Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

34.

Το πρωί η Κάτια σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της φορώντας μόνο το πουκάμισο και το εσώρουχό της για να φτιάξει ζεστό ελληνικό καφέ. Έκατσε στον καναπέ και χαμογελούσε. Ο ήλιος έμπαινε στο σαλόνι δειλά και εκείνη ζέσταινε τον εαυτό της κρατώντας την καυτή κούπα στα χέρια της. Δεν ήθελε να ξυπνήσει την Εύα. Κοιμόταν τόσο γαλήνια, σα μωρό. Σε λίγο άλλωστε ετοιμαζόταν να πάει στη μητέρα της να τη δει και να τη βοηθήσει, αν τυχόν χρειαζόταν κάτι.
« Καλημέρα», έγραψε στην Εύα με κραγιόν στον καθρέφτη του μπάνιου και άφησε το αποτύπωμα των χειλιών της. Ύστερα, αφού ήταν έτοιμη καθ΄ όλα, πήρε το δεύτερο ζευγάρι κλειδιών της Εύας και έκλεισε την πόρτα αθόρυβα.
Η ώρα πέρασε και η Εύα με δυσκολία τώρα ανοίγει σιγά σιγά τα μάτια της. Ήταν νωχελική. Τεντώθηκε, χαμογέλασε, χουζούρεψε μερικά λεπτά και έπειτα σηκώθηκε να πάει στο μπάνιο.   Στον καθρέφτη την περίμενε το πιο γλυκό μήνυμα του κόσμου.
« Δεν θα το σβήσω ποτέ», σκέφτηκε και έπιασε το κραγιόν της για να αφήσει ακριβώς δίπλα στο φιλί της Κάτιας το δικό της φιλί.
Έφτιαξε καφέ, άνοιξε την μπαλκονόπορτα και ξεκίνησε να γράφει τις τελευταίες σελίδες της πτυχιακής της εργασίας. Είχε σχεδόν ολοκληρώσει. Το αίσθημα ήταν απερίγραπτο. Σε λίγο θα δακτυλογραφούσε τη βιβλιογραφία και τελείωνε οριστικά. Αν ήταν βιβλίο τότε η λέξη «ΤΕΛΟΣ» ήταν πιο κοντά από ποτέ. Το πτυχίο ήταν ήδη δικό της. Μια νέα δικηγόρος… Η ορκωμοσία της δε φάνταζε πια σαν μακρινή υπόθεση.
Καθώς αριθμούσε τις σελίδες, σκέφτηκε την Κάτια. Παραμέρισε τον όγκο των βιβλίων που είχε δανειστεί και τον φορητό υπολογιστή στον οποίο πληκτρολογούσε. Κράτησε μόνο το στυλό στο χέρι της και τράβηξε μια λευκή σελίδα από το πακέτο που είχε προμηθευτεί τις προηγούμενες μέρες για να καθαρογράφει την εργασία της:
  « Αγάπη μου,
Ανέκαθεν εκφραζόμουν καλύτερα γραπτώς. Υπάρχουν πράγματα για μένα που δεν ξέρεις. Αρχικά σε ευχαριστώ για την υπομονή και την εμπιστοσύνη που μου έδειξες όταν στο ζήτησα. Αποφάσισα να σου μιλήσω για όσα με ταλαιπωρούν καιρό τώρα. Επιλέγω αυτόν τον τρόπο έκφρασης γιατί δεν αντέχω να δω τις αντιδράσεις σου. Εύχομαι αφού διαβάσεις το γράμμα μου, όταν με το καλό γυρίσεις σπίτι μας, να παραμείνεις σε αυτό και να μην αισθανθείς πως θες να αποδράσεις. Το σπίτι αυτό θέλω να είναι το βασίλειό σου και όχι η φυλακή σου. Ό, τι σου έκρυψα ήταν μόνο για το καλό μας. Ελπίζω τώρα που θα μάθεις την αλήθεια, να συνεχίσεις να θες να είσαι κομμάτι της ζωής μου, η ζωή μου… η νέα μου ζωή.
Μεγάλωσα με τη γιαγιά μου, νομίζω δεν έχω λατρέψει άνθρωπο περισσότερο από εκείνη, οι δικοί μου δεν είχαν ποτέ σχεδόν χρόνο. Χώρισαν όταν ήμουν πολύ μικρή. Ο πατέρας μου είναι πολύ γνωστός πολιτικός και η μητέρα μου ταξιδεύει συνέχεια γιατί είναι ηθοποιός. Έχει κρατήσει το καλλιτεχνικό της επίθετο.
Όταν ήμουν 10 χρονών ο πατέρας μου με βίασε. Είχε πιει. Εννοείται πως αυτό δεν τον δικαιολογεί. Είναι μπλεγμένος σε πολλές υποθέσεις γιατί όπως αποδείχθηκε στην πορεία του άρεσε να πειράζει κυρίως μικρά αγόρια. Δεν το ξέχασα ποτέ. Ήθελα να τον εκδικηθώ.
Αφότου πέρασα στη Νομική, κατάφερα να μπω (που δύσκολα και πολύ επιλεκτικά εισέρχεται κάποιος) σε μια ομάδα ανθρώπων που οι γνώσεις και οι γνωριμίες τους είναι πέραν φαντασίας. Ήρθα στο μαγαζί που δουλεύουμε, ‘συναντήθηκα’ με πολλούς πελάτες και ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών ήταν και είναι ο πατέρας μου. Θέλω να τον ξεμπροστιάσω. Για την ομάδα των ανθρώπων που προανέφερα δεν μπορώ να σου μιλήσω γιατί δεν μου επιτρέπεται. Αν συνεχίσω θα πρέπει να πηγαίνω σε συναντήσεις μόνη μου, να σου κρύβω πράγματα και δεν το θέλω, εκτός αν δεν έχεις πρόβλημα με το να μη γνωρίζεις. Είναι θέμα εμπιστοσύνης αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να το απαιτήσω. Κατανοώ. Είναι και αυτός ο κόσμος ένα κομμάτι μου πια. Αφού τελειώσουν όλα σκέφτομαι σοβαρά να φύγω και από εκεί όπως και από το μαγαζί. Ο πατέρας μου, με τα στοιχεία που συγκέντρωσα και εγώ η ίδια κατά του, βρίσκεται πάρ’ αυτά τώρα έξω με αναστολή. Την υπόθεση την ξέρεις. Έχει βουίξει ο τόπος. Είναι το ίδιο κύκλωμα όπου βρισκόταν και ο  Ζορζ ο οποίος πια είναι νεκρός.
Είχα για όλα σχέδιο… είχα προνοήσει για τα πάντα. Εκτός από εσένα. Εσύ μου προέκυψες στην πορεία αλλά όσο κι αν προσπάθησα να σε αρνηθώ για να μείνω προσηλωμένη μόνο στο στόχο μου, δεν τα κατάφερα.
Σήμερα κιόλας θα πάω στην Αστυνομία να καταθέσω για τον πατέρα μου γιατί δεν αντέχω να περιμένω ένα δικαστήριο, το οποίο ενδεχομένως να μη γίνει και ποτέ ή να τον αθωώσει. Η υπόθεση του θέλω να ανοίξει τώρα ξανά και αυτή τη φορά να είμαι εγώ αυτή που θα τον στείλει φυλακή. Μόνο έτσι θα ηρεμήσω.
Εσένα σε θέλω όπως δεν θέλησα ποτέ κανέναν στη ζωή μου. Ευελπιστώ να με νιώσεις. Συγγνώμη. Σε ευχαριστώ.
Η Εύα σου».
Το γράμμα η Εύα το άφησε πάνω στο μαύρο πάγκο της κουζίνας. Δεν άντεχε να τα πει στην Κάτια και να βλέπει τις αντιδράσεις της. Δεν ήθελε να δει τη λύπη στο πρόσωπό της, τον οίκτο ή το μίσος… προτίμησε να τις γράψει. Το βράδυ που και εκείνη θα επέστρεφε, θα ήξερε πλέον με σιγουριά αν η Κάτια την αποδεχόταν όπως ακριβώς είναι- σπασμένη, πληγωμένη, γεμάτη οργή- ή όχι.
Στο αστυνομικό τμήμα δούλευαν όλοι πυρετωδώς. Η Εύα περίμενε υπομονετικά να την καλέσουν για να της πάρουν κατάθεση. Ο διοικητής φαινόταν αγχωμένος και τα τηλέφωνα δεν σταματούσαν στιγμή. Η ώρα που θα έδινε τη μάχη της δεν αργούσε. Ήταν πια ζήτημα λεπτών.
« Ήρθα να καταγγείλω τον πατέρα μου για βιασμό όταν ήμουν 10 χρονών. Τα στοιχεία που έχει η αστυνομία εις βάρος του για παιδεραστία είναι αληθή και το επιβεβαιώνω. Είμαι κι εγώ θύμα του».
Ο διοικητής αφού πρώτα της είχε πάρει τα προσωπικά στοιχεία και ήξερε πια ότι ήταν η κόρη του γνωστού πολιτικού, είχε μείνει σοκαρισμένος να την κοιτάει.
« Ήθελε πολλά κιλά δύναμης αυτό που έκανες», της είπε σχεδόν αποσβολωμένος και έπειτα συνέχισε:
« Θα φροντίσω εγώ προσωπικά κορίτσι μου την υπόθεση. Αυτή τη φορά δεν τη γλιτώνει. Απλά να σε ενημερώσω πως θα κληθείς να πεις τα ίδια και περισσότερα με λεπτομέρειες και στοιχεία στο δικαστήριο. Είναι πολύ βαριά η κατηγορία  εις βάρος του».
« Το γνωρίζω. Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων. Θα κάνω αυτό που πρέπει ως το τέλος».
« Μια υπογραφή βάλτε μου εδώ», της δίνει το χαρτί της κατάθεσης να υπογράψει και εκείνη ανέκφραστη σηκώνεται από την καρέκλα της και οδηγείται στην έξοδο.
Η επόμενη στάση της ήταν στο μαγαζί. Έπρεπε να ενημερώσει το αφεντικό της πως εντός μιας εβδομάδας το πολύ επιβάλλεται να έχει βρει αντικαταστάτρια. Δυστυχώς δεν ήταν εκεί. Είχε αφήσει στη θέση του τον Ιβάν για την παραλαβή της κάβας.
« Γεια σου Εύα. Πώς κι από δω;»
« Καλημέρα. Ψάχνω τον…
« Το αφεντικό φαντάζομαι… γιατί εμένα, αποκλείεται».
« Ιβάν, συγγνώμη που δεν απάντησα στο τελευταίο σου μήνυμα αλλά είχα…»
« … Άσε ξέρω, μην απολογείσαι, δεν χρειάζεται… Τουλάχιστον όχι σε μένα. Είσαι πιεσμένη. Δεν πειράζει. Όλα καλά. Το πήρα το μήνυμα και ας μην το έστειλες», τη διακόπτει με ύφος ενοχλημένο και με μια δόση εγωισμού.
Είχε δίκιο όμως. Μια απάντηση έστω μπορούσε να του είχε στείλει η Εύα. Εκείνος της είχε φερθεί ευγενικά και ποτέ δεν την πίεσε για κάτι.
« Έλα, φτιάξε καφέ. Στο χρωστάω. Πρέπει να εξιλεωθώ».
Ο Ιβάν αφήνει τις κούτες με τα ποτά χωρίς να χάσει χρόνο και ανοίγει τη μηχανή του καφέ:
« Πάντα καταφέρνεις να με ρίξεις»,  της λέει και γελάνε και οι δυο.
Παράλληλα η Κάτια είχε ήδη επιστρέψει από τη μαμά της καθώς δεν χρειάστηκε να μείνει πολύ. Τώρα διαβάζει το γράμμα της Εύας και τα δάκρυά της κυλούν καυτά στο πρόσωπο σαν χείμαρρος. Ακουμπάει ξανά το γράμμα πάνω στον πάγκο και πιάνει το κινητό της να στείλει μήνυμα στην Εύα:
« Σ' αγαπ…»
Το σβήνει και σκέφτεται πως είναι καλύτερα να της δείξει έμπρακτα αυτό που ξεκίνησε να της γράφει. Όταν πια θα γυρνούσε η Εύα θα την έπαιρνε  μια τόσο σφιχτή αγκαλιά, που θα φοβόταν ότι θα σπάσει στα χέρια της.
« Θα της μαγειρέψω το αγαπημένο της φαγητό, γεμιστά, και θα στολίσω το σπίτι με λίλιουμ, λευκά. Θα της αρέσει πολύ. Πρέπει να πάω στην κάβα να πάρω και το κρασί που λατρεύει. Μας τελείωσε προχθές».
Ωστόσο το αφεντικό της Εύας επέστρεψε στο μαγαζί και η ίδια του ανακοίνωσε την απόφασή της.
« Μίλησα ήδη με μια κοπέλα και μου είπε να περάσει αν είναι για δοκιμαστικό, οπότε θα της τηλεφωνήσω σήμερα κιόλας, ώστε να μην περιμένεις και εσύ μια βδομάδα».
Το αφεντικό της τελικά ήταν πιο προετοιμασμένο απ’ όσο η ίδια η Εύα πίστευε. Η απάντησή του την ξάφνιασε.
« Σε ευχαριστώ πολύ, αλήθεια. Μπορεί να ανήκεις στον κόσμο της νύχτας αλλά σε μένα τουλάχιστον έχεις φερθεί σπαθί», αποκρίθηκε η Εύα.
« Εύα στη νύχτα εκτός από άνθρακα, θα βρεις θησαυρούς… λίγους… και δυστυχώς υπερκαλύπτονται από τον άνθρακα αλλά αν ψάξεις καλά, υπάρχουν. Ακόμα και τα απόβλητα δεν έχουν όλα την ίδια δυσοσμία. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι… κι αν κάποιοι γινόμαστε είναι γιατί αναγκαζόμαστε».
Ήταν η πιο σωστή, αληθινή και ταυτόχρονα τρομακτική φράση που είχε ακούσει ποτέ η Εύα. Ένιωθε περήφανη, λυτρωμένη, αισιόδοξη. Τα είχε καταφέρει. Το μόνο που έμενε, που την έκαιγε, ήταν η αντίδραση της Κάτιας στην κατάθεση ψυχής που της είχε αφήσει στον πάγκο της κουζίνας.
Συνέχισε να απολαμβάνει τον καφέ της όμως, λέγοντας αστεία με τον Ιβάν και το αφεντικό, το οποίο φαινόταν σήμερα να έχει πολύ καλή διάθεση, ανάλαφρη, ό τι ακριβώς είχε ανάγκη και η Εύα.
Οι ώρες περνούσαν πολύ γρήγορα. Αν και από τη μία το γράμμα και από την άλλη η επίσκεψή της στην αστυνομία τη δυσκόλευαν, πάρ’ αυτά της έδωσαν φτερά. Ο χρόνος επομένως σήμερα που περνούσε, κυλούσε ευχάριστα και όλα της φάνταζαν αρμονικά και μελωδικά στο μυαλό της. Έτσι, πήρε την απόφαση να ξεκινήσει σιγά σιγά για το σπίτι, αφού ήπιε και την τελευταία γουλιά του καφέ της.
Μπήκε μέσα, άφησε την τσάντα της στο σύνθετο του σαλονιού και γύρισε να αναζητήσει την Κάτια με το βλέμμα της. Δεν ήταν εκεί. Στο σπίτι επικρατούσεαπόλυτη ησυχία άρα προφανώς δεν ήταν σε κανένα δωμάτιο.
«Δεν επέστρεψε από τη μητέρα της ακόμα», σκέφτηκε. Το συνειρμό όμως διέκοψε το χαρτί στον πάγκο. Δεν μπορούσε να θυμηθεί αν το είχε αφήσει ακριβώς σε αυτή τη θέση ή είχε μετακινηθεί.
« Νομίζω το άφησα εδώ αλλά είχα βάλει από πάνω το ποτήρι με το μισοτελειωμένο καφέ της Κάτιας. Ή μήπως όχι; Μήπως από τη βιασύνη μου μόνο το σκέφτηκα αλλά δεν το έβαλα εντέλει ποτέ εκεί; Μπορεί!»
  Ήταν και αυτό το θέμα με την αστυνομία που την είχε αγχώσει πολύ. Αυτή τη στιγμή δεν μπορούσε να θυμηθεί, σαν να είχε πέσει μια μαύρη κουρτίνα.  Ήταν τόσο φορτισμένη ψυχικά όταν έγραφε το γράμμα πριν φύγει για να καταθέσει.
  Ξαναβγήκε τελικά από το σπίτι σκεπτόμενη πως ήταν ευκαιρία να περάσει και από την Αδελφότητα, αφού είχε χρόνο, να συζητήσει ορισμένες από τις κινήσεις της. Όλες οι ισορροπίες έδειχναν τώρα να αλλάζουν, να σπάνε και η Εύα αναζητούσε πλέον μόνο σταθερές. Διψούσε για σταθερότητα.
Δεν πρόλαβε να μπει στη Στοά. Χτυπάει το κινητό της. Το σηκώνει. Δεν κοίταξε καν ποιος είναι:
« Η Κάτια είναι νεκρή…»
Έσβησαν όλα, η Εύα λιποθύμησε, το κινητό έπεσε από τα χέρια της και το σώμα της έτρεμε ολόκληρο. Βρισκόταν μεταξύ του δρόμου και του πεζοδρομίου. Τη βοήθησε ένας περαστικός ο οποίος φώναξε για βοήθεια.
« Πρέπει να συνέλθω», ψέλλισε η Εύα.
« Μείνετε για λίγο ήρεμη και σηκώνεστε όταν αισθανθείτε καλύτερα», της είπε με ήρεμη φωνή ο κύριος που τη βοήθησε.
Η Εύα πετάχτηκε πάνω και έψαχνε το κινητό της.
« Εδώ είναι, αν ψάχνετε το κινητό σας. Σας το μάζεψα. Προφανώς έπεσε από τα χέρια σας την ώρα που χάσατε τις αισθήσεις σας.»
Μέσα στη σκοτοδίνη της ούτε καν τον ευχαρίστησε το Χριστιανό που προθυμοποιήθηκε να τη βοηθήσει. Πήρε το κινητό της και πήγε στην τελευταία κλήση. Πάτησε πάνω στην επαφή ώστε να γίνει επανάκληση και το σήκωσε μια κυρία:
« Πρέπει να είσαι η Εύα… η κόρη μου…»
Ήταν η μητέρα της Κάτιας. Την είχαν ήδη ειδοποιήσει για το συμβάν και ίσα που οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα της. Έκλαιγε με λυγμούς.
« Είχε βγει μάλλον να ψωνίσει κοντά στο σπίτι σας», έχανε τα λόγια της ανάμεσα στις λέξεις. Οι παύσεις νόμιζες πως διαρκούσαν αιώνες. Η πνιχτή φωνή που έβγαινε σου διαπερνούσε τα κόκαλα.
« Την πυροβόλησαν από απόσταση».
Σιωπή επικράτησε για κλάσματα δευτερολέπτου.
  Εκκωφαντικός ο ήχος της σιωπής. Η Εύα νιώθει ότι θα ξαναχάσει τις αισθήσεις της.
« Λες να φταίει ο άντρας μου;... Θα τρελαθώ… Έχασα το κορίτσι μου… το μόνο μου στήριγμα. Θα τον σκοτώσω και μετά ας μπω φυλακή», παραληρούσε.
Η Εύα αρχίζει να χάνει το μυαλό της.
« Πρέπει να συγκεντρωθώ, να συνέλθω, με χρειάζεται η μητέρα της. Ψυχραιμία!», έλεγε στον εαυτό της μα δεν μπορούσε να υπακούσει. Δεν την άκουγε ούτε το σώμα της.
Πήρε το πρώτο ταξί που βρήκε και κατευθύνθηκε στη μητέρα της Κάτιας. Δεν θυμάται πώς. Όλα ήταν μηχανικά. Σαν ένα ρομπότ που εκτελούσε εντολές.
Η Κάτια της είχε εκμυστηρευτεί για την απειλή του πατέρα της που ήταν στη φυλακή αλλά πώς είναι δυνατόν κάποιος να βάλει να σκοτώσουν το ίδιο του το αίμα…; Από την άλλη πλευρά η Εύα ήξερε ότι τελευταία τις παρακολουθούσαν και αυτό άρχισε να τη στοιχειώνει. Ποιός όμως τους παρακολουθούσε και γιατί; Η Εύα είχε ανοίξει τόσα μέτωπα είτε από την πλευρά του πατέρα της είτε της αδελφότητας που οι περισσότεροι γύρω της πλέον ήταν εχθροί παρά φίλοι. Δεν μπορούσε να σκεφτεί από πού ξεκινάει το μίσος του κόσμου και πού τελειώνει.
«Τελικά είχε γυρίσει στο σπίτι η Κάτια, ήξερε όλη την αλήθεια πια. Είχε βγει να μας ψωνίσει. Με περίμενε…»

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro