22.
Στο δρόμο τραβούσε όλα τα βλέμματα πάνω της, μαγνήτιζε τους πάντες. Με ένα τίναγμα των μαλλιών της έδειχνε την αυτοκυριαρχία της, μύριζε σιγουριά και σε σαγήνευε με τη μαεστρία της.
« Καλησπέρα», λέει απευθυνόμενη σε όλους ανοίγοντας την πόρτα του μαγαζιού.
« Καλησπέρα Εύα, έλα, έλα!» φωνάζει η Ντιάνα.
« Πάλι πρόβα;»
« Ζήτησαν τα κορίτσια μια τελευταία!»
« Άσε, ξέρω, είναι σαν τo: «θα βγούμε για ένα ποτό»…»
Γελάει η Ντιάνα και συνεχίζουν τη χορογραφία.
Η Εύα άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί στο χώρο μήπως εντοπίσει την Κάτια…αλλά μάταιο. Η Κάτια περιέργως δεν ήταν εκεί.
« Είδε κανείς την Κάτια; »
« Πήρε ρεπό σήμερα. Πριν λίγο μας ειδοποίησε κι εμάς. Επικοινώνησε πριν από κανένα εικοσάλεπτο και ζήτησε έκτακτα να απουσιάσει. Γιατί;»
« Την ψάχνω από το πρωί γιατί ήθελα μια εξυπηρέτηση.»
Η Εύα αλλάξει χίλια χρώματα και δέκα διαθέσεις μονομιάς. Άγχος, ανησυχία, φόβος, απαισιοδοξία, στεναχώρια, θυμός, νεύρα. Δεν ήξερε πώς να νιώσει. «Πού να είναι; Τί έχει γίνει; Η Κάτια δε λείπει ποτέ. Αρρωσταίνει κι έρχεται για δουλειά ακόμα κι αν χρειαστεί να πάρει διπλά παυσίπονα.»
Δίχως να το σκεφτεί αρπάζει το κινητό από την τσάντα της και πληκτρολογεί το μήνυμα: « Πού είσαι;» και περίμενε να δει κάποια απάντηση. Η ώρα περνούσε όμως και η απάντηση δεν ερχόταν. Η Εύα έπρεπε να ετοιμαστεί και να βγει. Σε λίγο καιρό άλλωστε θα την άφηνε αυτή τη δουλειά αλλά προς το παρόν δεν ήθελε να κινήσει υποψίες.
Σε κάθε διάλειμμα έλεγχε το κινητό της. Είχε απελπιστεί… μέχρι που αποφάσισε πως αν η Κάτια δεν της είχε απαντήσει ως το τέλος της βάρδιας, θα πήγαινε από το σπίτι της να τη βρει… αν ήταν εκεί. Δεν της είχε αφήσει και άλλη επιλογή ούτε περιθώριο. Ανησυχούσε.
« Πόσο εγωιστικό εκ μέρους μου να μην έχω μιλήσει μαζί της εδώ και 3 μέρες; Από τη μία ήθελα να της δώσω χρόνο και από την άλλη έπρεπε και εγώ να επεξεργαστώ αυτά που μου είπε και με ενόχλησαν. Πού να είναι τώρα; Εγώ φταίω που δεν ξέρω τι κάνει. Το γεγονός ότι εκείνη δεν μου μιλούσε, δεν σημαίνει πως έπρεπε και εγώ να κάνω το ίδιο. Δεν μου έδινε το δικαίωμα ή την αφορμή για να αδιαφορώ. Τί είμαστε; Παιδάκια; Πόσο ανώριμη συμπεριφορά..;;»
Δεν είχε σημασία καμία δεύτερη σκέψη αφού ήταν αποφασισμένη απόψε κιόλας η Εύα να διορθώσει αυτή της την αδιαφορία. Προφανώς ήταν ένας τρόπος άμυνας απέναντι στον πληγωμένο εγωισμό της. Δεν άντεχε να μη μιλάνε.
Όταν τελείωσε τη δουλειά ζήτησε από τον Ιβάν να της καλέσει ένα ταξί.
« Να σε πάω εγώ; Είναι αργά και θα είσαι κουρασμένη. Θα σε πετάξω εγώ. Πού πας; Εκτός αν θες πρώτα να σε κεράσω ένα ποτό. Φαίνεσαι να το χρειάζεσαι απόψε.»
« Ιβάν σε ευχαριστώ πολύ, το εκτιμώ, αλήθεια.. αλλά ας το αφήσουμε καλύτερα για μια άλλη φορά που θα είμαι όντως καλύτερα.»
Πρώτη φορά η Εύα παραδεχόταν ότι δεν είναι καλά.
« Οκ! Θα σε πάω έστω σπίτι. Επιμένω!»
« Θέλω να βρω την Κάτια! Πρέπει να πάω από εκεί. Δεν ήθελα να ανησυχήσω κανέναν πριν αλλά αισθάνομαι πως κάτι συμβαίνει. Κάτι δεν πάει καλά. Λες να έγινε τίποτα με τη μητέρα της; Σου είπε κάτι;»
« Ρε Εύα με δουλεύεις; Η Κάτια με βλέπει και αλλάζει πεζοδρόμιο. Φέρεται λίγο περίεργα τελευταία, όντως!»
Εντέλει ο Ιβάν τη συνόδευσε μέχρι έξω και περίμενε μαζί της στο δρόμο μέχρι να βρει ταξί και να μπει μέσα. Ήταν η ευκαιρία του μαζί της- να περάσει λίγη ώρα μόνος του με την Εύα. Περίμενε καιρό μια τέτοια στιγμή…και τώρα είχε έρθει από το πουθενά. Δεν έπρεπε να τη χάσει!
Είχαν πιάσει τη συζήτηση. Το είχε ανάγκη η Εύα. Ήταν τα λεπτά εκείνα μια διέξοδος από τα χιλιάδες προβλήματα που σκεφτόταν. Για λίγο ανέμελη… μια χλιαρή συζήτηση, ένα αστείο, ένας αντιπερισπασμός. Ναι, αυτή τη στιγμή ο Ιβάν ήταν ένας χρήσιμος αντιπερισπασμός. Η Εύα δεν τον χρησιμοποιούσε, ήταν πάντα τόσο ξεκάθαρη μαζί του… εκείνος όμως φρόντιζε να δείχνει με κάθε ευκαιρία το ενδιαφέρον του.
« Έρχεται ταξί! Κρίμα.»
« Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα γελούσα τόσο περιμένοντας ένα ταξί!»
« Εννοείς ότι δεν περίμενες να γελάς και να περνάς τόσο καλά μαζί μου! Έλα, πες το! Δε θα προσβληθώ. Δεν είναι κακό.»
Η Εύα γέλασε και τον ευχαρίστησε που έκατσε μαζί της και τη βοήθησε να βρει ταξί. Ήταν ίσως από τις σπάνιες φορές που ένιωθε να χρειάζεται στήριξη.
« Σε ευχαριστώ για απόψε.»
« Δεν έκανα κάτι. Μη με ευχαριστείς. Εγώ σε ευχαριστώ γιατί παρακαλάω εδώ και πόσο καιρό για ένα ραντεβού.»
Κοιτάχτηκαν και έβαλαν τα γέλια ενώ το ταξί περίμενε υπομονετικά την Εύα να κλείσει την πόρτα. Μάλιστα φάνηκε μέχρι και ο οδηγός να απολαμβάνει τη στιχομυθία τους.
« Για πρώτο ραντεβού καλά πήγε» είπε χαριτολογώντας ο Ιβάν και την αποχαιρέτησε: « Ελπίζω να είναι όλα καλά με την Κάτια και να μας ανησύχησε τζάμπα. Να ξέρεις έχω συγκρατήσει την πινακίδα του κυρίου για παν ενδεχόμενο. Καληνύχτα!»
Η πόρτα του ταξί σφράγισε και ξεκίνησε με προορισμό το σπίτι της Κάτιας. Ξαφνικά το σκηνικό πάλι είχε αλλάξει και τα γέλια έδωσαν τα ηνία στην ανησυχία και την ανασφάλεια. «Λες να παρακολουθούν την Κάτια εξαιτίας μου; μήπως έπαθε κάτι η μητέρα της; υπάρχει περίπτωση να τα κάνει όλα αυτά για να δει πού θα έφτανα για εκείνη; ή μήπως γιατί ένιωσε άσχημα μετά από αυτό που μου είπε και δεν ξέρει τι να κάνει για να έρθουμε και πάλι σε επαφή;». Η μία σκέψη διαδεχόταν την άλλη… και έπειτα είχε να αναλογιστεί και ένα γρίφο που έπρεπε να λυθεί. « M,D ή deux, N, G, E, T, R… πίνακας, ξένος καλλιτέχνης…».
Μέχρι να ολοκληρώσει τον ατελείωτο, χαοτικό συνειρμό της, παρατηρεί έξω από το παράθυρο και αντιλαμβάνεται πως βρίσκεται μόλις δύο τετράγωνα πριν από το σπίτι της Κάτιας. Είχε πάντα για σημάδι ένα γωνιακό μαγαζί το οποίο από την πρώτη κιόλας φορά που πέρασε από μπροστά την είχε εντυπωσιάσει. Ήταν ένα μαγαζί που της θύμιζε πολύ λουνα- παρκ. Είχε πάντα μια μυρωδιά μαλλιού της γριάς και ζαχαρωτού (μια υπενθύμιση της παιδικής, εφηβικής ξεχασμένης ηλικίας). Μπορούσε να σε συνεπάρει μέχρι κι από το απέναντι πεζοδρόμιο. Ακόμα κι αν κάποιος περνούσε απ’ έξω ήταν σχεδόν απίθανο να μην αντιληφθεί κάτι τόσο δελεαστικό. Δεν άφηνε κανέναν ασυγκίνητο και γι’ αυτό ο κόσμος δύσκολα αντιστεκόταν σε μια επίσκεψη στο κατάστημα. Επίσης η μουσική που έπαιζε από δυο μικρά ηχειάκια στερεωμένα στις άκρες, εξωτερικά του μαγαζιού, σε καλούσε μέσα σαν υπόσχεται την εκπλήρωση ενός ονείρου, χαμένου ονείρου. Συνήθως ηχούσε όπως τα καρουζέλ και άλλες φορές το «βαλς των χαμένων ονείρων» του Χατζιδάκι. Ήταν μια πανδαισία που μπορούσε να καλύψει κάθε αίσθηση, κάθε ηλικία, κάθε ανάγκη. Τα γλυκά προκαλούν κορεσμό, όμως σε αυτό το μέρος κανείς δεν χόρταινε. Δεν χόρταινε ούτε το μάτι, ούτε το αυτί, ούτε η ψυχή. Πουλούσε διαφόρων ειδών γλυκά, ζαχαρωτά, ζελεδάκια, χωνάκια με επικάλυψη σοκολάτας και πολύχρωμης τρούφας με γέμιση κρέμα, καραμέλα και ό,τι άλλο βάζει ο νους. Είχε όλα τα καλούδια. Φυσικά δεν έλειπαν τα παγωτά. Πρέπει να είχε τουλάχιστον είκοσι διαφορετικές γεύσεις συν μια μηχανή που έβγαζε την στριφογυριστή, κλασική κρέμα, σοκολάτα ή ανάμεικτο. Ήταν το μέρος που η φαντασία συναντούσε την πραγματικότητα και το αποτέλεσμα ήταν μαγικό.
Ανάμεσα στα εκατοντάδες γλειφιτζούρια και καραμέλες για κάθε γούστο, υπήρχαν και παιχνίδια που άλλαζαν με βάση το θέμα της εποχής. Για παράδειγμα την τελευταία φορά που είχε περάσει η Εύα, το θέμα του μαγαζιού ήταν «η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων». Σε μια γωνία υπήρχε ο Καπελάς σε γιγάντια φιγούρα και στην είσοδο η Αλίκη έτοιμη να σε υποδεχτεί. Από το ταβάνι κρεμόταν ο Γάτος με τα μάτια του τόσο ρεαλιστικά που νόμιζες πως όντως θα σε μαγέψει (χιλιοστά λίγο πάνω από το κεφάλι σου). Στα ράφια βρισκόταν ένα επιτραπέζιο που είχε στόχο να φτάσει ο νικητής στη χώρα των θαυμάτων, μικρά διακοσμητικά των ηρώων αλλά και ένα παιχνίδι με κάρτες το οποίο αν και είχε τους ήρωες του παραμυθιού, σου έδινε τη δυνατότητα μέσα από τις δικές σου επιλογές να φτιάξεις κάθε φορά τη δική σου ιστορία και να αλλάζεις τις εξελίξεις, τα εμπόδια και τις μάχες. Η βασίλισσα και οι στρατιώτες- τραπουλόχαρτα ήταν μια κατηγορία μόνη της σε μορφή παιχνιδιού- σκάκι όπου μπορούσαν μικροί και μεγάλοι να περάσουν ευχάριστα και δημιουργικά το χρόνο τους.
Το ταξί ήδη είχε φτάσει στον προορισμό τους.
«Φτάσαμε», ακούστηκε η φωνή του οδηγού που δεν πρέπει να ήταν μεγάλος σε ηλικία όπως τον άκουσε η Εύα.
Κατέβηκε, τον ευχαρίστησε αφήνοντάς του κάτι παραπάνω για τον κόπο του και έκλεισε την πόρτα πίσω της έχοντας ήδη στο κινητό της επιλέξει την επαφή της Κάτιας για να της πει ότι βρίσκεται κάτω από την πολυκατοικία της.
Άφησε να κουδουνίσει περίπου εφτά- ίσως ήταν και οχτώ- φορές ώσπου το έκλεισε. Ξαναπροσπάθησε! Δε θα το έβαζε κάτω.. ήδη είχε φτάσει στο σπίτι της.. και στο δεύτερο χτύπο η Κάτια ανταποκρίθηκε:
« Παρακαλώ…»
Ακούστηκε σχεδόν κοιμισμένη η φωνή της Κάτιας.
« Καλησπέρα, καλημέρα…εεε δεν έχει σημασία. Είσαι καλά;»
« Καλά είμαι. Τί έγινε;»
« Είμαι κάτω από το σπίτι σου. θέλω να μιλήσουμε. Θα κατεβεις;»
« Εύα είμαι με τη μητέρα μου, είχαμε δύσκολο βράδυ.»
« Σε παρακαλώ… για λίγο μόνο, στο υπόσχομαι.»
Η Κάτια αφού έριξε κάτι πάνω της για να μην κρυώνει, άρπαξε και ένα δεύτερο μπουφάν για την Εύα που συνήθως έβγαινε χωρίς για να μην το κουβαλάει. Έκλεισε αθόρυβα την πόρτα πίσω της ώστε να μην ξυπνήσει τη μητέρα της και κατέβηκε σχεδόν τρέχοντας στις σκάλες της πολυκατοικίας.
Βλέπει την Εύα στον προαύλιο χώρο κρατώντας το τριαντάφυλλο… την πλησιάζει σχεδόν σαστισμένη και περιμένει την Εύα να μιλήσει πρώτη:
« Ανησύχησα… δεν ήρθες στη δουλειά, δεν μου είχες πει κάτι… βασικά δεν έχουμε μιλήσει μέρες τώρα μετά από…. Συγγνώμη!»
Η Εύα ένιωθε πως δεν μπορούσε να αρθρώσει καν σωστά. Δεν είχε τη δύναμη να βάλει τις λέξεις στη σωστή σειρά. Δεν ήξερε ποιες λέξεις να επιλέξει. Ήταν σαν το παιδάκι που προσπαθεί να μιλήσει για πρώτη φορά.
« Διάλεξε μια λέξη, όποια και να’ναι… στην τύχη», κόβει τη σιωπή η Κάτια λες και την αφουγκράστηκε.
« Δεν θέλω τίποτα στην τύχη μαζί σου Κάτια. Αυτό είναι για σένα, σπάνιο και ιδιαίτερο όπως εσύ. Ήθελα μόνο να σου δείξω, να ξέρεις, πως από μένα έχεις το χρόνο που χρειάζεσαι. Καταλαβαίνω. Δεν θα ενοχλήσω αλλά είμαι εδώ.»
Χωρίς να περιμένει μια αντίδραση, ένα νεύμα, μια κουβέντα γύρισε την πλάτη η Εύα και ξεκίνησε να απομακρύνεται. Είχε ανάγκη να περπατήσει τώρα, να καθαρίσει το μυαλό της, να ηρεμήσει. Ξημέρωνε και η ησυχία αυτή της Αθήνας σε συνδυασμό με το ψυχρό πρωινό αεράκι που τις δροσίζει το πρόσωπο ήταν ό τι έπρεπε… σαν κάποιος να είχε πατήσει την παύση σε έναν κόσμο που διαρκώς κινείται.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro