Obliviate
"Εις υγείαν των πιστών μου ακόλουθων".
Βγήκα από τις σκέψεις μου.
Η τραπεζαρία ήταν όσο κρύο όσο και το χιόνι έξω από την έπαυλη. Είχα κάνει ένα τεράστιο λάθος... Κι άργησα να το συνειδητοποιησω.
Σήκωσαν τα ποτήρια τους. Τα βλέμματα στραμμένα πάνω στον Λόρδο, καθώς το φίδι του σερνόταν στο τραπέζι.
Ένιωθα σα να πνίγομαι. Δε μπορούσα να πάρω ανάσα. Αισθανόμουν πως η καρδιά είχε ανέβει στο λαιμό.
Το φόρεμα ήταν σφιχτό, τα χέρια μου ιδρωμένα, και όλα άρχισαν να γυρίζουν, και να μικραινουν, και να έρχονται κατά πάνω μου.
Ο αληθινός μου μπαμπάς, είναι μαζί μου, εδώ, τώρα. Με κοιτάει ενώ εγώ αποφεύγω να στρέψω το κεφάλι μου προς το μέρος του.
Με κατάλαβε? Κατάλαβε πως εγώ είμαι η κόρη του?
Κι αν ναι, τότε γιατί δεν κάνει κάτι?
Απλά κάθεται ακίνητος, τσιμπάει, μασουλαει, καταπίνει.
Γιατί φαίνεται τόσο ενοχλητικός?
Μου σπάει τα νεύρα ο τρόπος που τρώει. Που αγγίζει το ποτήρι. Δεν μπορώ να χωνέψω ότι είμαι αίμα του, ότι είμαστε οικογένεια.
Όχι. Οικογένεια δεν είμαστε. Εγώ είμαι εδώ κι εκείνος εκεί. Δεν τον γνώρισα ποτέ, δε με γνώρισε ποτέ. Τέλος.
Το κεφάλι μου γινόταν όλο και πιο βαρύ.
Σίγουρα ήπια πολύ.
Ο Τομ μου ψιθύρισε κάτι, μου έπιασε το χέρι, με βοήθησε να σηκωθώ και με πήγε μακριά από την τραπεζαρία.
Σε ένα δωμάτιο με έναν τεράστιο, κόκκινο, βελούδινο καναπέ, τζάκι, ένα στολισμένο δέντρο και στην απέναντι μεριά του δωματίου βρισκόταν μια πελώρια βιβλιοθήκη με άπειρα βιβλία.
"Τι κάνουμε εδώ?" Τον ρώτησα.
Δεν απάντησε. Άνοιξε μια σαμπάνια και έβαλε στα ποτήρια μας.
"Τόσο καιρό, Κινγκ, περίμενα την κατάλληλη στιγμή...Περίμενα αυτή τη στιγμή", είχε σίγουρα πιει πιο πολύ από ότι εγώ.
"Τι εννοείς, Τομ?"
Με πλησίασε και τσουγκρισε τα ποτήρια μας. "Θα πάρω, όλη τη μαγεία που έχεις μέσα σου, και θα την κάνω δικιά μου", ψιθύρισε με ένα ανατριχιαστικο χαμόγελο.
Μία ρίγη μού προσπέρασε ολόκληρο το σώμα. "Τομ, τι είναι αυτά που λες? Εγω- εγώ δεν έχω δυνάμεις".
"Ω, χαζούλα, έχεις τα φτερά σου. Είσαι μισή άγγελος μισή μάγισσα! Μη που πεις ότι δεν το ήξερες.... Μπορεις να κάνεις παράξενα μαγικά με τα χέρια σου, να πετάξεις, και διάφορες άλλες μαλακιουλες, το θέμα είναι πόσο ισχυρός εγώ μπορώ να γίνω!"
~Σκατα και ρίγανη.
Που κολλάει αυτό?
~Δεν ξέρω αλλά κάπου θα κολλάει!
"Αλλά πρώτα, θα χρειαστεί να σε δέσω...", έβγαλε ένα σχοινί μέσα από ένα συρτάρι κι ένα πριονωτο μεγάλο μαχαίρι.
~R.I.P Eleonora :(
Δεν είναι ώρα για τέτοια!!!!
"Τομ έχεις πιει πολύ, μπορούμε να συζητήσουμε-"
"ΣΚΑΣΕ! Νομιζεις ότι δεν ξέρω πως είσαι ερωτευμένη με τον αδερφό μου?! Ο τρόπος που τον κοιτούσες με έκανε να ξεράσω, αλλά πληγωνόμουν, καταβαθος!" Χτυπουσε με δύναμη τον δείκτη του πάνω στο στήθος του.
~Ναι, καταβαθος είσαι τρελός για δέσιμο αλλά έχε χάρη.
"Μου άρεσες, γιαυτό σου έδινα ερωτικό φίλτρο, έχω κι εγώ συναισθήματα!" Συνέχισε.
"Μη με πλησιαζεις!" Φώναξα με φόβο και θυμό.
"Ωραία λοιπόν, αν δε θες με τον καλό τρόπο, τότε θα το κάνουμε με τον δύσκολο..." Μουρμούρισε.
Έσφιξε το μαχαίρι στην παλάμη του.
Με γοργά βήματα ήρθε καταπάνω μου. Λιγα δευτερόλεπτα πριν έρθει το τέλος μου, άρπαξα ένα απτά εργαλεία τζακιού και το κράτησα μπροστά μου εμποδίζοντας Τομ να με χτυπήσει.
Το αρπαξε. Το πέταξε στο πάτωμα χωρίς εγώ να έχω κάτι να αμυνθω.
Επρεπε να σκεφτώ γρήγορα.
Τον κλωτσησα στο ευαίσθητο του σημείο και διπλωθηκε απτόν πόνο.
Έκανα να τρέξω, αλλά με τράβηξε απτό πόδι κι έπεσα κάτω. Χτύπησα τη μύτη μου με δύναμη στο πάτωμα, κι εκείνος, σηκώθηκε όρθιος, έχοντας πάλι το πάνω χέρι.
Αρχισα να σέρνομαι μακριά του. Το φόρεμα με δυσκόλευε ιδιαίτερα να κινηθώ. Εβγαλα τις γόβες μου και τις πέταξα κάπου αόριστα.
"Βοήθεια!!" Φωναξα.
"Δε θα σε ακούσει κανείς, όσο κι αν φωνάζεις", ήρθε από πάνω μου.
Αφησε το μαχαίρι στο πάτωμα, και με τα δύο του χέρια άρχισε να με πνίγει.
Μπορουσα να ακούσω τους χτύπους της καρδιάς μου, να πηγαίνουν πιο αργά. Όλα γίνονταν πιο σκοτεινά καθώς η ώρα περνούσε. Ενιωθα το πρόσωπο μου να φουσκώνει και να μουδιάζει. Ο πόνος στο κεφάλι ήταν αφορητος.
Τέντωσα το χέρι μου, προσπαθώντας να φτάσω το μαχαίρι. Ημουν τόσο κοντά, αλλά ταυτόχρονα τόσο μακριά.
Το τελευταίο πράγμα που άκουσα πριν όλα γίνουν μαύρα, ήταν κάποιον να φωνάζει: "Flipendo!" ενώ μία λάμψη πετάχτηκε πάνω απτά μάτια μου.
【...】
~ Ξύπνα βλαμμένο, ξύπνα!
Τι έγινε?
~Λυποθιμησες και ο άλλος θα βάλει τα κλάματα μη χεσω
Ποιος καλέ?
~Ανοιξε τα μάτια σου να δεις! Δεν είμαι καμιά υπηρέτρια
Ανοιξα απότομα τα μάτια. Το κεφάλι μου ήταν πιο βαρύ από ποτέ.
Αντίκρισα τον Τομ να ξαπλώνει στο πάτωμα.
Ο Ματτέο καθόταν στην πολυθρονα, κι έκρυβε το πρόσωπο του μέσα στα χέρια του. "Ματτεο, τι έκανες?" Ρώτησα. δεν ήμουν αναστατωμενη ούτε θυμωμενη, ας πούμε πως ήμουν, χαρούμενη....
"Ελεονόρα, θα σε σκοτωνε-"
"Τι θα κάνουμε τώρα? Με το πτώμα..."
"Οχι, όχι, δεν κατάλαβες καλά, δεν είναι νεκρός. Αλλα αναίσθητος. Και εσύ δε θα κάνεις τίποτα, θα το τακτοποιήσω εγω", σηκώθηκε, άφησε το ποτήρι του στο τραπεζάκι και με πλησίασε απειλητικά.
"Άσε τις ανοησίες..."
Ο Τομ άνοιξε τα μάτια του, γεμάτος περιέργεια. "Ποιοι είστε εσείς?"
Γυρισα το κεφάλι μου προς τον Ματτέο. "Σοβαρά τώρα ?" ειπα.
"Του έκανα λήθη. Εχει ξεχάσει τα πάντα. Ξερεις ότι είναι υπέρ μας να τα ξεχάσει όλα, σωστά?"
"Το ξερω".
"Ουαου, τέλειο τζάκι!" Αναφώνησε ενθουσιασμένος ο Τομ.
"Πρεπει να τον αφήσουμε στη Knockturn Alley. Εκεί ίσως να τον πιάσουν και να τον στείλουν στο Αζκαμπαν".
Κουνησα το κεφάλι μου δυο φορές, "Καλη ιδέα".
"Το δείπνο έχει σχεδόν τελειώσει. Ανέβα τις σκάλες, μπες στην τέταρτη πόρτα στα αριστερά και θα έρθω να σε βρω". Μου έδωσε τις γόβες και χτενισε με τα δάχτυλα του τα μπερδεμένα μαλλιά μου. "Φερσου φυσιολογικά".
~Θελεις να τον φιλήσεις?
Ναι. ΕΝΝΟΩ ΟΧΙ! Σταμάτα να με ρωτάς παράξενα πράγματα! είμαι μεθυσμένη...
~Ναι καλά.
Μολις άγγιξα το πόμολο της πόρτας, άνοιξε και με φορά μπήκε μέσα ο Γκρίντελβαλντ.
"Αγορι, έξω. Εσυ μέσα", είπε με αυστηρό κι ύστερα ήρεμο τόνο στη φωνή.
Ο Ματτεο κοίταξε μία τον Τομ και μία εμένα.
"Μην ανησυχείς", του είπε ο Γκρίντελβαλντ, "Θα τον αναλάβω εγώ".
Δεν απάντησε, απλά βγήκε έξω κι έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Ύστερα ο Γκρίντελβαλντ την κλείδωσε με το ραβδί του.
Γιατι τα μαλλιά του είναι τόσο άσπρα?
Τεντωσε το χέρι του, μου έκανε νόημα να τον ακουμπήσω κι αυτό έκανα.
Μας τηλεμεταφερε στον τεράστιο λαβύρινθο που έχουν οι Μαλφοι πίσω από την έπαυλη τους.
Δεν ήξερα τι να πρωτοπώ...
"Γεια."
"Γεια..." Ειπαμε και οι δύο ταυτόχρονα.
Γελασε κι ύστερα με έπιασε από τους ώμους. "...Ποσο μεγάλωσες... Ησουν ενός μηνών την τελευταία φορά που σε ειδα".
"Εγώ δε σε είδα ποτέ", τα μάτια μου άρχισαν να πλημμυρίζουν δάκρυα.
"Όχι, όχι, μην κλαις...Μπορεί να είμαι λίγο τρελός, αλλά, σου πήρα αυτό", έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του ένα μικρό κουτάκι, με μία πράσινη κορδέλα.
Ρουφηξα τη μύτη μου. "Τί είναι αυτό?" χαμογελασα καθώς περιεργαζομουν το περιτύλιγμα.
"Είναι ένα δωράκι, για τα γενέθλια σου. Και αυτό....", είπε κι έβγαλε ένα ακόμα δώρο από την τσέπη του, "Είναι για τα Χριστούγεννα· να το χρησιμοποιήσεις με προσοχή".
"Ευ-ευχαριστω", ένιωθα παράξενα. Ηθελα να τον αγκαλιάσω αλλά φοβόμουν.
Μου χαμογέλασε για μία ακόμη φορά και ειπε: "Ξέρω πως έχεις ερωτήσεις τις οποίες δεν μπορώ να σου απαντήσω εδω, τώρα, αλλά θέλω να ξέρεις πως δεν είναι ντροπή να είσαι μία Γκρίντελβαλντ. Γνωριζω πως ξέρεις ότι είμαι θανατοφαγος, και θα σου εξηγήσω γιατί, αλλά μια άλλη μερα. Το μόνο που θέλω από σένα είναι να μείνεις μακριά από την οικογένεια Ριντλ. Ο Τομ είναι πολύ επικίνδυνος, κι άλλο τόσο είναι ο αδερφός του ο Ματτέο".
"Δεν ξέρεις καλά τον Ματτέο, είναι πιο καλός απ'οτι φαινετ-"
"Το μόνο που θέλω είναι είσαι ασφαλής. Κρατα τις δυνάμεις σου κρυφές, εξασκησου, και να θυμάσαι...Εισαι μία Γκρίντελβαλντ", με αγκάλιασε σφιχτά και τηλεμεταφερθηκε κάπου άγνωστα.
"Είμαι μία Γκρίντελβαλντ", ψιθυρισα.
【...】
Η ώρα ήταν περασμένες τρεις. Πλέον όλοι είχαν φύγει, και οι συγγενείς των Μαλφοι είχαν αποκοιμηθει στα δωμάτια τους.
Μονο εγώ ήμουν ξύπνια... Η κυρία Μαλφοι μου έδειξε το δωμάτιο μου, και με ενημέρωσε ότι σε περίπτωση που χρειαζόμουν κάτι να το έλεγα στον Ντομπι, όπου θα βρισκόταν στην στο κρεβατάκι του στη σοφίτα για το υπόλοιπο βράδυ.
Κλειστηκα μέσα στο δωμάτιο μου, βρίσκοντας επιτέλους την ευκαιρία να βγάλω αυτό το θανατηφόρο φόρεμα. Ειχαν συμβεί πάρα πολλά μέσα σε μία νύχτα και το μόνο που χρειαζόμουν ήταν ένας χαλαρός υπνάκος.
Έβαλα πιτζάμες που μου έδωσε η κυρία Μαλφοι, και ξάπλωσα κατευθείαν στο κρεβάτι.
【Mattheo's Pov 】
Χτυπουσα νευρικά το πόδι μου στο πάτωμα. Αναρωτιομουν τί έκανε η Κινγκ και γιατί αυτός ο παράξενος ήταν μαζί της...
Πηρα μια βαθιά ανάσα και μέτρησα ως το 10. Η ανυπομονησία μου με σκοτωνε... Κοντευα να τρελαθώ.
Ανοιξα την πόρτα του και με γοργό βήμα έφτασα έξω από το δωμάτιο της. Άγγιξα το πόμολο, κι αργά εισχώρησα στο δωμάτιο της προσπαθώντας να μην κάνω κάποιο ήχο που θα την ξυπνούσε.
Τα μάγουλά της ήταν κόκκινα· ήταν σκεπασμένη με την κουβέρτα ως τα γόνατα, και ετρεμε κουλουριασμενη.
Εκλεισα το παράθυρο από το οποίο έμπαινε ο παγωμένος αέρας, κι ύστερα την σκέπασα.
Μολις έκανα να φύγω, με τράβηξε απότομα από το χέρι.
"Ματτεο?" Μουρμούρισε.
"Ναι?"
"Θα ξαπλώσεις μαζί μου...?" είχε ακόμα τα μάτια της κλειστά.
"Οχ-"
"...μπορεί να, να δω εφιάλτες παλι", είπε με νυσταγμενη φωνή.
Πως μπορούσα να αντισταθώ?
Αλλα όχι, έπρεπε να επιστρέψω στην κάμαρα μου σε περίπτωση που με επισκεπτόταν ο Λουσιους.
Πηρα το χέρι της πάνω από το δικό μου, και το ακούμπησα μαλακά πάνω στο κρεβάτι.
[The Next Day]
Ο Τομ δεν ήταν στη βιβλιοθήκη. Ευτυχώς.
Τελικα, όντως ο Γκρίντελβαλντ μας βοήθησε.
Πηγα στην κουζίνα. Ετοιμασα καφέ, και βγήκα έξω, στον κήπο. Στο ένα χέρι ο καφές, στο άλλο το τσιγάρο.
Ρουφουσα μανιωδώς το τσιγάρο, κι όποτε στεγνωναν τα χείλη μου, τα ενυδατωνα με μία γουλιά καφέ.
Ντυμενη με ένα σκούρο πράσινο φόρεμα, ή Κινγκ στάθηκε πίσω μου. Ακινητη. Δεν μίλησα, ήξερα ότι ήθελε να μου πει κάτι. Ακουγα τη φωνή της να κομπιάζει, και κάθε φορά, ξεκινούσε άλλη πρόταση.
"Πες αυτό που σκέφτεσαι", είπα κοιτώντας ακόμη μπροστά μου, τη λιμνούλα με τα νούφαρα.
"Οτι έγινε χθες", έκανε μια μικρή παύση να παρει ανασα. "Δεν, δεν πρέπει να το μάθει κανείς. Εγω θα πω ότι χώρισα με τον Τομ, κι εσύ θα πεις ότι... οτι τσακωθηκατε κι έφυγε μακριά".
"Καλη ιδέα" ειπα κοφτά.
Εκανε λίγα βήματα μπροστά, μειώνοντας την απόσταση μεταξύ μας.
"Και, όσο για χθες το βράδυ, στην κάμαρα μου, πρέπει να σε ενημερώσω οτι ήμουν πολύ μεθυσμένη".
Δεν την πίστεψα. Μπορεί να είχε πιει αλλά, "Το αλκοόλ μιλάει".
"Ο-οχι. Βασικα ναι, αλλά όχι! Ημουν μεθυσμένη κι έλεγα άσχετα πράγματα..."
"Δηλαδη θέλεις να μου πεις ότι δε βλέπεις εφιάλτες?"
"Ναι, δεν βλέπω εφιάλτες".
"Μη μου λες ψέματα, η φωνή σου τρεμει και χτυπάς νευρικά το πόδι σου στο πάτωμα-"
"Λογω του κρύου!" Είπε απότομα.
Μου αρεσε η ιδέα τ'οτι πίστευε πως μπορούσε να μου πει ψέματα.
"Κρυωνεις?" την ρώτησα, κοιτώντας ακόμα μπροστά.
"Οχι", είπε.
"Εχεις πει δυο ψέματα μέσα σε είκοσι δευτερόλεπτα, το ξερεις?"
"Εμ, οχι".
"Τρια ψέματα..."
"Δεν κρυώνω!"
"Τεσσερα, έλα εδώ".
"Οχι".
"Δεν σε ρώτησα Κινγκ".
Ξεφυσηξε και με πλησίασε χτυπώντας τα πόδια της στο υγρό, φρεσκοκουρεμενο γρασίδι.
Εβγαλα το σακάκι μου και το άφησα πάνω στους ώμους της. Το πρόσωπο της ήταν χλωμό.
"Εφαγες πρωινο?" Είπα με αυστηρό τόνο στη φωνή.
"Ναι..."
"Πεντε".
"Καλα, δεν έφαγα. Αλλα δεν πεινάω!"
"Κοψε τις μαλακιες". Την τράβηξα από το χέρι μέχρι την κουζίνα. Ειπα στον Ντομπι και στα άλλα ξωτικά να φτιάξουν πρωινό.
Εικοσι λεπτά αργότερα, ολόκληρο το τραπέζι της τραπεζαρίας ήταν γεμάτο λιχουδιές. Η οικογένεια Μαλφοι ήρθε να δειπνησει μαζί μας.
Μόνο που η Κινγκ δεν κατέβαζε μπουκιά. Καθισα απέναντι της και την κοιτούσα με το κλισέ θανατηφόρο βλέμμα μου μέχρι να αδειάσει το πιάτο της.
Ειχε βάλει μια μπουκιά σαλιγκαροπιτα στο στόμα της και την είχε κρατήσει εκεί για πόση ώρα. Η σαλιγκαροπιτα θα ειχε γίνει σούπα!
"Μην κάνεις σαν μωρο! Καταπιε!" Φωναξα ψιθυριστά.
"Μμμμμ", μουγκρισε.
Παλι καλα που η οικογένεια Μαλφοι ήταν απασχολημένη με την τάρτα κεράσι.
"Κινγκ! Μη με κάνεις να έρθω εκεί, γιατί θα σε βάλω να το φτύσεις και να το φας", ψιθύρισα πάλι.
Εκανε μια γκριμάτσα αηδίας, καθώς προσπαθούσε να καταπιεί την πίτα.
Δεν άντεξε. Σηκωθηκε απότομα ρίχνοντας την καρέκλα στο πάτωμα, κι ετρεξε σφεντόνα μέχρι το μπάνιο.
☆☆☆☆☆☆☆★☆☆☆☆☆☆☆
Aloha ma friends!!!
Τι κάνετε?? Πως ειστε??
Οχι, πείτε μου ειλικρινά, η σαλιγκαροπιτα δεν είναι ότι χειρότερο?!
Καημενη Ελ...
Τεσπα!!!
Τι πιστεύετε πως ήταν το δεύτερο δώρο που έδωσε ο Γκρίντελβαλντ στην Ελεονόρα?
Και ποιο είναι το αγαπημένο σας σημείο αυτού του κεφαλαιου?
Byeee❤❤
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro