3.
Ο Ζορζ καθισμένος στο γραφείο του μπαρ που ήταν ιδιοκτήτης, κοιτούσε κάθε τόσο το πανάκριβο ρολόι που στόλιζε το χοντροκομμένο χέρι του. Κανείς έως τότε δεν τον είχε συναντήσει, ούτε τον ήξερε. Όλοι τον είχαν ακουστά ως Ζορζ. Ήταν ένα ψευδώνυμο για να μπορεί να κάνει τις δουλειές του χωρίς ίχνος ‘’προσωπικότητας’’. Οι συνομιλίες ήταν όλες τηλεφωνικές ή γραπτές.
Τώρα καλούσε με απόκρυψη κάποιο από τα αγόρια του.
« Το εμπόρευμα είναι έτοιμο να φορτωθεί και να αποχωρήσετε».
Δεν πρόλαβε να υπάρξει απάντηση και το τηλέφωνο είχε ήδη κλείσει και ακουγόταν μόνο ο απόηχος...τουτ τουτ τουτ...
Ένα φορτηγό σε μια αποθήκη κάπου κοντά στην Αθήνα ήταν σχεδόν έτοιμο να φύγει εκτός Ελλάδας. Δύο άντρες ντυμένοι στα μαύρα από πάνω μέχρι κάτω, εκτελώντας γρήγορες κινήσεις, φόρτωναν με προσοχή όπλα και εκρηκτικά. Κάπου στο βάθος ακούγονταν πνιχτές φωνές ψιθυριστά...Υπήρχε και ζωντανό εμπόρευμα στο σωρό.
« Ησυχία», είπε ο ένας με επιβλητική φωνή, κοφτά και σε άγριο τόνο.
Το άγχος και η πίεση σε αυτές τις δουλειές είναι πασιφανές. Μια νευρικότητα επικρατούσε και απόλυτο σκοτάδι.
Εντός λίγων λεπτών τα όπλα είχαν φορτωθεί και ο άντρας πήγαινε πια με γοργά βήματα προς μια πόρτα που διέθετε η αποθήκη στο βάθος δεξιά. Κρατούσε ένα 45αρι με σιγαστήρα και το σώμα του ήταν ογκώδες. Το πρόσωπό του ήταν καλυμμένο με μαύρη κουκούλα. Η πόρτα διέθετε ψηφιακή κλειδαριά. Οπότε χωρίς να χάνει χρόνο καθόλου πληκτρολογεί άμεσα ένα 5ψήφιο νούμερο, στη συνέχεια η πόρτα απασφαλίζει και ο άντρας σπεύδει να την ανοίξει.
Κοπέλες δίμετρες, όμορφες, καθισμένες στο πάτωμα, σαστισμένες και αδύναμες, οι περισσότερες εμφανώς εξαντλημένες... Ντροπαλές, άλλες με βλέμμα απογοήτευσης και άλλες με βλέμμα οργής, αδίστακτες... Καμιά τους δεν ήξερε Ελληνικά. Κάποια κοπέλα προσπάθησε κάτι να ψελλίσει, όμως ο άντρας αμέσως έστρεψε το όπλο του και τη σημάδεψε στο πρόσωπο. Η γυναίκα φοβισμένη χαμήλωσε τα μάτια. Τους έκανε νόημα να σηκωθούν και να μπουν σε σειρά.Το φορτηγό ήδη έκανε όπισθεν για να παραλάβει και το τελευταίο εμπόρευμα. Ο προορισμός άγνωστος όπως πάντα. Κάπου θα γινόταν η ανταλλαγή και ο προορισμός θα ερχόταν σε μήνυμα’ φυσικά από άγνωστο αποστολέα και κινητό μιας και μόνο χρήσης.
Οι γυναίκες υπό την απειλή του όπλου ήδη επιβιβάζονταν στο φορτηγό. Η εικόνα τους παρά το γεγονός του ότι ήταν όμορφες, είχε χαλάσει. Πρέπει να ήταν μέρες στην αποθήκη κλειδωμένες χωρίς φαί, μπάνιο παρά μόνο ελάχιστο νερό ’ κι αυτό για να μην πεθάνουν και χαλάσει η διαπραγμάτευση.
Πόσο άραγε να κοστίζει μια ανθρώπινη ψυχή; Πώς κοστολογείται ο άνθρωπος ‘’σώμα και πνεύμα’’; Ποια ψυχή είναι πιο άξια από άλλες ώστε να τις διαχειρίζεται;
Το φορτηγό είχε ήδη ξεκινήσει και ο άντρας που φυλούσε το εμπόρευμα πέταξε ένα μεγάλο μπουκάλι νερό σε μια γυναίκα και με νεύμα της έδειξε να πιει. Έπειτα πάλι με νεύμα της έδωσε να καταλάβει ότι δεν υπάρχει άλλο και όσο έχουν να το μοιραστούν μεταξύ τους για να πιουν από λίγο όλες.
Ο Ζορζ αφού έκανε ορισμένα τηλέφωνα ακόμα, σηκώνεται από την άνετη, δερμάτινη, περιστρεφόμενη καρέκλα του γραφείου του, ανοίγει το χρηματοκιβώτιο και παίρνει ένα χαρτοφύλακα. Κλειδώνει βιαστικά το γραφείο και καθώς κινείται κατά μήκος του διαδρόμου, λίγο πριν βγει στο χώρο του μπαρ, αισθάνεται μια ενόχληση στην πλάτη. Ένας πόνος διαπεραστικός που τον μούδιασε ολόκληρο. ‘’Δεν είναι τίποτα’’ σκέφτηκε, και με δυσκολία συνέχισε να περπατά. Στο τέλος του διαδρόμου ήταν η πόρτα του μπαρ. Ήταν τόσο κοντά. Άλλωστε στο μπαρ είναι πάντα η Τόνια. Την ανοίγει και πηγαίνει γρήγορα προς την Τόνια.
Η Τόνια ήταν η μπαργούμαν του μαγαζιού που τα τελευταία 5 χρόνια του κρατούσε το μπαρ και της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Ήταν γύρω στα 38 αλλά η νύχτα ήδη φαινόταν στο πρόσωπό της. Την έκανε κανείς για 45αρα σίγουρα. Είχε περάσει από πολλά ξενυχτάδικα και μάλιστα όχι ιδιαίτερα καλόφημα. Δεν ήταν τυχαίο άλλωστε που δούλευε για τον Ζορζ. Εκείνη ήξερε το πραγματικό του όνομα... το όνομα του επιχειρηματία. ‘Νίκος, Νίκος Ασλάνογλου. Ένας καλοπληρωτής, ιδιοκτήτης κακόφημου μπαρ, αλλά τίποτα παράνομο, με δυο παιδιά που σπουδάζουν στο εξωτερικό και μια πανέμορφη σύζυγο που λατρεύει τον άντρα της.
Ο Ζορζ πλησιάζει την Τόνια και αμέσως εκείνη τρέχει να του βάλει το ποτό του. Έπινε μόνο ουίσκι, σκέτο, χωρίς πάγο. Εκείνη την ώρα έκλεινε το μαγαζί. Η κοπέλα μάζευε τα τελευταία τραπέζια και το μπαρ. Είχε κιόλας βγάλει το ταμείο της μέρας. Εκείνος κοφτός όπως πάντα της είπε ότι δε θέλει να πιει. Φαινόταν κάπως ανήσυχος. Η Τόνια χωρίς δεύτερη σκέψη και λιγομίλητη ως συνήθως, τον ρώτησε μόνο αν ήθελε να καλέσει τη γυναίκα του γιατί δεν τον έβλεπε πολύ καλά.
Ο Ζορζ χωρίς να δώσει καμιά απάντηση, γύρισε την πλάτη κι έφυγε. Φτάνοντας στην πόρτα της λέει με βαριά φωνή:
« Κλείδωσε εσύ! Αύριο θα κάνουμε ταμείο». Δεν πρόλαβε καν να του πει ότι το είχε τακτοποιήσει αυτό το θέμα κι εκείνος είχε εξαφανιστεί.
Συνέχισε να καθαρίζει τα ποτά που χύθηκαν στο μπαρ με νερό και ξύδι. Αυτές οι μυρωδιές φεύγουν, οι άλλοι λεκέδες της ψυχής με όλα αυτά που άκουγε από τον καθένα, τα προβλήματά τους στην καλύτερη περίπτωση ή τις χυδαιότητές τους στη χειρότερη, δεν ήξερε με τι διαλύονται. Άλλο ένα βράδυ έφτανε στο τέλος του. Θα γυρνούσε σπίτι να ξεκουραστεί και να δει το μικρό της να κοιμάται πλάι στη γιαγιά.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro