έβαλε αυτο:
Κλασική όμορφη γωγουλα με το ωραίο της κολιεδακι
Και ο Τομ έβαλε...αυτο:
Ψυχοπαθής βλακας που ντύνεται πιο επίσημα κι απτον Ντόναλντ Τραμ.
Μισή ώρα αργότερα συναντήθηκαν στην είσοδο του Χογκουαρτς, με το μεγάλο ρολόι να τους προκαλεί δέος.
Τα φθινοπωρινά φύλλα χόρευαν με το ρυθμό του αέρα, ο οποίος σφυριζε τόσο δυνατά, που μόνο κραυγές φόβου -που θύμιζαν τον θάνατο- , δε μπορούσαν να μη περάσουν απτό μυαλό του αγοριού.
Η Ελ ακολούθησε τον Τομ σιωπηλή. Κατευθυνόταν προς μία μαύρη άμαξα, με μεταξένιες κουρτίνες, και Thestral να στέκονται κουρασμένα μπροστά της.
Όλος περιέργως το κορίτσι μπορούσε να τα αντικρίσει, και ο Τομ πάγωσε για λίγο στη θέση του όταν το αντιλήφθηκε.
"Δεν είναι υπέροχα? Σου θυμίζουν πόσο κοντά εμείς οι μάγοι είμαστε με τον θάνατο" Είπε ο Ριντλ κοιτάζοντας με μανία αυτά τα υπέροχα πλάσματα και μπήκαν στην άμαξα.
Η Κινγκ συμφώνησε από μέσα της μαζί του...για κάποιο λόγο πίστευε ότι και η ίδια είχε έρθει κοντά με αυτό που φοβούνται πολλοί άνθρωποι ότι θα γίνει κάποια μέρα...με το τέλος της ζωής.
Έκατσε δίπλα στο παράθυρο κι κάθε τόσο έριχνε κλέφτες ματιές πάνω στα μάτια του αγοριού. 'Οχι, δεν είναι αυτός...τα μάτια του είναι πολύανοιχτά...' σκεφτόταν. Μα οι σκέψεις της γινόντουσαν ακόμα πιο μεγάλες. Ένιωθε ότι ο εγκέφαλος της έτρωγε τον εαυτό του. Αυτοκαταστροφη.
"Ο Ματτεο μου έχει μιλήσει για εσένα."
Στο άκουσμα αυτού του ονόματος η Ελεονόρα γύρισε το κεφάλι της σαν λαγωνικό.
"Ο-οριστε?"
"Ο αδερφός μου...μου έχει μιλήσει, για εσένα."
Το κορίτσι παρέμεινε σιωπηλό.
"Πρέπει να είχατε στενή σχέση εσείς οι δύο."
"Δε θα αποκαλούσα στενή, τη σχέση που έχουμε. Είμαστε απλά δύο γνωστοί."
"Καλώς." Μουρμούρισε ο Τομ.
Ύστερα από μερικά λεπτά, είχαν φτάσει στα Τρία Σκουπόξυλα. Το μαγαζί ήταν σχεδόν άδειο...
Κάθισαν σε ένα τραπέζι των δύο κοντά στη φωτιά. Ένα μαγικό μπλοκάκι με μία μαγική πένα πέταξαν κοντά τους να τους πάρουν παραγγελία.
"Τι θα πάρεις? Κερνάω εγώ"
"Ένα τσάι"
"Εγώ μια βουτυρομπυρα" Είπε απευθυνόμενος στην πένα.
Το μπλοκάκι με την πένα πέταξαν μακριά.
Η Ελ βύθισε τις σκέψεις της μέσα στις κόκκινες φλόγες της φωτιάς. Σκεφτόταν τον Ματτεο...
Τα ροφήματα έφτασαν στο τραπέζι τους κι άρχισαν να πίνουν, αφήνοντας την άβολη σιωπή ανάμεσα τους να μεγαλώσει.
Ο ήχος που έκανε το κουτάλι καθώς ανακάτευε τη ζάχαρη στο τσάι γινόταν ακόμα και πιο έντονος ανά λεπτό.
"Σου είπα ότι είσαι πανέμορφη ή το ξέχασα?" Κάνει με το γοητευτικό του χαμόγελο ο Τομ. Η Ελ όμως το γύρισε σε αστείο...μιας και δε μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της να φλερτάρει με άλλον, πέρα από τον Ματτεο.
"Εγώ σου είπα ότι έχεις ένα ωραιότατο αφρο-μουστάκι ή οχι?"
Το βλέμμα του σκοτείνιασε, πράγμα που την έκανε να γελάσει.
Χαχανισε χαμηλόφωνα κι εκεινος μιμήθηκε το χαμόγελο της.
Πήρε μία χαρτοπετσέτα και σκούπισε το στόμα του. "Καλύτερα τώρα?"
Η Ελ εγνεψε καταφατικά, παρόλο που είχε γίνει χειρότερα.
Μιλούσαν για αμέτρητες ώρες, πράγμα που έκανε την νεαρή Κινγκ να νιώσει άνετα μαζί του. Πιο άνετα απ'οτι ένιωθε με τον Ματτεο.
Ο Τομ κοίταξε το ρολόι του και ειπε:
"Πρέπει να παμε στο Χογκουαρτς...Φεύγουμε ματμουαζελ?"
"Μάλιστα υψηλοτατε." Χαχανισαν και οι δύο, ο Τομ πλήρωσε κι έφυγαν.
Βγήκαν έξω από τα Τρία Σκουπόξυλα και παρατήρησαν ότι η άμαξα δεν είχε φτάσει ακόμα.
Η ώρα είχε φτάσει τέσσερις και κάτι...
Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει κι το κρύο έγινε πιο τσουχτερό.
Η μύτη της Ελ κοκκινισε και ο Τομ την σκέπασε με το παλτό του. "Κράτα το αν θες..."
"Merci, Τομ, που με έκανες να ξεχαστω..."
"Τον γερό να ευχαριστείς..."
"Τον γερ?- "
"Τον Νταμπλντορ."
Η Ελεονόρα τυλίχθηκε καλύτερα με το παλτό του και κοίταξε τον ουρανό. Γκρίζα σύννεφα έκαναν ομαδουλες σε κάθε του γωνιά.
Το αγόρι κοίταξε γύρω του...Είδε τον αδερφό του να βγαίνει από ένα εγκαταλελειμμενο κτίριο με αίματα στα χέρια. 'Ούτε μία μέρα δεν είναι θανατοφαγος κι έχει τρελαθεί να σκοτώνει...ψώνιο.'
Τα βλέμματα των δύο αδερφών σκοτεινιασαν. Ο Ματτεο καθάρισε το αίμα με ένα ξόρκι και τους πλησίασε.
Ο Τομ τον κάρφωσε με το βλέμμα: μην-ερθεις-θα-χαλασεις-το-σχεδιο-μου.
Εκεινος όμως, στάθηκε μπροστά τους με ένα βεβιασμένο χαμόγελο στα χείλη.
"Γεια σου Κινγκ"
"Γεια-"
"Ματτεο...τι κάνεις εδώ?" Του γρυλλισε.
Η άμαξα έφτασε με τις ρόδες της να βυθίζονται στο λασπωδη εδαφος.
"Δουλειές. Εσύ, Τομ? Γιατί έχεις βουτυρομπυρα εδώ...?" Είπε το αγόρι με τα σγουρά μαλλιά δείχνοντας με το δάχτυλο του που είχε αφρό ο αδερφός του κι έριξε μια κρυφή μάτια στην Ελ.
"Ελεονόρα, περίμενε με μέσα στην άμαξα" Έκανε αυστηρά ο Τομ.
Το κορίτσι εγνεψε καταφατικά...
Τράβηξε τον μικρό του αδερφό σε ένα σκοτεινό στενό νευριασμενος. "Τι κανεις εδώ?!"
"Ο πατέρας με έστειλε. Ήθελε να καθαρισω-"
"Ματτεο..." Μούγκρισε. "...δεν έχεις κλείσει ούτε δέκα ώρες που είσαι θανατοφαγος. Δε σκοτώνουμε μπροστά σε τόσο κόσμο, όχι ακόμα, κι όχι εσυ τουλάχιστον. Θα μπορούσε να σε δει κάποιος."
"Ενώ εσύ? Τι κάνεις μαζί με την Κινγκ?! Σου είπα να μην την πειραξεις!"
"Δε θα την πειράξω. Κάθε άλλο, θα γίνω το αγόρι της, με αποτέλεσμα να μείνεις εσύ μακριά της."
"Δηλαδη εσένα δε θα σε κάνει αδύναμο ρε? Ποιον κοροϊδεύεις?!"
"Εγώ, θα τη μελετήσω. Θα τη χρησιμοποιήσω. Και πάνω απολα, θα προσέχω να μη γίνει κάτι μεταξύ σας. "
"Είσαι μεγάλος μαλακας..." ειπε ο Ματτεο και κατευθύνθηκε προς την άμαξα.
Το σχέδιο του Τομ μόλις είχε λάβει δράση...
Ο Τομ ετρεξε και μπήκε πιο γρήγορα στην άμαξα απ'οτι ο αδερφός του. Κάθισε δίπλα στην Ελεονόρα κι έφτιαξε το παλτό του στους ώμους της.
【Mattheo's Pov】
...μπήκα μέσα στο σπίτι του Ντρακο και πήγα στην τραπεζαρία. Μόλις είχα πει στην Ελεονόρα αντίο, για πάντα...
Το τραπέζι ήταν γεμάτο με θανατοφαγους...Μπελατριξ, Μαλφοι, Ποντικοουρας, Ριντλ, και Γκρίντελβαλντ...
Ο πατέρας είχε αλλάξει αρκετά από την τελευταία φορά...Ήταν πιο δυνατός, και το σώμα του πιο χλωμό. Πολλοί λέγανε ότι πέθανε. Εγώ όμως ήμουν σίγουρος ότι θα επέστρεφε...
"Γιε μου, ψηλωσες." Παρατήρησε.
Δεν τον κοίταξα. Δε μπορούσα να τον κοιτάξω έτσι όπως είχε γίνει. Παλιά τουλάχιστον είχε μύτη...
"Κάτσε. Σου κρατήσαμε μια θέση."
Έκατσα διστακτικά δίπλα του και παρατήρησα τον χώρο. Οι Μαλφοι είχαν αλλάξει διακόσμηση, το σπίτι είχε γίνει...πως να το πω...πιο σκοτεινό.
"Λοιπον, γιε μου, μιας και σου λείπει μόνο το σημάδι, θέλω να μας δείξεις την αξία σου. Την πίστη σου προς εμένα"
"Δ-δηλαδη?"
"Θέλω να σκοτώσεις την Μαίρη Κινγκ."
"Κινγκ?!"
"Ναι...Είναι θεία ενός κοριτσιού, ονόματι Ελεονόρα."
Ένιωθα τη Γη να χάνεται κάτω απτά πόδια μου.
"Ξέρεις τους Κινγκ, Ματτεο?" Ρώτησε ο πατέρας.
Κοίταξα τον Τομ. Γύρισε ελαφρά το κεφάλι του, σα να έλεγε: μη-με-κοιτας-βγαλ'τα-περα-μονος-σου.
"Οχι πατερα."
"Τοτε?"
"Ει-ειναι στο Χογκουαρτς. Μία Κινγκ είναι στο Χογκουαρτς."
"Σε ποιο έτος?"
"Δε γνωρίζω πατερα..."
"Μάλιστα...Προς το παρόν, θέλω να σκοτώσεις αυτή τη Μαίρη. Είναι μισή μάγος και μισή μαγκλ-κυνηγός θανατοφάγων."
"Και πότε θα τη σκοτώσω?"
"Απόψε." Πρότεινε καρφωνοντας με, με τις σχιστες κόρες των ματιών του.. "Πλησίασε..." ειπε κι έβγαλε το ραβδί του μέσα από μία τσέπη του μανδύα του.
"Μπαμπά, δεν θελω-"
"Μη με αποκαλείς 'Μπαμπά'..." ειπε γεμάτος αηδία.
Μου σήκωσε το μανίκι απότομα. Χαμογέλασε και το ακούμπησε με δύναμη πάνω στο χέρι μου. Πονούσε...το τατουάζ με πονούσε.
Φόβος με κυρίευσε αλλά δεν άφησα την έκφραση του προσώπου μου να το μαρτυρησει.
Ο λαιμός μου στέγνωσε όταν αντίκρισα το, μόνιμο πλέον, τατουάζ θανατοφαγων στο χέρι μου.
Ήταν μία νεκροκεφαλή που έβγαζε ένα ερπετό απτό στόμα της. Κατευθείαν ένιωσα ότι έγινα κάποιος άλλος. Ότι έγινα ξανά ο παλιός μου εαυτός, κι ακόμα πιο σκοτεινός.
"Εχεις μία ώρα να τη σκοτώσεις και να εξαφανίσεις τα ίχνη μαγειας. Να μη μάθει κανείς για τον θάνατο της." Είπε. Έγνεψα, έβαλα τη μάσκα που μου είχε δώσει ο Τομ κι έφυγα.
Βγήκα έξω απτη βίλα των Μαλφοι και πέταξα σαν μία μαύρη σκια έως το Λονδίνο.
Πάντα ήθελα να πετάξω με το στυλ των θανατοφαγων...
Έφτασα στο σπίτι της Μαίρη Κινγκ σε χρόνο ρεκόρ. Κοίταξα μέσα απτά παράθυρα...το σπίτι ήταν άδειο. Ο κηπος είχε κουρευτεί πρόσφατα, και οι τριανταφιλλιες ήταν ποτισμενες.
"Alohomora" ψιθυρισα και η πόρτα άνοιξε "Lumos".
Έψαξα στο ισόγειο, αλλά η θεία της Ελεονόρας δεν ήταν πουθενά. Άρχισα να αναρωτιέμαι αν θα με πνίξουν οι τύψεις ύστερα από αυτό που θα κάνω...αλλά προσπάθησα να μη το σκέφτομαι.
Ανέβηκα στον πρώτο όροφο κι άνοιξα μία τυχαία πόρτα. Χωρίς να το περιμένω, μία κυρια -η θεία της Ελ- πεταχτηκε μπροστά μου σαν τρελή με ένα μαχαίρι στα χέρια.
"Δολοφονε!" Φωναζε.
Λίγο πριν τη σκοτώσω με το ραβδί μου με έκοψε στη μύτη. Τη βλαμμένη-
Τη στριμωξα στον τοίχο προσπαθώντας να της πάρω το μαχαίρι. Όταν έριξα το μαχαίρι στο πάτωμα κι ύψωσα το ραβδί μου, κατάλαβε ότι είχε έρθει το τέλος της. "Να βρεις την ανιψιά μου, τη λένε Ελεονόρα, και να της πεις ότι την αγάπησα με όλη μου την καρδιά, παρόλο που δεν ήμουν ποτέ η αληθινή της θεία" αυτά ήταν τα τελευταία της λόγια.
"Αβάντα Κενταβρα" Είπα, κι ένα πράσινο φως βγήκε απτό ραβδί μου, αφήνοντας την σαρανταχρονη θεία της Κινγκ νεκρή.
Τράβηξα το πτώμα της απτά πόδια και το έκρυψα μέσα στη ντουλάπα. Σκουπισα τα χέρια μου πάνω στο σεντόνι του κρεβατιού της κι έφυγα..Αλλά τι εννοούσε? '...δεν ήμουν ποτέ η αληθινή της θεία' Τι σκατα με αυτή την οικογένεια?
【...】
Την επόμενη μέρα ξύπνησα και είδα τον Ντρακο να κάθεται σκεπτικος στο σαλόνι.
"Τι έπαθες?" Τον ρώτησα ενώ τον σερβιρα ένα μπισκοτακι από αυτά που φτιάχνει η μητέρα του, η κυρία Μαλφοι.
Και περιττό να σας πω ότι είναι Η γκόμενα...Ο Λουσιους είναι τυχερός....
"Τίποτα, παράτα με. Γιατί δεν πας να σκοτώσεις και κανέναν άλλον?" Είπε θολωμένος και πέταξε το μπισκότο κάτω. Θα το έτρωγα εγώ αυτό...! Τι σκατα κι αυτός ο άνθρωπος? Οχτώ το πρωι κι έχει νεύρα.
Πήγα στην κουζίνα κι αντίκρισα τον Ντομπι να καθαρίζει. Παρόλο που ο "αγιος" Ποττερ τον έσωσε, αυτός συνέχισε να δουλεύει για τους Μαλφοι, αλλά τον βοηθούσα κάθε καλοκαίρι να φύγει για να κάνει διακοπές.
"Καλή σας μέρα κύριε Ριντλ"
"Καλημέρα Ντομπι. Ξέρεις πού είναι ο αδερφός μου?"
"Έφυγε νωρίς το πρωί και πήγε στο Χογκουαρτς κύριε. "
"Κατάλαβα..."
"Αχ, παραλίγο να το ξεχάσω...! Ο κύριος Μαλφοι σας ψάχνει."
Παράτησα την κούπα με τον καφέ μου πάνω στον πάγκο της κουζίνας, και πήγα να βρω τον πατερα του Ντρακο. Τον Λουσιους Μαλφοι.
Μπήκα μέσα στην τραπεζαρία και τον είδα να κάθεται μόνος κρατώντας ένα σφραγισμένο μπουκάλι τεκίλα. Μισό λεπτό...δικό μου δεν είναι αυτό?
"Θυμάσαι τί σου είχα πει την προηγούμενη φορά που είχες έρθει εδώ?"
"Ναι κύριε..."
"Δεν.Θελω.Ποτα.Μεσα.Στο.Σπιτι.Μου. Έγινα κατανοητός?"
"Ας πούμε πως ναι" μουρμουρισα.
"Ο Λόρδος θέλει να πας στο Χογκσμιντ. Να καθαρίσεις κάτι κυνηγούς θανατοφαγων. Πηγαίνουν στο παλιό κτίριο κοντά στα Τρία Σκουπόξυλα κάθε μεσημέρι. Μόλις τελειώσεις με αυτούς γύρνα στο Χογκουαρτς. Θα σου δώσουμε μία λίστα με άλλους που θα πρέπει να ξεφορτωθείς εκεί".
Τέλεια...
"Πόσοι είναι?"
"Οριστε?" Είπε και γύρισε επιτέλους να με κοιτάξει.
"Πόσοι θα είναι μέσα στο κτίριο?"
"Πέντε" Αναφώνησε και γύρισε πάλι μπροστά του. Είχε καρφώσει το βλέμμα του πάνω στην τεκίλα.
Τα πόδια μου πήραν μπρος και με οδήγησαν στον ξενώνα, στο μέρος όπου με αφήνουν οι Μαλφοι να κοιμάμαι οπότε έρχομαι εδώ. Όπως βλέπετε, η έπαυλη Μαλφοι είναι το σπίτι μου,
Έβαλα ένα μαύρο σακάκι, χτενισα τα μαλλιά μου, όπως πάντα, κι έφυγα.
【...】
Ήμουν μέσα σε αυτό το κτίριο πάνω από δύο ώρες περιμένοντας αυτά τα πέντε άτομα να φτάσουν...ήθελα να τους σκοτώσω για να τελειώνουμε.
Ξαφνικά, ακουσα θορύβους. Επιτέλους ήρθαν! Έβγαλα το ραβδί μου και στόχευσα τον πιο κοντό πισώπλατα. Μέχρι να αντιληφθούν τι είχε γίνει, τους είχα σκοτώσει όλους. Έτσι νόμιζα τουλάχιστον. Πριν τους κρύψω στο υπόγειο, τους μέτρησα.
Ένας, δύο, τρεις, τέσσερις- Τεσσερις?! Που είναι ο πέμπτος?
Ενιωσα ένα ραβδί να ακουμπά με δύναμη το σβέρκο μου. "Δε περίμενα ο Βολντι να έβαζε μέχρι και το γιο του να σκοτωσει" Είπε. Γύρισα την πλάτη μου και του έσπασα το ραβδί. Η έκφραση του προσώπου του ήταν όλα τα λεφτά.
Δεν τα παράτησε όμως...Μου έριξε μια μπουνιά στο πρόσωπο. Ο Μερλιν να την κάνει μπουνιά...
Μόλις του έσπασα τη μύτη και το αριστερό πόδι, ψιθυρισα: "Πες αντίο μαλακα"
"Ποτέ" μουγκρισε. Έβγαλε ένα στιλέτο πίσω απτην πλάτη του και με κάρφωσε στη μέση.
"Πουστη!" Φωναξα απτον πόνο. Πήρα το ραβδί μου και τον στοχευσα στο κεφάλι.
Τέλος.
Ήταν πλέον νεκρός. Ξεκουμπωσα το πουκάμισο μου και κοίταξα την πληγή. 'Είναι βαθιά γαμωτο...Τα ξόρκια δε θα φτάσουν για να την κλείσουν...αλλά μπορούν να σταματήσουν την αιμορραγία.'
~Τελείωνε. Δε θα ψοφήσεις από μία μαχαιριά.
Πάλι εσύ?
~Ωω ναι. Τώρα βγες έξω απτό κτίριο και καθάρισε τα χέρια σου.
Ο,τι πεις....βλακα.
~Σε άκουσα.
Στα αρχ- ...αστο καλύτερα.
Βγήκα έξω απτό κτίριο και καθάρισα με ένα ξόρκι το αίμα απτά χέρια μου. Κοίταξα γύρω μου σε περίπτωση που με είδε κάποιος...Το βλέμμα μου έπεσε πανω στην Ελεονόρα και στον Τομ.
Τι στον Μερλιν κάνει αυτος μαζί της?
Ο Τομ έβγαλε το παλτό του και την σκέπασε με αυτό. Της χαμογέλασε βάζοντας μία τούφα μαλλιων πίσω απτό αυτί της. Θα τον σκοτώσω...
Ο Τομ γύρισε και με κοίταξε με το ηλιθιο βλέμμα του, που τόσα χρόνια προσπαθώ να μάθω τι σημαίνει.
Τους πλησίασα και στάθηκα μπροστά τους, προσπαθώντας να χαμογελασω.
"Γεια σου Κινγκ"
"Γεια-"
"Ματτεο...τι κάνεις εδώ?" Γρυλλισε διακόπτοντας την Ελεονόρα.
"Δουλειές. Εσύ, Τομ? Γιατί έχεις αφρό εδώ?" Είπα κι έριξα μια κρυφή μάτια στην Ελ.
"Ελεονόρα, περίμενε με μέσα στην άμαξα." Την διέταξε κι εκεινη κι εκείνη έκανε ότι της είπε.
Ο Τομ με τράβηξε σε ένα σκοτεινό στενό νευριασμενος. "Τι κανεις εδώ?!"
"Ο πατέρας με έστειλε. Ήθελε να καθαρισω-"
"Ματτεο..." Μούγκρισε. "...δεν έχεις κλείσει ούτε δέκα ώρες που είσαι θανατοφαγος. Δε σκοτώνουμε μπροστά σε τόσο κόσμο, όχι ακόμα, κι όχι εσυ τουλάχιστον. Θα μπορούσε να σε δει κάποιος."
"Ενώ εσύ? Τι κάνεις μαζί με την Κινγκ?! Σου είπα να μην την πειραξεις!"
"Δε θα την πειράξω. Κάθε άλλο, θα γίνω το αγόρι της, με αποτέλεσμα να μείνεις εσύ μακριά της."
"Δηλαδη εσένα δε θα σε κάνει αδύναμο ρε? Ποιον κοροϊδεύεις?!"
"Εγώ, θα τη μελετήσω. Θα τη χρησιμοποιήσω. Και πάνω απολα, θα προσέχω να μη γίνει κάτι μεταξύ σας. "
"Είσαι μεγάλος μαλακας..." γρυλλισα και κατευθύνθηκα προς την άμαξα.
Ο Τομ όμως, ως γνωστός βλακας, έτρεξε στην άμαξα και μπηκε πρώτος μέσα.
Μόλις μπήκα κι εγώ, τα μάτια της Ελεονόρας κάρφωσαν τα δικά μου.
Επίτηδες το κάνει?
Τα χέρια του Τομ έφτιαξαν το παλτό πάνω στους ώμους της.
"Τς, τς, τς..." έκανα.
"Είπες κάτι, Ματτεο?"
"Οχι, Τομ. Υπάρχει περίπτωση να έλεγα κάτι κακό για τον αδελφό μου μπροστά από ένα τόσο όμορφο κορίτσι? Θα ήταν εγωιστικό..."
Τα μάγουλα της Κινγκ πήραν φωτιά...
【Eleonora's Pov】
Τα μάγουλα μου πήραν φωτιά. Ίσως ζούσα σε ένα όνειρο, ή το μυαλό μου έπαιζε παιχνίδια. Μάλλον το δεύτερο...
Η ένταση ανάμεσα τους μεγαλωνε. Ο Ματτεο έβγαλε ένα τσιγάρο απτην τσέπη του...
"Πέταξε το" τον προσταξε ο Τομ καθώς προσπαθούσε να κρατήσει την ψυχραιμία του.
"Να το πετάξω, Ελεονόρα?" Είπε ο Ματτεο και τα δύο αδέρφια γύρισαν τα μάτια τους πάνω μου.
Τί είναι αυτό τώρα? Παιχνίδι κρίσης?!
"Ε- εγω- δεν...δεν ξέρω. Κάνε ότι θες" κοίταξα έξω απτό παράθυρο καθώς προσπαθούσα να χαλαρώσω για να φύγει αυτό το κόκκινο χρώμα απτά μάγουλά μου.
ΤΙ ΜΕ ΕΧΕΙ ΠΙΑΣΕΙ?
"Είδες Τομ? Θα κάνω ότι θέλω..." Ο Ματτεο άναψε το τσιγάρο και η άμαξα γέμισε με καπνό.
Ένιωθα τη στάχτη να αιωρείται και να μπαίνει μες στα ρουθούνια μου. Ο λαιμός που είχε στεγνώσει και η γλώσσα κολλούσε στον ουρανισκο μου.
Μα καλά, τί καπνίζει αυτός ο άνθρωπος?
Δεν αντεχα άλλο...εβηξα δύο φορές για να του δείξω ότι δε μπορώ να αναπνεύσω. Με κοίταξε, κι ύστερα κοίταξε τον αδερφό του, ο οποίος ήταν έτοιμος να του ξεριζωσει τα πνευμόνια.
Του έριξε ένα ανταγωνιστικο βλέμμα και συνέχισε να ρουφάει. Μέχρι και τα δικά του χείλη είχαν στεγνώσει, αλλά συνέχιζε. Τον μισώ...
"Ματτεο πέτα το. Δε βλέπεις ότι δε μπορεί να αναπνεύσει?"
"Κι από πότε σε νοιάζουν οι αλλοι αδερφέ? Νόμιζα ότι μόνο τον εαυτό σου σκέφτεσαι..."
"Πέτα το έξω απτό παράθυρο. Τώρα" Μούγκρισε ο Τομ.
Παρατήρησε ότι είχα κοκκινισει ολόκληρη και ξεφυσηξε. Τα μάτια του έκλεισαν για λίγο...
Το αριστερό του χέρι έκανε ένα ταξίδι μέσα στις τούφες των μαλλιων του. Άνοιξε το παράθυρο, έσβησε το τσιγάρο με τα δάκτυλα του, και το πέταξε.
"Ικανοποιημενοι? Ή θέλετε να σας αδειάσω και τη γωνιά για να φασωθειτε?" Είπε με τα σαρκωδη χείλη του να στάζουν ζήλια και ειρωνεία.
Δεν απάντησα, έμεινα σιωπηλή, ο Τομ όμως χιμηξε πάνω του. Σοβαρά τώρα? Τσακώνονται μέσα σε άμαξα?
"Τομ! Ματτεο! Φτάνει! Η άμαξα δεν είναι μέρος για να τσακώνεστε, μπορεί να πέσει!"
Κανένας δεν απάντησε.
Μόλις η άμαξα άδειασε απτη στάχτη, φτάσαμε στο Χογκουαρτς. Βγήκαμε απτην άμαξα, κι ο Τομ με βοήθησε να κατέβω.
Σε αντίθεση με τον αδερφό του, αυτός έχει τρόπους!
Ο Ματτεο δεν χαραμισε λεπτό παραπάνω μαζί μας, έφυγε κατευθείαν και μπηκε μέσα στο Χογκουαρτς. Κάτι είχε...
Ο αδερφός του γέλασε αυτάρεσκα κι η άμαξα πήγε να παρκάρει.
【...】
"Άρα ακυρώνουμε το ραντεβού μας στη βιβλιοθήκη?"
"Ραντεβού? Νόμιζα πως θα με βοηθούσες στην Ιστορία της Μαγείας-"
"Ποτέ δεν είπα το αντίθετο..." Με ένα στραβό χαμόγελο στα χείλη, μου φίλησε το χέρι κι έφυγε.
"Τα λεμε, δεσποινίς Κινγκ."
...
Ένιωσα μέχρι και τις βλεφαρίδες μου να κοκκινιζουν.
ΓΟΥΑΤ ΔΕ ΜΕΡΛΙΝ'Σ ΦΑΚ
~Μα τι άνδρας! Είναι και γοητευτικός πανάθεμα τον...
Σσσς! Πρέπει να συγκεντρωθω!
Άγγιξα κατευθείαν τα μάγουλα μου, που θα μπορούσατε ευχάριστα να πείτε ότι αυτοσφαλιαριστικα, για να κρύψω το κόκκινο χρώμα.
Γιατί με φίλησε όμως?
Μήπως νομιζει ότι μου αρέσει? Γιατί δε τον βλέπω αλλιώς...μόνο σαν έναν καλό φίλο...
Γιατί είναι όμως τόσο ευγενικός και γλυκός μαζί μου?
Ποιος να το 'λεγε ότι θα μπορούσα να κάνω έναν Ριντλ καλοκαρδο!
Τον έκανα όμως, ή παριστάνει?
Κάνεις δεν ήταν ποτέ τόσο, μα τόσο γλυκός μαζί μου...Τώρα θα πείτε: Έχεις τον Σεντρικ, τον Χάρη, και τον Όλιβερ! Αυτοί σαν φίλοι δε σου κάνουν?!
Και ναι...έχετε απόλυτο δίκιο...αλλά δεν είναι το ίδιο...
Άρχισα να περπατάω προς το ιατρείο ήταν επισκεφθώ τον Όλιβερ, αλλά ένα χρωματιστό μπαλόνι με νερό έσκασε πάνω απτό κεφάλι μου.
Κοίταξα πίσω μου. Ήταν ο Πιβς. Το φασαριοζικο, τρελό φάντασμα με το πορτοκαλί παπιγιόν. "Χαχαχα! Έχεις κοκκινισει!" Είπε πετώντας γύρω μου.
"Δ-Δεν είναι αστείο Πιβς! Έγινα μούσκεμ-"
Πριν προλάβω να ολοκληρώσω άρχισε να πετάει πυροτέχνημα πάνω στα παπούτσια μου. Η καθηγήτρια ΜακΓκοναγκαλ εμφανίστηκε από το πουθενά κι άρχισε να φωνάζει έξαλλη.
"Πιβς! Σταμάτα να ενοχλείς μαθητές!!" Γαβγισε κρατώντας το καπέλο της πάνω στο κεφάλι της για να μη της το πάρει. Είναι η τρίτη φορά φέτος που ο Πιβς κάνει έξαλλη την καθηγήτρια ΜακΓκοναγκαλ.
"ΠΙΒΣ! ΔΕ ΘΑ ΤΟ ΕΠΑΝΑΛΆΒΩ!"
Το φάντασμα όμως διέσχισε τον διάδρομο ρίχνοντας παντού πυροτεχνηματα και μπαλόνια με νερό.
Όλοι όσοι βρίσκονται στον διάδρομο προς το ιατρείο είχαν πλέον γίνει μούσκεμα. "Αχ, αυτό το φάντασμα!" Η ΜακΓκοναγκαλ πλησίασε έναν πρωτοετή του Σλιθεριν και ειπε: "Μαλκολμ! Πήγαινε φέρε τον Ματωμένο Βαρόνο να ηρεμήσει τον Πιβς πριν πλυμμηρισουμε!"
Το μικρό αγοράκι έτρεξε προς τα υπόγεια, ενώ εγώ εστυψα τα μαλλιά μου.
Απεχθάνομαι αυτό το φάντασμα.
【Mattheo's Pov】
Τυλιχθηκα με το παλτό μου, και κρυφά κατευθύνθηκα στην καλύβα του Χακγριντ.
Χτύπησα την σκουριασμένη, ξύλινη πόρτα του, τρεις φορές γρήγορα και μία αργά. Είναι το σύνθημα που βγάλαμε...
Ο Χακγριντ είναι ο μόνος άνθρωπος που με καταλαβαίνει και τρώει τη θλίψη σαν γλυκό του κουταλιού μαζί μου. Από το πρώτο μου έτος στο Χογκουαρτς, αυτός ο άνδρας μου ανοίχτηκε τόσο πολύ, όσο κανένας άλλος. Δεν είναι σαν την Αστορια, σαν τον Ντρακο, ή όπως ήταν η μαμά...Είναι ο Χακγριντ.
Άνοιξε την πόρτα με το χαμόγελο του να σου μαλακώνει την καρδιά. "Καλησπέρα Ματτεο" Είπε κάνοντας χώρο να περάσω.
Ξέρει τα πάντα για εμενα. Ξέρει ότι ο Τομ σκότωσε τη μαμά, ξερει ότι ο πατέρας με ανάγκαζε να γίνω κάποιος που δεν είμαι...Ξέρει και για την Ελεονόρα.
〔Flashback 〕
"Χακγριντ! Τα μαλλιά της...όταν χτυπά ο άνεμος πάνω τους αυτά τον καλπαζουν. Κάθε φορά που ρίχνει το βλέμμα της πάνω μου νιώθω την καρδιά μου να σπάει από τα πολλά συναισθήματα...! Όταν τα δάκτυλά της άγγιξαν τα δικά μου, ένιωσα-"
"Ερωτευμένος, Ματτεο. Είσαι ερωτευμένος. Μίλα της. Είμαι σίγουρος ότι νιώθει ακριβώς έτσι οπως νιωθεις εσύ. Δεν έχεις τίποτα να χάσεις..."
"Φλυαρώ, Χακγριντ. Δε βλέπεις...? Κι όμως, έχω να χάσω τόσα πολλά. Κάθε φορά που νιώθω την παρουσία της κοντά μου με τρελαίνει. Κι αυτό σίγουρα δε θα αρέσει στον πατέρα...θα τη βάλω σε κίνδυνο" Του ψιθυρισα λες και μας άκουγε κάποιος.
"Σε έπιασαν οι συναισθηματισμοι σου πάλι...Αυτό το κορίτσι σε κάνει άλλο άνθρωπο. Πρόσεχε μη καταλήξεις στο Αζκαμπαν με την πληθώρα συναισθημάτων που σε κατακλύζει"
"Πως τι λένε Χακγριντ?"
"Π-ποια? Δε καταλαβαίνω τι λες..."
"Αυτή που γουστάρεις. Μόνο όταν σου αρέσει κάποια γίνεσαι τόσο ποιηματικος"
"Ολυμπια...Μαξιμ. Είναι η διευθύντρια της σχολής Μπομπατον."
"Καλή τύχη...Είναι τοσο ψιλή, σαν καμηλοπαρδαλος, που ούτε φιλάκια στο μέτωπο δε θα μπορείς να της δίνεις!"
"Σκασε μικρούλη. Ασχολήσου με την Ελεονόρα σου τώρα, κι άσε την Μαξιμ ήσυχη."
"Δεν είναι δικιά μου..."
"Οριστε?"
"...και δε θα γίνει ποτέ. Όπως είπα προηγουμένως, δε θέλω να τη βάλω σε κίνδυνο"
〔End of Flashback〕
"Έχεις καιρό να με επισκεφθείς...πράγμα που σημαίνει ότι έχεις να πεις πολλά"
"Χακγριντ" Είπα κοιτάζοντας τον με ένα παγερό βλέμμα "Ήρθε ο Τομ"
"Το ξερω...όλοι οι καθηγητές το ξέρουν. Ο Χάρη το ξέρει?"
"Πιθανότατα"
"Αλλά για κάτι άλλο ήρθες εδώ...τί είναι?"
Ξεροκαταπια. Σήκωσα με αργές κινήσεις το μανίκι μου και το τατουάζ στο χέρι μου αποκαλύφθηκε.
Έπαθε χίλια εγκεφαλικά. "Πρέπει...πρέπει να κάτσω" χυθηκε στην πολυθρόνα του αγκομαχώντας. "Τώρα τι θα κάνεις?" Ρώτησε σαστισμένος.
"Ότι μου πουν. Δεν έχω άλλη επιλογή..."
"Σκότωσες κανέναν μέχρι στιγμής?"
Άργησα να απαντήσω...
"Οχι. Όχι ακόμα"
"Αυτό είναι καλό...Θες τσάι?"
"Χωρίς ζάχαρη" Είπα και μου χαμογέλασε.
Σηκώθηκε κι έφερε την τσαγιέρα.
Γέμισε το φλιτζάνι μου και κάθισε πάλι στη μεγάλη πολυθρόνα του αναστενάζοντας. "Πως τα πας με την Ελεονόρα?"
Αυτή είναι...μία αρκετά καλή ερώτηση.
"Ο Τομ μού απαγόρευσε τις επαφές μαζί της-"
Η πόρτα της καλύβας του χτύπησε.
"Γεια Χακγριντ! Εμείς είμαστε!"
"Είναι ο Χάρη με την Ερμιόνη και τον Ρον...!" Ψιθύρισε ο Χακγριντ. Ήπιε γρήγορα το τσάι μου κι έριξε κάτω μία καρέκλα. "Θέατρο δύο, σκηνή τρια" Είπε κι άρχισα να φωνάζω δήθεν θυμωμένος.
Κάνεις δεν ξερει για εμάς τους δύο...ετσι κι εμείς έχουμε βγάλει γύρω στις δέκα ψεύτικες σκηνές για να μη μας αντιληφθούν.
"Κανε ότι θες Χακγριντ! Εγώ το μόνο που θέλω είναι να μην πατήσεις ξανά στο Χογκουαρτς. Είσαι αξιολύπητος" Είπα ανοίγοντας την πόρτα της καλύβας.
Το τρίο της συμφοράς (έτσι το αποκαλεί ο Ματτεο) είχε μείνει με το στομα ανοιχτό.
"Τί κοιτάτε χαμένα? Δεν έχετε ξαναδεί κινούμενο σκατο να μένει σε καλύβα?"
Ο Χάρη φούντωσε και με πλησίασε απειλητικά. "Κλείσε το στόμα σου Ριντλ! Ο Χακγριντ δεν είναι πιόνι σου, ούτε η Ελεονόρα, ούτε κανένας αλλος".
Ήθελα τόσο πολύ να του σπάσω τη μύτη- Αλλά τον προσπέρασα ενώ τον σκουντηξα με τον ώμο μου. "Πήγαινε στη μανούλα σου Ποττερ!" Φωναξα.
Η Ερμιόνη έκανε μία γκριμάτσα και μου γύρισε την πλάτη.
【...】
Κλείστηκα μέσα στο μπάνιο του δωματίου μου, κι έβγαλα το σακάκι με το πουκάμισο που φορούσα.
Η πληγή είχε γίνει χειρότερα...Πολύ χειρότερα. Πήρα ένα υγρό των Μαγκλ μέσα από τη βαλίτσα μου, και στάθηκα μπροστά από τον ολόσωμο καθρέφτη δίπλα από την ντουλάπα.
Έριξα λίγο πάνω στο βαμβάκι, κι ακούμπησα το βαμβάκι πάνω στην πληγή με δύναμη. Ετσουζε απίστευτα πολύ. Και πάνω απολα, δεν ήξερα αν θα έκανε δουλειά.
【Eleonora's Pov 】
【...】
Τα μάτια μου ήθελαν να αυτοκτονησουν...Είχα μόλις δει τον Σχεδον-Εγκεφαλο Νικ να ανοίγει το κεφάλι του, με θέα: τον εγκέφαλό του.
Λίγο πριν μπω στον υπέροχο πύργο μου για να κοιμηθώ, ο Τομ φώναξε το όνομα μου τρέχοντας. "Κινγκ! Περίμενε..." Με πλησίασε λαχανιασμενος. "Μπορώ να, να κοιμηθώ στο δωμάτιο σου, απόψε? Ο συγκάτοικος μου το θέλει ελεύθερο για εκείνον και την κοπέλα του...."
"Γιατί δεν πας στου Ματτεο?"
"Δεν τα πάμε πολύ καλά τελευταία...κλασικοί καβγάδες αδερφών"
"Μάλιστα......μόνο για απόψε"
"Ευχαριστώ δεσποινίς" είπε κι στάθηκε δίπλα μου, περιμένοντας με να ανοίξω την μυστική πύλη του πύργου.
"Πως ήξερες που να με βρεις?" Τον ρώτησα, ενώ μπαίναμε μέσα στον πύργο.
"Δεν ήξερα. Σε έψαξα".
Γύρισε όλο το δωμάτιο κοιτάζοντας κι αγγίζοντας όλα τα έπιπλα που είχε μέσα: το κρεβάτι, τη ντουλάπα, την κουρτίνα, τα τζάμια που καθάρισα λίγες μέρες πριν, μέχρι και την συρταριερα με τον καθρέφτη.
Αλλά πάγωσε εκεί, μπροστά απτον καθρέφτη. "Ωραίος καθρέφτης..." σχολίασε. "...Φαίνεται παλιός, αλλά ακριβός"
"Ειναι" αναφωνησα.
Γύρισε και με κοίταξε χαμογελαστός.
"Είναι ωραίος..." ειπα παίρνοντας μία κουβέρτα στα χέρια μου.
"Πού την πας την κουβέρτα?"
"Θα σου στρώσω στο πάτωμα, για να κοιμηθείς".
Με κοίταξε με ένα βλέμμα, που εύκολα καταλάβαινες ότι το να κοιμηθεί στο πάτωμα ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε να κάνει.
"Συμβαίνει κάτι?" Τον ρώτησα, απλώνοντας την κουβέρτα κάτω στο πάτωμα. Τοποθέτησα ένα ροζουλι μαξιλάρι πάνω της, και του άφησα μία ακόμη, χνουδωτη, κουβέρτα πάνω στην άλλη.
Φεροταν παραξενα. Πολύ παραξενα. "Οχι, όλα είναι μια χαρά"
Του άφησα άλλο ένα μαξιλάρι και είπα: "Ωραία, είσαι έτοιμος. Πες μου αν θες κι άλλη κουβέρτα...Για κάποιο λόγο εδώ έχει αμέτρητες".
Μπήκα μέσα στο μπάνιο κι έβαλα τις πιτζαμες μου. Μόλις βγήκα έξω ήταν ήδη ξαπλωμένος κι έτοιμος να κοιμηθεί.
"Ευχαριστώ, Κινγκ"
"Δεν κανει τίποτα...Α, και να με φωνάζεις Ελεονόρα". Τυλίχθηκα κάτω απτις κουβέρτες και πήγα στην άκρη του κρεβατιού, κοντά του, ώστε να μη νιώσει ότι είναι μόνος.
"Καληνύχτα Τομ"
"Καληνύχτα, Ελεονόρα...όνειρα γλυκά" ειπε.
Έκλεισα το φως, κι ύστερα τα μάτια μου. Ήμουν πολύ κουρασμένη...
【THE NEXT rainy *hehe* DAY】
Ξύπνησα από τον δυνατό ήχο της βροχής που έπεφτε πάνω στα τζάμια.
Ένιωσα ένα χέρι να μου αγκαλιάζει τη μέση. Τι στο-
Γύρισα το κεφάλι μου κι αντίκρισα τον Τομ.
"ΑΑΑΑΑ!" Αναφώνησα
"Ελεονόρα, ηρεμησε. Είχες παγώσει...σε σκεπασα, κρυωνες... σου έβαλα τέσσερις κουβέρτες, ετρεμες. Έτσι αναγκάστηκα να σε αγκαλιάσω" ειπε τριβοντας τα μάτια του με αυτή τη βαριά, sleepy voice. Είναι γλυκούλης όταν χασμουριεται.
"Να με αγκαλιάσεις? Αυτό το λες λυση- Αψου!"
Wait a minute- Φτερνιστικα?
~Τσιλαρε, δεν έχεις κοβιντ.
Τον κοίταξα με γουρλωμένα μάτια και φτερνιστικα ξανά. "Αψου! Κρυωσα? Με κόλλησες? Ήσουν άρρωστος?" Άρχισα να τον βομβαρδιζω με ερωτήσεις.
☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆
Καλώς τα βουτυρομπυρακια μου!
Τι κάνετε? Πως είστε?
Σε λίγο θα ανέβει και δεύτερο part με χαρακτήρες :)
Πως σας φάνηκε το κεφάλαιο?
Ποιο ήταν το αγαπημένο σας σημείο?
Ελπίζω να σας άρεσε btw<3
See ya soon!
Φιλακια:3
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro