Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

𝐌𝐞𝐦𝐨𝐫𝐢𝐞𝐬

“𝐘𝐨𝐮 𝐛𝐞𝐥𝐨𝐧𝐠 𝐭𝐨 𝐑𝐚𝐯𝐞𝐧𝐜𝐥𝐚𝐰”
❈❈❈

┊Επόμενη Μέρα┊

Είχα σηκωθεί πολύ νωρίς, γύρω στις έξι. Δε μπορούσα να κοιμηθώ αν έβλεπα συνέχεια εφιάλτες...

Καθόμουν στην κουζίνα και περίμενα να ξυπνήσουν οι υπόλοιποι για να πάμε στη Διαγώνιο Αλέα. Έπρεπε να πάρουμε τα βιβλία για την φετινή χρονιά.
Η Ερμιόνη κατέβηκε πρώτη τις σκάλες... Γέμισε μία κούπα με τσάι και κάθισε δίπλα μου.

"Ο Ματτέο είναι η Σούζι τελικά;" ψιθύρισε.

"Ναι... Μου είπε πως ο Ντρακο σου στέλνει πολλά φιλιά", έκανα μία γκριμάτσα, δήθεν ότι είχα αηδιαστεί.

Τα μάγουλα της κοκκίνησαν. "Έχει μαλακώσει πολύ. Τον λυπάμαι λιγάκι όμως. Ο πατέρας του είναι μεγάλος βλακας".

"Όχι μεγαλύτερος απ'του Ματτέο..."

"Χα, εδώ θα συμφωνήσω..."

Χαιρόμουν που είχα κάποιον που ήξερε όλη την αλήθεια. Η Ερμιόνη ήταν ο μόνος άνθρωπος που εμπιστευομουν πιο πολύ, μετά τον Ματτέο βέβαια. Γενικά αν δεν είχα φίλους στο Χογκουαρτς δεν θα άντεχα... Ο Σεντρικ ήταν και θα είναι το άλλο μου μισό... Ο Όλιβερ μου έσωσε τη ζωή και ήταν εκεί όσο ηλιθια κι αν συμπεριφερομουν... Ο Χάρι, ο Ρον και η Ερμιόνη με καταλαβαίνουν... Η Λούνα και η Νικόλ ήταν η αποφυγή που από τα βάσανα...

"Καλημέρα σας δεσποινίδες", είπε χαμογελαστός ο Σείριος.

"Καλημέρα Σειριε..." είπα εγώ και η Ερμιόνη, κι ύστερα ρούφηξε μία γουλιά απτό τσάι της.

1η Σεπτεμβρίου┊

"Έλα Χάρι, εσύ πρώτος!" Φώναξαν οι δίδυμοι κι ο Χάρι έτρεξε μέσα στον τοίχο γελώντας. Ύστερα πέρασε η Τζιννη, ο Ρον, η Ερμιόνη, και μετά εγώ. Χαιρέτησα την θεία Μολι και πέρασα μέσα από τον τοίχο.

Τότε αντίκρισα το Χογκουαρτς Εξπρές, με το φανταχτερό του κόκκινο χρώμα... όπως την πρώτη φορά. Ανέβηκα στο τρένο κι ένιωσα τη ζέστη να με χτυπάει σαν τούβλο στο κούτελο. Μην αγχώνεστε, αυτό είναι ένα από τα θετικά του Χογκουαρτς... Και το αξέχαστο άρωμα του... κάρβουνο, ψιλόβροχο, και σοκολάτα (από τα γλυκά του καροτσιού της κυρίας, οποίας όνομα δε γνώριζε κάνεις).

Κάθισα μαζί με τον Ρον, τον Χάρι και την Ερμιόνη. Η σιωπή ποτέ δεν ήταν πρόβλημα μεταξύ μας, μέχρι εκείνη τη στιγμή. Κανείς δεν είπε τίποτα για τα πρώτα είκοσι λεπτά.

"Λοιπόν... Ελεονόρα, τι έκανες το καλοκαίρι;" με ρώτησε η Ερμιόνη σπάζοντας τη μονότονη σιωπή, αν μπορούσε κανείς να την αποκαλέσει έτσι. Διότι από τη στιγμή που ακουγόταν το τρένο να πατιναρει πάνω στις ράγες, και τα γέλια των άλλων μαθητών από τα διπλανά κουπέ αυτομάτως η σιωπή έσπαγε, αλλά η αμηχανία συνέχιζε να είναι έντονη.

"Εμ, τίποτα ενδιαφέρον..."

〔Flashback〕

Τριάντα μία Ιουλίου, και κανένα γράμμα. Ο Ματτεο είχε εξαφανιστεί για τρεις και κάτι εβδομάδες χωρίς να πει που πήγαινε ή πότε θα γυρνούσε. Υποθέτω πως αντιδρούσα λίγο υπερβολικά, αλλά φοβόμουν. Ειδικά μετά τη δολοφονία του Σεντρικ ήθελα να ξέρω που πάει, τι κάνει, και για πόση ώρα θα λείπει ο καθένας.

Ο Χάρι ήταν μαζί με τους Νταρσλι, η Ερμιόνη με τους γονείς της, και ο Ρον με την οικογένεια του... Εγώ από την άλλη μάζευα σκόνη στο Χογκουαρτς. Θα το πιστεύατε αν σας έλεγα ότι ήμουν το μόνο παιδί στο Χογκουαρτς;

Ο Χαγκριντ έλειπε για ταξίδι κάπου μακριά και είχε πάρει τον Φανγκ μαζί του. Κάποιοι άλλοι καθηγητές είχαν μείνει στο Χογκουαρτς, αλλά έφευγαν που και που για να πάνε σε πάρτι ηλικιωμένων τρελών μάγων. Η καθηγήτρια Τρελόνη για παράδειγμα ήταν συνεχώς κολλημένη μπροστά από μία γυάλινη μπάλα, και κάθε Τρίτη με Πέμπτη έφευγε για να μοιραστεί τις τρέλες τις με άλλες μάγισσες. Αυτό θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα να δω ποτέ μου...

Ο διευθυντής Νταμπλντορ όμως ήταν ο πιο μυστήριος απ'ολους. Τριγυρνουσε στο κάστρο ψιθυριζοντας διαφορά... Το καλό ήταν ότι οπότε με έβλεπε με χαιρετούσε και μου έλεγε καλημέρα. Μια φορά είχε τύχει να παίξουμε μαζί μαγικό σκακι. Ήταν σίγουρο ότι θα έχανα. Κι όταν πήγαινα να χάσω, με άφηνε να κερδίσω επίτηδες. Στο τέλος με κέρασε μια καραμέλα, μου έδωσε ένα ακόμη χοντρό βιβλίο από την αρχαία συλλογή του με χοντρά βιβλία, κι έβρισκα δικαιολογίες για να φύγω ώστε να μη μου δώσει άλλη καραμέλα, ή άλλο βιβλίο. Συνήθως έλεγα πως διψουσα, ή ότι ανυπομονούσα τόσο πολύ να διαβάσω το βιβλίο που μόλις μου είχε δώσει που έπρεπε να πάω κάπου ήσυχα για να το διαβάσω.

Είχα αποκτήσει μέχρι και δέντρο μελέτης εξαιτίας του Νταμπλντορ. Ήταν ένα γέρικο δέντρο κοντά στη λίμνη, που έγερνε λιγάκι προς τα μπροστά, με αποτέλεσμα τα μακριά φύλλα του να πέφτουν μπροστά και να δημιουργούν μία καταπράσινη κουρτίνα και μια τέλεια σκιά. Αυτό το δέντρο είχε επίσης γίνει η κρυψώνα μου από τον καθηγητή Νταμπλντορ.

Μερικές φορές μπορεί να καθόμουν ήσυχα στην τραπεζαρία και να έτρωγα πρωινό, κι ο Νταμπλντορ να ερχόταν να μου δώσει βιβλία.

"Ευχαριστώ πολύ κύριε, αλλά ήδη μου έχετε δώσει πάρα πολλά!"

"Η γνώση ποτέ δεν είναι αρκετή", έλεγε κι ύστερα εξαφανιζόταν.

Ποιος να το έλεγε πως εγώ κι ο Νταμπλντορ θα γινομασταν φιλαράκια... Στην αρχή πίστευα ότι ήθελε απλά παρέα και τον λυπόμουν, αλλά μετά κατάλαβα ότι λυπόταν αυτός εμένα. Είχα γίνει κάπως.... αξιολύπητη, θα έλεγα. Λόγω της μοναξιάς βέβαια.

Είχα αρχίσει να μιλάω στα φαντάσματα και τους πίνακες του κάστρου, κάτι που δε συνήθιζα να κάνω. Είχα γνωρίσει την Πηνελόπη, ένα κορίτσι τρία χρόνια μεγαλύτερο μου. Τη ρωτούσα γιατί πέθανε τόσο νέα, και τι έκανε ώστε να αξίζει θέση στη συλλογή πινάκων του Χογκουαρτς, αλλά ποτέ δε μου έλεγε ακριβώς το γιατί, παρά μόνο ότι ήταν ξεχωριστή. Φορούσε ένα ξεθωριασμενο πράσινο φόρεμα κι έναν γαλάζιο φιόγκο στα μαλλιά. Είχε ανοιχτά γαλάζια μάτια και καστανοξανθα μαλλιά...

Το καλό ήταν ότι δεν έμεινα στο Χογκουαρτς όλο το καλοκαίρι. Επισκέφθηκα τον "μπαμπά" μου για μία εβδομάδα. Περάσαμε πολύ καλά! Πήγαμε σε ένα πανηγύρι και φάγαμε μαλλί της γριάς, και παγωτό, και υποβρύχιο, και πατατάκια, και γλυκοριζες... και πολλά άλλα. Εκείνη τη μέρα νόμιζα για λίγο πως είχα πάθει ζάχαρο, αλλά επιβίωσα!

Επίσης βάλαμε μουσική ένα βράδυ και προσπαθήσαμε να χορέψουμε κλακέτες. Ήταν σκέτη αποτυχία άλλα είχε πολύ πλάκα να τον βλέπω να ζαρωνει τα μάτια του προσπαθώντας να αντιγράψει τις κινήσεις της κοπέλας στην τηλεόραση. Κατέληξε να βρίζει τα παπούτσια του, κι ύστερα να ρίχνει το φταίξιμο στο πάτωμα. Έπρεπε να σκεπάσω με το χέρι μου το στόμα για να κρύψω το χαμόγελο μου.

Την έκτη μου μέρα στο σπίτι μία κουκουβάγια ήρθε στο παράθυρο. Ήταν από τον Ματτέο. Μου εξηγούσε ότι ήταν πολύ απασχολημένος με κάτι δουλειές του πατέρα του κι ότι ήθελε να συναντηθούμε στο Εδιμβούργο, στο σπίτι του Τομ, για να με δει. Το γράμμα ήταν σύντομο, βιαστικό. Αλλά δεν έδωσα και πολύ σημασία.

"Από ποιον είναι;" είπε ο μπαμπάς πλησιάζοντας εμένα και την κουκουβάγια. "Ματτεο...;" απόρησε διαβάζοντας τον φάκελο.

"Ναι, είναι ένας πολύ καλός φίλος. Θέλει να τον αποχαιρετήσω πριν φύγει για ταξίδι... θα χρειαστεί να φύγω αύριο. Ούτως ή άλλως δε θα μπορούσα να κάτσω κι άλλο..."

"Δεν πειράζει, εγώ θα είμαι εδώ μικρή. Πάρε με τηλέφωνο ή στείλε μου γράμμα, κάπως, αν χρειαστείς οτιδήποτε".

"Ευχαριστώ μπαμπά", τον αγκάλιασα σφιχτά κλείνοντας τα μάτια μου. Αγαπούσα αυτό το συναίσθημα ...Αυτή τη δόση στοργής. "Τώρα, τι λες για μαραθώνιο; Εδώ έχω, The Shining, Lawrence of Arabia, The Red Shoes, Dead Poets Society και Breakfast Club. Με ποιο ξεκινάμε πρώτα;"

"Μη βιάζεσαι! Πρώτα φέρε τα πατατάκια και βλέπουμε..."

"Καλά...!" Ξεφυσηξα.

Αφού έκατσα για κάποιες μέρες μαζί με τον Ματτέο στο Εδιμβούργο, επισκέφθηκα τους Ουεσλι. Ο θείος Άρθουρ έλεγε πως έπρεπε να με πάνε κάπου ασφαλές... Και τότε ήταν που πήγαμε στο σπίτι των Μπλακ.

〔End of Flashback〕

"...Έκατσα στο Χογκουαρτς για περίπου έναν μήνα και μετά επισκέφθηκα τον μπαμπά μου..."

"Τον Γκρίντελβαλντ;!" Πεταχτηκε ο Ρον.

"Όχι... τον άλλον... Χάρι, δε μας είπες πως ήταν στο Υπουργείο Μαγείας".

Ο Χάρι πήρε μία παγωμένη έκφραση, κι ύστερα ξεροβηξε για να καθαρίσει τον λαιμό του. "Ήταν ο Νταμπλντορ εκεί... Ήξεραν ακριβώς τι ώρα είπα το ξόρκι του Προστάτη... Είδα και τον πατέρα του Μαλφοι".

Η Ερμιόνη γούρλωσε τα μάτια της, "Σου μίλησε;"

"Όχι, αλλά μιλούσε με τον υπουργό Μαγείας. Όταν είδε εμένα και τον κύριο Ουεσλι σταμάτησε να μιλά".

Τα δάχτυλα μου σκαρφαλωσαν μέχρι μία τούφα μαλλιών μου, καθώς η σιωπή μας χτύπησε ξανά σαν τούβλο. Κοίταξα έξω από το παράθυρο παρακολουθοντας τις σταγόνες βροχής που έπεφταν με μανία πάνω στο τζάμι. Πάντα αποθαυμαζα τη βροχή... Ήταν εκεί στις πιο δύσκολες και μοναχικές στιγμές, κι έκλαιγε μαζί σου. Βέβαια, σε έκανε μούσκεμα οπότε χρειαζοσουν ένα τσίμπημα στον ώμο για να συνέλθεις. Παρόλα αυτά, όσο κι αν την αγαπάς δεν παύεις να ανοίγεις την ομπρέλα.

Τα μπλε μάτια του Χάρι κόλλησαν στο πάτωμα, ρίχνοντας ελάχιστες ματιές στο πόδι της Ερμιόνης που κουνιόταν νευρικά πάνω κάτω.

Ο Ρον από την άλλη κοιτούσε την οροφή, σίγουρα σκεφτόταν το τι θα έτρωγε όταν θα φτάναμε στο Χογκουαρτς, όπως κοτόπουλο, σος μπρόκολο, τερατοκεκάκια, και πολύ χυμό κολοκύθας.

〔Flashback〕

"Έλα εδώ..." είπε ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια του. Άφησα τη βαλίτσα μου να πέσει στο πάτωμα δημιουργώντας έναν κρότο κι έτρεξα με φορά στην αγκαλιά του. "Μου έλειψες!" Είπα με δάκρυα στα μάτια, βυθιζοντας το πρόσωπο μου βαθιά μέσα στο στήθος του.
Με το χέρι του χάιδεψε την κορυφή του κεφαλιού μου. Άγγιξε τα χείλη του πάνω στο κούτελο μου και μου έδωσε ένα φιλί. Θα μπορούσα να μείνω εκεί, ανάμεσα στα χέρια του για πάντα. Μου άρεσε που με κρατούσε σφιχτά, με άφηνε να ξέρω πως ήμουν ασφαλής έτσι. Ύψωσα το βλέμμα μου μόνο και μόνο για να αντικρίσω τα μάτια που μου είχαν λείψει τόσο. Σκούρα καφέ, και λίγο πιο κάτω ένα σημάδι στο πάνω μέρος της μύτης, φρέσκο. Στο πλάι του λαιμού του ένα τεράστιο ευθείο κόψιμο που ξεθώριαζε στο τέλος. Το άγγιξα απαλά με τα δάχτυλα μου καθώς η καρδιά άρχισε να χτυπά όλο και πιο γρήγορα.

"Ποιος στο έκανε αυτό;" τα μάτια μου συναντήθηκαν για μία ακόμη φορά με τα δικά του. Αυτό που με ενοχλούσε ήταν ότι ήταν ήρεμος, έκανε λες και αυτό το κόψιμο δεν ήταν τίποτα. "Ματτεο, είναι τεράστιο! Πως δεν πέθανες από αιμορραγία;" ένιωθα τέτοια ανησυχία που νόμιζα πως κάποιος με εσφιγγε σφιχτά στο λαιμό.

Είχε ένα αμυδρό χαμόγελο στο πρόσωπο του. "Θα σου πω αργότερα... Τώρα σωπασε κι έλα να δεις ποιος είναι εδώ", με τράβηξε απαλά από το χέρι μέχρι το σαλόνι. Εκεί βρισκόταν ο κύριος Φαγάνας πάνω σε ένα μεγάλο κόκκινο μαξιλάρι που ακουμπούσε στο πάτωμα.

"Φαγάνα!" Χαμογέλασα κι ο κύριος Φαγάνας σκαρφάλωσε πάνω στο ώμο μου ψάχνοντας για κάτι λαμπερό. "Κοίτα εδώ τι σου έχω..." έβγαλα ένα καλογυαλισμενο κέρμα μέσα από την τσέπη μου. Κατευθείαν πήδηξε από τον ώμο μου με στόχο την παλάμη του χεριού μου όπου βρισκόταν το κέρμα. Του χάιδεψα μαλακά το κεφαλάκι με το δάχτυλο μου και κάθισα στον καναπέ εξουθενωμενη.

〔End of Flashback〕

【Writer's Pov】
【...】

"Τελειώνετε!" Φώναξε η Ερμιόνη στον Ρον και τον Χάρι οι οποίο βρισκόταν πέντε μέτρα πίσω από τα δύο κορίτσια. Μιλούσαν ασταμάτητα για το Κουίντιτς και τους φετινούς αγώνες... Ο Χάρι ειδικά είχε αποκτήσει μεγάλη μανία με το να νικήσουν το Σλίθεριν, μιας και φέτος θα γινόταν αυτός ο αρχηγός.

Η Ελεονόρα στάθηκε ακίνητη και γύρισε απότομα προς το μέρος τους. "Ρον! Χάρι! Σκάστε κι ελάτε!" Τα δύο αγόρια την κοίταξαν ξαφνιασμενα. Ο Ρον έσκυψε το κεφάλι του κι άρχισε να προχωρά πιο γρήγορα μαζί με τον Χάρι.

Μόλις πλησίασαν στο μέρος όπου βρισκόταν οι αμαξες παρατήρησαν πως είχε μείνει μόνο μία. Η Λούνα καθόταν ήσυχα μέσα κρατώντας ένα περιοδικό στα χέρια.

Πλησίασαν την άμαξα, κι ο Χάρι στάθηκε σαν άγαλμα για να την επεξεργαστεί. "Τι είναι αυτό;" είπε δείχνοντας με το βλέμμα του ένα μαγικό πλάσμα, ψηλό, με κατάμαυρη επιδερμίδα και δύο φτερά. Ήταν τόσο αδύνατο που φαίνονταν τα κόκαλα του, και τα μάτια του έλαμπαν... Ο νεαρός Ποττερ έκανε να το αγγίζει αλλά η φωνή της φίλης του τον σταμάτησε. "Δεν υπάρχει τίποτα εκεί Χάρι, μόνη της πάει η άμαξα", καυχήθηκε η Ερμιόνη.

Η Ελεονόρα στάθηκε δίπλα στον Χάρι κοιτώντας το πλάσμα που βρισκόταν μπροστά της με θαυμασμό. "Μα, το βλέπω κι εγώ..." διαμαρτυρήθηκε.

"Κάνετε λες κι έχετε πάρει κάτι!" Είπε η Ερμιόνη καθώς ανέβαινε στην άμαξα. "Ελάτε, θα αργήσουμε".

"Δεν είστε τρελοί, τα βλέπω κι εγώ", η Λούνα τοποθέτησε το περιοδικό πάνω στα πόδια της. "Δε μπορούν να τα δουν όλοι..."

"Τι είναι;" είπε ο Χάρι όσο η Ελεονόρα επεξεργαζοταν ακόμα το μαγικό πλάσμα.

"Θεστραλ. Είναι πολύ φιλικά".

Ο Νέβιλ τους πλησίασε με ένα αγκαθοτο φυτό στην αγκαλιά. Έμοιαζε με κακτο. "Εμ, γ-γεια σας..."

"Γεια Νέβιλ", τον χαιρέτησε η Ελεονόρα.

"Να καθίσω μαζί σας;"

"Εννοείται, έλα..."

Ανέβηκαν όλοι στην άμαξα, αν και ήταν λιγάκι στριμωγμενοι, άντεχαν μέχρι να φτάσουν στο κάστρο. Ο Νέβιλ είχε τυλίξει προφυλαχτικά τα χέρια του γύρω από τη γλάστρα του φυτού ώστε να μη του έφευγε σε περίπτωση που παιρνουσαν πάνω από καμιά λακκούβα.

"Πως λέγεται αυτό το φυτό Νέβιλ;" τον ρώτησε ο Ρον. Ένα έντονο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του Νέβιλ καθώς άρχισε να εξηγεί με λεπτομέρειες τις ιδιότητες του φυτού, αλλά ξεχνώντας να αναφέρει το όνομα του. Ο Νέβιλ ήταν από τους ανθρώπους που θα μπορούσε να μιλήσει κάλλιστα για λάσπη επί δύο ώρες. Γιαυτό η Νικόλ ήταν ερωτευμένη μαζί του... Της άρεσε ιδίως ο βάτραχος του, ο Τρεβορ. Τον θεωρούσε γλυκουλη.

"...και τέλος, θέλει πολύ νερό και προσοχή διότι παρόλο που είναι φυτό, χρειάζεται αγάπη. Κι αν δεν έχει την κατάλληλη ποσότητα προσοχής τότε θα αρχίσει να ζαρωνει. Θα είναι σα να βγάζει ρυτίδες παντού και τα αγκάθια του θα πέσουν".

"Πολύ ενδιαφέρον Νέβιλ..." είπε η Ερμιόνη ενώ ο Ρον κόντευε να κοιμηθεί πάνω στο χέρι του.

Όταν πλέον έφτασαν στο Χογκουαρτς κάθισαν όλοι μαζί στο τραπέζι του Γκριφιντορ, πέρα από τη Λούνα, η οποία κάθισε μαζί με την κολλητή της, τη Νικόλ στο τραπέζι του Ραβενκλοου. Οι δίδυμοι Τζορτζ και Φρεντ, επίσης γνωστοί κι ως Φροντ το ασταμάτητο δίδυμο, κάθισαν δίπλα από τη μικρή τους αδερφή, την Τζιννη.

Τα χρωματιστά μάτια της Ελεονόρας χάθηκαν μέσα στο πλήθος με τους καινούργιους μαθητές. Είναι τόσο γλυκουλια, σκέφτηκε. Το έβρισκε χαριτωμένο που ήταν όλα τόσο κοντά... Τότε παρατήρησε ότι ένα κεφάλι εξεχε από τη μονοκομματη σειρά με τα κοντά παιδάκια. Ήταν ένα ψηλό, μελαχρινό αγόρι με λευκή επιδερμίδα και σοβαρή όψη. Φαινόταν αρκετά ήρεμος για την πρώτη του μέρα στο Χογκουαρτς. Ήταν αρκετά μυστήριος. Καθώς επεξεργαζοταν την τεράστια αίθουσα με τους αμέτρητους μαθητές, τα μάτια του έπεσαν πάνω στα ξεχωριστά της Ελεονόρας. Της χάρισε ένα αμυδρό χαμόγελο ενώ η καθηγήτρια ΜακΓκοναγκαλ είχε αρχίσει να φωνάζει ονόματα.

"Σάρα Σαρπεντερ!" Ένα μικρό κοριτσάκι με καστανοξανθα μαλλιά έτρεξε προς το σκαμπό και η καθηγήτρια ΜακΓκοναγκαλ της φόρεσε το καπέλο. "Χμμ... βλέπω μία ιδιαίτερη λάμψη", μουρμούρισε το μαγικό καπέλο. "Χαφλπαφ!!!"

Ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του κοριτσιού ενώ όλοι στο τραπέζι του Χαφλπαφ χειροκροτουσαν δυνατά. Εκείνη τη στιγμή η Ελεονόρα αναρωτήθηκε πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή της αν είχε έρθει στο Χογκουαρτς εξ αρχής απτό να πάει στο Μπομπατον. Έναν χρόνο βρισκόταν εκεί, στο Χογκουαρτς, κι είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Είχε κάνει περισσότερους φίλους, είχε γίνει καλύτερη μαθήτρια, φαν του Κουίντιτς, κι ένα μπόνους... συνάντησε τον διάσημο Ματτέο Ριντλ.

"Άντριαν Σαρπεντερ!" Φώναξε δυνατά η καθηγήτρια ΜακΓκοναγκαλ έχοντας στα χέρια της έναν πάπυρο. Το αγόρι με τα μελαχρινα μαλλιά περπάτησε αργά μέχρι το σκαμπό. Η καθηγήτρια ΜακΓκοναγκαλ τοποθέτησε το καπέλο πάνω στο κεφάλι του. "Κι άλλος Σαρπεντερ; Εσύ διαφέρεις πολύ... Που να σε βάλω άραγε; Θα ταιριαζες στο Σλιθεριν, αλλά η ανάγκη σου να είσαι τέλειος είναι τεράστια. Λέω να μπεις στο.... Ραβενκλοου!!!"

Ο μανδύας του καινούργιου μαθητή άλλαξε στα χρώματα του Ραβενκλοου, και με το σταθερό βήμα του, πλησίασε το τραπέζι και κάθισε. Απευθείας γύρισε να κοιτάξει την Ελεονόρα, με τα γαλάζια μάτια του να την καρφώνουν. Η Ελ ένιωθε πως μπορούσε να δει την ψυχή της, σα να μπορούσε να διαβάσει ανθρώπους. Κι όμως, ήταν ικανός να διαβάζει τις σκέψεις. Ξαφνικά τα χέρια της Ελεονόρας άρχισαν να ιδρώνουν σε υπερβολικό βαθμό κι έσπασε την οπτική επαφή μαζί του, κοιτώντας προς το μέρος του καθηγητή Νταμπλντορ.

"Καλώς ήρθατε μαθητές, σε μία ακόμη χρονιά εδώ, στο Χογκουαρτς. Πρώτα, πριν αρχίσει το κύριο γεύμα, θα ήθελα να σας συστήσω τη νέα σας καθηγήτρια των Σκοτεινών Τεχνών, Ντολόρες Αμπριντζ", ο καθηγητής Νταμπλντορ και η καθηγήτρια Τρελόνη ήταν οι μόνοι μέσα σε ολόκληρη την αίθουσα που χειροκροτησαν.

Μόλις η Ελεονόρα αντίκρισε την καινούργια καθηγήτρια έτριψε τα μάτια της. Μοιάζει με κινούμενη ροζ χνουδομπαλα, σκέφτηκε.

"Για μισό, αυτή ήταν στη δίκη μου..." παρατήρησε ο Χάρι.

"Την ξέρεις;" είπε ξαφνιασμέμος ο Ρον σουφρωνοντας τα φρύδια του.

"Όχι ακριβώς. Αλλά αυτό που ξέρω είναι ότι δεν την συμπαθώ".

Η Ντολορες πήρε ένα "γλυκό" χαμόγελο κι ύψωσε την τσιριχτη φωνή της. "Γεια σας παιδάκια", ξεροβηξε, "Είμαι η καθηγήτρια Ντολορες Αμπριντζ, και φέτος θα φροντίσω να σας μοιράσω όση γνώση κι αγάπη έχω".

Ο Σίμους την κοιτούσε με μία γκριμάτσα αηδίας στο πρόσωπο. "Έλεος, τι νομίζει ότι είμαστε; Πέντε;"

"Προφανώς..." μουρμούρισε ο Ρον.

"Μπράβο, Ντολορες, για τον εξαιρετικό σου λόγο. Τώρα, χωρίς περαιτέρω διακοπές, ήρθε η ώρα να δειπνησετε", ο Νταμπλντορ χτύπησε δύο φορές τα χέρια του και οι πιατελες σε κάθε τραπέζι της αίθουσας γέμισαν με διαφόρων ειδών φαγητά.

Ο Ρον έτριψε την κοιλιά του καθώς κοιτούσε με όρεξη το φαγητό. Σχεδόν του έτρεχαν τα σάλια... "Επιτέλους!"

Η Ελεονόρα έσκυψε πάνω από το πιάτο της ανακατεύοντας την σος μπρόκολο μαζί με τα ψιλοκομμένα μανιτάρια.

Στο μεταξύ, ο Άντριαν που βρισκόταν δύο τραπέζια παρά πέρα, δεν μπορούσε να σταματήσει να κοιτάει την Ελεονόρα Κινγκ, ή αλλιώς Γκρίντελβαλντ. Προσπαθούσε να σκάψει βαθιά μέσα στις αναμνήσεις της για να μάθει περισσότερα για εκείνη, μιας και του είχε κινήσει το ενδιαφέρον. Είχε βρει ελάχιστες στιγμές με έντονα συναισθήματα, όπως όταν έπεσε από το σκουπόξυλο του Όλιβερ κι ύστερα προσπαθουσε να βγάλει τα φτερά της, τη στιγμή όπου πήδηξε από το παράθυρο του σπιτιού της για να ξεφύγει από τον Γκρίντελβαλντ, το πρώτο της φιλί με τον Ματτέο, και τον θάνατο του Σεντρικ.

Δυστυχώς η Λούνα διέκοψε την αναζήτηση του βαθιά μέσα στο μυαλό της Ελεονόρας. "Είμαι η Λούνα...χάρηκα..." είπε η Λούνα και τέντωσε το χέρι της μπροστά.
"Άντριαν, επίσης", ο καινούργιος μαθητής κοίταξε τη Λούνα φευγαλέα κι επέστρεψε το βλέμμα του στην Ελεονόρα, αγνοώντας τελείως να κουνήσει το χέρι της Λούνα.

"Σου αρέσει;" τον ρώτησε η Λούνα.

"Ορίστε;"

"Η φίλη μου... σου αρέσει;"

"Η φίλη σου; Όχι.... Πως τη λένε πάντως;" ο Άντριαν έστρεψε επιτέλους το βλέμμα του στη Λούνα.

"Ελεονόρα Κινγκ. Ήρθε πέρυσι..."

Ο Άντριαν κοίταξε σκεπτικός την Ελεονόρα και μετά πάλι τη Λούνα. "Πες μου περισσότερα γιαυτήν..." είπε.

【...】

Η ώρα πέρασε γρήγορα, ώσπου οι υπεύθυνοι μαθητές του κάθε οίκου παρέλαβαν τους καινούργιους μαθητές για να τους οδηγήσουν στον οίκο τους. Τα πρόσωπα των νεαρών μαθητών έλαμπαν από χαρά...

Η Ελεονόρα περπατούσε μαζί με την παρέα της καθώς κοιτούσε τα πόδια της από τη βαρεμάρα. Τότε άκουσε κάποιον να της ψιθυρίζει. Γύρισε πίσω κι αντίκρισε τον Ματτέο με ένα πονηρό χαμόγελο να στέκεται με την πλάτη στον τοίχο στην άκρη του διαδρόμου. Ένα τεράστιο χαμόγελο σκέπασε τα χείλη της Ελεονόρας αλλά δυστυχώς δε μπορούσε να κάνει και πολλά διότι ο διάδρομος ήταν γεμάτος μαθητές που πήγαιναν προς τους κοιτωνες τους. Η Ελεονόρα του χαμογέλασε καθώς τα μάγουλα της κοκκινιζαν και συνέχισε να ακολουθεί τον Χάρι, τον Ρον και την Ερμιόνη. Που να ήξεραν όμως ότι ο Άντριαν Σαρπεντερ βρισκόταν λίγο πιο πέρα και παρακολουθουσε κάθε κίνηση τους. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Άντριαν ξεκλείδωσε μία ακόμη ανάμνηση της Ελεονόρας... τον θάνατο της Εσμεράλντας.


❈❈❈

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro