Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

2. Κόκκινο σαν το αίμα.

~Η Ιστορία είναι ένα λουτρό αίματος.~

William James, 1842-1910, Αμερικανός φιλόσοφος.

Παρασκευή, 10 Μαΐου 2024.
Ώρα πέντε και μισή π.μ.

Δεν ξέρω πώς την έλεγαν, ούτε αν είχε οικογένεια. Δεν με ένοιαξε να μάθω τίποτα από αυτά.

Μα νιώθω πως αν κοιτάξω ποτέ την ταυτότητα της, πάνω στο μπλε χαρτί θα δω το όνομα σου. Γιατί όταν κοίταξα τα πρησμένα από το κλάμα μάτια της, ήταν πράσινα και γκρι. Κι όταν κοίταξα τα βρεγμένα μαλλιά της, ήταν κόκκινα. Όπως το αίμα της.

Όπως και το δικό σου.
Αν, φυσικά, μέσα σου κυλάει ακόμα αίμα.

Παρόν.
Παρασκευή, 10 Μαΐου 2024.
Ώρα οκτώ και είκοσι-πέντε μ.μ.

Τριτοπρόσωπη αφήγηση.

«Τα εγκαύματα της ήταν αρκετά σοβαρά.» σχολιάζει, κοιτώντας την για λίγο από απόσταση. Ο άνδρας την παρατηρεί να μιλάει για το θέαμα σχεδόν με πάθος. Όχι για την εικόνα, αλλά για τη δουλειά της. Την παθιάζει η δουλειά της.
«Κοίτα το δέρμα της· έχει μαυρίσει! Οι ιστοί στο σώμα της έχουν σχεδόν απανθρακωθεί... Θα ήταν ανήμπορη για να προσπαθήσει να κάνει το οτιδήποτε. Ακόμα και να αμυνθεί, αλλά δεν ήταν αυτό που τη σκότωσε.» η ιατροδικαστής του λέει κάτω από την ανάσα της, κοιτώντας τώρα το αριστερό πόδι της κοπέλας. Την τρομάζει αυτό που βλέπει.
«Τετάρτου βαθμού μεν, μα όχι μοιραία δε.» ψελλίζει σοβαρή, εξετάζοντας πολύ προσεκτικά το σώμα της άτυχης κοπέλας. Φρίττει στην ιδέα που τρυπώνει στο μυαλό της.

«Τι εννοείς;» η κάπως χαζή ερώτηση του Μιχάλη που κοιτά κι αυτός με προσοχή το σώμα την ενοχλεί. Ο ίδιος ο Μιχάλης σαν παρουσία μέσα στο χώρο της την ενοχλεί, μα βάζει την δουλειά της πάνω από αυτό.

«Κοίτα το κορμί της.» του ζητάει ξανά, δίχως να τον κοιτάει. Υπακούει. Το βλέμμα του πέφτει πρώτα στα κάποτε κόκκινα μαλλιά της που τώρα έχουν καεί ολοσχερώς.
«Υπάρχουν συνολικά τριάντα μαχαιριές, βάθους οκτώ, ίσως εννέα εκατοστών, αν εξαιρέσεις μια από αυτές, που πρέπει να έχωσε ολόκληρο το όργανο στα σωθικά της. Δώδεκα στην κοιλιακή χώρα, τρεις στο κάθε χέρι, δυο στο λαιμό, εννέα από τη μέση και κάτω.» κάνει μια παύση, δείχνοντας με το χέρι της στο αντίστοιχο σημείο που αναφέρει. Οι πληγές είναι ολοφάνερες και τρομακτικά πολύ βαθιές. Μπορείς μέσα σε αυτό το βάθος να δεις το μίσος του δράστη. Γνέφει θετικά όσο του μιλάει.
«Κι άλλη μια, μοναδική, στην καρδιά.» καταλήγει στο στήθος της. Νιώθει το στομάχι του να σφίγγεται τόσο στα λόγια όσο και στην εικόνα που βλέπει μπροστά του. Μαχαιριές. Πολλές μαχαιριές. Τον πλησιάζει. Τώρα κοιτούν μαζί από μακριά το πτώμα.
«Ήταν η πρώτη και η πιο μοιραία. Εξαιτίας αυτής της μαχαίρας έχασε τη ζωή της. Έμπηξε το όπλο τόσο βαθιά, που όταν της έβαλε τελικά φωτιά...ήταν ήδη νεκρή.» του διηγείται παραμύθια για αγρίους με απόλυτη ψυχραιμία. Αυτό ήταν και που τον τράβηξε σε εκείνη στην αρχή: η ψυχραιμία με την οποία αντιμετώπιζε τα πράγματα.

«Τριάντα μαχαιριές.» επαναλαμβάνει, κάπως σκεπτικός.

«Και δεν είναι μόνο αυτό.» κουνάει το δάχτυλο της δεξιά κι αριστερά, πλησιάζοντας βιαστικά την κοπέλα που τώρα είναι ξαπλωμένη στο σιδερένιο τραπέζι. Έμαθε ότι την λένε Αναστασία. Εύχεται να μπορούσε να της πει ότι έχουν το ίδιο όνομα, όπως με κάθε συνονόματη που γνωρίζει.
«Θυμάσαι στην υπόθεση της Κάτιας που της έλειπε ένα κομμάτι από το δεξί αυτί;» ρωτάει γέρνοντας στη μεγάλη λευκή ραφιέρα με τα εργαλεία της, όσο βγάζει τα γάντια της. Τα πετάει στον μεταλλικό κάδο δίπλα της. Ο Μιχάλης ψελλίζει ένα αχνό «ναι». Ήταν κάτι που του είχε κάνει εντύπωση όταν το πρωτοάκουσε. Η Σίσσυ χαμογελάει.
«Λείπει ένα κομμάτι από την αριστερή φτέρνα της Αναστασίας.» του ανακοινώνει. Ο Μιχάλης την κοιτάει για λίγο κουρασμένος πρωτού κάνει ένα βήμα πίσω, καθώς περάσει τα χέρια του μέσα από τα σκούρα καστανά μαλλιά του. Κλείνει για ένα δευτερόλεπτο τα μάτια του.

«Σκατά!» ξεφυσάει. Η κοπέλα κουνάει το κεφάλι θετικά, συμφωνώντας με τη σκέψη του κι ας μην ακούστηκε ποτέ δυνατά.

«Ίδια χαρακτηριστικά θυμάτων, ίδια μέθοδος, ίδιο όπλο-»

«Ίδιος δράστης.» την συμπληρώνει, προτού προλάβει η ίδια να το πει.
«Σίσσυ, χρειαζόμαστε απεγνωσμένα ένα δείγμα από αυτόν, κάτι για να αρχίσουμε το ψάξιμο! Δεν έχουμε τίποτα, το καταλαβαίνεις;» είναι απεγνωσμένος για ένα στοιχείο. Ο Τύπος τους έχει οριακά ξεφτιλίσει! Πού να μάθουν ότι υπάρχει και δεύτερο πτώμα με τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά...

«Λυπάμαι.» ανασηκώνει τους ώμους, δίχως να μπορεί να βοηθήσει περισσότερο, όσο κι αν το θέλει. Ξεφυσάει νευρικά.
«Το μόνο που έχω κάπως σίγουρο είναι το όργανο: μικρό μαχαίρι, ή σουγιάς. Λεία λεπίδα, οκτώ εκατοστών.» του λέει, τακτοποιώντας το εργαστήριο της.
«Ξεκινήστε από αυτό.» του ρίχνει μια τελευταία ματιά, προτού του γυρίσει πλάτη. Γνέφει θετικά κι ας μην τον βλέπει.

«Αν έχεις νεότερα πάρε με τηλέφωνο.» είναι το τελευταίο που της λέει, προτού φύγει από το εργαστήριο της που στεγάζεται στο χώρο του μεγάλου Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ηρακλείου. Όταν βγει έξω στον καθαρό αέρα και πλησιάσει το πάρκινγκ για να γυρίσει στο τμήμα, αυτό που βλέπει τον σοκάρει.

Η Άρτεμις, φορώντας πλέον ένα λευκό τζιν παντελόνι και μια μαύρη κοντομάνικη μπλούζα, κάθεται άνετα πάνω στην ψηλή μαύρη μηχανή του καπνίζοντας νευρικά. Τα φρεσκολουσμένα καστανά μαλλιά της πέφτουν ελεύθερα στους ώμους της, ενώ το ελαφρύ αεράκι τα φυσάει απαλά προς τα πίσω. Τα χείλη του μισανοίγουν από το σοκ.

«Άρτεμις;» της τραβάει την προσοχή και την ίδια στιγμή, σβήνει το τσιγάρο στο πακέτο της, σηκώνοντας το κορμί της βιαστικά από τη μηχανή.
«Τι κάνεις εσύ εδώ;» την πλησιάζει ακόμα πιο βιαστικά. Η κοπέλα θέλει να τρέξει μακριά του ξέροντας πως αν ο Χρήστος μάθει γι'αυτή τη συνάντηση θα σκοτωθούν, αλλά δεν φεύγει. Δεν το κάνει. Καίγεται να μάθει. Πιάνει τον εαυτό της να επηρεάζεται από αυτή την ιστορία κι ας είναι ακόμα στην αρχή.

«Ήθελα να μάθω για εκείνη την κοπέλα.» παραδέχεται, φυλάσσοντας το πακέτο με τα τσιγάρα στην μαύρη με άσπρες λεπτομέρειες τσάντα της. Όταν το πει δυνατά σκέφτεται ότι ακούγεται χαζό, μα ο Μιχάλης χαμογελάει αχνά. Ξέρει αυτή την κοπέλα απ' όταν ήταν δεκαεπτά ετών και δέκα χρόνια μετά, δεν έχει αλλάξει καθόλου.

«Γύρνα στο σπίτι σου, Άρτεμις. Θα ασχοληθεί η αστυνομία με αυτό.» σχεδόν διατάζει αδιάφορα, μα το μόνο που κερδίζει είναι ένα απαλό κοροϊδευτικό γέλιο.

«Σωθήκαμε!» τον ειρωνεύεται χαμογελαστή, γυρίζοντας την πλάτη της. Τυλίγει το χέρι του γύρω από το μπράτσο της και την φέρνει κοντά του ξανά με μια μικρή κίνηση. Τα χείλη του απέχουν μόλις μερικά εκατοστά από τα δικά της. Παγώνει ολόκληρη. Ο πανικός τη γεμίζει ως πάνω και η πρώτη της κίνηση είναι να στρέψει το κεφάλι δεξιά και αριστερά στο γεμάτο, λόγω της εφημερίας πάρκινγκ, απλά για να βεβαιωθεί πως κανένας γνωστός δεν τους βλέπει. Κανένας γνωστός του Χρήστου, πιο συγκεκριμένα.

«Αμφισβητείς την ικανότητα μας, αγάπη μου;» στην πραγματικότητα δεν τον νοιάζει η άποψη της, ποτέ δεν το έκανε. Απλά του αρέσει να την αναστατώνει. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως θα την κάνει να κλαίει με λυγμούς έξω από το σπίτι του, τρεις η ώρα το πρωί. Και είναι κάτι που εκείνη δεν το έχει ξεπεράσει μέχρι και σήμερα. Του χαμογελάει αυτάρεσκα, προσπαθώντας να κρύψει τον πανικό της.

«Για ποια ικανότητα μιλάς; Γι'αυτή με την οποία βρήκατε τον δολοφόνο της Κάτιας;» ψελλίζει σιγανά, λίγο πριν τραβήξει με δύναμη το χέρι της από το κράτημα του. Πιέζει τα χείλη του σε αυτό, τη στιγμή που η κοπέλα βγάζει και πάλι το κόκκινο πακέτο από την τσάντα της, αρπάζοντας ακόμα ένα τσιγάρο από μέσα. Το ανάβει βιαστικά. Για λίγο πέφτει σιγή ανάμεσα τους.
«Υπάρχει περίπτωση αυτός που σκότωσε την Κάτια να έκανε κακό και στην κοπέλα που βρέθηκε στο πάρκο;» εκφράζει φοβισμένη μια σκέψη που τριγυρίζει ώρα στο μυαλό της, επαναφέροντας το αρχικό θέμα. Απέχουν τώρα περίπου τέσσερα μέτρα, μα το βλέμμα της μοιάζει να διαπερνά τα σωθικά του.

«Καμία.» της λέει ψέματα, κοιτώντας την απευθείας στα μάτια. Ζυγίζει για λίγο την απάντηση του, επιλέγοντας τελικά να μην τον πιστέψει. Δεν πιστεύει τίποτα από αυτά που βγαίνουν από το στόμα του, αλλά δεν του το λέει. Γνέφει θετικά.
«Πήγαινε σπίτι σου τώρα. Και προσπάθησε να μην κυκλοφορείς μόνη σου, σε παρακαλώ. Ούτε εσύ, ούτε καμία από τα κορίτσια.» της ζητάει ειλικρινά κι εν τέλει, αυτό είναι που την πείθει ότι της λέει ψέματα.

'Ειδικά η Φένια!' θέλει να της πει, μα δεν το κάνει. Θα προδοθεί κι άλλο αν το κάνει.

«Καλά.» παίρνει ακόμα μια τζούρα από το τσιγάρο της, προτού του γυρίσει τελικά πλάτη και πλησιάσει με άνεση το κόκκινο αυτοκίνητο της. Ύστερα από ένα περίπου λεπτό, τον πλησιάζει και τον προσπερνάει αφήνοντας τον πίσω, να την κοιτάει να φεύγει μακριά του μέσα στο αμάξι της. Όταν απομακρυνθεί αρκετά, αφήνει μια ανάσα και ανεβαίνει στη μηχανή του.

***

«Τι καιρό κάνει στο Ρότερνταμ;» η Ελισάβετ αναρωτιέται, κοιτάζοντας πελαγωμένη τη μεγάλη ντουλάπα της Νόρας, όσο η Άννα βάζει στη μικρή μωβ βαλίτσα της φίλης της τα δύο μικρά βαλιτσάκια με τα καλλυντικά της. Η κοπέλα ανασηκώνει για λίγο τους ώμους ανόρεχτα καθισμένη σε ένα σκαμπό, κυριολεκτικά στη μέση του σπιτιού. Τις βλέπει όλες από εκεί που κάθεται.

«Ο μπαμπάς μου μου είπε ότι βρέχει λίγο, αλλά δεν κάνει και πάρα πολύ κρύο. Το βράδυ μόνο. Οπότε...» αφήνει τη φράση της μετέωρη, χαζεύοντας το κάδρο με τις φωτογραφίες που έχει τραβήξει με τον Άρη. Κάτι μέσα της της λέει να τις κατεβάσει, μα η καρδιά της ουρλιάζει να μην τις πειράξει. Ακόμα τουλάχιστον. Στα λόγια της τα κορίτσια γνέφουν θετικά.

«Οπότε τζιν.» η Ελισάβετ πιάνει επιτόπου μερικά από τα αγαπημένα τζιν της κολλητής της, τακτοποιώντας τα μέσα στη δεύτερη, μεγαλύτερη μωβ βαλίτσα. Δώρο του Άρη στο πρώτο της ταξίδι στην Ολλανδία, μαζί μ' έναν σάκο ίδιου χρώματος, όταν οι γονείς της μετανάστευσαν εκεί για δουλειά.

«Για να μη λες ότι δεν χωράνε τα πράγματα σου μέσα στο σάκο», της είχε πει. Και τώρα της έμεινε μόνο η ανάμνηση και οι βαλίτσες.

«Και ζακέτα.» συμπληρώνει η Άρτεμις δυνατά από το μικρό μπαλκόνι, απλώνοντας κάποια καλοκαιρινά ρούχα της φίλης της που μόλις πριν πέντε λεπτά έβγαλε από το πλυντήριο.

«Και πουλόβερ!» μπουκωμένη μ' ένα κοκάκι και τα κόκκινα μαλλιά της σ' έναν κότσο, συμπληρώνει κι αυτή με τη σειρά της τα κορίτσια από το τραπέζι της κουζίνας. Η Άννα αφήνει τα καλλυντικά με ευλαβική προσοχή στο κρεβάτι και σχεδόν τρέχει μέχρι το μέρος της με βήμα βαρύ. Τη στραβοκοιτάει.

«Φένια άσε τα γλυκά και σήκω πάνω να βοηθήσεις!» την κοιτάει σοβαρή, μα η κοπέλα δεν είναι καθόλου πρόθυμη να συνεργαστεί.

'Την καλύτερη δουλειά έκανε η Εβελίνα που δεν ήρθε!' αγανακτεί.

«Άννα, πεινάω! Η ώρα είναι τρεις και είκοσι. Δεν έχω φάει τίποτα σήμερα, στις πέντε έχω να πάω στο κέντρο αποτοξίνωσης και εσείς λυσσάξατε να ξεκινήσετε με τα πράγματα! Αφήστε με, λοιπόν, να τιμήσω τα κοκάκια μου και καλή τύχη με τα ρούχα!» χαμογελάει πλατιά σαν παιδί, καθώς δαγκώνει ακόμα ένα κοκάκι. Η φίλη της αναφωνεί σε αυτά που ακούει, όσο η Άρτεμις από το μπαλκόνι έχει αρχίσει ήδη να γελάει. Η Νόρα τις κοιτάει και η Ελισάβετ απλά χαμογελάει.

«Φένια είπα άσε τα κοκάκια!» επαναλαμβάνει, κλείνοντας και τραβώντας το κουτί προς το μέρος της. Η Φένια, απλώνει το χέρι της και τη σταματάει. Τα μάτια της μισοκλείνουν. Το ίδιο και της Άννας. Η Άρτεμις γελάει ξανά.

«Άσε. Το. Κουτί. Κάτω.» ψελλίζει εχθρικά κάτω από την ανάσα της, κρατώντας ακόμα την πάνω πλευρά του κουτιού. Η Άννα το τραβάει λίγο ακόμα προς το μέρος της αργά.

«Ποτέ.» απαντάει στον ίδιο τόνο. Και κάπου εκεί, είναι το σημείο που η Νόρα γελάει απαλά προτού τελικά φέρει τα χέρια της στο πρόσωπο της και αρχίσει να κλαίει γοερά. Τα κορίτσια, ανταλλάσσουν ένα ανήσυχο βλέμμα προτού τρέξουν από όποιο σημείο του σπιτιού βρίσκονται κοντά της και την αγκαλιάσουν αμέσως σφιχτά και με αγάπη.

«Βρε αγάπη μου, τι συνέβη;» η Ελισάβετ της χαϊδεύει τα μαλλιά, προτού τη σφίξει πάνω της.

«Απλά» κάνει μια παύση και σκουπίζει τα δάκρυα της βιαστικά.
«δεν ξέρω πώς θα ζήσω χωρίς εκείνον.» παραδέχεται πικραμένη, κλαίγοντας ακόμα περισσότερο. Οι φίλες μοιράζονται και πάλι ένα βλέμμα. Είναι κοινό μυστικό ότι από τον θάνατο του Άρη και μετά οι σκέψεις όλων έχουν αλλάξει αρκετά.
«Είχα κάνει τόσα όνειρα!» σταματάει ξανά.
«Το ξέρατε ότι μου είχε ζητήσει να παντρευτούμε;» χαμογελάει ειρωνικά στη σκέψη αυτή. Η ζωή τους τα έφερε πολύ πιο διαφορετικά απ' όσο πίστευαν.
«Και εντάξει, δεν ήμασταν και στα καλύτερα μας τον τελευταίο χρόνο, το ξέρω. Αλλά όσο ήταν εδώ, μπορούσαν όλα να φτιάξουν!» ξεσπάει πρώτη φορά από τον θάνατο του, αφήνοντας τις φίλες της να δουν πόσο υποφέρει. Σε αυτό το τελευταίο παρόλα αυτά, η Άννα με την Άρτεμις ανταλλάσσουν ένα βλέμμα.
«Τώρα;» τις κοιτάει απελπισμένη. Οι κοπέλες δεν ξέρουν τι να πουν. Ίσως και καλύτερα.

Μερικές φορές, αρκεί απλά να ακούσεις.

Τα κορίτσια μένουν εκεί, αγκαλιασμένες στη μέση του σπιτιού να μη μιλάνε. Με μερικά ρούχα να περιμένουν να απλωθούν και δύο μισογεμάτες βαλίτσες στη μέση του κρεβατιού. Μέσα σε αυτές τις βαλίτσες, η Νόρα θα χωρέσει τα όνειρα της και όση ελπίδα της απέμεινε για μία καλύτερη και ομορφότερη ζωή. Και εύχεται μέσα από την καρδιά της, κάπου εκεί έξω, να μπορέσει να βρει την ευτυχία.

Μα ξεχνάει. Γιατί η ευτυχία, δεν βρίσκεται απαραίτητα στο πρόσωπο ενός άλλου.

***

Η Άρτεμις παρκάρει με ευκολία το αυτοκίνητο της στο σχεδόν άδειο λιμανάκι. Γυρίζει το κλειδί, η μηχανή σβήνει. Μαζί κλείνει και η μουσική. Πέφτει σιγή ανάμεσα τους και για λίγο κοιτούν μόνο τη θάλασσα μπροστά τους. Το σκοτάδι είναι βαθύ και το μόνο που φωτίζει τις βάρκες που επιπλέουν μέσα στο νερό και τα σταματημένα αυτοκίνητα είναι δύο ψηλές κολόνες με χαμηλό ψυχρό φωτισμό. Το μικρό λιμάνι στην Παντάνασσα ήταν πάντα ένα μέρος ηρεμίας για τα έξι κορίτσια. Ακόμα κι αν ήταν πολύ λίγες οι φορές που βρέθηκαν και οι έξι εκεί.

«Πόσο καιρό έχουμε να το κάνουμε αυτό;» αναρωτιέται η Άννα από τη θέση του συνοδηγού, βγάζοντας από τη μπλε νάιλον σακούλα τις μπύρες και τα πατατάκια. Η Άρτεμις ανάβει την ίδια στιγμή ένα τσιγάρο.

«Την τελευταία φορά πρέπει να ήμασταν είκοσι-δύο.» ξεφυσάει η Φένια χωρίς να είναι απόλυτα σίγουρη, πιάνοντας την παγωμένη pepsi της με γεύση λεμόνι. Την έμαθε από το Στέφανο και καθιερώθηκε ως «το αναψυκτικό τους». Σε αναμνήσεις, φωτογραφίες, ακόμα και στα ταξίδια τους, πάντα υπήρχε κάπου στο πλάνο μια pepsi λεμόνι.

«Είκοσι-δυο...» επαναλαμβάνει η Ελισάβετ ελαφρώς σοκαρισμένη. Οι φίλες της γνέφουν θετικά στην απόλυτη σιωπή.
«Η Εβελίνα γιατί δεν ήρθε;» αναρωτιέται όσο χαϊδεύει αφηρημένα το πόδι της Φένιας που σχεδόν έχει ξαπλώσει στα πίσω καθίσματα.

«Είχε μια δουλειά στο χωριό, είπε.» η Άννα μουρμουρίζει, παίρνοντας μια τζούρα από το τσιγάρο της κολλητής της.

«Αυτή κάποιον βλέπει!» σχολιάζει μ' ένα γελάκι. Η Άρτεμις απλώς ανασηκώνει τους ώμους.

«Ίσως.» φυσάει τον καπνό.
«Αν είναι καλά εμένα μου αρκεί.»

«Δεν καίγεσαι να μάθεις όμως;» η απορία στη φωνή της δεν σοκάρει καμία τους. Άλλωστε, είναι κοινό μυστικό πόσο μικρά είναι τα όρια στο μυαλό της Ελισάβετ. Είναι κάτι που πολλές φορές στο παρελθόν τις έφερε σε δύσκολη θέση. Κι ακόμα το κάνει, μερικές φορές. Η Άρτεμις κοιτάει την κοκκινομάλλα φίλη της μέσα από τον καθρέφτη που απλά χαμογελάει, στριφογυρίζοντας τα μάτια της. Σκέφτονται ακριβώς το ίδιο. Και το ξέρει.

«Υπάρχουν πράγματα που κάποιοι τα κρατάμε για τον εαυτό μας. Δεν λέγονται όλα.» συμφωνεί με την οδηγό, πίνοντας μια γουλιά από το αναψυκτικό της. Η Ζέτα σταματάει απότομα να της χαϊδεύει τα πόδια, λίγο πριν η Άννα ψελλίσει ένα μπερδεμένο «συμφωνώ», κοιτώντας το κινητό της. Την κοιτάει έκπληκτη στα καστανά της μάτια, παρά το σκοτάδι.

«Ακόμα κι εσύ;»

'Ακόμα κι από μένα;» αυτή είναι η πραγματική της ερώτηση. Η Φένια το καταλαβαίνει από το γεμάτο ένταση βλέμμα της.

'Ακόμα κι από σένα.'

«Ακόμα κι εσύ.» της κλείνει το μάτι με νόημα κι ένα πλάγιο χαμόγελο που, στιγμές σαν αυτή την εκνευρίζει, γιατί εκείνη οριακά θίγεται. Πιστεύει πως συνεννοήθηκαν, μα δεν είναι έτσι, γιατί η ξανθιά της παρέας νιώθει πως σχεδόν την προσβάλλει με όσα λέει. Δεν κρατάει ποτέ και τίποτα κρυφό από τα κορίτσια, τους τα λέει όλα! Ή τουλάχιστον, έτσι αισθάνεται.

«Πήγα και βρήκα τον Μιχάλη χθες.» τους παραδέχεται, λίγο πριν σβήσει το πρώτο τσιγάρο κι ανάψει το δεύτερο. Δεν τις κοιτάει, το βλέμμα της τρέχει από το πακέτο με τα τσιγάρα ως το παράθυρο και πάλι πίσω. Νιώθει άσχημα που το έκανε. Όχι γιατί ένιωσε πως της λείπει ή οτιδήποτε τέτοιο, αλλά γιατί δεν πρόκειται να το πει στον Χρήστο. Θα τη μισήσει και δεν το θέλει.

Ένα σύμπλεγμα από «τι;», «πω ρε πούστη» και «όχι που θα είχαμε ένα ήρεμο βράδυ» ταράζει το ακουστικό της πεδίο περίπου ένα δευτερόλεπτο αργότερα, κάνοντας την να γελάσει απαλά. Λατρεύει τις αντιδράσεις τους. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν τους λέει τίποτα από το τηλέφωνο. Από κοντά. Μόνο από κοντά. Τώρα γυρίζει ελαφρά να τις κοιτάξει.

«Είμαι ηλίθια;»

«Πολύ!» η Φένια τη φασκελώνει από τα πίσω καθίσματα, προκαλώντας ένα μικρό γελάκι στην Άννα που δεν μπορεί να συγκρατηθεί. Μέχρι και η ίδια η Άρτεμις γελάει.
«Γιατί; Πες μου απλά γιατί;» πλέον έχει μαζέψει τα πόδια της από την Ελισάβετ και κάθεται οκλαδόν στη θέση της, περιμένοντας καρτερικά να ακούσει τι στο καλό την οδήγησε σε αυτή την τόσο χαζή κίνηση.

«Ήθελα να μάθω για την κοπέλα που δολοφονήθηκε! Να μάθω αν έχει κάποια σχέση με τη δολοφονία της Κάτιας.» τους εξηγεί με πείσμα, μα δεν φαίνεται να την καταλαβαίνουν ούτε λίγο. Και μπορεί να το διαβάσει στο βλέμμα τους. Αυτό την κάνει να καπνίσει ακόμα πιο νευρικά.
«Μου είπε ότι δεν έχει.» ανασηκώνει τους ώμους, γυρνώντας ξανά το βλέμμα της μπροστά.

«Ε, λοιπόν, σου είπε ψέματα!» τα λόγια αυτά βγαίνουν από το στόμα της Άννας. Τα κορίτσια γυρίζουν να την κοιτάξουν ελαφρώς σαστισμένες.

«Τι εννοείς;»

«Ακούστε!» διατάζει, κοιτώντας ξανά το κινητό της.
«Συγκλονισμένο για ακόμα μια φορά το Ηράκλειο από την άγρια δολοφονία της είκοσι-τετράχρονης Αναστασίας Ελευθερίου. Το σώμα της κοπέλας βρέθηκε απανθρακωμένο με πολλαπλές μαχαιριές σε πάρκινγκ επί της οδού Έβανς. Δεύτερη κοπέλα που χάνεται στο Ηράκλειο. Δεύτερη κοπέλα που βρίσκει τραγικό θάνατο με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ως πότε;» διαβάζει μουδιασμένη το κείμενο από μια σελίδα στο ίνσταγκραμ που ασχολείται ενεργά με το κομμάτι της κακοποίησης. Τώρα κοιτάει ξανά τις φίλες της, τρομοκρατημένη στη σκέψη που μπαίνει στο μυαλό της.
«Έχει φωτογραφία και των δύο.» παίρνει μια βαθιά ανάσα. Τώρα κοιτάζει μόνο τη Φένια.
«Ήταν κοκκινομάλλες.» ψελλίζει παγωμένη το προφανές. Οι ανάσες τους σταματάνε ακαριαία, κοιτώντας την όμορφη κολλητή τους με απαλά κόκκινα μαλλιά.

Η Κάτια και η Αναστασία ήταν δύο εντελώς διαφορετικές κοπέλες. Δεν σύχναζαν στα ίδια μέρη, δεν έκαναν παρέα, δεν είχαν τίποτα που να τις συνδέει. Εκτός από το χρώμα των μαλλιών τους.

Κόκκινο.
Το χρώμα των μαλλιών τους...ήταν κόκκινο.




























Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥

Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!

Πείτε μου τα νέα σας!

Εγώ περιμένω μέχρι να κλείσουν τα σχολεία! Θεέ μου, λίγο έμεινε!

Άλλο ένα κεφάλαιο στο νέο μας βιβλίο!

Συνάντηση της παρέας; Τσεκ!

Νεκροψία; Τσεκ!

Κοκκινομάλλες σε κίνδυνο; ΠΆΝΤΑ!

Τι πιστεύετε ότι θα γίνει στο επόμενο;

Αυταααα!

Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε!

Ααντιιιιοοοοςςς🥰🍟.

-Δέσπ.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro