4.
Επιτέλους! Μετά από τέσσερις μέρες η Εύα έχει επικοινωνήσει μαζί μου. Ένα μήνυμα όλο κι όλο που έγραφε:
« Είμαι καλά θα σε πάρω τηλέφωνο όταν σιγουρευτώ ότι η δουλειά βρίσκεται στο τέλος. Μη μου ανησυχείς, προσέχω. Φίλησέ μου τα κορίτσια, μη μου απαντήσεις σε αυτό το νούμερο' ίσως χρειαστεί να αλλάξω».
Ήταν η ώρα που έπρεπε να βγω να κάνω το νούμερό μου. 10 λεπτά στη σκηνή μόνη, χορεύοντας, αφήνοντας τη φαντασία των αντρών οργιάζει και έπειτα αφού άλλαζα στο καμαρίνι μας, να βγω να κάνω βόλτες ανάμεσα στα τραπέζια ημίγυμνη ή άλλες φορές που η δουλειά ήταν πεσμένη να κάθομαι στα πόδια των πελατών με σκοπό να με κεράσουν ποτό που ούτε καν θα έπινα. Άλλοι μου μιλούσαν γιατί ήθελαν κάπου να πνίξουν τον πόνο τους ,άλλοι με ρωτούσαν για μένα ξέροντας ότι θα τους πω ψέματα και υπήρχαν και αυτοί που έκαναν το κέφι τους βάζοντας μου χέρι γιατί απλώς με πλήρωναν και ταυτόχρονα μιλούσαν ή γελούσαν με φίλους. Η δουλειά δεν τελείωνε εκεί φυσικά. Ο πελάτης είχε δικαίωμα να μου ζητήσει να του χορέψω σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο μόνο για τα δικά του μάτια και γούστα' κυρίως από εκεί πληρωνόμουν. Εκεί η επαφή ήταν πιο προσωπική, πιο αισθησιακή. Άλλα 10 λεπτά εγώ με κάποιον μόνο. Μόνοι... εκεί μπορούσαν να κλειστούν κι άλλες συμφωνίες' δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο. Παρακολουθείσαι από παντού και κανένας ιδιοκτήτης- επιχειρηματίας δεν θέλει να βγαίνει ζημιωμένος.
Το μυαλό μου όμως ήταν κολλημένο, σχεδόν σταματημένο στην Εύα. Λειτουργούσα μηχανικά εκείνη τη νύχτα και χωρίς καμία διάθεση. Αισθανόμουν το σώμα μου σαν κάτι ξένο που ο καθένας μπορεί να ακούμπα και να βγάζει τις ορέξεις του. Δεν είμαι από εκείνες που θα σου πουν ότι τις έμπλεξαν ή ότι μου αρέσει η μεγάλη ζωή και το χρήμα. Ίσως για αυτή μου την ειλικρίνεια να με ξεχώρισε και η Εύα, η οποία σε καμία περίπτωση δεν μου μοιάζει σε αυτό το θέμα και ποτέ δεν συμφωνήσαμε.
Σήμερα στο τέλος της βάρδιας το αφεντικό με περίμενε στη σάλα. Έμοιαζε με ξεχασμένο θαμώνα που ακόμα έπινε το ποτό του, αρνούμενος να γυρίσει σπίτι του.
« Κάτια», φωνάζει... άλλωστε μόνο εγώ και η Εύα μιλούσαμε τόσο καθαρά τα Ελληνικά.
« Καλημέρα» του λέω.
« Kάθισε, σε θέλω», ήταν κάπως νευρικός και τόνος της φωνής του επιτακτικός. Τί να ήθελε; Δεν συνήθιζε να κάνει συζητήσεις. Ήξερε πολύ καλά να δίνει διαταγές και να μη δέχεται την άρνηση.
« Η Εύα λείπει μέρες», παρατήρησε, «ξέρεις κάτι;»
Χωρίς να το σκεφτώ απάντησα ένα ξερό «όχι». Σα να περίμενε κι άλλη απάντηση κοιτώντας με, συνεχίζω λέγοντας:
« Δεν έχουμε επικοινωνήσει και το μόνο που ξέρω είναι ότι σας είχε ζητήσει άδεια για μία εβδομάδα». Ή με ψάρευε να δει μήπως γνωρίζω κάτι που εκείνος αγνοούσε ή για να δει αν η Εύα μου μιλάει για πράγματα, τα οποία εκείνος δεν θα ήθελε να ξέρω, καθώς η Εύα ήταν η αγαπημένη του και πιο στενή συνεργάτιδά του. Συχνά μιλούσαν. Ήταν η μόνη που ο επιχειρηματίας συζητούσε πολύ, ποτέ όμως δεν ήξερα ούτε είχα ρωτήσει την Εύα. Αν εκείνη έκρινε ότι θα έπρεπε να γνωρίζω θα μου είχε μιλήσει. Της είχα τυφλή εμπιστοσύνη. Επίσης με είχε μάθει να σκέφτομαι έξυπνα πλέον και να μην μπορούν εύκολα να με κοροϊδέψουν ή να μου αποσπάσουν πληροφορία. Η Εύα με προστάτευε και μου μάθαινε να προστατεύω και τον εαυτό μου.
Το αφεντικό φάνηκε να ηρεμεί και έπιασε νωχελικά το ποτήρι του. Αφού ήπιε δυο γουλιές και άναψε τσιγάρο, κατάλαβα ότι ήμουν αρκετά πειστική. Μπορεί να μου αρέσει η νύχτα και το πώς βγάζω χρήματα για να ζω στη χλιδή βρίσκοντας εύκολα θύματα και τρόπους να ανεβάζω στα ύψη την ψυχολογία μου με τζάμπα κόκα, αλλά δεν ήθελα τα μπλεξίματα με τους νονούς. Ήμουν "τυπική" μέσα στην παρανομία μου. Μία τίμια στρίπερ που σνίφαρε όταν γούσταρε να πάει με πλούσιους πελάτες για το κάτι παραπάνω. Ήμουν προστατευμένη μέχρι εκεί από το μαγαζί. Αν έμπλεκα σε πιο μεγάλα "πράγματα" ήξερα από άλλες κοπέλες ότι μία μέρα θα "χανόμουν" ξαφνικά.
Αφού τελείωσε το τσιγάρο του μου λέει: « Η Εύα γυρίζει αύριο. Δεν άντεξε μάλλον μία ολόκληρη εβδομάδα μακριά μας.»
Εκεί σάστισα. Χιλιάδες σκέψεις πέρασαν αυτόματα από το μυαλό μου. Τελικά με ψάρευε να δει τι έχω πει με την Εύα. Είχε μιλήσει μαζί της, ξέρει τί κάνει, πού είναι και πότε γυρνάει. Ήθελε να δει πόσο εχέμυθη είμαι γιατί είναι σίγουρος ότι είμαστε κοντά με την Εύα. Η Εύα προφανώς είναι μπλεγμένη σε κάτι μεγαλύτερο και το αφεντικό το ξέρει ή μάλλον το υποκινεί... Η Εύα κινδυνεύει. Μαζί με την Εύα πλέον κινδυνεύω και εγώ γιατί ξέρει ότι μιλάμε και ας μην μου έχει εκμυστηρευτεί τίποτα εκείνη. Άρα εκείνος δεν ξέρει ότι η Εύα με προστατεύει. Κινδυνεύω όμως παρόλα αυτά γιατί με το αποψινό φρόντισε έμμεσα να μου πει "πρόσεχε". Άπειρες σκέψεις πάλι και όλες σε κλάσματα δευτερολέπτων. Έπρεπε να το πω στην Εύα ή όχι; Εκείνη σίγουρα θα μου έδινε να καταλάβω τι έχει γίνει ή πώς θα επικοινωνήσουμε μεταξύ μας χωρίς να κινδυνεύσει η ακεραιότητά μας. Ήταν πολύ έξυπνη για να μας θέσει σε οποιονδήποτε κίνδυνο.
Τελικά του απάντησα: « Τέλεια» ...το μόνο που μπόρεσα ανάμεσα σε τόσες σκέψεις να ξεστομίσω και σηκώθηκα αργά χωρίς να φανεί η ταραχή μου να αποχωρήσω. Το σίγουρο ήταν πως περίμενα πώς και πώς την Εύα να μιλήσουμε. Μου είχε λείψει πολύ και το να λέμε τα νέα μας... έστω τα χλιαρά και ανούσια. Θα μας ήταν πολύ ευχάριστο και ασφαλές να συζητήσουμε αυτά...έστω μόνο αυτά...ήταν ανάγκη μου...πλέον μία λέξη είχε σφηνώσει στο μυαλό μου: "ασφάλεια".
Μέχρι να προλάβω να δακρύσω για τις δυσκολίες που έρχονταν ή ήταν ήδη εδώ, να χαμογελάσω για την τύχη μέσα στην ατυχία μου και να ξυπνήσω από το λήθαργο και την πλάνη μιας άδειας ζωής χωρίς ασφάλεια, είχε ήδη φτάσει το ταξί έξω από το σπίτι μου.
« Kαλό βράδυ, Κάτια. Καλό ξημέρωμα», είπε το παλικάρι που εδώ και καιρό είχε αναλάβει να με πηγαινοφέρνει στη δουλειά' από τους μόνους άντρες που ποτέ δεν με προσέγγισε με προστυχιά... Είχε πει ακριβώς αυτό που είχα ανάγκη να ακούσω για να ηρεμήσει η σκέψη μου...
« Καλό ξημέρωμα» σε τόνο ασφαλή, σταθερό και με σεβασμό στο πρόσωπό μου.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro