Red Wine
〔A Few Hours Later that Day〕
Αχχ, χριστουγεννιατικο μιλκσεικ...κοιτούσα τον τοίχο ονειροπολόντας.
"Ελεονόρα! Με ακούς?" Φώναξε ο Ρον μες στα αυτιά μου.
"Άουυ! Το τύμπανο μου!" Έβαλα τα χέρια μου στη μούρη του και τον έσπρωξα με δύναμη.
"Σιγά. Θα μου πεις τη γνώμη σου επιτέλους?" Με κοίταξε αγανακτησμενος.
"Καλό είναι, αν και δε νομίζω ότι θα διάβαζε η Ερμιόνη κάτι τέτοιο... εννοώ", πήρα το βιβλίο στα χέρια μου σουφρωνοντας τα φρύδια μου, "Μαγικό Σκάκι για Αρχάριους, σοβαρά?"
"Τί?!" Ρώτησε θιγμένος.
"Η Ερμιόνη παίζει να είναι η καλύτερη παίκτρια μαγικού σκακιού σε όλο το σχολείο, το βιβλίο θα της είναι κάπως... άχρηστο, με καταλαβαίνεις?"
"Τς... καλά, θα το δώσω στον Χάρι τότε", πήρε το βιβλίο από τα χέρια μου και το τοποθέτησε δίπλα του, πάνω στο κρεβάτι.
"Και για τον Χάρι τί έχεις πάρει?"
"Αυτό...", μου έδωσε μία μαγική πένα και μελάνι ενώ έκανε ένα τεράστιο eye roll.
"Αυτό αγαπητέ Ρόναλντ, είναι το κατάλληλο δώρο για την Ερμιόνη", είπα.
"Νταξει, θα δώσω την πένα και το μελάνι στην Ερμιόνη... Α! Ξέχασα να σου πω... πήρα και για εσένα κάτι, έτσι, για να μη με ξεχάσεις αυτές τις δύο εβδομάδες".
"Νομίζω πως είναι πολύ δύσκολο να σε ξεχάσει κάποιος, ειδικά τον τρόπο που μασουλάς!" Τον πείραξα.
"Χα, γελάσαμε", είπε ειρωνικά με ένα ψεύτικο χαμόγελο και μου έδωσε το δώρο μου, "Ορίστε".
"Τι- Μα- Τί είναι αυτά?"
"Λοιπόν, αυτό", είπε πιάνοντας με τον δείκτη και τον αντίχειρα του ένα πλαστικό πακετάκι, "λέγεται noodles, και το άλλο, βραστήρας".
"Μου κάνεις πλάκα έτσι?"
"Αφού δεν έχεις χρόνο να τρως", είπε ειρωνικά τονίζοντας τις λέξεις δεν έχεις, "σκέφτηκα να σου πάρω κάτι για το δωμάτιο σου. Θα παίρνεις ένα μπολ, κούπα ή ότι επιθυμείς, θα βάζεις μέσα τα noodles, ύστερα βραστό νερό, και θα τρως. Capisce?"
"Ναι, καπίς... Ευχαριστώ ξαδερφάκι", τον πήρα μια μεγάλη, σφιχτή αγκαλιά κι έκανε το ιδιο.
Μέσα στο δωμάτιο μπήκε ο Σίμους, με βρεγμένα μαλλιά, παπούτσια και ρούχα.
"Διακόπτω την ξαδερφική στιγμή?", είπε σηκώνοντας το φρύδι του.
"Τί έπαθες πάλι?" Ρώτησε ανήσυχος ο Ρον.
"Έκανα εξάσκηση στα φίλτρα μαζί με τον Νέβιλ, και... μάλλον δεν είναι η τυχερή μου μέρα", έσκυψε το κεφάλι του τινάζοντας το ραβδί του.
Τον κοίταξα από πάνω μέχρι κάτω, ήταν σα να είχε βουτήξει μέσα στη λίμνη.
"Τί φίλτρο προσπαθούσατε να φτιάξετε?"
"Dawdle Draft. Πρόσθεσα παραπάνω ρίζα βαλεριάνας και ιδού το αποτέλεσμα".
Κούνησα το κεφάλι μου. "Πόσα κομμάτια της ρίζας πρόσθεσες?"
"Πεντε", ξεροκατάπιε.
"Την επόμενη φορά βάλε μόνο τρία, ούτε λιγότερα ούτε περισσότερα. Είσαι τυχερός που έγινες μούσκεμα και δεν πήρες φωτιά".
Ο Σίμους γούρλωσε τα μάτια του. "Θα, θα το έχω κατά νου".
"Εμ, εγώ λέω να πηγαίνω, πριν με τσακώσει ο Φιλτς στους διαδρόμους. Καλά να περάσεις Ρον, καληνύχτα Σίμους".
"Καληνύχτα Ελεονόρα!"
"Φχαριστω ξαδέρφη!" Φώναξαν και οι δύο καθώς έβγαινα από το δωμάτιο του Ρον, του Χάρι, του Σίμους και του Ντιν.
【Ron's Pov】
"Εμ, εγώ λέω να πηγαίνω, πριν με τσακώσει ο Φιλτς στους διαδρόμους. Καλά να περάσεις Ρον, καληνύχτα Σίμους", η Ελ σηκώθηκε, πήρε το παλτό και το κασκόλ της και πήγε να φύγει.
"Καληνύχτα Ελεονόρα!" Φώναξε ο Σίμους, με μάτια σχηματισμενα σε καρδιές.
"Φχαριστω ξαδέρφη!"
"Πω πω... η ξαδέρφη σου είναι, είναι... Ουαου..."
Όσο εκείνος μονολογουσε, εγώ άφησα το βιβλίο πάνω στο κρεβάτι του Χάρι, και δίπλα, αφού έγραψα ένα σημείωμα για να καταλάβει ότι το άλλο δώρο είναι για την Ερμιόνη, άφησα την πένα μέσα στη θήκη της και το μελάνι.
Άρπαξα την βαλίτσα μου και είπα κοφτά, "Γκρρ, έλεος. Εγώ φεύγω".
"Περίμενε! Που, που πας?"
"Στην Αίγυπτο!!!"
【Eleonora's Pov】
Χτυπούσα το πόδι μου νευρικά στο πάτωμα. Είχαν περάσει πέντε λεπτά κι ακόμη δεν είχε εμφανιστεί.
~Υπερβάλεις.
Καθόλου! Λες να μου έκανε φάρσα?
~Παίζει...
Μήπως να ήθελε να στείλει το γράμμα σε κάποια άλλη?
~Παίζει και αυτό. Για ποια λες να προοριζόταν?
Δεν, δεν έχω ιδέα.
Ένιωσα ένα χέρι να ακουμπά τον αυχένα μου και μου ξέφυγε μία τσιρίδα.
"ΑΑΑΑ--"
Ο άγνωστος creepy άνθρωπος μού έκλεισε το στόμα και γρύλισε στο αυτί μου, "Εγώ είμαι γαμώτο".
Άρωμα βανίλιας και τσιγάρο...
Γύρισα το κεφάλι μου, με το χέρι του ακόμα πάνω στο στόμα μου.
Έβγαλε έναν χάρτη από την τσέπη του... Έναν χάρτη του Χογκουαρτς που έλεγε που βρισκόταν ο καθένας.
Έτσι όπως επεξεργαζόμουν τον χάρτη, αντίκρισα το όνομα της Ερμιόνης ακριβώς μπροστά από του Μαλφοι μέσα στην αποθήκη με τα σκουπόξυλα. Τι στα γένια του Μέρλιν--
"Ο Φιλτς μας άκουσε, ακολούθησε με", πήρε το χέρι του από το στόμα μου και τώρα το έβαλε πάνω στο χέρι μου.
"Ποιος είναι εκεί?!" Φώναξε ο Φιλτς. "Πιβς, άθλιο φάντασμα, αν σε πιάσω στα χέρια μου θα δεις τι θα πάθεις!!!
Ο Ματτέο με τράβηξε και τρέξαμε μέσα στο γραφείο της ΜακΓκοναγκαλ. Μου έκανε νόημα να κάνω ησυχία. Κοίταξε μία ακόμη φορά τον χάρτη και παρατήρησε ότι ο Φιλτς και η κυρία Νόρις είχαν πλέον απομακρυνθεί. Πλησίαζαν τον Πιβς, του οποίου όνομα μετακινούταν πέρα δώθε στην αίθουσα Σκοτεινών Τεχνών (DADA).
"Ατσού!" Φταρνιστηκα.
"Σώπασε!"
Άνοιξε αργά την πόρτα του γραφείου της ΜακΓκοναγκαλ, τσέκαρε δεξιά κι αριστερά, και μου ψιθύρισε "Έλα".
Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, ξεφυσηξε. "Είσαι τυχερή που σου έχω αλλαξιά μέσα στην άμαξα".
"Πού θα πάμε?" ψιθύρισα.
"Κάπου στο Χογκσμιντ".
"Στα Τρία Σκουπόξυλα?"
"Σιγά μη σε πάω εκεί για το πρώτο μας ραντεβού", απάντησε προσβεβλημένος.
Ραντεβού? Φωνούλα, εννοεί κανονικό ραντεβού?
~Γκρρ, ναι. Έτσι φαίνεται.
Ουαου...
~Σταμάτα να κοκκινίζεις έτσι, θα ξεράσω.
Πολύ ξινή είσαι σήμερα...
~Έχω πάρει από τη θεά Ζενεβιέβ.
Ποια είναι αυτή?
~Δες GNTM.
Βγήκαμε από το κάστρο, αλλά εγώ σταμάτησα μπροστά από το χιόνι. "Εμ, Ματτέο!" Ψιθύρισα.
"Τί θες?"
Του έδειξα τα πόδια μου. Όταν παρατήρησε ότι φορούσα τις χνουδωτες παντόφλες μου ξεφύσηξε αγανακτησμενος άλλη μία φορά.
"Έλα εδώ...", με σήκωσε σε στυλ νύφης μέχρι να φτάσουμε στην άμαξα, η οποία βρισκόταν λίγο πιο έξω από το Χογκουαρτς.
Καθίσαμε αντικριστά.
Χωρίς να χάσει χρόνο, μου έδωσε μία τσάντα με ρούχα, πανωφόρι και παπούτσια.
"Πού θα αλλάξω?" Τον ρώτησα.
"Εδώ, μπροστά μου", απάντησε χαμογελώντας πονηρά.
"Θα κοιτάς αλλού όμως!" Κοκκίνισα ολόκληρη.
Χασκογέλασε. "Ναι, θα κοιτάω έξω απτό παράθυρο".
"Δεν σε εμπιστεύομαι...", είπα σταυρώνοντας τα χέρια μου μπροστά από το στήθος μου.
"Τότε... θα κλείσω τα μάτια μου", σήκωσε τα φρύδια του, ενώ εγώ έβραζα από θυμό.
"Ωραία λοιπόν, κλεισ'τα".
Έκλεισε τα μάτια του κι εγώ άρχισα να αλλάζω, όταν ξεκίνησε να μετράει αντίστροφα από το εξήντα.
"Τι κάνεις?!" Φώναξα πανικοβλημένη.
"Μη σπαταλάς το χρόνο σου, έχεις ένα λεπτό...", είπε με ένα λοξό χαμόγελο.
"Πενήντα δύο, πενήντα ένα..."
Άρχισα να πανικοβάλλομαι ακόμα πιο πολύ. Αφού έμεινα μισόγυμνη μπροστά του, άρχισα να βάζω τα ρούχα που μου είχε δώσει.
"...Σαράντα. Τριάντα εννιά..."
"Περίμενε!"
"...είκοσι επτά...δεκαεννέα..."
"Μισό λεπτό! Δεν μπορώ να σηκώσω το φερμουάρ!"
"Δέκα. Εννιά, οκτώ, επτά..."
"Γκρρ... Άνοιξε τα μάτια σου, θέλω βοήθεια", έκατσα δίπλα του και γύρισα την πλάτη μου ώστε να μπορέσει να ανεβάσει το φερμουάρ του μαύρου φορέματος.
Ήταν ακριβώς επάνω απτά γόνατα, είχε ανοιχτό ντεκολτέ -αλλά όχι πολύ- και μακριά μανίκια.
Τα παγωμένα του δάχτυλα άγγιξαν την πλάτη μου, καθώς ανέβαζε το φερμουάρ, προκαλώντας μου ανατριχίλα.
Μόλις το ανέβασε, γύρισα να τον κοιτάξω. Τα μάτια του έλαμπαν, αλλά η όψη του ήταν άγρια, σοβαρή, πληγωμένη.
Τοποθέτησα τα χέρια μου αργά πάνω στα μάγουλά του. Το πρόσωπο του ήταν επίσης παγωμένο. Πλησίασα τα χείλη μου στα δικά του, δίχως να σταματήσω να τα κοιτώ. Το χέρι του ταξίδεψε πίσω στην πλάτη μου, και το άλλο στον λαιμό μου φέρνοντας με πιο κοντά.
Ταξίδευα στα αστέρια του νυχτερινού ουρανού για άλλη μια φορά, και ήταν υπέροχο.
Ένιωσα τα χείλη του να χαμογελούν καθώς ήταν κολλημένα πάνω στα δικά μου.
Μου έπιασε τη μέση και με τοποθέτησε πάνω στα πόδια του. "Είσαι πανέμορφη, πριγκίπισσα... Το ξέρεις?"
Κούνησα το κεφάλι μου, "Κι εσύ δεν πας πίσω..."
"Φτάσαμε κύριε!!" Φώναξε ο οδηγός της άμαξας.
"Εντάξει, σταμάτα λίγο πιο κάτω", είπε ο Ματτέο. Έβαλε μία τούφα πίσω απτό αυτί μου, κι ύστερα με φίλησε για μία ακόμη φορά πριν βγούμε από την άμαξα.
Μου έπιασε το χέρι και μπήκαμε μέσα σε ένα εστιατόριο. Χαμηλός φωτισμός, χρυσές λεπτομέρειες, κόκκινα έπιπλα, χαλαρή τζαζ και ένα τραπέζι για δύο.
Πήγαμε στη ρεσεψιόν, κι ο Ματτεο έδωσε στη γυναίκα εκεί έναν φάκελο, μετά της ψιθύρισε κάτι, ενώ εκείνη κουνούσε σοβαρή το κεφάλι της.
"Εντάξει, θα ενημερώσω το αφεντικό...", μουρμουρισε. "Λοιπον, είχατε κλείσει τραπέζι για δύο, σωστά?"
"Ναι", απάντησε κοφτά ο Ματτεο.
"Ωραία, ακολουθήστε με", μας οδήγησε στο τραπέζι μας, κάτσαμε, και μας έφεραν το μενού.
"Τί σκέφτεσαι να φας?"
Σούφρωσα τη μύτη μου, "Εμ, δεν ξέρω ακόμα. Σκέφτομαι για μία πάστα Bottarga. Εσύ τί θα πάρεις?"
"Μάλλον αυτό εδώ, το scallops, και σίγουρα κόκκινο κρασί. Έχουν τα καλύτερα κρασιά εδώ πέρα..."
"Πώς το ξέρεις?"
"Εδώ έφερε ο Ντρακο την κοπέλα του, δεν μας λέει ακόμα ποια είναι βέβαια..."
"Εσύ τους έχεις πει για εμένα?"
"Όχι ακόμα. Όλοι τους και ειδικά ο Νοττ ήταν, πως να το εξηγήσω, δεμένοι με τον Τομ".
"Κατάλαβα... Άρα, ζήτησες βοήθεια από τον Ντρακο για να αποφασίσεις που θα με πας?"
"Όχι ακριβώς, ήξερα ότι αυτή η περιοχή έχει γαμάτα εστιατόρια, ιδανικά για το πρώτο μας ραντεβού".
"Και, πού θα πάμε για το δεύτερο μας ραντεβού?", τον ρώτησα πονηρά, στερεονωντας το κεφάλι στο χέρι μου.
"Δεν είμαι σίγουρος. Μάλλον σε κάποιο ξενοδοχείο, μόνοι μας μέσα σε μία σουίτα", μου έκλεισε το μάτι και έκανε νόημα στον σερβιτόρο για να παραγγείλουμε.
Τα μάγουλα μου έγιναν κατακόκκινα.
"Γεια σας, τι θα παραγγείλετε?" Είπε ο σερβιτόρος.
~Ψηλός, ξανθός, γαλάζια μάτια, ίδιος ο Κεν. Αχ και να 'ταν η Μπάρμπι εδώ...
Ρε αν τον παρατηρησεις καλα, ειναι φτυστός ο Κεν...!
~Σκεφτεσαι αυτο που σκέφτομαι?
Νοπε.
~Θες να μαθεις?😏
Οχι!!!
"Εγώ θα πάρω αυτό το...", ο Ματτέο τού έδειξε με το δάχτυλο του πάνω στο μενού. Παραγγειλε για εμένα και εκείνον.
【...】
Η ώρα περνούσε κι εγώ νύσταζα όλο και πιο πολύ. Συζητούσαμε. Με κοίταζε, χαμογελούσα, και λέγαμε μυστικά. Ήξερα ότι ήταν θανατοφαγος. Το κατάλαβα το βράδυ που συνάντησα τον μπαμπά μου.
Όσο λέγαμε μυστικά, έλεγε και κάποια αστεία. Ήξερα ότι ήθελε να μου το πει. Ένιωθα να υπνωτίζομαι από τα μάτια του, τα βλέφαρά μου ήταν βαριά και γέμιζε συνεχώς το ποτήρι μου με κρασί.
Σκούρα καφέ μάτια. Σχεδόν μαύρα στο σκοτάδι, έντονα καφέ στο φως. Σκούρα μάτια...
Ξαφνικά, τα μάτια μου έκλεισαν. Όλα μαύρα. Μόνο το άρωμα του μύριζα. Ένιωθα χέρια να με ακουμπούν στην πλάτη, μέση, μάγουλα, μαλλιά, και ξανά μάγουλα...
【The Next Day】
Έκανε απίστευτο κρύο. Άνοιξα τα μάτια μου διακοπτοντας στη μέση τον εφιάλτη που έβλεπα.
Ένα, ο Ματτεο ροχαλιζε δίπλα μου.
Δύο, βρισκόμουν στο δωμάτιο του.
Τρία, φορούσα μία τεράστια πράσινη φανέλα του Σλίθεριν.
Ει, μου πάει το πράσινο...!
Ο Ματτεο γύρισε στο πλάι, άνοιξε αργά τα μάτια του και μουρμούρισε "Ξέχασα να σου βάλω παντελόνι..."
Γούρλωσα τα μάτια μου και σήκωσα το πάπλωμα ανακαλύπτοντας γιατί κρυωνα.
Θα τον σκοτώσω!
☆☆☆To be continued, lmao☆☆☆
Μπονζουρρ βουτυρομπυρακια μου<3
Τί κανετε? Χαου μπου γιου μπου?
Ελπιζω να ειστε παααααααρα πολυ καλα!!!
Δεν ανέβασα κεφάλαιο νωρίτερα λόγω των εξετάσεων του τετράμηνου...
Ενα εχω να σας πω, στα μαθηματικα πατωσα.
Ποιο ηταν το αγαπημένο σας σημείο?
Τι πιστεύετε οτι θα γινει στο επομενο κεφάλαιο?
Αυτα φορ τουντει!
Μπαιιιι<3
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro