Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

𝐇𝐢𝐬𝐭𝐨𝐫𝐲 𝐨𝐟 𝐌𝐚𝐠𝐢𝐜

"𝐘𝐨𝐮 𝐚𝐫𝐞 𝐣𝐮𝐬𝐭 𝐥𝐢𝐤𝐞 𝐲𝐨𝐮𝐫 𝐟𝐚𝐭𝐡𝐞𝐫."
❈❈❈

Τα νύχια της είχαν γεμίσει με μελάνι. Έγραφε με ταχύτητα φωτός, γυρνούσε τις σελίδες σαν μανιακή. Το βλέμμα της ήταν κολλημένο πάνω στο τετράδιο και τα αυτιά τις σε ετοιμότητα να απορροφήσουν κάθε λέξη που έλεγε ο καθηγητής της Ιστορίας.

Μια στο τόσο σταμάταγε για λίγο για να τρίψει τον καρπό της, κι ύστερα συνέχιζε το γράψιμο. Μπορούσε να νιώσει το χέρι της να ιδρώνει και την πένα να γλιστράει.

Λίγο πριν το μάθημα τελειώσει, ο καθηγητής Μπινς τους έβαλε μία εργασία την οποία είχαν δύο ημέρες στη διάθεσή τους για να την ολοκληρώσουν. "Αυτά ήταν όλα για σήμερα. Να κάνετε μία καλή επανάληψη σε όσα είπαμε στο προηγούμενο μάθημα", ο καθηγητής Μπινς έκανε μία μικρή παύση και κοίταξε τον Σίμους ο οποίος είχε σηκώσει το χέρι του. "Κι όχι, Φίνιγκαν, δε θα σας δώσω περισσότερο χρόνο για να τελειώσετε την εργασία. Δύο ημερες είναι αρκετές".

Όλοι μέσα στην αίθουσα άρχισαν να μαζεύουν τα βιβλία τους και σιγά σιγά ο χώρος άδειασε. Μέχρι και ο καθηγητής τους είχε φύγει, αλλά η Ελεονόρα έμεινε λίγο ακόμα για να αντιγράψει όσα έδειχνε ο πίνακας δίπλα από την έδρα του κύριου Μπινς.

Η Ερμιόνη πήρε την τσάντα της και στάθηκε δίπλα από την Ελεονόρα ρίχνοντας μερικές ματιές στο τετράδιο της. "Θες να σε περιμένω;" είπε η Ερμιόνη ξύνοντας την άκρη του κεφαλιού της.

"Όχι, όχι, δε χρειάζεται. Θα έρθω να σε βρω στην τραπεζαρία σε λίγο", η Ελεονόρα δε σήκωσε το κεφάλι της από το τετράδιο καθώς συνέχιζε να γράφει.

Η Ερμιόνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. "Εντάξει, μην αργήσεις, έχουμε μελέτη να κάνουμε..." χαμογέλασε κι έριξε μια τελευταία ματιά στο τετράδιο της Ελεονόρας πριν φύγει από την αίθουσα.

Τώρα πλέον η Ελεονόρα ήταν μόνη της. Ή έτσι νόμιζε τουλάχιστον.

Ήταν μία από εκείνες τις σπάνιες μέρες του Σεπτεμβρίου, που ο ήλιος λάμπει αλλά το κρύο είναι τσουχτερό κι όλα είναι ήρεμα.

Η Ελ άκουσε κάποιον να περπατάει αργά και να την πλησιάζει. Τα βήματα σταμάτησαν πίσω της. Δεν γύρισε να κοίταξε, απλά συνέχισε το γράψιμο. "Ερμιόνη, δε σου είπα να μην με περιμένεις;" είπε και σούφρωσε τα μάτια της καθώς κοιτούσε τον πίνακα, προσπαθώντας να δει τι έγραφε για να το αντιγράψει στο τετράδιο της.

Σιωπή. Το άτομο πίσω της δεν μίλησε.

"Τς, καλά, μπορείς τουλάχιστον να μου φέρεις ένα δοχείο με μελάνι;" η Ελ έσκυψε το κεφάλι της πάνω από το τετράδιο για μία ακόμη φορά.

Το άτομο το οποίο βρισκόταν πίσω της πήρε ένα μισογεμάτο δοχείο με μελάνι από ένα άλλο θρανίο και το άφησε δίπλα από το τετράδιο της.

Η Ελεονόρα παρατήρησε το χέρι του ατόμου, και ήταν σίγουρη πως αυτό το χέρι δεν ήταν της Ερμιόνης.

Σήκωσε αργά το κεφάλι της και το βλέμμα της ήρθε αντιμέτωπο με ένα ζευγάρι μπλε μάτια. "Α, γεια σου Άντριαν. Σε πέρασα για την Ερμιόνη..." η Ελ γέλασε αμήχανα.

"Δε πειράζει", η φωνή του ήταν σταθερή και σοβαρή. Κάθισε δίπλα της και την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Ήταν αποφασισμενος να μάθει περισσότερα για εκείνη. Από την πρώτη μέρα, τη στιγμή που μπήκε μέσα στην τραπεζαρία ένιωσε κάτι να τον τραβάει. Κάτι να τον μαγνητίζει. Και τότε ήταν που είδε την Ελεονόρα... Αυτό που τον έκανε να είναι τόσο εμμονικός μαζί της ήταν τ'οτι του ήταν δύσκολο να διαβάσει τις σκέψεις και να δει όλες τις αναμνήσεις της.

Προσπάθησε να μπει μέσα στο νου της, και τα κατάφερε, αλλά μόνο για λίγο. "Καπνίζεις;" είπε με ένα στραβό χαμόγελο.

"Ορίστε;" τα μάτια της Ελεονόρα άνοιξαν διάπλατα. Κανένας δεν ήξερε ότι κάπνιζε, πέρα από τον Χάρι ο οποίος την είχε τσακώσει να το κάνει.

"Σε ρώτησα αν καπνίζεις", το τόνος του ήταν απαλός αλλά βαθύς.

Η Ελ δε μίλησε μιας και ήταν ακόμη λίγο σοκαρισμένη, ενω τον κοιτούσε αναρωτιόντας πως το γνώριζε.

Ο Άντριαν για να την κάνει να ξεμπλοκάρει αποφάσισε να μιλήσει ξανά. Έσκυψε ελάχιστα προς το μέρος της κι ακούμπησε τα δάχτυλα του πάνω στη γραβάτα της, δήθεν ότι έπιασε ένα μικρό κόκκο στάχτης. "Ηρέμησε, δε δαγκώνω", της χαμογέλασε κι έκανε λίγο πίσω. "Απλά είχες λίγο στάχτη στη γραβάτα σου και υπέθεσα ότι καπνίζεις".

"Ααα..." η Ελεονόρα γέλασε αμήχανα για μία ακόμη φορά και κούνησε πάνω κάτω το κεφάλι της. "Όχι δεν καπνίζω. Η στάχτη ήταν από, εμ... από το μάθημα φίλτρων. Καταλάθος έκαψα κάτι και, πουφ, κατέληξε λίγη σκόνη στη γραβάτα μου", είπε ψέματα.

"Αχα... Εντάξει τότε", ο Άντριαν ακούμπησε το χέρι του πάνω στο γραφείο και στερέωσε το κεφάλι του πάνω στην παλάμη του χεριού του ενώ την κοιτούσε.

Η Ελεονόρα επιτέλους τελείωσε το γράψιμο κι έκλεισε το τετράδιο της. Έβαλε τα πράγματα της μέσα στην τσάντα της κι έκανε να σηκωθεί, αλλά ο Άντριαν φρόντισε να την κάνει να κάτσει πάλι κάτω τραβώντας την από τον καρπό του χεριού της.

Όταν την τράβηξε, η Ελ γύρισε να τον κοιτάξει μπερδεμένη. "Πρέπει να φύγω", του είπε.

"Όχι τόσο γρήγορα, μόλις ήρθα... Εχθές δε τελειώσαμε κι έχω ακόμα μερικές απορίες", άφησε αργά τον καρπό της αλλά φρόντισε να την καρφώσει με το βλέμμα του.

Η ένταση μεταξύ τους αυξήθηκε.

"Λοιπόν, είμαι σίγουρη πως όλο και κάποιος θα σε βοηθήσει να τις λύσεις", είπε κοφτά η Ελεονόρα και περπάτησε βιαστικά έξω από την αίθουσα.

Τι στο καλό ήταν αυτό, είπε στον εαυτό της.

Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά ενώ περπατούσε γρήγορα. Κρατούσε σφιχτά το λουρί της τσάντας της. Τα μάτια της ήταν ακόμη ορθάνοιχτα. Τι στο καλό...

Το κεφάλι της άρχισε να πονάει έντονα. Τόσο πολύ, που δε μπορούσε να περπατήσει σωστά. Τα πόδια της μπερδεύονταν μεταξύ τους. Ο ήχος των χτύπων της καρδιάς της είχε ανέβει προς τα πάνω, και σύντομα έγινε το μόνο πράγμα που μπορούσε να ακούσει. Οι δυνατοί, ανεξέλεγκτοι χτύποι της καρδιάς.

Όλα γύρω της άρχιζαν να γυρίζουν, να κάνουν γρήγορες σβούρες, και τα πόδια της έχασαν την ισορροπία τους. Το σώμα της έγειρε προς τα δεξιά και συγκρούστηκε με τον πέτρινο τοίχο. Ήταν ένα βήμα πριν από τις κινούμενες σκάλες.

Το χέρι της πλησίασε το λαιμό της, χαλάρωσε τη γραβάτα της, και πήρε μία βαθιά ανάσα. Τούφες μαλλιών έπεφταν μέσα στο πρόσωπο της. Ένα χέρι ακούμπησε τον ώμο της. Ήταν μία μαθήτρια από το Χαφλπαφ. Της άγγιξε τον ώμο κι έγειρε ελαφρώς προς το μέρος της. "Είσαι εντάξει;" είπε.

Η όραση της Ελεονόρας θόλωσε για λίγο... Το πρόσωπο του κοριτσιού μεταμορφωθηκε σε αυτό της Εσμεράλντας. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα όλα είχαν μαυρίσει...

- ❈ -

"Έλα τώρα, η Αμάντα μας περιμένει, Γκελερτ", ένας άνδρας με σκούρα μαύρα μαλλιά και λευκή επιδερμίδα απομακρυνθηκε από τον Γκρίντελβαλντ και στάθηκε δίπλα από το μαρμάρινο τζάκι. Είχε μερικά καμμένα ξύλα μέσα.

Βρίσκονταν μέσα σε ένα μεγάλο δωμάτιο ενός σπιτιού. Βελουδινος καναπές, τεράστια παράθυρα με μακριές κουρτίνες, και αφόρητο κρύο.

"Όχι. Έκανα ένα μεγάλο λάθος", ο Γκρίντελβαλντ φαινόταν πιο νέος. Είχε μακριά ξανθά μαλλιά τα οποία έπεφταν μέσα στο πρόσωπο του, κρύβοντας τα ιδιαίτερα μάτια του. "Τρελάθηκε... Η Αμάντα τρελάθηκε. Λέει ότι βρήκε έναν τρόπο να γίνει πιο δυνατή".

Ο άνδρας με τα μαύρα μαλλιά γέλασε. Το βλέμμα του έγινε σκοτεινό. "Κοίτα ποιος μιλάει... Αυτός που θα σκότωνε για να γίνει ο ισχυρότερος μάγος στον μαγικό κόσμο".

"Αλήθεια σου λέω!" Ο Γκρίντελβαλντ σηκώθηκε απότομα από τον καναπέ. "Μιλάει για αγγέλους και μαγικές δυνάμεις που βγάζεις απτά χέρια σου!"

"Και γιατί σε τρομάζει τόσο πολύ αυτό;" γέλασε για μία ακόμη φορά.

"Γιατί είναι έγκυος... Μπορεί να βλάψει το παιδί".

Ο άγνωστος άνδρας έκανε ένα βήμα προς τον Γκελερτ. Η έκφραση του σοβάρεψε. "Ορίστε;" Φαινόταν θυμωμένος.

"Η Αμάντα είναι έγκυος. Μου το είπε πριν μία εβδομάδα", ξεροκατάπιε.

Ο άνδρας με τα σκούρα μαλλιά κοίταξε κάτω σκεπτικός. "Αν είναι κορίτσι, το ξέρεις ότι ο Λόρδος θα σε εξαναγκάσει να την παντρέψεις με έναν από τους γιους του", μίλησε.

"Γιους; Η Μέριντα είναι έγκυος;"

Ο άνδρας κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. "Επτά μηνών". Περπάτησε και στάθηκε μπροστά από το παράθυρο, κοιτώντας έξω από αυτό. "Δε το γνώριζες;

"Όχι, νόμιζα πως μετά τον Τόμας δεν θα έκαναν άλλο παιδί..."

"Χα, ποιος είπε ότι είναι του Λόρδου; Φήμες λένε ότι τον απάτησε όσο έλειπε στο ταξίδι του", είπε και κοίταξε τον Γκρίντελβαλντ.

- ❈ -

"Με ακούς;" η μαθήτρια με την κίτρινη γραβάτα κούνησε το χέρι της μπροστά από το πρόσωπο της Ελεονόρας.

Η Ελ μπορούσε να δει ξανά. Κοίταξε το κορίτσι μπροστά της ενώ τα μάτια της είχαν γεμίσει με δάκρυα. "Τι έγινε;'

"Εδώ κι ένα λεπτό κοιτάς το κενό... Παραλίγο να πέσεις από τις σκάλες! Πάλι καλά που εγώ κι ο φίλος σου σε κρατήσαμε... Έφυγε λίγο πριν συνέλθεις".

"Φίλος μου; Ποιος φίλος;" η Ελεονόρα σηκώθηκε από το πάτωμα και κοίταξε γύρω της. Τα μόνα άτομα που είδε ήταν δύο μαθητές του Σλιθεριν λίγες σκάλες πιο πέρα.

"Δε γνωρίζω... Είναι στο Ραβενκλοου πάντως".

Η Ελ στάθηκε ίσια και χαμογέλασε στο κορίτσι. "Ευχαριστώ που με βοήθησες".

"Δεν κάνει τίποτα", το κορίτσι ανταπέδωσε το χαμόγελο κι περπάτησε προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Η Ελεονόρα πήρε μία βαθιά ανάσα και κατέβηκε τις σκάλες. Λίγα λεπτά αργότερα έφτασε στο Γκρειτ Χολ όπου την περίμενε η Ερμιόνη για να διαβάσουν παρέα.

【...】

Η ώρα κόντευε δώδεκα. Ευτυχώς εκείνο το βράδυ ο ουρανός δεν είχε σύννεφα, και τα αστέρια έλαμπαν πιο πολύ από ποτέ. Δυστυχώς ο Ματτέο δε μπορούσε να τα δει...

Καθόταν πάνω στην ξύλινη καρέκλα μπροστά από το γραφείο του, με τα δάχτυλα του να τρίβουν νευρικά το σαγόνι του. Σκεφτόταν. Κοίταξε το ρολόι του για την εικοστή φορά και ξεφυσηξε. Η Ελεονόρα τελείωνε το μάθημα Αστρονομίας σε πέντε λεπτά.

Είχε πει στον Ντρακο, τον κολλητό του, να της μιλήσει μόλις θα έφευγαν όλοι, και να της έλεγε πως αυτός (ο Ματτέο) σκότωσε τον Σεντρικ. Δεν ήθελε να χωρίσει αυτός την Ελεονόρα, οπότε έπρεπε να βρει έναν τρόπο να κάνει την Ελ να χωρίσει μαζί του.

「Eleonora's Pov」

Και πάνω που είχα στήσει επιτέλους το τηλεσκόπιο μου, ύστερα από σαράντα λεπτά κόπου και ιδρώτα, η καθηγήτρια Σινίστρα μας είπε να τα μαζέψουμε. Τέλεια.

Ξεφύσηξα αγανακτησμένη κι άρχισα να μαζεύω το τηλεσκόπιο μου όπως και οι υπόλοιποι μαθητές. Και ήμουν τόσο τυχερή που είχα μάθημα με το Ραβενκλοου. Απίθανο, σωστά;

Ο Άντριαν ευτυχώς είχε καθίσει πίσω πίσω, οπότε δε χρειάστηκε να του μιλήσω, ούτε καν να τον κοιτάξω. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωθα τόσο άβολα από την παρουσία κάποιου.

Έβαλα το σημειωματάρειο μου μέσα στην τσάντα μου και το τηλεσκόπιο στη θήκη του.

"Δε θα σας βάλω εργασίες, αλλά θέλω να κάνετε επανάληψη στους αστερισμούς. Ειδικά εσύ Φίνιγκαν..." είπε η καθηγήτρια Σινιστρα.

Το βογκητό του Σίμους ακούστηκε σε όλο τον πύργο. Μου ξέφυγε ένα πνιχτο γέλιο και σηκώθηκα όρθια για να φύγω από τον πύργο Αστρονομίας μιας και το μάθημα είχε πλέον τελειώσει. Βέβαια, φρόντισα να φύγω πρώτη ώστε να μην στριμωχτώ στις σκάλες... Τα καλά του να τρέχεις γρήγορα.

Όταν κατέβηκα από τις σκάλες, ένιωσα ένα χέρι να χτυπά μαλακά δύο φορές τον ώμο μου. Κοίταξα δίπλα μου κι αντίκρισα τον Ντρακο. Αμέσως χαμογέλασα πονηρά. "Ουυ, τι έγινε, περιμένεις την Ερμιόνη;"

Ο Ντρακο κοίταξε πίσω μου, τους υπόλοιπους μαθητές που κατέβαιναν τις σκάλες, και με τράβηξε λίγο πιο πέρα. Παρέμεινα μπερδεμένη για λίγο, αλλά μετά θεώρησα ότι ήθελε να κάνουμε καμιά φάρσα στην Ερμιόνη, ή να την τρομάξουμε. Όταν όμως είδα την έκφραση του προσώπου του, αυτές οι θεωρίες πέταξαν μακριά... Φαινόταν λυπημένος και ανήσυχος.

"Ντρακο, όλα καλά;" είπα.

Ο Ντρακο κοίταξε για μία ακόμη φορά πίσω μου κι ύστερα έστρεψε το βλέμμα του επάνω μου. "Ελεονόρα, δεν αντέχω να στο κρύβω άλλο. Από τους άλλους ναι, αλλά από εσένα όχι", είπε και πήρε μία βαθιά ανάσα στο τέλος.

"Με τρομάζεις", κι όντως με τρόμαζε, "Τι έγινε;" είπα λίγο πιο σιγά.

Ξεροκατάπιε. "Ελεονόρα, σε παρακαλώ θέλω να μείνεις ήρεμη... Και να ξέρεις ότι δεν είχα καμία ανάμιξη σε αυτό, αλλά από εκείνη την ημέρα... όταν το έμαθα... Απλά θεωρώ πως πρέπει να γνωρίζεις ποιος πραγματικά σκότωσε τον Σεντρικ".

Προσπάθησα όντως να μείνω ψύχραιμη, εδώ χαμογέλασα κιόλας. "Χα, Ντρακο, μη γίνεσαι γελοίος. Ο Ξέρεις-Ποιος φταίει... Τον είδε ο Χάρι", οι παλάμες των χεριών μου είχαν αρχίσει να ιδρώνουν.

"Όχι, έτσι ήθελε να κάνει τους πάντες να νομίζουν. Ο Ματτεο του έκανε... Είχε πιει Πολυχημικό φίλτρο για να μοιάζει με τον Πατέρα του. Ο Ματτεο σκότωσε τον Σεντρικ", ψιθύρισε.

Αμέσως ένιωσα τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μου. Για λίγο νόμιζα πως μου έκανε πλάκα, αλλά η έκφραση του τα έλεγε όλα. Έλεγε την αλήθεια...

Ένα έντονο αίσθημα πνιγμού τύλιξε τον λαιμό μου. "Τι;" Τα μάτια μου γέμισαν αμέτρητα δάκρυα που με δυσκολία κρατούσα πίσω. "Κάνεις πλάκα, έτσι; Ο Ματτεο δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο..." γέλασα.

"Κι όμως, το έκανε. Ζήλευε... Είχε δει πόσο κοντά είχες έρθει με τον Ντιγκορι, και σε χρησιμοποίησε για να έρθει πιο κοντά στον Ποττερ ώστε να τον σκοτώσουν οι θανατοφάγοι. Το αποτέλεσμα το γνωρίζεις ήδη..."

Τα λόγια του ένιωσαν σαν μαχαίρι που βυθιζόταν κατευθείαν στην καρδιά. "Όχι, δεν... Λες ψέματα", τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν πάνω στα μάγουλα μου. Δε μπορούσα να το πιστέψω.

「Writer's Pov」

Ο Ντρακο έτρεξε μέχρι τα υπόγεια, έφτασε στον κοιτώνα του Σλιθεριν, και χτύπησε δυνατά την πόρτα της κάμαρας του Ματτέο.

Ο Ματτεο από την άλλη, σκούπισε τα δάκρυα του ξέροντας τι τον περίμενε, και άνοιξε την πόρτα του δωματίου του. "Ναι;" η φωνή του ήταν βραχνή και τα μάτια του κόκκινα. Φαινόταν ότι έκλαιγε.

"Θέλει να σε δει", είπε λαχανιασμένος ο Ντρακο. "Θα τη βρεις λέει εκεί που την έπνιξες".

Ο Ματτεο ξεροκατάπιε. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του κι άφησε την μπίρα που κρατούσε πάνω στο γραφείο του. Ύστερα γύρισε προς τον κολλητό του. "Ευχαριστώ Ντράκο, που με βοήθησες..."

"Δεν κάνει τίποτα. Αν με χρειαστείς κάτι θα είμαι στην κάμαρά μου", είπε λίγο πριν φύγει.

Ύστερα από μερικά λεπτά ο Ματτέο έφτασε στον πύργο Αστρονομίας. Παρατήρησε ότι κανένας δε βρισκόταν εκεί... Ήταν μόνος του.

Πλησίασε την άκρη κι ακούμπησε τα χέρια του πάνω στο κάγκελο. Πήρε μία βαθιά ανάσα κι έκλεισε τα μάτια του. Ξαφνικά ένιωσε μία λεπτή, σκληρή επιφάνεια να ακουμπά το σβέρκο του. Γύρισε από την άλλη και είδε την Ελ να στέκεται μπροστά του. Τον σημάδευε με το ραβδί της. Τα μάτια της ήταν κόκκινα.

"Πες μου έναν λόγο να μην σε σκοτώσω", κρατούσε σφιχτά τη λαβή του ραβδιού της καθώς πίεζε τη μύτη του πάνω στο λαιμό του Ματτέο.

"Δε θα το κάνεις", είπε. "Και οι δύο το ξέρουμε πως δεν έχεις τα κότσια".

"Με προκαλείς;"

"Ίσως".

"Σου φαίνεται αστείο όλο αυτό; Μήπως είναι ένα από τα παιχνίδια σου;!" Πίεσε περισσότερο το ραβδί της πάνω στο λαιμό του. "Ο Ντρακο μου τα είπε όλα... Ξέρω τι έκανες στον Σεντρικ".

Ο Ματτεο δε μίλησε. Έκανε ένα βήμα πίσω και τότε η πλάτη του ήρθε αντιμέτωπη με τα κάγκελα.

"Πες μου μόνο έναν λόγο..."

"Δηλαδή θα το κάνεις όντως;"

Η Ελ βουρκωσε, έσφιξε το ραβδί της κι έκανε ένα βήμα μπροστά. "Είσαι ίδιος ο πατέρας σου".

Τα λόγια αυτά μαχαίρωσαν τον Ματτέο στην καρδιά. Ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε να ακούσει...

❈❈❈

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro