In your eyes
Δεν πίστευα στον έρωτα με την πρώτη ματιά, μέχρι που εμφανίστηκες εσύ.
Τα άλλαξες όλα μέσα μου.
Γκρέμισες αυτό το αδιαπέραστο τοίχος κι άνοιξες δρόμο προς την καρδιά μου.
Τα μάτια σου με διάβασαν και με κατάλαβαν, τώρα πλέον δε μπορώ να κρυφτώ...
Να σε εμπιστευτώ, γλυκιά πριγκίπισσα;
-Mattheo
☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆
Τα σύννεφα έκαναν την εμφάνιση τους στον ουρανό. Έφερναν σταγόνες βροχής που ακουμπούσαν με δύναμη το υγρό έδαφος.
Η Eleonora εσφιξε την λαβή της βαλίτσας της και με τα πόδια της να τρέμουν απτό άγχος μπηκε μέσα στο τρενο. Αμέσως η ζέστη ατμόσφαιρα την αγκάλιασε δίνοντας της μια τρυφερή αίσθηση απαλότητας, πράγμα που την έκανε να νιώθει πιο άνετα.
Άρχισε να περπατάει μέσα στο τρενο χαμένη. Χωρίς να το καταλάβει, έπεσε πανω σε κάποιον, με αποτέλεσμα να προσγειωθεί στο πάτωμα.
Το αγόρι δεν προσφέρθηκε να την βοηθήσει να σηκωθεί. Απλα την κάρφωσε με τα μαύρα μάτια του κι έφυγε ανακατεύοντας τις μπούκλες των μαλλιων του.
Η Eleonora στηρίχθηκε στη βαλίτσα της και σηκώθηκε όρθια, ενώ στα μάτια της συγκεντρώνονταν δάκρυα. Δάκρυα φόβου. Φοβόταν ότι οι μάγοι εδώ δε θα ήταν τόσο φιλικοί όσο νόμιζε.
Ε τι περίμενε? Ήταν μια νεαρή muggleborn, ή αλλιώς, μια λασποαιματη, έτσι όπως θα την αποκαλούσαν καθαροαιμοι μάγοι που ήταν βυθισμένοι στο χρήμα.
Βρήκε ένα άδειο κουπέ και κάθισε δίπλα στο παράθυρο. Παρακολουθούσε τον αέρα να ταξιδεύει και τα δέντρα να κουνιούνται στον ρυθμό του. Κοιτούσε τον βροχερό ουρανό που έστελνε σταγόνες βροχής στο παράθυρο του τρενου. Έβλεπε τα βουνά να στέκονται περήφανα δείχνοντας το ύψος τους, παλεύοντας με την καταιγίδα.
Ξαφνικά, το κουπέ γέμισαν πέντε αγόρια. Παρακολουθούσε τις κινήσεις τους ενώ κολλούσε όλο και πιο πολύ κοντά στο παράθυρο. Εκείνοι την αγνοούσαν, έκαναν πως δεν υπήρχε. Τους κοίταξε όλους, έναν έναν. Μέχρι που τα μάτια της έπεσαν πάνω στο στηθος του αγοριού από πριν, κι σκαρφάλωσε με το βλέμμα της μέχρι τα μάτια του.
Δίχως να ξέρει τα ονόματα τους, έκανε να φύγει, αλλά ένα χέρι της εσφιξε με δύναμη τον καρπό του χεριού.
Καθαρά τσαντισμένο το αγόρι από πριν την γύρισε μπροστά του. Την πονούσε αλλά δε το ήξερε. Δροσερά δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα ροδοκοκκινα μάγουλά της κι έσκυψε το κεφάλι. Μόλις το κατάλαβε, μαλάκωσε το κράτημα του.
"Ποιο είναι το όνομα σου;" ειπε το ξανθό αγόρι που καθόταν από πίσω της, χωρίς η Eleonora να μπορεί να δει την έκφραση του προσώπου του.
"Με λ-λενε Ελεον-νόρα. Ελεονόρα Κινγκ." Απάντησε η Eleonora τραυλιζοντας. Δεν ήταν ότι πιο βολικο να βρίσκεσαι μεσα σε ένα κουπέ με πέντε άγνωστα αγόρια. (Εγω θα είχα κάνει κεκακια πάνω μου)
"Εγώ είμαι ο Mattheo, Riddle." Της είπε ήρεμα το αγόρι με τα σγουρά μαλλιά και τα μαύρα μάτια. Η Ελεονόρα μόλις άκουσε το επίθετο του η επιθυμία της να φύγει από εκεί μεγάλωσε.
Μόλις ο Ματτεο χαλαρωσε λίγο ακόμα το κράτημα του, η Ελεονόρα βρήκε την ευκαιρία να φύγει από το κουπέ.
Δεν βρήκε κανένα άλλο άδειο κουπέ, έτσι κάθισε στο πάτωμα. Στη μεση του διαδρόμου. Δεν ήθελε πολλές επαφές με μάγους. Ήταν σίγουρη ότι θα την κορόιδευαν για το παρελθόν της...
"Αλλά γιατί αυτός ο Riddle μου μίλησε τρυφερά μετά? Δεν υποτιθεται οτι ήταν θυμωμένος? Μπορεί να μη του άρεσε η ύπαρξη μου...Λογικά, μια 'λασποαίματη' σαν κι εμένα με έναν τέτοιο μάγο σαν κι αυτόν...Χα! Ακούγεται σαν ένα κρύο ανέκδοτο". Σκεφτόταν.
Άνοιξε το ημερολόγιό της κι άρχισε να γράφει όλα όσα της συνέβησαν τις τελευταίες δύο ώρες. Έγραφε κι έγραφε, μέχρι που μετά από μερικά λεπτά στάθηκαν μπροστά της τρία άτομα. Ένα κορίτσι και δύο αγόρια.
Το ένα αγόρι της φαινόταν γνώριμο -είχε τζιντζερ μαλλιά κι ένα πλατύ χαμόγελο στο προσωπο-, έτσι ανοιγοκλεισε τα μάτια της για να τον δει καλύτερα.
"Εσυ είσαι η Ελεονόρα, σωστά?" Τη ρώτησε ο τζιντζερομαλλης. Εκείνη απλά κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
"Είμαι ο Ron Weasley. Μπορεί να μην με θυμάσαι, αλλά είμαστε μακρινά ξαδέρφια. Παρά πολύ μακρινά. Η μαμά μου μου είπε ότι θα έρθεις φέτος εδώ." Η Ελεονόρα σηκώθηκε και τον πήρε μια σφιχτή αγκαλιά. Της είχε λείψει πολύ, είχε χρόνια να τον δει.
Και όντως είχαν πολύ μακρινή συγγένεια...από τον θείο του ξαδερφου του αδερφού του θείου του κουμπάρου του νονού του παππού του πατέρα του Ρον. Μεγάλο μπέρδεμα...
Τους ακολούθησε ως το κουπέ τους και βολεύτηκε δίπλα στο παράθυρο. Ο Ρον, η Ερμιόνη και ο Χάρη κοιτούσαν τη μελανιά στον καρπό του χεριού της -που δημιούργησε ο Ματτεο πριν- αμίλητοι.
Μόλις η Ελεονόρα γύρισε το κεφάλι της, αντίκρισε τα βλέμματα τους. Όταν κατάλαβε που κοιτούσαν τράβηξε το μανίκι της και τους ρώτησε: "Εσ-σεις σε ποιον κοιτώνα ειστε;"
"Στο Gryffindor. Παρεμπιπτόντως...εγώ είμαι ο Harry, Harry Potter."
"Κι εγώ η Hermione Granger. Χάρηκα!"
"Eleonora. Επίσης."
" Ελ, δε μας είπες...πως σου φάνηκε όταν έμαθες πως θα έρθεις στο Hogwarts;" ειπε ο Ρον.
" Ενθουσιάστηκα! Απλά...δεν ξέρω αν θα είναι όλοι φιλικοί σχετικά με το θέμα τ'οτι είμαι muggleborn..." Έκανε η Ελ κι έσκυψε το κεφάλι της.
" Μην αγχώνεσαι, κι εγώ είμαι muggleborn. Μπορεί κάποιοι να σε φωνάζουν κοροιδευτηκα λασποαιματη αλλά μη το πάρεις κατάκαρδα. Απλά τους αρέσει να σπάνε πλάκα." Είπε η Ερμιόνη με μια δόση θυμου στο πρόσωπό της. (Εδω αγαπητέ αναγνώστη να κρατήσεις στην άκρη του νου σου τα υπογραμμισμενα γράμματα. Θα παίξουν μεγάλο ρόλο στη συνέχεια.)
Η Ελεονόρα άρχισε να ξύνει τα χέρια της κάτω απτά μανίκια της μπλούζας, με αποτέλεσμα να φαίνονται μόνο οι άκρες των δακτύλων της.
Ήταν πιο ευαίσθητη κι από την ίδια τη λέξη. Είχε χάσει τη μητέρα της. Την σκότωσαν θανατοφαγοι -παρόλο που ήταν μαγκλ-...Εκείνη τη μέρα που έφυγε απτη ζωή η μητέρα της Ελεονόρας, κάτι αλλο μπήκε μέσα στη δικιά της ζωή...το σκοτάδι. Ο φόβος. Η δύναμη και η αδυναμία...Η δίψα για εκδίκηση την κατάλληλη στιγμή. Ένα χτύπημα στον εχθρό στο αδύναμό του σημείο.
Ο πατέρας της ήταν ο μόνος που της είχε απομείνει. Χρόνια τώρα ήταν μόνη της...μόνη της και πεσμένη ψυχολογικά. Στο παλιό της σχολείο, στο Beauxbatons, ήταν ακόμα πιο ευαίσθητη, αλλά γενναία. Γιαυτό είχε μπει στο Bellefeuille.
Μόνο μία φίλη είχε εκεί...μα τι φίλη κι αυτή? Την εγκατέλειπε συνέχεια για να πάει με άλλα κορίτσια, γελούσε μαζί της και την εσπρωχνε -συνήθως απ'τις σκαλες-...δοκίμαζε ξόρκια πάνω της και πολλές φορές η Ελεονόρα κατέληγε με βρεγμένα ρούχα, σπασμένη μύτη, ή αιωρούταν στο ταβάνι για ώρες ή και μέρες...
Αλλά ποτέ δεν εγκατέλειπε τον ουρανό.
Ένιωθε ότι την καλούσε...κι εκείνη το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να χαζεύει τα αστέρια κι το στρογγυλό φεγγάρι, που κάθε φορά που το έβλεπε γουργουριζε η κοιλιά της κι κατάπινε δυο τρία ρολά κανέλας.
Ο Χάρη δεν είχε πάρει το βλέμμα του από πάνω της. Την κοιτούσε μέσα απτά ολοστρογγυλα γυαλιά του και θαύμαζε το πρόσωπο της. Η μύτη της ελαφρως κόκκινη, το χαμόγελο της ψεύτικο κι χαμένο, και τα μαλλιά της, κυματιστα, ξαπλωναν πάνω στους ώμους της.
Που να ήξερε όμως ότι ο ίδιος ο Διάβολος είχε μπει μέσα της και κρυβόταν ώσπου να έρθει η κατάλληλη στιγμή να βγει, να βγει και να σπείρει τον πανικό.
Η Ελ(εονορα) ακούμπησε το κεφάλι της στο κάθισμα και τα μάτια της άρχισαν να κλείνουν απτην κούραση. Κι έτσι βυθίστηκε στον κόσμο των ονείρων, σε ένα μέρος όπου τα απίθανα μπορούν να γίνουν πιθανά.
Χωρίς να το καταλάβει το κεφάλι της προσγειώθηκε πάνω στον ώμο του Χάρη. Κατευθείαν κοίταξε τον Ρον και την Ερμιόνη πανικοβλητος διότι δεν ηθελε να την ξυπνήσει.
Ήταν τόσο γαλήνια, και το πρόσωπο της ήρεμο. Η αναπνοή της σταθερή και τα μάγουλα της κόκκινα. Ο Χάρη την σκέπασε με τον μανδύα του και περίμεναν να φτάσουν στο Hogwarts.
Στο κουπέ του Ματτεο όμως επικρατούσε ησυχία. Όλοι εκεί μέσα είχαν καταλάβει ότι κάτι είχε ο Ματτεο. Τον έβλεπαν σοβαρό και σκεπτικό...Εδώ και αμέτρητα λεπτά χτυπούσε το πόδι του νευρικά στο πάτωμα δίχως σταματημό.
"Ματτεο, τι έγινε μεγαλε; Πολύ μιλάς σήμερα!" Είπε ειρωνικά ο Ντρακο.
"Οριστε;" Αναφώνησε ο Ματτεο σηκώνοντας το κεφάλι του για να τον αντικρισει, μιας και δεν είχε ακούσει τι του είχε πει ο ξανθός του φίλος.
"Τι ορίστε ρε; Έχεις δει πως εισαι; Πως θα σε αντικρίσει η Πανσυ ετσι το βράδυ;" έκανε ο Θίοντορ (Theodore).
"Χεσε την Πανσυ ρε! Κάθε πουτ*να σκέφτεστε, η ζωή δεν είναι μόνο η ανωμαλία σας! Αφήστε με ήσυχο αν θέλετε το κεφάλι σας να μείνει στη θέση του...!" Είπε τσαντισμένος ο Mattheo κι έφυγε απο το κουπέ σπρώχνοντας κάθε άνθρωπο που βρισκόταν στο πέρασμά του.
Ήταν πνιγμένος αυτές τις μέρες. Ανησυχούσε για την επιστροφή του πατέρα του. Έτρεμε στη σκέψη τ'οτι θα μπορούσε ο ίδιος να γινόταν σαν κι αυτόν. Αλλά αυτό ήταν το μέλλον του...ήταν ένας Riddle ούτως ή άλλως.
[...]
Μόλις το τρένο σταματησε η Ελ ξύπνησε κι αντιλήφθηκε ότι κοιμόταν στον ώμο του Χάρη.
"Συ-συγγνωμη..." ειπε σκυβοντας το κεφάλι της για να μη φανούν τα κόκκινα μάγουλά της.
Σηκώθηκε να βάλει τη ρόμπα της. Σηκώθηκε κι ο Χάρη, στάθηκε μπροστά της και την κοίταξε μες στα μάτια. "Δεν πειράζει, ο ωμός μου θα ειναι πάντα ελεύθερος για σένα." Της είπε, κι αυτό την έκανε να κοκκινισει ακόμα λίγο. Άλλο λίγο και θα έμοιαζε με ντομάτα.
Στη συνέχεια βγήκαν έξω από το τρένο όπου τους περίμεναν ο Ρον και η Ερμιόνη.
Κατευθύνθηκαν προς τις αμαξες. Μόνο μία είχε μείνει και δεν τους χωρούσε όλους. Αναγκαστικά ένας τους θα επρεπε να πάει στην μόνη άμαξα που είχε μια κενή θέση...σ'αυτη των Slytherins -όπου καθόταν ο Ματτεο, ο Ντρακο, ο Μπλειζ, ο Θίοντορ, ο Ένζο κι ο Γκράχαμ-.
"Ποιος θέλει να παει;" Ρώτησε ο Ρον.
"Θα, θα πάω εγώ." Απάντησε η Ελεονόρα και με αργά βήματα έφτασε στην άμαξα τους.
Τα έξι αγόρια γύρισαν τα κεφάλια τους και την κοίταξαν από πάνω μέχρι κάτω. Ο Theo σφυριξε, αμέσως εκείνη κοκκινισε κι ειπε: "Μπορώ να κατσω; Όλες οι άλλες αμαξες είναι πιασμένες..."
"Και δεν κάθεσαι;" ειπε ο Blaise.
Έτσι κι εκείνη κάθισε δίπλα στον Riddle. Τράβηξε το μανίκι της λίγο ακόμα ώστε να μη δει τη μελανια της...αλλά ενώ μιλούσαν οι υπόλοιποι, εκεινος της σήκωσε το μανίκι μέχρι τη μελανιά.
Ακούμπησε απαλά με τον δείκτη του τη μελανια της κάνοντας την να ανατριχιασει. Το βλέμμα του έφυγε από το χέρι της, πέρασε απτό στήθος και το λαιμό κι έφτασε στα μάτια της.
Η Ελεονόρα βυθίστηκε μέσα στα δικά του, της θύμιζαν τον σκοτεινό ουρανό. Είδε μέσα τους την θλίψη που προσπαθούσαν να κρύψουν τόσο καιρό. Ο Mattheo το κατάλαβε και γύρισε το κεφάλι του κοιτώντας κάπου αόριστα, κάπου βαθιά ανάμεσα στα φουντωτα δέντρα.
"Εί, όμορφη!" Της είπε ο Graham. Αλλά δε τον κοίταξε. Δεν πίστευε ότι ήταν όμορφη.
"Eleonora!!!" Του φώναξε ο Mattheo κι όλοι τον κοίταξαν παραξενεμενοι.
"Ελεονορα...θα τη λες Ελεονόρα." Είπε αμήχανα -ο ματτεο-.
"Δ-δε πειράζει..." είπε η Ελ στον Mattheo.
"Εσένα ποιος σου μίλησε?" Έκανε ο Riddle ενοχλημένος.
-------------
Πρώτο κεφάλαιο...
Παίζει να σας έσπασα λιγο τα νεύρα με τα μάτια του καθενός...αλλά έπρεπε!
Ελπίζω να σας άρεσε btw:3
Το βιβλίο θα είναι λίγο απ'ολα (δλδ θα εχει: λοβ στορυ, μυστήριο, δράση, κα)
Εσείς τι κάνετε???
Πως είστε???
Καλό βραδυ/μεσημερι/καλή μέρα βουτυρομπυρακια μου<3
Μπαιιιι😘
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro