1. Υπάρχει πάντα λίγη ζωή μέσα στο θάνατο.
~Άρχισε να μυρίζει το σκοτωμένο σώμα
κι εγώ βογκώ την αιώνια σιωπή
κάτω από τσιμέντο που στέγνωσε γρήγορα
κι εγώ βογκώ τη φρίκη μου που σκόνταψε σε βράχια·
κομματιασμένη φρίκη
λάμνει στην επιφάνεια μιας κόκκινης θάλασσας
σαν αίμα
από αίμα
δικό μου δικό σου δικό της.
Ένας γλάρος μαζεύει σύμφωνα και φωνήεντα -
ξεκοιλιασμένες λέξεις
λέξεις μικρές
στάζει στο ράμφος του η ηχώ από όχι.
Τα σφραγισμένα μάτια τον παρακολουθούν
να διαγράφει κύκλους πάνω απ' το άτυχο κορμί
και μια απόχη στα νύχια του ψαρεύει
την ηχώ
από όχι, όχι, όχι!
Τα μαλλιά στα βράχια απλωμένα χταπόδια
λιάζονται σε σκουριασμένους ουρανούς
πλεγμένα κοτσίδες
με κόκκινες αιμάτινες κλωστές
τα πόδια ξερά κλαδιά, τα χέρια λεπίδες
σκάφτουν λαγούμια φως στην άγονη πέτρα μα-
ο θάνατος ποτέ δεν συναινεί στον ήλιο.
Τα χείλια ασάλευτα στη γλώσσα αρμύρα
στάζει στην άκρη της
η ηχώ
από όχι, όχι, όχι!
Στην αντηλιά της μνήμης θα κάψω τις μορφές σας
έτσι όπως ξαπλώνω σε ακίνητη στάση
με τη ρυτίδα στο μέτωπο
που πάντα θα ουρλιάζει
όχι!~
•Νατάσσα Χαλκιά, Φιλόλογος 7ου ΓΕΛ Ηρακλείου Κρήτης (το ποίημα «ηχώ από όχι» γράφτηκε για την Γυναικοκτονία της Ελένης Τοπαλούδη).
Ξημερώματα Παρασκευής, 10 Μαΐου του 2024.
Τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Σπρώχνεται βίαια μέσα της, με τα χέρια του γύρω από το λαιμό της να την πνίγουν. Η κοπέλα κλαίει από κάτω του. Δεν έχει φωνή να μιλήσει, φωνάξει, ουρλιάξει πια. Της την πήρε εκείνος· ο άνδρας που αυτή τη στιγμή λεηλατεί την ψυχή και το σώμα της. Το κλάμα της τον κάνει να νιώθει ακόμα πιο δυνατό. Ο φόβος της τον τρέφει, τον γεμίζει σιγουριά. Τα ρούχα της, οι αγαπημένες της σιέλ φόρμες, έχουν μουλιάσει στη δυνατή βροχή που χτυπάει το χώμα δίπλα της. Τα δάχτυλα του πιέζουν περισσότερο το λαιμό της. Της κόβει την ανάσα. Όταν τελειώσει, σηκώνεται. Την κοιτάει. Τα κόκκινα μαλλιά της, τα γαλανά μάτια της, η μικρή της σιλουέτα. Ολάκερη η όψη της μεγαλώνει τη λύσσα του! Ο μικρός σουγιάς που βγαίνει από την τσέπη του, κάνει τα δάκρυα στα μάτια της να τρέξουν σαν ποτάμια και να ενωθούν με τη βροχή.
«Όχι...» ψιθυρίζει.
«Όχι, όχι, όχι! Σε παρακαλώ! Δεν θα το πω σε κανέναν, ορκίζομαι!» σκύβει από πάνω της και σέρνει απαλά τη λεπίδα στο δέρμα της. Παλεύει μέσα του για το αν πρέπει να της πάρει τη ζωή λες και είναι δική του! Λες και του ανήκει... Ο καλός του εαυτός λέει να σταματήσει, μα ο κακός είναι αυτός που αποφασίζει. Την κοιτάει για μια τελευταία φορά, προτού κάψει τη βρωμιά της και, ξάφνου, τα μάτια της είναι πράσινα και γκρι, όχι γαλανά. Αυτό ήταν. Η απόφαση σφραγίστηκε.
«Μη...όχι, σε παρακαλώ! Μη...ΜΗ!» κραυγάζει. Και την καρφώνει.
Και τη σκοτώνει.
Παρασκευή, 10 Μαϊου 2024.
Ώρα δώδεκα και μισή μ.μ.
Προχωρούν αργά πίσω από το φέρετρο. Πίσω από την αγαπημένη τους φίλη Νόρα που, στην αγκαλιά της μαμάς της, συντετριμμένη ακόμα κοιτάει το κενό. Το μακρύ μαύρο της φόρεμα σε συνδυασμό με την υψηλή θερμοκρασία εκείνης της μέρας την κάνει να ιδρώνει, να ζαλίζεται. Φοβάται ότι θα καταρρεύσει και είναι ένας φόβος που φωλιάζει στα σωθικά των πέντε κολλητών της. Μα δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτα άλλο! Μια σκέψη μόνο στριφογυρίζει στο μυαλό της.
'Τον έχασα;'
Τα κλάματα της μαμάς του είκοσι-επτάχρονου Άρη κάνουν τα δικά της δάκρυα, αν και σιωπηλά, να πληθαίνουν. Το ίδιο ισχύει για όλους μέσα στο πρώτο νεκροταφείο της Νέας Αλικαρνασσού....όλους εκτός από τα πέντε κορίτσια στην πίσω σειρά, που από την εξάντληση τους βγαίνει να γελάσουν. Η πάντα τρελοκομείο Άρτεμις, κρατώντας την όμορφη Άννα ελάχιστα πιο μπροστά της για κάλυψη, δαγκώνεται και πιέζεται για να μην ξεκινήσει, παρά τα άγρια βλέμματα της συμπονετικής Φένιας και της αυστηρής Εβελίνας. Από την άλλη, η Ελισάβετ, ή «ξανθιά» όπως την αποκαλούν χαϊδευτικά τα κορίτσια, δαγκώνει τα πετσάκια από τα νύχια της κοιτώντας κάπου πολύ έντονα. Η κοκκινομάλλα Φένια, που λατρεύει να την πειράζει, την παρατηρεί.
«Ψιτ!» της τραβάει την προσοχή διακριτικά.
«Τι έχεις εσύ;»
«Δείτε λίγο το βραχιόλι που φοράει η Σοφία!» ψιθυρίζει στρέφοντας τα βλέμματα τους στην κοπέλα του Κωνσταντίνου, αδερφού της Άρτεμις.
«Μοιάζει πολύ μ' ένα βραχιόλι που μου έκανε δώρο πριν δυο χρόνια ο Ντανιέλ. Να, αυτό που φοράω!» το κουνάει μπροστά τους. Προσπαθούν να καταλάβουν πού το πάει.
«Έχει καλό γούστο η φίλη.» τους εξηγεί. Γνέφουν θετικά. Για λίγο δε μιλάνε, μένουν να κοιτούν την ταφή του έντεκα χρόνια συντρόφου της Νόρας που δεν έχει ακούσει λέξη από τη μικρή τους συζήτηση.
«Λέτε να είναι το ίδιο;» αναρωτιέται λίγα λεπτά αργότερα. Η Άρτεμις γελάει απαλά.
«Ζέτα μου, χωρίς παρεξήγηση, αλλά ο αδερφός μου ξόδεψε μια περιουσία για να πάρει αυτό το βραχιόλι στη νύφη μου! Είναι πέρα για πέρα αληθινό και ειδικά φτιαγμένο για εκείνη!» την ενημερώνει, κοιτώντας με θαυμασμό τον αδερφό της που κρατάει τρυφερά την κοπέλα του. Ο θάνατος του Άρη έφερε σκέψεις σε όλους, μα περισσότερο στα αγόρια της παρέας, που πλέον κρατούν σφιχτά με κάθε ευκαιρία τις κοπέλες τους. Η Ελισάβετ την κοιτάει ελαφρώς μπερδεμένη.
«Μη με λες Ζέτα!» γρυλίζει. Οι φίλες της κρυφογελούν.
«Και το δικό μου αληθινό είναι!» συνεχίζει θιγμένη, ανεβάζοντας ελάχιστα τον τόνο της φωνής της. Η Άννα γελάει σιγανά, μη μπορώντας να κρατηθεί. Μια θεία του Άρη τις αγριοκοιτάζει.
«Κι εσύ πού το ξέρεις; Το δάγκωσες;» η Φένια, που έπιασε επιτόπου το κοίταγμα, ψιθυροφωνάζει στη φίλη της θέλοντας να βάλει τέλος σε αυτή τη συζήτηση. Μα μόνο το αντίθετο καταφέρνει, καθώς η Ελισάβετ τις κοιτάει για λίγο κι έπειτα, διστακτικά, φέρνει το βραχιόλι στο ύψος του στόματος της για να το δαγκώσει. Η Εβελίνα σκουντάει τη Φένια κι αυτή με τη σειρά της σκουντάει την Άννα που κάνει νόημα στην Άρτεμις να το δει. Το πρόσωπο της τελευταίας κοκκινίζει απότομα και γίνεται το μόνο που καμιά τους δεν ήθελε.
Ξεσπάει σε γέλια.
Μαζί της καταρρέει και η Άννα που οριακά χτυπιέται. Κάποιοι από τους παρευρισκόμενους γυρίζουν επιτόπου να τις κοιτάξουν, μαζί και τα αγόρια που γουρλώνουν τα μάτια κάνοντας τους ασταμάτητα νοήματα. Η Νόρα γυρίζει κι αυτή κάπως αποπροσανατολισμένη να τις κοιτάξει. Χαμογελάει αχνά στην εικόνα τους. Αυτές οι κοπέλες είναι όλη της η δύναμη. Εκείνες ανέλαβαν να βοηθήσουν την οικογένεια του Άρη με τα της κηδείας χωρίς καν να τους το ζητήσει, εκείνες της στάθηκαν την αναθεματισμένη μέρα που γύρισε από Ολλανδία κι εκείνες είναι που εν τέλει θα την βοηθήσουν να γίνει καλά. Η Φένια, κατακόκκινη από την ντροπή της τις τραβάει μακριά από εκείνο το σημείο βρίζοντας ασταμάτητα τις φίλες της. Τα γέλια τους μόνο μεγαλώνουν, ακόμα και η Εβελίνα γελάει. Πνιχτά μεν, γελάει δε.
«Καλά μωρέ, δεν ντρέπεστε καθόλου;» τις μαλώνει έξαλλη όταν απομακρυνθούν τουλάχιστον πενήντα μέτρα από την κηδεία, παλεύοντας κι αυτή με δυσκολία να μην αρχίσει. Δεν μπορεί να μείνει σοβαρή όταν πρόκειται για εκείνες. Ό,τι κι αν έχουν κάνει, πάντα την παρασέρνουν μαζί τους στην εκάστοτε βλακεία. Και μιλάμε για πάρα πολλές βλακείες...
«Εμείς ή η Ζέτα που δάγκωσε το βραχιόλι;» η Άννα προσπαθεί να δικαιολογηθεί, μα το μόνο που καταφέρνει είναι να προκαλέσει ακόμα περισσότερο γέλιο στην Άρτεμις, που χρειάζεται να στηριχθεί σε ένα δέντρο δίπλα της. Κάνει αέρα στον εαυτό της ασταμάτητα. Το πρόσωπο της έχει κοκκινίσει και τα μάτια της έχουν γεμίσει με δάκρυα. Η υψηλή θερμοκρασία την κάνει να μένει χωρίς ανάσα.
«Δεν θα το δάγκωνα!» υπερασπίζεται το εαυτό της χωρίς καμία επιτυχία, αφού τα κορίτσια γελάνε περισσότερο, με τη Φένια να τις αγριοκοιτάζει και πάλι. Γελάει κι αυτή μαζί τους όσο απολογείται. Τα κατάξανθα μαλλιά της λάμπουν κάτω από τον δυνατό ανοιξιάτικο ήλιο.
«Απλά-»
«Ναι, άστο κι εσύ! Μας έπεισες!» την αποπαίρνει έντροπη από το βλέμμα εκείνης της θείας του Άρη. Τα κορίτσια χαχανίζουν ασταμάτητα. Η Φένια αφήνει μια ανάσα, βολεύοντας τον εαυτό της σε ένα μικρό πεζουλάκι. Θέλει να βγάλει το μαύρο τζιν παντελόνι με την ίδιου χρώματος μπλούζα της και να ξαπλώσει πάλι στο κρεβάτι της, στην αγκαλιά του Στέφανου. Να κλείσει τα μάτια της και να κοιμηθεί. Νιώθει εξαντλημένη.
«Ποια έχει νερό;» ρωτάει λίγο αργότερα.
«Έλα, έχω εγώ!» η Άννα βγάζει ένα μπουκαλάκι νερό από τη μεγάλη τσάντα της και της το δίνει. Η κοπέλα με τα κόκκινα μαλλιά το κατεβάζει σχεδόν αμέσως ολόκληρο.
«Τι θα κάνουμε με την Νόρα; Είναι σαν φάντασμα!» ξεφυσάει στεναχωρημένη.
«Θα είμαστε δίπλα της, όπως πάντα.» η Άρτεμις ανασηκώνει τους ώμους. Το γέλιο της έχει σταματήσει πια. Βολεύεται δίπλα στη Φένια, που αμέσως γέρνει στον ώμο της και κλείνει για ένα δευτερόλεπτο τα μάτια της.
«Τώρα μας έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ!» τους υπενθυμίζει αυτό που ήδη ξέρουν. Η Φένια γνέφει θετικά.
«Απλά προσέξτε μήπως στην προσπάθεια μας να τη βοηθήσουμε, δεν την αφήσουμε να θρηνήσει. Είναι κάτι που πρέπει να το βιώσει.» γνέφουν θετικά στα λόγια της. Για λίγο πέφτει σιωπή. Ξαφνικά, η Άρτεμις σηκώνεται αργά και περπατάει σε ένα μνήμα λίγα μέτρα μακριά. Τα κορίτσια ανταλλάσσουν ένα βλέμμα απορίας. Παρατηρούν τη φίλη τους να κοιτάζει πολύ έντονα τόσο τη φωτογραφία, όσο και το όνομα. Την πλησιάζουν με δισταγμό και στέκονται πίσω της.
«Ποια είναι αυτή;»
«Η Κάτια.» ψελλίζει.
«Ποια;»
«Η Κάτια Γεωργαλάκη!» επιμένει.
«Η κοπέλα που βρέθηκε απανθρακωμένη στα νεώρια! Όλα τα κανάλια αυτό παίζουν. Κάποιος τη βίασε, τη μαχαίρωσε και την έκαψε ζωντανή.» εξηγεί. Η Φένια γουρλώνει τα μάτια, καθώς τινάζεται.
«Καλέ, το άκουσα αυτό!» τώρα πλησιάζει κι αυτή ακόμα περισσότερο το μνήμα.
«Στην αρχή οι υποψίες έπεσαν στον πρώην της, λέει, γιατί είχαν πολύ «εκρηκτική» μη χέσω σχέση, αλλά τελικά αυτός ήταν αθώος. Ήταν λίγο πιο έξω από το Ρέθυμνο με παρέα την ώρα που υπολογίζουν πως έγινε η επίθεση. Έχουν καταγράψει κάμερες το αυτοκίνητο και την ώρα που λέει πως ξεκίνησαν, και εκεί στο εργαστήριο με τα αλλαντικά. Μετά εθεάθη ξανά στο Ρέθυμνο.» τους λέει όλες τις πληροφορίες που ξέρει κι εκείνες την ακούν με προσοχή. Ανάθεμα κι αν τις ξεφεύγει ποτέ πληροφορία σχετικά με κάποιο έγκλημα. Είναι κάτι που τη χαρακτηρίζει.
«Και να σας πω την αλήθεια, το πιστεύω. Άλλος κρύβεται πίσω από τη δολοφονία της κοπέλας.» σχεδόν μονολογεί με σιγουριά, την ίδια στιγμή που μια φωτογραφία της τραβάει την προσοχή, λίγο πιο μακριά.
«Και δυστυχώς, αυτόν τον άλλον τον είδε μόνο εκείνη.» αναστενάζει η Εβελίνα, με την ψυχή της να μαυρίζει κάθε μέρα από αυτά τα περιστατικά. Την ενοχλεί που κυκλοφορεί στο δρόμο και μαζί με αυτή, κυκλοφορεί ελεύθερος κι ένας δολοφόνος. Τα κορίτσια γνέφουν θετικά. Η Φένια απομακρύνεται διακριτικά από εκείνο το σημείο, μα μόνο η Ελισάβετ το παρατηρεί.
«Μην το λες αυτό!» η Άννα κουνάει το κεφάλι αρνητικά μια-δυο φορές. Δεν συμφωνεί με την ξαδέρφη της. Σε πολλά, μα σε αυτό λίγο περισσότερο.
«Υπάρχει πάντα λίγη ζωή μέσα στο θάνατο. Η Κάτια, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, θα δώσει μόνη της τα στοιχεία που χρειάζονται για να πιαστεί ο ένοχος!» λέει σιγανά με σιγουριά.
Η Ελισάβετ, φεύγει κι αυτή από την παρέα και πλησιάζει την κολλητή της. Την παρατηρεί να στέκεται στα γόνατα μπροστά από ένα μνήμα, καθώς χαϊδεύει απαλά το λευκό μάρμαρο. Στη φωτογραφία φαίνεται μια κοπέλα. Έχει κόκκινα ίσια μαλλιά που κάνουν αντίθεση με το λευκό μπλουζάκι που φοράει, ενώ τα καστανά μάτια της λάμπουν από χαρά και ζωή. Δείχνει γύρω στα δεκάξι και είναι όμορφη. Πολύ όμορφη! Έπειτα το βλέμμα της πέφτει στα λουλούδια· ένα μπουκέτο από ροζ χρυσάνθεμα και αμέσως μετά, βλέπει και το όνομα: Αυγή Γεωργίου. Χαϊδεύει και σφίγγει ελαφρά τον ώμο της. Η Φένια γυρίζει να την κοιτάξει με αγάπη κι ένα μικρό χαμόγελο.
«Ποια είναι αυτή;» σμίγει ελαφρά τα φρύδια με απορία. Η φίλη της καλύπτει το χέρι της με το δικό της.
«Μια γνωστή.» παίρνει μια ανάσα.
«Φαίνεται μικρή.» σχολιάζει. Η κοπέλα απλώς γνέφει θετικά.
«Από τι πέθανε;»
«Από έλλειψη αυταγάπης.» εκπνέει. Σηκώνεται ξανά στα πόδια της.
«Έλα! Πάμε στα κορίτσια!» της χαμογελάει ξανά, καθώς την πιάνει αγκαζέ και γυρνούν στην παρέα τους, που τώρα έχει προστεθεί η Σοφία και η Νόρα στην οποία κάνει αέρα τώρα η Άννα, με μια μαύρη βεντάλια. Τώρα τις πλησιάζουν ακόμα πιο γρήγορα.
«Νόρα μου, τι έπαθες;» σκύβει μπροστά της, τρίβοντας τα χέρια της απαλά.
«Μια λιποθυμία ήταν, τίποτα σημαντικό!» τους χαμογελάει για να τις καθησυχάσει, παρόλο που δεν πετυχαίνει και πολύ. Η Άννα κάνει ακόμα πιο γρήγορες κινήσεις με τη βεντάλια, οριακά σηκώνοντας ανεμοστρόβιλο. Η Φένια, που είναι δίπλα και την πιάνει ο αέρας, την αγριοκοιτάζει.
«Τέλος πάντων, εγώ δεν θα φύγω μαζί σας τώρα. Θα πάω στο σπίτι του Άρη στον Άγιο Νικόλαο. Θέλει η μαμά του να τη βοηθήσω με τα πράγματα του. Να τα πακετάρουμε, να τα φυλάξουμε και...ναι.» παίρνει μια ανάσα, κοιτώντας ψηλά τον όμορφο γαλάζιο ουρανό για να αποτρέψει τα δάκρυα από το να εμφανιστούν ξανά. Θα ορκιζόταν πως ο ήλιος δεν θα ανέβαινε σήμερα, μα κάτι τέτοιο δε συνέβη. Οι φίλες της της χαμογελούν με αγάπη και κατανόηση.
«Θα γυρίσω αύριο.»
«Μην ανησυχείς αγάπη μου, εμείς εδώ θα είμαστε.» η Ελισάβετ της χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά, χαρούμενη που μέσα στον πόνο της είχε καταφέρει να πάρει όλο το γεγονός όσο πιο λογικά και καλά γίνεται.
«Εδώ είστε;» ο Στέφανος περνάει τα χέρια του γύρω από τη μέση της Φένιας, αφήνοντας ένα τρυφερό φιλάκι στο μάγουλο της. Δεν κάνει συχνά δημόσιες εκδηλώσεις αγάπης, μα όταν τις κάνει η κοπέλα του χαμογελάει πλατιά σαν μικρό παιδί.
«Ναι.» κουρνιάζει στην αγκαλιά του.
«Συζητούσαμε με τα κορίτσια για την Κάτια!» του δείχνει κι εκείνος γνέφει θετικά.
«Ποια;» η ερώτηση έρχεται από τον Κωνσταντίνο, που πίσω του ακολουθούν ο Χρήστος με τον Ντανιέλ.
«Αυτή που κάποιος τη σκότωσε!» η Ελισάβετ απαντάει αυτή τη φορά, που με τη σειρά της σηκώνεται από το πεζουλάκι για να κάτσει ο αγαπημένος της, ώστε να κάτσει πάνω του.
«Που την άφησε σε εκείνο το πάρκινγκ κοντά στο πάρκο;» αγκαλιάζει την αδερφή του τρυφερά, σφίγγοντας την πάνω του.
«Στα νεώρια την άφησε.» τον διορθώνει ο Χρήστος ανέκφραστος, κοιτώντας λίγο ακόμα τη φωτογραφία της κοπέλας.
«Ρε σεις, αυτή κοκκινομάλλα δεν ήταν;»
«Ναι, μωρό μου. Ναι. Κοκκινομάλλα ήταν. Απλά οι γονείς της έβαλαν φωτογραφία με καστανά μαλλιά. Λύσσαξες!» σχολιάζει, κοιτώντας τον με υψωμένο φρύδι.
«Τι τρέχει με τις κοκκινομάλλες, ρε παιδιά;» αναρωτιέται η Άννα, κάνοντας ακόμα αέρα στη Νόρα.
«Κόλλημα. Αυτό τρέχει. Δεν μπορείς να φανταστείς πώς κάνει όταν βλέπει κοκκινομάλλες!» σχεδόν μουτρωμένη σχολιάζει, ενθυμούμενη όλες τις φορές που την έκανε να νιώσει άβολα με τη στάση του. Στα λόγια της, παρόλα αυτά, αφήνει ένα απαλό γέλιο, σφίγγοντας τις γροθιές του.
«Ε βέβαια!» σχολιάζει.
«Εγώ κοκκινομάλλες, εσύ μπάτσους!» ρίχνει το δηλητήριο του όλο κακία κοιτώντας την απευθείας στα μάτια για το παράπτωμα της, προκαλώντας αμηχανία σε όλη την παρέα. Άλλωστε, έχει περάσει μόλις ένας χρόνος από τότε που η Άρτεμις υπέκυψε στον χειρισμό του πρώην της και κοιμήθηκε μαζί του. Το πρωινό που του το ανακοίνωσε μετανιωμένη ως το μεδούλι, είναι από εκείνα που κανένας τους δεν θα ξεχάσει. Παρόλα αυτά, εκείνος τη συγχώρεσε. Ή τουλάχιστον, έτσι την έκανε να πιστέψει.
«Ε, τώρα» κάνει μια παύση, βάζοντας την μαύρη τσάντα στον ώμο της. Κρατιέται με νύχια και με δόντια για να μην τον βρίσει. Πάντα αυτό κάνει. Και πάντα μπροστά σε κόσμο.
«τι να σου πω!» σχεδόν φτύνει τις λέξεις, γυρίζοντας τελικά πλάτη και φεύγει από εκείνο το σημείο με προορισμό το αμάξι της. Τα κορίτσια τον αγριοκοιτάζουν, προτού φωνάξουν τ' όνομα της και σχεδόν τρέξουν πίσω της μήπως και την προλάβουν.
«Έλα ρε Άρτεμις, περίμενε ένα λεπτό!» η Φένια σχεδόν λαχανιασμένη προσπαθεί να την προλάβει. Τελικά τα καταφέρνει και της πιάνει το χέρι λίγο πριν μπει στο κόκκινο αυτοκίνητο της, το οποίο μόλις που πρόλαβε να ξεκλειδώσει. Η κοπέλα γυρίζει και κοιτάει τις φίλες της που πλησιάζουν με τελευταίες την Εβελίνα και τη Νόρα. Κάθε ψήγμα καλής διάθεσης έχει πια εξαφανιστεί εντελώς. Δεν τον αντέχει όταν γίνεται έτσι. Και είναι κοινό μυστικό.
«Θες να τον βαρέσω;» η Άννα, έτοιμη να τον αρχίσει στις γρήγορες, προτείνει καθώς στηρίζει τον εαυτό της στο αυτοκίνητο που της καίει την πλάτη.
«Πες το μου και θα το κάνω!»
«Σιγά μην ασχοληθώ μαζί του περισσότερο!» σταυρώνει τα χέρια κάτω από το στήθος έξαλλη. Η Νόρα της χαϊδεύει το μπράτσο με αγάπη. Πάντα την υποστηρίζει και της δίνει δίκιο σε ό,τι κι αν συμβαίνει, ακόμα κι όταν τελικά δεν έχει απόλυτα δίκιο.
«Μην του δίνεις σημασία, βρε κορίτσι μου. Δεν έχει μυαλό ο άνθρωπος.» σχολιάζει κουρασμένη, ανοίγοντας το μπουκάλι με το νερό για να πιει μια γουλιά. Η Φένια υψώνει το φρύδι μη μπορώντας να κρατηθεί.
«Καλά, για ηρεμήστε λίγο.» μουρμουρίζει, κάνοντας αέρα στον εαυτό της με το χέρι της. Τα ξημερώματα έβρεχε και τώρα κοντεύουν να λιώσουν!
«Ούτε αυτός έχει εντελώς άδικο ούτε η Άρτεμις είναι άμοιρη ευθυνών. Τον απάτησε και μάλιστα με τον Μιχάλη που της έκανε ό,τι της έκανε. Όχι επειδή είναι φίλη μας να της χαϊδεύουμε τ' αυτιά. Να λέμε τα πράγματα όπως είναι. Εκεί που το χάνει το δίκιο του είναι που αντί να τη χωρίσει και να συνεχίσουν τις ζωές τους, την κρατάει δίπλα του από πείσμα, απλά για μην την έχει κανένας άλλος!» λέει ανοιχτά τη γνώμη της όπως ακριβώς πιστεύει, με την Ελισάβετ και τη Νόρα να γουρλώνουν τα μάτια από το σοκ, λίγο πριν ανταλλάξουν ένα βλέμμα.
«Ρε Φένια!» τη μαλώνουν ταυτόχρονα οι δυο κοπέλες. Στη στάση τους κουνάει το κεφάλι αποδοκιμαστικά.
«Όχι, αφήστε την. Καλά τα λέει. Το ότι δεν κάνω κάτι γι' αυτό δεν σημαίνει ότι δεν το ξέρω.» αναστενάζει χωρίς όρεξη, λίγο πριν τεντωθεί και την αγκαλιάσει σφιχτά.
«Σε ευχαριστώ που μου λες την αλήθεια.» ψιθυρίζει χωρίς όρεξη και ως απάντηση η κοπέλα τη σφίγγει πάνω της.
«Τέλος πάντων, εγώ φεύγω. Θα πάω να αλλάξω και μετά θα πάω για τρέξιμο. Παίρνω καμία μαζί μου;» τις κοιτάει με απορία.
«Εμένα!» η Άννα, μια που το λέει και μια που τρέχει στη θέση του συνοδηγού, όπου και βολεύεται στη δροσιά του αυτοκινήτου.
«Δεν κατάφερα να πάρω ρεπό, θα με σκοτώσει η Ναταλία αν αργήσω κι άλλο!» τις ενημερώνει, έτοιμη να κλάψει από βαρεμάρα, κάνοντας τες να γελάσουν.
«Ωραία, άντε, θα μιλήσουμε!» η Άρτεμις τις χαιρετάει όλες μ' ένα φιλί και μια αγκαλιά, στη Νόρα λίγο πιο σφιχτή, προτού μπει κι αυτή στο αυτοκίνητο.
***
Τρέχει ασταμάτητα κάτω από τον απογευματινό ήλιο με τα λευκά ακουστικά κολλημένα στ' αυτιά της περίπου τριάντα λεπτά, με το playlist από το spotify να της κρατάει συντροφιά. Τα μακριά καστανά μαλλιά της είναι πιασμένα σ' ένα ψηλό κότσο, με το γαλάζιο αθλητικό μπουστάκι και το ίδιου χρώματος κολάν να έχουν κολλήσει πάνω στο κορμί της από τον ιδρώτα. Η μικροκαμωμένη σιλουέτα της μπαίνει στο πάρκο του Γεωργιάδη, με σκοπό να φτάσει ως το αυτοκίνητο της στο πάρκινγκ ακριβώς από κάτω, μα κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει ποτέ.
Η κίτρινη κορδέλα της αστυνομίας και ο μαζεμένος κόσμος της τραβούν την προσοχή. Σταματάει ασυναίσθητα να τρέχει, βγάζοντας αργά τα ακουστικά από τ' αυτιά της. Πλησιάζει με σταθερά βήματα και προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει. Δεν έχει καλό προαίσθημα, όπως και να 'χει. Στο πλήθος, βλέπει τον Μιχάλη. Μιλάει μ' έναν άλλο αστυνομικό, όσο κοιτάει γύρω του αυστηρά. Η ματιά του κλειδώνει στη δική της και βιαστικά την πλησιάζει. Η κοπέλα ξεφυσάει αγχωμένη βρίζοντας την τύχη της, κοιτώντας για λίγο τον ουρανό.
«Αρτεμάκι, τι λέει; Όλα καλά;» σηκώνει το χέρι του να τη χαϊδέψει, μα του το χτυπάει με φόρα κι εκνευρισμό. Ούτε να τον βλέπει δεν αντέχει.
«Τι συμβαίνει; Γιατί έχετε κλείσει το πάρκινγκ; Θέλω να πάρω το αμάξι μου.» αγνοεί τα λόγια του, κοιτώντας ακόμα το χάος πίσω από εκείνον.
«Πού το έχεις αφήσει;» ξεφυσάει.
«Στην αρχή, κοντά στην Έβανς.»
«Ωραία, απλά θα χρειαστεί να περιμένεις.»
«Γιατί;» επιμένει, σταυρώνοντας τα χέρια κάτω από το στήθος.
«Άρτεμις» κάνει μια παύση, τραβώντας την λίγο πιο μακριά από εκείνο το σημείο. Ξέρει πόσο βαθιά την επηρεάζουν αυτά.
«βρέθηκε κι άλλο πτώμα.» ανακοινώνει σιγανά, την ίδια στιγμή που οι τραυματιοφορείς σέρνουν το φορείο με το σκεπασμένο σώμα προς το ασθενοφόρο. Το μόνο που φαίνεται είναι ένα μισοκαμένο χέρι, με ένα βραχιόλι γύρω του. Κοιτάει επίμονα σε εκείνο το σημείο· τα ξερά κλαδιά είναι πλέον μαυρισμένα, καμένα από τη φωτιά που έκαψε το σώμα της άτυχης κοπέλας και λίγο πιο μακριά το έδαφος έχει ποτίσει από το αίμα της. Η ανάσα της σταματάει με τα λόγια του να παίζουν στο μυαλό της.
Βρέθηκε κι άλλο πτώμα.
ΓΕΙΆ ΣΑΣ ΚΟΤΟΠΟΥΛΆΚΙΑ ΜΟΥ!🐥
Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!
Πείτε μου τα νέα σας!
Παιδιά το ξέρω είχα πει ότι δεν ξέρω πότε θα το ανεβάσω, αλλά μου το ζητάτε και δεν μπορώ λύγισα!
Καλώς ήρθατε, λοιπόν, στο πρώτο κεφάλαιο στις Ψυχές! Εύχομαι να περάσουμε καλά!
Γενικά ό,τι είπα και την άλλη φορά ισχύει, θα δείτε πλάνα της παρέας μου, με λίγη μυθοπλασία για να μη μας βγάλουν στα μανταλάκια! Εννοείται το κομμάτι του δολοφόνου υπάρχει μόνο στο κεφάλι μου.
Είδατε πολύ κόσμο στο πρώτο κεφάλαιο, οπότε θα σας αφήσω να το επεξεργαστείτε!
Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε!
Αντιιιοοοοοοοςςςς🥰🍟
-Δέσπ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro