4. Χάσαμε τη μάχη, όχι τον πόλεμο.
~Να νικιέσαι καμιά φορά, αλλά να μην υποκύπτεις ποτέ.~
•Alfred de Vigny, 1797-1863, Γάλλος συγγραφέας.
Τριτοπρόσωπη αφήγηση.
«Καθίστε!» της δείχνει τη θέση μπροστά από το γραφείο του, όσο εκείνος βολεύεται στη στριφογυριστή καρέκλα του ακριβώς απέναντι της, με το ξύλινο γραφείο ανάμεσα τους. Η μεσήλικη γυναίκα του χαμογελάει ως ευχαριστώ, καθώς βολεύεται στη θέση της.
«Θα θέλατε κάτι να πιείτε μήπως;» περνάει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του λίγο πριν ανοίξει το παράθυρο πίσω του, εξαιτίας της αφόρητης ζέστης που έχει καλύψει το Ηράκλειο. Η γυναίκα κουνάει το κεφάλι δεξιά και αριστερά, μ' ένα αγχωμένο χαμόγελο. Ο ήλιος που μπαίνει στο χώρο κάνει τα σημάδια του προσώπου της να μαρτυρούν μια ηλικία τουλάχιστον πέντε χρόνια παραπάνω από αυτό που ήδη είναι.
«Όχι, ευχαριστώ.» ανακάθεται ελαφρώς ταραγμένη, κάτι που ο Μιχάλης παρατηρεί. Γνέφει θετικά, πιάνοντας στο χέρι του μια κόλα αναφοράς Α'4.
«Ξέρετε» κάνει μια παύση.
«δεν μου ήταν πολύ εύκολο να έρθω. Πέρασα πολύ δύσκολες στιγμές μέχρι να το αποφασίσω αλλά...» κάνει κι άλλη παύση. Μια σκέψη την κάνει να γουρλώσει τα μάτια ακόμα πιο αγχωμένη από πριν, προτού προλάβει να της απαντήσει.
«Φυσικά, όχι πιο δύσκολα από εκείνα τα κορίτσια...δεν εννοούσα αυτό!» βιάζεται να δικαιολογηθεί. Είναι στ' αλήθεια τρομαγμένη.
«Μην ανησυχείτε, κυρία...;»
«Σαριδάκη! Ευαγγελία Σαριδάκη!» του λέει, επιτέλους, το όνομα της πειράζοντας νευρικά τις ξανθιές τούφες που πετάγονται από τον χαμηλό της κότσο. Το σημειώνει βιαστικά μ' ένα μικρό ευγενικό χαμόγελο.
«Μην ανησυχείτε, κυρία Σαριδάκη. Καταλαβαίνω ακριβώς τι εννοείτε και, ειλικρινά, σας ευχαριστούμε πολύ που τα καταφέρατε. Κάθε βοήθεια, μικρή ή μεγάλη, είναι πολύτιμη.» την καθησυχάζει με τα λόγια του και η βαθιά ανάσα που παίρνει σταματάει και το έντονο τρέμουλο στα χέρια της. Του χαμογελάει ξανά και δύο μικρές ρυτίδες κάνουν την εμφάνιση τους πλάι στα χείλη της.
«Λοιπόν!» πιάνει στα χέρια του το στυλό και το άγχος την καταβάλλει πάλι.
«Ο συνάδελφος μου είπε πως είδατε κάποιον να βγαίνει από το πάρκινγκ τη νύχτα πριν από την αποκάλυψη του σώματος της Ελευθερίου;» αναρωτιέται, ελπίζοντας πως θα βγει κάτι από αυτή τη συζήτηση.
«Ναι.» συμφωνεί.
«Δηλαδή όχι.» το παίρνει πίσω βιαστικά. Ο Μιχάλης σμίγει τα φρύδια.
«Περίπου;» ακούγεται πραγματικά σαν ερώτηση. Ο άνδρας έχει αρχίσει ήδη να χάνει την υπομονή του. Αυτή τη λίγη που έχει γενικά ως άνθρωπος.
«Με ρωτάτε;» σχεδόν υψώνει το φρύδι. Τώρα δε μοιάζει τόσο φιλικός όσο πριν στα μάτια της. Ξεφυσάει.
«Ακούστε. Δεν είδα τα χαρακτηριστικά του, ούτε τα χρώματα των ρούχων του. Πιο πολύ με σκιά έμοιαζε. Το πρωί που ξύπνησα σχεδόν δεν το θυμόμουν, έμοιαζε με όνειρο. Γι'αυτό και στην αρχή δεν ήθελα να έρθω.» κάνει ακόμα μια παύση.
«Πριν τρία χρόνια έχασα τον άνδρα μου. Από τότε υποφέρω από αϋπνίες και ο γιατρός μου μού έγραψε κάτι φάρμακα για να μπορώ να κοιμάμαι σαν άνθρωπος όταν το χρειάζομαι. Εκείνη η βραδιά ήταν μια από αυτές.» του εξηγεί μ' ένα ανασήκωμα των ώμων, και είναι το δευτερόλεπτο που ο Μιχάλης χάνει κάθε του ελπίδα.
'Χαπακωμένη μάρτυρας, τι καλά!'
«Είχα πάρει ένα από τα χάπια για να μπορέσω, επιτέλους, να κοιμηθώ και την ώρα που βγήκα να κλείσω τα παντζούρια τον είδα να βγαίνει από το πάρκινγκ, από την πλευρά του πάρκου. Μέσα στο σκοτάδι και εκείνη την φοβερή βροχή, μου έκανε εντύπωση που ένας άνθρωπος κυκλοφορούσε τέτοια ώρα και μάλιστα χωρίς ομπρέλα. Ήταν γύρω στις πέντε παρά δέκα. Το θυμάμαι γιατί κοίταξα το κινητό μου. Και δεν ήταν μόνο αυτό, ήταν...ο τρόπος που περπατούσε. Πήγαινε δεξιά κι αριστερά, κουνώντας νευρικά τα χέρια του.» τώρα κουνάει τα χέρια της κι εκείνη, σαν να τον μιμείται.
«Μάλιστα κάποια στιγμή φάνηκε σαν κάτι να ουρλιάζει, αλλά λόγω της βροχής δεν μπορώ να είμαι σίγουρη.» καταλήγει. Ο Μιχάλης κουνάει το κεφάλι σημειώνοντας τα λεγόμενα της.
«Σας ξανά λέω, δεν ήμουν σίγουρη αν έπρεπε να έρθω. Το μεσημέρι που ξύπνησα όλο αυτό έμοιαζε τόσο μακρινό, που το διηγήθηκα στην αδερφή μου σαν να ήταν όνειρο. Κι αν δεν με έπαιρνε κάποιες ώρες αργότερα η αδερφή μου για να μου πει ότι σε εκείνο ακριβώς το σημείο βρέθηκε το πτώμα μιας κοπέλας, δεν θα μου περνούσε από το μυαλό. Εκείνη με έπεισε να σας μιλήσω.» του ξεκαθαρίζει, κρατώντας σφιχτά τα χέρια της το λουρί της μπεζ τσάντας της. Της χαμογελάει και πάλι ευγενικά.
«Καταλαβαίνετε, όμως, φαντάζομαι ότι από τη στιγμή που ήρθατε όλο αυτό έγινε επίσημο και εκατό τοις εκατό πραγματικό. Δεν είναι κάτι που μπορείτε να πάρετε πίσω, τουλάχιστον όχι εύκολα και χωρίς συνέπειες.» την ενημερώνει σχεδόν αδιάφορα και παρά το γεγονός ότι μπορεί εύκολα να δει τον ιδρώτα να γυαλίζει στο μέτωπο της, κουνάει το κεφάλι θετικά πολύ αποφασιστικά. Ήταν μέχρι να το πάρει απόφαση.
«Απόλυτα.» τα μεγάλα καστανά της μάτια με τους μαύρους κύκλους και τις μικρές ρυτίδες ούτε που βλεφαρίζουν.
«Πολύ καλά.» μονολογεί.
«Υπογράψτε εδώ.» σχεδόν απαιτεί, γυρίζοντας το χαρτί προς το μέρος της μαζί με ένα μπλε στυλό. Η γυναίκα υπογράφει με συνοπτικές διαδικασίες κάτω από το άγριο και αυστηρό βλέμμα του Μιχάλη.
«Και θα ήθελα να μου πείτε και το όνομα των χαπιών που παίρνετε.» προσθέτει και ψελλίζει ένα «ναι, ναι! Φυσικά!». Υπογράφει και γυρίζει και πάλι το χαρτί προς το μέρος του.
Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα σηκώνεται, βάζοντας την τσάντα της στον ώμο. Κάνει δύο βήματα, μα λίγο πριν ανοίξει την πόρτα σταματάει. Γυρίζει να τον κοιτάξει, προτού μιλήσει με δισταγμό: «Αστυνόμε, Φωτίου;» του τραβάει την προσοχή αμέσως. Σηκώνει το κεφάλι από τα χαρτιά και την κοιτάει ερωτηματικά.
«Πείτε μου.»
«Νομίζω πως ήταν γύρω στο ένα ογδόντα κάτι. Ίσως κάτι παραπάνω από το ένα ογδόντα πέντε. Και φορούσε γυαλιά μυωπίας. Τα είδα να γυαλίζουν κάτω από το φως.» λέει τις πιο σημαντικές πληροφορίες κυριολεκτικά στο τέλος, με ένα μικρό ψήγμα αβεβαιότητας στον ήπιο τόνο της φωνής της. Η πλάτη του τεντώνεται σαν χορδή βιολιού και το βλέμμα του φωτίζει. Να που τελικά, όντως μπορεί να βγήκε κάτι από αυτή την κατάθεση.
«Εντάξει.» είναι το μόνο που λέει. Η γυναίκα χαμογελάει ξανά συγκρατημένα, φεύγοντας επιτέλους από το Αστυνομικό Μέγαρο της Αλικαρνασσού. Σηκώνεται από τη θέση του ξεφυσώντας. Τραβάει ένα τσιγάρο από το πακέτο του και το ανάβει βιαστικά. Αυτή η υπόθεση του καίει το μυαλό κάθε μέρα. Και επρόκειτο να του το καίει για μήνες!
«Τι έγινε;» ο Γιώργος μπαίνει στο μικρό γραφείο, αφήνοντας την πόρτα πίσω του ανοιχτή.
«Δεν ξέρω. Μάλλον τίποτα.» ανασηκώνει τους ώμους προβληματισμένος.
«Το μόνο που είπε είναι πως είναι ψηλός και φοράει γυαλιά. Τίποτα άλλο. Αλλά ακόμα κι αυτά, τα είδε ενώ είχε πάρει ένα δυνατό ηρεμιστικό για τον ύπνο. Δεν ξέρω κατά πόσο μπορούμε να βασιστούμε στην κατάθεση της.» του εξηγεί, φυσώντας τον καπνό έξω από το παράθυρο. Ο συνάδελφος του μορφάζει σε αυτό που ακούει.
«Τέλεια! Είμαι σίγουρος ότι ο μαλάκας στην εισαγγελία θα είναι πολύ πρόθυμος να το παραβλέψει αυτό αν χρειαστεί!» σχολιάζει ειρωνικά, προκαλώντας ένα μικρό γελάκι στον φίλο και συνάδελφο του.
«Τέλος πάντων, άστο στην άκρη για λίγο αυτό. Γιατί έχουμε πρόβλημα!» σχεδόν γελάει στη μικρή του ανακοίνωση. Του τραβάει την προσοχή.
«Τι πρόβλημα πάλι;»
«Η δικιά σου» κάνει μια παύση. Ακόμα γελάει.
«καντήλιασε έναν δικό μας και αυτός την έφερε εδώ. Της έδωσε και πρόστιμο, λέει, επειδή τον μούτζωσε!» κρατιέται με νύχια και με δόντια για να μην δακρύσει από τα γέλια, την ίδια στιγμή που ο Μιχάλης σμίγει τα φρύδια μπερδεμένος. Παίρνει ακόμα μια τζούρα.
«Η Άρτεμις;» δεν είναι δική του. Μα ο Γιώργος πάντα έτσι απευθύνεται σε εκείνη.
«Γιατί;»
«Έλα να σου τα πει η ίδια! Έξω την έχουν!» του δείχνει με το κεφάλι στις τριπλές σιδερένιες καρέκλες, έχοντας ηρεμήσει λιγάκι το γέλιο του.
Και όντως, τη βλέπει. Έξαλλη, μέσα στο εκνευριστικά κοντό σορτσάκι της κι ένα λευκό τιραντάκι, να χτυπάει το πόδι της πάνω-κάτω σχεδόν επιδεικτικά, μ' ένα τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα. Όχι όμως αναμμένο. Είναι σίγουρος πως της απαγόρευσαν να το καπνίσει κι απλά για να ηρεμήσει τα νεύρα της το κρατάει ακόμα. Δαγκώνει τα χείλη νευρικά μ' εκείνο το γνωστό υφάκι της που όταν είχε σχέση με εκείνον γεννήθηκε. Μαζί με αυτό και κάποια από τα τραύματα της. Παίρνει μια ανάσα και βγαίνει από το γραφείο.
«Βρε καλώς τον!» γελάει ειρωνικά μόλις τον εντοπίσει.
«Κι έλεγα κι εγώ, κλόουν δεν έχει αυτό το τσίρκο;» υψώνει το φρύδι, γελώντας τάχα φιλικά μα είναι ξεκάθαρο πως η διάθεση της μόνο φιλική δεν είναι. Κάνει ότι δεν την ακούει. Άλλωστε, είναι πολύ καλός σε αυτό.
«Τι έκανες πάλι, Αρτεμάκι;» κάθεται δίπλα της αφήνοντας έναν βαθύ αναστεναγμό, μα την ίδια στιγμή εκείνη τινάζεται όρθια έξαλλη σαν να την χτύπησε ρεύμα και μόνο που τόλμησε να καθίσει δίπλα της. Τα μαλλιά της είναι πιασμένα σε έναν ψηλό κότσο και δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται ούτε στο ελάχιστο την κούραση του. Καλύτερα για εκείνον.
«Εγώ τι έκανα;» η φωνή της ανεβαίνει αισθητά. Ο πρώην της ξεφυσάει χωρίς όρεξη.
«Μάθετε στους κωλόμπατσούς σας να μην κάνουν ζικ-ζακ στις γαμημένες λωρίδες στο δρόμο, γιατί θα τους πάρει ο διάολος! Ακούς; Τρεις φορές προσπάθησε να σταματήσει κάπου ο μαλάκας και δεν το έκανε καμία! Και ο καθρέφτης; Διακοσμητικός! Παραλίγο να προκαλέσει τροχαίο ο καραγκιόζης!» σχεδόν φωνάζει και μερικοί γυρίζουν να τους κοιτάξουν. Ο δε καραγκιόζης, την κοιτάει περιφρονητικά από απόσταση. Γιατί μέχρι εκεί τον παίρνει.
«Ηρέμησε.» ζητάει χαμηλόφωνα, τρίβοντας το μέτωπο του. Αναρωτιέται μέσα του αν αυτή η μέρα μπορεί να γίνει δυσκολότερη.
«ΉΡΕΜΗ ΕΊΜΑΙ!» αυτό σχεδόν το ουρλιάζει. Μορφάζει στην υψηλή συχνότητα που φτάνει η φωνή της. Ο πόνος στους κροτάφους του έχει ήδη αρχίζει να μοιάζει με πιατίνια που κάποιος τα χτυπάει χωρίς σταματημό.
«Και δεν φτάνει που πήγε να ξεκάνει τόσο κόσμο, είχε το θράσος να μου βάλει πρόστιμο για το φασκέλωμα!» σε αυτό κάνει μια παύση, παίζοντας ασταμάτητα με το τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα της.
«ΝΑ ΤΟΥ ΧΏΣΩ ΤΟ ΚΕΦΆΛΙ ΣΤΟ ΠΑΡΜΠΡΊΖ ΈΠΡΕΠΕ!» τώρα τον δείχνει χωρίς ντροπή.
«Αν το πρόβλημα είναι το πρόστιμο, θα το τακτοποιήσω εγ-» προτού καν προλάβει να ολοκληρώσει την πρόταση του, η κοπέλα τον κεραυνοβολεί με το βλέμμα της.
«Κράτα τα λεφτά σου, Μιχάλη. Θα σου χρειαστούν όταν αποφασίσεις να πας σε ψυχολόγο μπας και ξεπεράσεις τα κόμπλεξ σου και γλιτώσει από σένα το γυναικείο είδος!» τον ειρωνεύεται με κακία και κρυμμένη βαθιά μια φοβερή πικρία. Εκείνος δεν μιλάει, το ξέρει ότι την έχει πληγώσει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Στη σιωπή του συνεχίζει.
«Ξέρεις, δεν θα μου έκανε εντύπωση αν ήσουν εσύ ο ψυχάκιας που σκοτώνει τις κοπέλες!» δαγκώνει με νεύρο το κάτω χείλος της, απλά για να μη δείξει πόσο την πονάει η παρουσία του. Και το μισεί αυτό. Στα λόγια της κάτι σπάει μέσα του. Τον θεωρεί στ' αλήθεια ικανό για κάτι τέτοιο;
«Ξέρεις, άλλο το να πετάς μια κοπέλα ημίγυμνη έξω από το σπίτι σου κι άλλο να τη βιάζεις, μαχαιρώνεις και εν τέλει να την καις.» δεν ντρέπεται να την κοιτάξει στα μάτια όσο το λέει αυτό, και εξαιτίας αυτής της οπτικής επαφής βλέπει και τον πόνο που χαράζεται με μιας στα χαρακτηριστικά του προσώπου της στην ενθύμηση αυτής της εφιαλτικής νύχτας που στοίχειωσε την εφηβεία αλλά και ολόκληρη τη ζωή της για πάντα.
«Αμφιβάλλω.» σχεδόν το φτύνει, προτού γυρίσει την πλάτη της και φύγει από το τμήμα ανθρωποκτονιών. Τρέχει πίσω της βιαστικά και την προλαβαίνει στις σκάλες. Πιάνει το χέρι της απαλά, σταματώντας το βήμα της λίγο πριν την κολλήσει στη γωνία, με το κορμί του ενάντια στο δικό της. Δεν ξέρει γιατί, μα την καίει αυτή η επαφή κι ας τρέμει σαν ψάρι έξω από το νερό για να την αποφύγει. Σκύβει ελαφρά και η ζεστή του ανάσα χτυπάει με βία το πρόσωπο της. Παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Μην ανησυχείς για το πρόστιμο, αλήθεια. Σε μια ώρα θα αποτελεί παρελθόν.» της λέει πιο ήρεμα αυτή τη φορά, κολλώντας το βλέμμα του στο εχθρικό δικό της. Πάντα το βλέμμα της είναι εχθρικό και αμυντικό. Ακόμα κι όταν κοιμήθηκε μαζί του πριν ένα χρόνο, μπορούσε ξεκάθαρα να δει στο βλέμμα της πώς τον μισεί. Και δεν ξέρει πώς πρέπει να νιώσει γι'αυτό. Δεν απαντάει, μόνο τον σπρώχνει έξαλλη και τρέχει σαν παλαβή έξω από το τμήμα.
(...)
Η Σίσσυ πετάει τα γάντια της στον μικρό μεταλλικό κάδο, λίγο πριν κλείσει το μικρό της μαγνητόφωνο. Βγάζει τα γυαλιά της κουρασμένη, αφήνοντας μια ανάσα. Κοιτάει το σώμα μπροστά της, ελαφρώς στεναχωρημένη. Πιέζει τα χείλη σε μια ευθεία γραμμή. Δεύτερη αποτυχία σε ένα μήνα. Γιατί μόνο ως αποτυχία μπορεί να δει το γεγονός ότι ο δολοφόνος δύο κοριτσιών κυκλοφορεί ακόμα ελεύθερος.
«Συγγνώμη, Αναστασία.» ψελλίζει, μη μπορώντας να πάρει το βλέμμα της από την κοπέλα στο σιδερένιο τραπέζι. Το θέαμα είναι ανατριχιαστικό. Οι γονείς της σίγουρα δεν πρέπει να ανοίξουν το φέρετρο. Η βαριά μεταλλική πόρτα ακούγεται σε όλο τον χώρο κάνοντας αντίλαλο, γυρίζει να κοιτάξει ξαφνιασμένη και στριφογυρίζει τα μάτια δυσανασχετώντας. Ο Μιχάλης μπαίνει στο νεκροτομείο με το ίδιο βαρύ συναίσθημα που νιώθει κι εκείνη. Βγάζει το καπέλο του.
«Πώς είσαι;» αναρωτιέται σιγανά, πλησιάζοντας την. Το βλέμμα, ωστόσο, που του ρίχνει στιγμιαία τον κάνει να μείνει στη θέση του.
«Καλά.» δεν τον κοιτάει πια, τακτοποιεί το εργαστήριο της.
«Εσύ;»
«Μια χαρά.» στηρίζει το σώμα του στην πόρτα, μακριά της.
«Έμαθα ότι θα την πάρουν σήμερα.» τώρα κοιτάει κι αυτός το άψυχο σώμα της Αναστασίας. Η κοπέλα γνέφει θετικά.
«Ναι.» ξεφυσάει.
«Μεθαύριο είναι η κηδεία.» τρίβει τα μάτια της από τη νύστα. Τώρα με την υπόθεση των κοριτσιών, είναι μέρα νύχτα στο νεκροτομείο. Ούτε την μικρή της δεν βλέπει, που παραπονιέται ότι της λείπει πολύ. Ο Μιχάλης κουνάει το κεφάλι θετικά.
«Και πώς νιώθεις;»
«Θυμωμένη, για να είμαι ειλικρινής.» του παραδέχεται.
«Σε μισή ώρα θα την πάρει η οικογένεια της και εγώ δεν κατάφερα να βρω τίποτα που να προδίδει το δολοφόνο της. Κάτι που να πω ότι ναι! Θα μπει αυτό το τέρας στη φυλακή! Θα πληρώσει γι'αυτό που της έκανε και σε εκείνη και στην Κάτια!» συνήθως, αφήνει κάθε της συναίσθημα στην είσοδο του νοσοκομείου. Μα σε αυτή την υπόθεση, και ύστερα από κάτι που της είπε η κόρη της, νιώθει χάλια. Ανίκανη να βοηθήσει.
«Η κόρη μου προχθές είπε σε μια φίλη της ότι, η μαμά της βοηθάει την αστυνομία να βάζει στη φυλακή κακούς ανθρώπους.» χαμογελάει κάπως ειρωνικά σε αυτό.
«Τώρα; Τι θα της πω;» ξεφυσάει και πάλι. Παραδόξως, ο άνδρας την ακούει με προσοχή.
«Έκανες ό,τι καλύτερο μπορούσες, Σίσσυ. Αν ο τύπος δεν ήταν τόσο...καθαρός, τόσο σαν αόρατος, θα τον είχαμε ήδη πιάσει.» προσπαθεί να την καθησυχάσει.
«Και θα τον πιάσουμε. Είμαι σίγουρος γι'αυτό. Χάσαμε τη μάχη, Σίσσυ, όχι τον πόλεμο. Ακόμα κι αν μου πάρει όλη μου όλη μου τη ζωή, εγώ αυτόν θα τον βρω. Έχω τσατιστεί, αλήθεια!» σχεδόν της υπόσχεται. Η Σίσσυ στριφογυρίζει τα μάτια και για λίγο νιώθει άσχημα γι'αυτό. Αν μη τι άλλο, ξέρει ότι αφιερώνεται στη δουλειά του.
«Ό,τι πεις!» το λήγει.
«Τώρα θα σε παρακαλούσα να φύγεις. Έχω να ετοιμάσω το σώμα της.» τον διώχνει βιαστικά και το πιάνει το μήνυμα παρόλο που του λέει ψέματα. Ξεροβήχει αμήχανα.
«Ναι, φυσικά.» τρίβει τον αυχένα του.
«Γειά σου.» χαιρετάει ακόμα πιο αμήχανα και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα φεύγει από το νεκροτομείο στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου. Η Σίσσυ κουνάει το κεφάλι αποδοκιμαστικά, λίγο πριν τραβήξει με φόρα το φερμουάρ της σακούλας που τυλίγει το άψυχο κορμί της Αναστασίας.
Άρτεμις.
Ψάχνω στην μεγάλη μαύρη τσάντα μου τα κλειδιά του πατρικού μου, ανεβαίνοντας τις σκάλες της πολυκατοικίας αργά. Το σπίτι που μεγάλωσα και πέρασα τα καλύτερα και ταυτόχρονα τα χειρότερα μου χρόνια είναι στο Γάζι, περίπου δέκα λεπτά από το δημαρχείο του Δήμου. Όταν ήμουν μικρή λάτρευα να παίζω με τον μπαμπά μου στην μικρή πλατεία πίσω από το δημαρχείο, παρόλο που πιο πολύ αγόρια κάθονταν εκεί και μάλιστα μεγαλύτερα. Αγόρια που μεγαλώνοντας είτε μου την έλεγαν για τον εκρηκτικό χαρακτήρα μου, είτε με προστάτευαν σαν να ήμουν αδερφή τους, όταν ο δικός μου ο αδερφός ήταν πιο ντροπαλός κι από ένα τρίχρονο παιδάκι. Από μικρή είχα έφεση στα αρσενικά, δεν μπορώ να πω.
«Μα πού τα έχω βάλει;» μονολογώ με παράπονο αδυνατώντας να τα βρω, ένα βήμα πριν αναποδογυρίσω την τσάντα στο πλατύσκαλο σκορπίζοντας παντού τα πράγματα μου. Αν δεν βρω τα κλειδιά και δεν καταφέρω να μπω στο σπίτι ώστε να βρω τα χαρτιά που χρειάζομαι από το παλιό μου δωμάτιο, το δωμάτιο που η μάνα μου έχει κάνει γυμναστήριο, θα τσατιστώ πάρα πολύ και θα σπάσουν τα νεύρα μου. Κι αυτή η οχιά πρέπει να είναι στη δουλειά τέτοια ώρα! Και τότε, η ασημένια όψη τους εμφανίζεται στο οπτικό μου πεδίο, στον πάτο της μεγάλης τσάντας κάτω από το ασπρόμαυρο πορτοφόλι μου. Χαμογελάω πλατιά ανακουφισμένη. Σε ευχαριστώ θεέ μου! Ευχαριστώ τόσο πολύ!
Βάζω το κλειδί στην εσοχή και με δυσκολία, μια που το κλειδί μοιάζει να κολλάει, ανοίγω την πόρτα. Κάνω δυο βήματα στο σαλόνι και τότε, τον βλέπω: στέκεται στη μέση της κουζίνας ακριβώς απέναντι μου, περνώντας σαν τρελός τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του, τρέμει και κλαίει. Η συνειδητοποιήσει με χτυπάει σαν κεραυνός. Ο Κωνσταντίνος κλαίει. Απέναντι του, εντελώς ψύχραιμη και με βλέμμα παγωμένο, στέκεται η μάνα μας. Ο θυμός με γεμίζει απότομα. Θα τη σκοτώσω.
«Κωνσταντίνε; Γιατί κλαις;» πετάω την τσάντα στην πολυθρόνα απέναντι από την πόρτα και τρέχω μέχρι τον αδερφό μου που σπαράζει σαν μωρό. Γαντζώνεται πάνω μου σαν αβοήθητο παιδί. Τον σφίγγω.
«Τι του έκανες;» σχεδόν της φωνάζω εχθρικά, χαϊδεύοντας καθησυχαστικά την πλάτη του, όσο εκείνος προσπαθεί να πάρει μια ανάσα.
«Τίποτα δεν του έκανα!» σμίγει τα φρύδια σχεδόν προσβεβλημένη, τινάζοντας με χάρη τα μακριά καστανά μαλλιά της. Θα της τα ξεριζώσω μια μέρα, να μου το θυμηθείτε!
«ΜΕ ΔΟΥΛΕΎΕΙΣ;» ουρλιάζω έξαλλη έτοιμη να της ορμήσω. Και θα το έκανα, αλλά δεν διακινδυνεύω να φύγω από το πλευρό του αδερφού μου. Στριφογυρίζει τα γκριζοπράσινα μάτια της αποδοκιμαστικά. Μητρική αγάπη και μαλακίες!
«Κωνσταντίνε, τι σου έκανε;» γυρίζω στον αδερφό μου, προσπαθώντας απελπισμένη να μάθω τι του είπε πάλι και τον έκανε έτσι. Αν και κάπου πάει το μυαλό μου. Κρατάω στα χέρια μου το πρόσωπο του που τρέχουν τα δάκρυα σαν ποτάμι. Δεν αντέχω να τον βλέπω έτσι, μου σπαράζει την καρδιά. Κλωτσάει βίαια μια ξύλινη καρέκλα, κάνοντας με να τιναχτώ.
«Θ-α χωρίσω μ-με τη Σοφία εξαιτίας τ-ης!» ψελλίζει ταραγμένος, κλαίγοντας ασταμάτητα. Δεν με κοιτάει. Κοιτάει μόνο ψηλά, λες και κάνει έκκληση στο Θεό τα λόγια του να μη βγουν αληθινά. Η Σοφία. Το μόνο θέμα που προκαλεί διαμάχη ανάμεσα τους ασταμάτητα τα τελευταία πέντε χρόνια.
«Σιγά την απώλεια.» σχολιάζει, πλησιάζοντας το ψυγείο μέσα στο άνετο γκρι της φόρεμα, για να πιει λίγο νερό. Γυρίζει να την κοιτάξει αστραπιαία. Το πρόσωπο του κοκκινίζει απότομα, βγάζοντας κάτι σαν κραυγή. Κοπανάει το χέρι του στο τραπέζι με τη γυάλινη επιφάνεια. Αυτό ραγίζει κάπως. Το κορμί μου ανατριχιάζει στην εικόνα του. Εγώ πάντα το έλεγα ότι αυτή η γυναίκα θα μας οδηγήσει στην παράνοια. Απλά δεν είχα φανταστεί ότι ο αδερφός μου θα λυγίσει πριν από μένα. Ίσως φταίει που από πάντα της είχε τρελή αδυναμία.
«ΔΕΝ ΘΑ ΣΟΥ ΠΕΡΆΣΕΙ!» της ουρλιάζει έξαλλος, αρπάζοντας το χέρι μου με δύναμη και τραβώντας με κυριολεκτικά σαν παλαβός έξω από το σπίτι με εμένα να του μιλάω και να ρωτάω σαστισμένη πού πάμε. Τα χαρτιά μου! Ίσα που προλαβαίνω να πιάσω την τσάντα μου από την καφέ πολυθρόνα, προτού τελικά ο Κωνσταντίνος μας βγάλει στους κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας, κοπανώντας την βαριά ξύλινη πόρτα. Στοιχηματίζω πως αυτός ο καβγάς θα είναι το θέμα της πολυκατοικίας σήμερα. Η βασίλισσα του χιονιού, μένει μόνη της μέσα στο σπίτι. Που να της παγώσει το αίμα!
Βγαίνουμε στο δρόμο και μόλις κάνει δύο βήματα έξω από το σπίτι που περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια, σταματάει απότομα, κάνοντας με να σκοντάψω πάνω του. Γυρίζει να με κοιτάξει και ξεσπάει σε μεγαλύτερους λυγμούς, λίγο πριν χωθεί στην αγκαλιά μου. Τον αγκαλιάζω κάπως μουδιασμένη, μη αντέχοντας την όψη του. Μουρμουρίζει ασταμάτητα ένα συγχυσμένο «δεν θέλω να τη χάσω, Άρτεμις, δεν θέλω να τη χάσω!», μη μπορώντας να σταματήσει το γοερό του κλάμα. Τα χείλη μου πέφτουν ελαφρά στη θλίψη του.
Τι σου έκανε, αδελφούλη μου;
Τι σου έκανε;
Γεια σας κοτοπουλάκια μου!🐥
Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!
Πείτε μου τα νέα σας!
Έχω λίγο εξαφανιστεί, αλλά η δουλειά ρουφάει πολύ από την ενέργεια μου και μερικές μέρες δεν έχω δύναμη να κάνω τίποτα. Ούτε καν να γράψω, οπότε συγγνώμη για την καθυστέρηση.
Πάμε στο κεφάλαιο;
Μια μάρτυρας εμφανίζεται.
Η Άρτεμις έχει νευράκια.
Και ένας Κωνσταντίνος έξω φρενών από τη μαμά του. Γιατί όμως;
Τι πιστεύετε ότι θα γίνει στο επόμενο;
Αυταααα.
Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.
Ααντιιιοοοοοςςςς🥰🍟.
-Δέσπ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro