0.2 Ο καφές, ο Ιωάννης και το Ευαγγέλιο
Η ταβέρνα βρισκόταν σε ένα από τα ψηλότερα σημεία του χωριού. Ο δρόμος είχε μεγάλη κλίση και χρειάστηκε να ανέβουν σχεδόν ένα χιλιόμετρο για να φτάσουν. Ο Σωκράτης και ο Κάστορας έκαναν μια μικρή στάση προτού χτυπήσουν την πόρτα της ταβέρνας που έφερε την ταμπέλα Της Θοδώρας Το Κουτούκι, διότι είχαν χάσει την ανάσα τους, αισθάνονταν σαν να είχαν τρέξει μαραθώνιο.
"Αυτό θα πει πήρα τα βουνά," σχολίασε ο Σωκράτης, πιάνοντας τα γόνατά του κι αφήνοντας την πλάτη του να κάνει ένα βαρύγδουπο και εκκωφαντικό για τον Κάστορα που στεκόταν δίπλα του κρακ. "Δεν ήταν καλή ιδέα να κόψουμε το γυμναστήριο."
"Χτύπα την πόρτα τώρα," του είπε ο τελευταίος ξεψυχισμένα.
"Εσύ χτύπα τη."
Ο Κάστορας κοίταξε προς την ανθισμένη βουκαμβίλια που ορθώνονταν από πάνω τους.
"Χτύπα να τελειώνουμε!"
"Μηπως να χτυπήσουμε μαζί;" Πρότεινε ο Σωκράτης.
"Έχω μια καλύτερη ιδέα," είπε ο Κάστορας, με μια σχεδόν δαιμονική έκφραση. Ο Σωκράτης κατάλαβε αμέσως τι εννοούσε.
"Πέτρα, μολύβι, ψαλίδι, χαρτί!"
"Φτου!" Αναφώνησε ο Κάστορας, βλέποντας το ψαλίδι του Σωκράτη να κόβει το χαρτί του.
"Δική σου ιδέα," είπε γελώντας ο μέλλων δικηγόρος φίλος του και παραμέρισε, για να του επιτρέψει να χτυπήσει την περιβόητη πόρτα.
Τους άνοιξε ένας άνδρας μεσήλικας, με μια μακριά ποδιά κι ένα απόλυτα καλοσυνάτο πρόσωπο. Τους θύμισε τον Άη Βασίλη, μολονότι ήταν ευθυτενής.
"Καλώς τους."
"Καλημέρα σας," είπε ο Σωκράτης.
"Ήρθατε νωρίς και το φαγητό δεν είναι ακόμη έτοιμο," απολογήθηκε ο κύριος.
"Δεν ήρθαμε για φαγητό," τον διέκοψε βιαστικά ο Κάστορας. "Ψάχνουμε τον Σταύρο τον πρατήρα."
"Αυτό το καταραμένο φίδι σας έχω διατάξει να μην το αναφέρετε εδώ μέσα!" Ακούστηκε μια γυναικεία φωνή -που περισσότερο παρέπεμπε σε στριγγλιά- κι αμέσως εμφανίστηκε μια άγνωστη, συνομήλικη του κυρίου με την ποδιά, κρατώντας μια μεγάλη πιρούνα στο χέρι. "Ποιός παρέβη την εντολή μου;" Ρώτησε, κουνώντας απειλητικά την πιρούνα.
"Γιατί τόσο μένος με αυτόν τον πρατήρα επιτέλους;" Απόρησε ο Κάστορας.
"Ας είχε κάνει όλα τα τραπέζια των μνημοσύνων του πατέρα του εδώ κι όχι στο σπίτι του!" Αποκρίθηκε η γυναίκα εκνευρισμένη. "Από εμένα ούτε ψωμί δεν πήρε, για αυτό και τον έχω απελάσει από το μαγαζί μου!"
"Με τόση αγάπη που του έχει αυτό το χωριό, ο Σταύρος πρέπει να σκεφτεί να ασχοληθεί με την πολιτική," σχολίασε σαρκαστικά ο Σωκράτης.
"Γενικά σε αυτό το χωριό βασιλεύει η ομόνοια, η ειρήνη, η γαλήνη και η κατανόηση," συμπλήρωσε ο Κάστορας.
"Κλεμμένο από τον Αστερίξ;" Ρώτησε ο μέλλων δικηγόρος.
"Εντελώς," απάντησε ο άνεργος ηθοποιός.
"Τι δουλειά έχει ένα ξενόφερτο σκίτσο;" Απόρησε ο γελαστός κύριος με την ποδιά. "Αχ, το λεγα πάντοτε, από τότε που τα παιδιά σταμάτησαν να μεγαλώνουν με κατηχητικό και Καραγκιόζη, χαλάσανε!"
"Για κακή σας τύχη, εμείς έχουμε μεγαλώσει και με τα δυο," είπε χαμογελαστά ο Σωκράτης. "Εν πάσει περιπτώσει, τον Σταύρο τον έχετε δει καθόλου σήμερα;"
"Καθόλου, παιδί μου," απάντησε ο κύριος, ενόσω η γυναίκα ξεφυσούσε.
"Μα καλά, ποιός σας έστειλε εδώ να τον ψάξετε;" Αναρωτήθηκε με τη στριγγιά φωνή της.
"Ο παπά-Φώτης," απάντησε χώρος να το σκεφτεί ο Κάστορας.
"Ο τραγόπαπας;" Αναφώνησε εξοργισμένη η γυναίκα. "Την κατάρα μου να 'χει! Τόσα δείπνα αγάπης, τόσα πρόσφορα, ούτε μια φορά δεν ήρθε σε εμένα· συνέχεια σε αυτά τα ζαβά στο καφενείο πάει!"
"Αν είναι ποτέ δυνατόν!" Φώναξε με απόλυτη ειρωνεία ο Κάστορας. "Είστε τόσο γλυκομίλητη κι ευγενική με όλους! Μάλλον αυτοί θα είναι οι κακιασμένοι και ζηλεύουν την καλή σας καρδιά!"
"Βρε άη στον κόρακα, αναιδέστατο πλάσμα!" Τον επέπληξε η γυναίκα κι εξαφανίστηκε πίσω στην κουζίνα, χωρίς να χαιρετήσει, γυρίζοντας τους την πλάτη αδιάφορα.
"Μην την παρεξηγείτε," τους είπε ο κύριος με την ποδιά. "Η γυναίκα μου είναι κομμάτι ιδιότροπη και οξύθυμη αλλά κατά βάθος έχει καλή καρδιά."
"Μάλλον αυτό το βάθος πρέπει να κάνει το βάθος του Ειρηνικού να φαίνεται λακουβίτσα," σχολίασε ο Σωκράτης.
"Γυναίκα σας είναι;" Εξεπλάγη ο Κάστορας. "Πώς την αντέχετε; Εσείς φαίνεστε αγιότερος κι από τον παπά!"
"Υπερβάλλεις, αγόρι μου!" Είπε γελώντας ο κύριος. "Άλλωστε, έπειτα από τόσα χρόνια, έχω συνηθίσει πια."
"Όπως και να έχει, σας ευχαριστούμε για το χρόνο σας. Είναι καιρός να πηγαίνουμε," επενέβη ο Σωκράτης.
"Περιμένετε βρε λίγο!" Τους προέτρεψε ο κύριος. "Πρώτη φορά στο μαγαζί μας και θα φύγετε με άδεια χέρια;"
Προτού προλάβουν να αντιδράσουν οι δυο τους, πήρε ένα μπολ από αυτά που φυλούσε κάτω από ένα τραπέζι και τους το έδωσε.
"Σημερινά γιουβαρλάκια· ολόφρεσκα και με μπόλικο αυγολέμονο," τους είπε, δίνοντας τους το μπολ. "Πάρτε τα· είναι παραγγελία, αλλά έχουμε κι άλλες μερίδες να δώσουμε. Φάτε αυτά εσείς, που είστε στην ανάπτυξη!"
"Ευχαριστούμε πάρα πολύ," μουρμούρισε ο Κάστορας.
"Καλό σας μεσημέρι," κατέληξε ο Σωκράτης, καθώς οι δυο τους όδευαν προς την εξώπορτα.
"Συο καλό να πάτε, ο Θεός μαζί σας," τους χαιρέτησε ο κύριος κι επέστρεψε στη δουλειά του.
"Μάλλον με εσάς πρέπει να είναι ο Θεός," επισήμανε ο μέλλων δικηγόρος. "Με αυτή τη γυναίκα που μπλέξατε, τον χρειάζεστε περισσότερο."
Καθώς κατηφόριζαν, επιστρέφοντας στο σημείο από όπου είχαν ξεκινήσει, ο Κάστορας ξεφύσηξε κουρασμένα.
"Ο τύπος δεν είναι πουθενά," είπε. "Μήπως να πάμε στο σπίτι του;"
"Δε θα διακινδύνευα να ρωτήσω κάποιον χωριανό," αποκρίθηκε ο Σωκράτης. "Αν η ταβερνιάρισσα κόντεψε να μας τρυπήσει με την πιρούνα, δε θέλω να σκέφτομαι τι μπορεί να μας τύχει από κάποιον άλλον."
Προτού ο Κάστορας προτείνει κάτι διαφορετικό, χτύπησε το κινητό του και το σήκωσε αμέσως.
"Πού είστε ρε Αλέκο; Είστε αρτιμελείς; Σίγουρα δε σκοτωθήκατε όσο μείνατε μόνοι;"
"Άσε τα σάπια και άκου," ακούστηκε η επίπληξη του μέλλοντος γιατρού. "Βρήκαμε τον πρατήρα στο μαγαζί του και σε λίγο θα έρθει για να δει τη ζημιά και να αλλάξει τα λάστιχα."
"Πού είστε; Ερχόμαστε αμέσως!"
"Μην έρθουν ως εδώ με τα πόδια! Θα ταλαιπωρηθούν άδικα!" Ακούστηκε ολοκάθαρα μια άγνωστη γυναικεία φωνή. "Πες τους να πάνε στο σπίτι μας! Είναι η μητέρα μου εκεί, θα τους δεχτεί!"
"Τι λένε καλέ;" Απόρησε ο Κάστορας. "Σε ποιό σπίτι;"
"Ρωτήστε που μένει ο Θανάσης κι η Θεανώ," ακούστηκε μια επίσης άγνωστη, ανδρική αυτή τη φορά φωνή. "Όλοι το ξέρουν το σπίτι."
"Εντάξει," απάντησε διστακτικά ο Κάστορας. "Θα σας δούμε εκεί, τότε, όταν έρθετε."
"Θα σε ξαναπάρω να σου πω τα νέα," ακούστηκε η επιτέλους γνώριμη φωνή του Αλέκου.
"Θα περιμένω. Γεια," είπε ο ηθοποιός κι έκλεισε το τηλέφωνο.
"Τι έγινε;" Ρώτησε ο Σωκράτης.
"Θα στα πω στον δρόμο. Πρέπει να βρούμε το σπίτι του Θανάση και της Θεανώς."
"Υπάρχει ως τοποθεσία στους Χάρτες;" Αναρωτήθηκε ο μέλλων δικηγόρος.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
"Πείτε μου την αλήθεια, σας παρακαλώ," ικέτευσε η Άρτεμις τον Σταύρο, αφότου τελείωσε να ανιχνεύει τις ζημιές της μηχανής, καθώς άλλαζε τα λάστιχα. "Πώς είναι η Ήρα; Θα ζήσει; Όσο σκληρή κι αν είναι η αλήθεια, θα την αντέξω."
Ο Σταύρος σηκώθηκε όρθιος, έχοντας τελειώσει με την αλλαγή των λαστίχων, και κοίταξε την Άρτεμη κατευθείαν στα μάτια.
"Δεσποινίς," ξεκίνησε με απόλυτη σοβαρότητα, βγάζοντας τα γάντια της δουλειάς, "θα είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σας. Το αυτοκίνητό σας έχει ζημιωθεί πολύ άσχημα, αλλά δεν έχω ιδέα ούτε τι είδους βλάβη είναι ούτε πώς φτιάχνεται."
"Και ποιός ξέρει αν δεν ξέρεις εσύ;" Ξέσπασε η Άρτεμις.
"Μην ανησυχείτε, δεσποινίς," προσπάθησε να την καθησυχάσει ο Σταύρος. "Εγώ δεν είμαι μηχανικός, παρά ένας απλός χημικός. Αν το πάτε σε κάποιο συνεργείο στο Άργος ή στο Ναύπλιο, θα βρεθεί λύση."
"Μη με ξαναπείς δεσποινίς, γιατί δεν έχουν μείνει και πολλά νεύρα για να σπάσουν κι έπειτα θα σπάσω κάτι άλλο!"
"Είναι νηστική από χθες βράδυ," εξήγησε ψύχραιμα ο Αλέκος. "Νηστικό αρκούδι δε χορεύει, ενώ νηστική Άρτεμις νεύρα έχει."
"Άρτεμις σε λένε; Μα τι ταιριαστό όνομα, εξαιρετικό για την κυκλοθυμικότητά σου," σχολίασε διασκεδάζοντας ο Σταύρος. "Τα συγχαρητήριά μου στον νονό σου."
Η κοπέλα δεν του απάντησε, παρά άφησε έναν μορφασμό ενόχλησης, ώσπου η ματιά της έπεσε στις φλούδες που κοσμούσαν χωρίς καθόλου χάρη τις αλλαγμένες ρόδες της Ήρας.
"Τι είναι αυτά;" Τσίριξε σχεδόν.
"Φλούδες από μήλο," απάντησε αμέσως ο Αλέκος.
"Εύγε Σέρλοκ," τον ειρωνεύτηκε. "Τι κάνουν οι φλούδες πάνω στα λάστιχα;"
"Δεν είχα άλλον τρόπο να μεταφέρω τα λάστιχα εκτός από τον κουβά όπου πετούσα φλούδες από το κολατσιό μου," δικαιολογήθηκε ο Σταύρος.
"Υπάρχει μια επιστημονική ανακάλυψη που λέγεται σακούλα σκουπιδιών!" Μαίνονταν η Άρτεμις.
"Στο χωριό το έχουμε συνήθεια να πετάμε αρκετά αποφάγια σε κουβάδες κι έπειτα στα σκουπίδια," υπερασπίστηκε τον χημικό-πρατήρα ο Κώστας, που καθόταν παράμερα με τη Λένα και περίμεναν οι δυο νέοι να συνεννοηθούν με τον Σταύρο, αμέτοχοι.
"Τέλος πάντων," έληξε το θέμα η Άρτεμις, που είχε εκπλαγεί αρνητικά από αυτή την αλλόκοτη συνήθεια. "Πώς θα πάω την Ήρα σε κάποιο συνεργείο στην κατάσταση που βρίσκεται;"
"Άστο πάνω μου," τη βεβαίωσε ο Σταύρος. "Θα πάρω μερικά τηλέφωνα και θα έρθουν να το παραλάβουν."
"Σου εμπιστεύομαι την Ήρα, ό,τι πολυτιμότερο έχω στη ζωή μου," είπε μελοδραματικά η Άρτεμις. "Να την προσεχείς, γιατί είναι ευαίσθητη."
"Ας πάρουμε τώρα τις βαλίτσες από το πορτμπαγκάζ της ευαίσθητης, ώστε να έχουμε βρακί να φορέσουμε αύριο," πρότεινε ο Αλέκος, παίρνοντας το κλειδί με τη βία από το χέρι της.
"Θα σε βοηθήσω, μικρέ," προσφέρθηκε ο Κώστας και τον ακολούθησε. Όσο εκείνοι άδειαζαν το πορτμπαγκάζ και το αυτοκίνητο από προσωπικά αντικείμενα και αποσκευές, η κυρά Λένα πλησίασε την Άρτεμη, που έμοιαζε λες κι είχε χάσει ένα αγαπημένο της πρόσωπο και τα μάτια της είχαν βουρκώσει.
"Ησύχασε, κορίτσι μου," της είπε γλυκά και αγκάλιασε τους ώμους της. "Θα το φτιάξουν το αυτοκίνητό σου και θα το πάρεις πίσω."
"Μακάρι, αλλά δεν το βλέπω," αποκρίθηκε απελπισμένα η Άρτεμις. "Ακόμα δε φτάσαμε στο χωριό κι η ατυχία μας έχει κατατροπώσει."
"Θα καλυτερεύσουν τα πράγματα, είμαι σίγουρη. Έλα, πάμε να κάτσουμε στο αυτοκίνητό μας, να βάλω κι αιρ-κοντίσιον. Θα μας λιώσει αυτή η ζέστη."
Η Άρτεμις την ακολούθησε χαμογελώντας γεμάτη ευγνωμοσύνη. Η τεχνητή δροσιά του αιρ-κοντίσιον την ηρεμούσε ανεπαίσθητα.
"Σήμερα είναι Τρίτη. Η μάνα μου τις Τρίτες μαγειρεύει κάτι ωραίο," είπε η κυρά Λένα. "Ίσως να είστε τυχεροί και να δοκιμάσετε τα υπέροχα μας κοτόπουλα."
"Κυρία Λένα, δεν μπορούμε να έρθουμε στο σπίτι σας έτσι ξαφνικά!" Αντιτάχθηκε η κοπέλα. "Ήδη έχετε κάνει πολλά για εμάς· θα ήταν αγενέστατο να δεχτούμε να μας ταΐσετε κιόλας!"
"Έλα τώρα, Άρτεμις! Δεν πρόκειται να σας αφήσουμε να πάτε κάπου αλλού! Άλλωστε, τώρα θα έχουν φτάσει κι οι φίλοι σας. Θα μείνετε να φάμε κι έπειτα θα αναζητήσουμε κάποιο κατάλυμα ταιριαστό για εσάς."
"Δεδομένων των ζημιών της Ήρας, θα φύγουν πολλά χρήματα από τις οικονομίες μας," υπέθεσε η νεαρή. "Συνεπώς, το κατάλληλο κατάλυμα θα ήταν οπωσδήποτε ένας στάβλος, με συγκάτοικους πρόβατα και γαϊδούρια."
"Οι γονείς μου έχουν έναν εξαιρετικό στάβλο, πεντακάθαρο μάλιστα, που θαρρώ θα λατρέψετε!" Αστειεύτηκε η κυρά Λένα, κάνοντας τη να γελάσει.
Εκείνη τη στιγμή, ο κυρ Κώστας κι ο Αλέκος πέρασαν στο όχημα με τη σειρά τους -ο Αλέκος δίπλα στην Άρτεμη πίσω και ο κυρ Κώστας στη θέση του συνοδηγού- και η κυρά Λένα, αφού βεβαιώθηκε ότι είχαν τακτοποιήσει τις αποσκευές στο δικό τους πορτμπαγκάζ, έβαλε μπροστά τη μηχανή και ξεκίνησε να οδηγεί προς το περίφημο Γκέρμπεσι.
"Είδα μια βαλίτσα στο πορτμπαγκάζ σας να υπάρχει ήδη," είπε ο Αλέκος. "Μήπως πηγαίνατε κάπου και σας ανακόψαμε την πορεία;"
"Όχι βέβαια!" Απάντησε ο κυρ Κώστας. "Λείπαμε μια εβδομάδα στη Λακόπετρα Ηλείας, είχαμε πάει να δούμε τη μάνα μου. Μας πετύχατε στην επιστροφή."
"Θα ρωτήσουμε τους γονείς σας για επιβεβαίωση, κυρία Λένα," προειδοποίησε η Άρτεμις.
"Καθαρός ουρανός, αστραπές δε φοβάται," αποκρίθηκε τραγουδιστά η γυναίκα στη θέση του οδηγού. Εκείνη τη στιγμή, είδαν και προσπέρασαν την ταμπέλα με το όνομα του χωριού· τα σπίτια φαίνονταν πια ολοκάθαρα, πάνω στο λοφάκι, κι έμοιαζαν να το περικλείουν από όλες τις πλευρές σαν πολιορκία.
Δεν άργησαν να φτάσουν στο σπίτι, ένα υπέροχο, καλοδιατηρημένο νεοκλασικό, με τρεις ορόφους, που έμοιαζε σαν τη μύγα μέσα στο γάλα ανάμεσα στα υπόλοιπα μονοόροφα, ασπρισμένα με ασβέστη σπίτια, που αντανακλούσαν τον ήλιο και έκαναν τα μάτια τους να πονούν, όταν τα κοιτούσαν.
Ο Αλέκος και ο κυρ Κώστας έβγαλαν τις βαλίτσες από το πορτμπαγκάζ. Η Άρτεμις πήρε κι αυτή δυο για να κουβαλήσει, μα ο κυρ Κώστας τη σταμάτησε.
"Σε παρακαλώ, κορίτσι μου, δεν πρέπει να σηκώνεις βάρος."
"Γιατί καλέ; Έγκυος είμαι;" Απόρησε η νεαρή.
"Όχι, είσαι το αδύναμο φύλο," απάντησε με μπόλικη κακία ο Αλέκος.
Πεισμώνοντας, η Άρτεμις κράτησε σφιχτά τις δυο βαλίτσες σε ένα χέρι και άρπαξε άλλη μια στο άλλο. Προχώρησε προς το σπίτι, κοιτάζοντας θριαμβευτικά τον Αλέκο, που κουβαλούσε μόνο μια· τη δική του.
"Ποιός είναι αδύναμο φύλο τώρα;"
Την κοίταξε με περιφρόνηση. Αν δεν ήταν μπροστά οι δυο μεγαλύτεροι τους που έπρεπε να σέβεται, θα της είχε βγάλει τη γλώσσα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Στην είσοδο του σπιτιού, προς μεγάλη τους έκπληξη, βρήκαν τον Σωκράτη και τον Κάστορα καθισμένους στη σκιά της μεγάλης συκιάς, που κοσμούσε μια γωνιά του τεράστιου κήπου και προσέφερε ομολογουμένως μπόλικη δροσιά.
"Δεν μπήκατε μέσα;" Απόρησε ο Αλέκος, μόλις τους είδε. "Τι κάθεστε και κάνετε έξω;"
"Πώς να μπούμε μέσα ρε;" Του απάντησε με ερώτηση ο Κάστορας. "Να χτυπήσουμε στη γιαγιά σαν κλέφτες;"
"Οι κλέφτες δε χτυπάνε," αντέκρουσε το επιχείρημα η Άρτεμις.
"Κι επίσης, θα σας συμβούλευα να μην την αποκαλέσετε γιαγιά μπροστά της, διότι πειράζεται αδιανόητα πολύ," τόνισε ο κυρ Κώστας, ανοίγοντας του την πόρτα με τα κλειδιά του. "Περάστε, παρακαλώ."
Προτού προλάβουν να αφομοιώσουν τις υπέροχες εικόνες της διακόσμησης του σπιτιού, γεμάτες κομψότητα και εντυπωσιακή απλότητα, ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από το βάθος.
"Επιτέλους, Θανάση! Τόσες ώρες στο καφενείο, νόμιζα ότι ο Πέτρος κι ο Ιωάννης σε κρατούσαν αιχμάλωτο!"
"Δεν είμαστε ο μπαμπάς, μάνα!" Απάντησε αμέσως η κυρά Λένα.
Αμέσως, επικράτησε ο ήχος των βιάστηκαν βημάτων πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Σε σχεδόν μηδενικό χρόνο, φάνηκε μπροστά τους, χοροπηδώντας σαν περιστέρα, μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας, με ποδιά, σηκωμένα μανίκια και μια πρόσφατη περμανάντ να προσδίδει μια αρχοντική αίσθηση στην απλή της περιβολή, μαζί με τα ολόχρυσα σκουλαρίκια στα αυτιά της. Μόλις αντίκρισε τους τέσσερις νέους δίπλα στην κόρη και στον γαμπρό της, αναφώνησε ευτυχής.
"Καλώς τα παιδιά μου!" Είπε, αγκαλιάζοντας και φιλώντας σταυρωτά τον κυρ Κώστα και την κυρά Λένα. Έπειτα, στράφηκε στα νεότερα μέλη της παρέας. "Κάθε χρόνο πληθαίνουν τα παιδιά που φιλοξενούμε! Πόσο χαίρομαι για αυτό!" Πλησίασε τον Σωκράτη, που ήταν πιο κοντά της, τον κοίταξε από πάνω ως κάτω και τον ρώτησε.
"Τίνος είσαι εσύ, παλικάρι;"
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η κυρά Λένα είχε μαντέψει σωστά. Δεδομένου ότι ήταν Τρίτη, αλλά και του ότι τα παιδιά της επέστρεφαν από ταξίδι, η γιαγιά Θεανώ ήθελε να τους περιποιηθεί κι έτσι είχε μαγειρέψει μοσχάρι στιφάδο, του οποίου η μυρωδιά είχε πλημμυρίσει το σπίτι κι είχε κάνει τα στομάχια όλων να γουργουρίζουν έντονα.
"Αδίκως στεναχωριόσουν που φάγαμε τα γιουβαρλάκια του ταβερνιάρη μόνοι μας," είπε ο Κάστορας συνωμοτικά στον Σωκράτη. Οι τέσσερις κάθονταν στο σαλόνι και προσπαθούσαν να ξεκουραστούν, απλώνοντας ο ένας τα πόδια του πάνω στα πόδια του άλλου. Οι οικοδεσπότες τους είχαν εξαφανιστεί στα ενδότερα του σπιτιού, θέλοντας να τακτοποιήσουν τα πράγματά τους από τις σύντομες διακοπές τους, ενώ η κυρά Θεανώ πηγαινοερχόταν ακατάπαυστα στα δωμάτια και στην κουζίνα, μουρμουρίζοντας ασυναρτησίες που δεν καταλάβαιναν.
"Τι εννοείς φάγαμε; Έφαγες θες να πεις," τον διόρθωσε ο σπουδαστής της Νομικής. "Ήμουν τυχερός που πρόλαβα κι άρπαξα δυο γιουβαρλάκια, προτού καταβροχθίσεις όλα τα υπόλοιπα! Η ταχύτητά σου στο φαγητό δεν παύει ποτέ να με εκπλήσσει."
"Πήρατε τζάμπα γιουβαρλάκια και για εμάς τους φτωχούς συγγενείς δεν αφήσατε ούτε λίγο αυγολέμονο;" Αναφώνησε λυπημένος ο Αλέκος. "Τς τς τς, αδελφικοί φίλοι να σου πετύχουν!"
"Αυτό συμβαίνει στη δουλειά μας, κύριε Κούγια," αποκρίθηκε στον Σωκράτη ο Κάστορας, αγνοώντας το παράπονο του φίλου τους. Όταν νευρίαζαν μαζί του, τον αποκαλούσαν Κούγια. "Οποτε βρίσκουμε φαγητό, τρώμε όσο το δυνατόν περισσότερο και όσο γρηγορότερα μπορούμε, διότι είναι αβέβαιο το πότε θα ξαναφάμε. Το πνευματικό ψωμί με το οποιο ταΐζουμε τον ανθρώπινο νου εμείς οι ηθοποιοί δυστυχώς δεν τρώγεται."
"Ηθοποιός είσαι, Κάστορα;" Ακούστηκε η ερώτηση από τον κυρ Κώστα, που είχε μόλις μπει στο σαλόνι, κρατώντας μια κανάτα γεμάτη ελληνικό καφέ. Φαινόταν ιδιαίτερα ενθουσιασμένος με αυτή την είδηση. "Πρώτη φορά γνωρίζω έναν ηθοποιό."
"Ατυχήσατε," τον πρόφτασε ο Αλέκος. "Αν ο Κάστορας λογίζεται ηθοποιός, τότε λογίζομαι κι εγώ κι ο Σωκράτης κι εσείς ακόμα!"
"Άλλος φαρμκόγλωσσος από εδώ!" Απηύδησε ο Κάστορας.
"Δεν κατάλαβα," επενέβη ο κυρ Κώστας, σερβίροντας τους τον καφέ σε τέσσερα φλιτζάνια με μαιάνδρους. "Τελικά είναι ηθοποιός ή δεν είναι;"
"Είναι, αλλά εδώ κι ένα χρόνο που έχει τελειώσει τη σχολή, δεν έχει παίξει ούτε σε διαφήμιση!" Εξήγησε η Άρτεμις, παίρνοντας το φλιτζάνι της, για να ρουφήξει λίγο καφέ.
"Η αλήθεια είναι πως έχω εμφανιστεί σε μια διαφήμιση μιας μπίρας παλιότερα, όσο ήμουν ακόμη στη σχολή, αλλά έκτοτε δεν έχω καταφέρει να κλείσω κάποια δουλειά," εξήγησε με τη σειρά του ο Κάστορας, με αρκετή ντροπή στη φωνή του.
"Μην ανησυχείς, καλέ!" Τον καθησύχασε ο κυρ Κώστας. "Όλο και κάτι θα βρεθεί. Μπορείς να πηγαίνεις για διαφημίσεις ξανά· κι αυτές είναι μια καλή αρχή."
"Έχω τελειώσει με τις διαφημίσεις!" Φώναξε με αδιάλλακτο ύφος ο ηθοποιός, πίνοντας μια γουλιά καφέ.
"Μα γιατί; Ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται," προσπάθησε να του αλλάξει γνώμη ο οικοδεσπότης τους.
"Η αλήθεια είναι πως υπάρχει μια τραυματική εμπειρία," επισήμανε γελώντας η Άρτεμις.
"Πράγματι," συμφώνησε για πρώτη φορά μαζί της ο Αλέκος χασκογελώντας.
"Δεν καταλαβαίνω," μπερδεύτηκε ο κυρ Κώστας.
"Θα σας εξηγήσω," προσφέρθηκε ο Σωκράτης. "Το προπερασμένο καλοκαίρι, ο Κάστορας πήγε σε μια οντισιόν διαφήμισης για ένα παυσίπονο. Πήγα κι εγώ μαζί του για υποστήριξη, επειδή ήταν αγχωμένος. Όση ώρα κράτησε το δοκιμαστικό του, η σκηνοθέτις αντί να κοιτάζει εκείνον ή το μόνιτορ, κοιτούσε εμένα. Αφότου τελείωσε ο Κάστορας, με έστησε με το ζόρι στην κάμερα κι έπειτα ανακοίνωσε ότι με προσέλαβε για τη διαφήμιση."
"Έπρεπε να ήσασταν μπροστά να βλέπατε τι γινόταν στο σπίτι όποτε έπαιζε η διαφήμιση στην τηλεόραση," πρόσθεσε ανάμεσα στα χαχανητά της η Άρτεμις. "Ο Σωκράτης καμάρωνε την αφεντομουτσουνάρα του ντυμένη αστροναύτης σαν κόκορας, ενώ ο Κάστορας ούρλιαζε κι αναζητούσε μανιωδώς το τηλεκοντρόλ για να αλλάξει κανάλι, το οποίο εγώ κι ο Αλέκος κρύβαμε επίτηδες."
"Μέχρι να το βρει, η διαφήμιση είχε τελειώσει," συμπλήρωσε ο Αλέκος.
"Και λοιπόν;" Ζήτησε να μάθει περισσότερα ο κυρ Κώστας.
"Λοιπόν, όταν τελείωσαν τα γυρίσματα, που δεν κράτησαν παραπάνω από μια μέρα, η σκηνοθέτις μου την έπεσε," συνέχισε ο Σωκράτης. "Εγώ δεν ενέδωσα, διότι κανένας νοήμων άνθρωπος δε θέλει να μπλέξει με καλλιτέχνες -είναι αδιανόητα φευγάτοι στο μυαλό, για αυτό έχετε μπροστά σας το ζωντανό παράδειγμα. Εκείνη παρεξηγήθηκε, φυσικά, αλλά έμεινε με την κακία· δικό της πρόβλημα. Εγώ πληρώθηκα κανονικά κι έφυγα."
"Αυτό κι αν είναι ιστορία," θαύμασε ο κυρ Κώστας. "Εγώ το πιο συναρπαστικό που μπορώ να σας διηγηθώ είναι το πώς η μάνα μου ταΐζει τις κότες από την ταράτσα του σπιτιού στη Λακόπετρα, ενώ αυτές βρίσκονται στον κήπο."
"Πρέπει να έχει απίστευτο σημάδι," παρατήρησε η Άρτεμις. "Τύφλα να 'χει ο Δισκοβόλος του Μύρωνα!"
Ο οικοδεσπότης τους γέλασε με τη σουρεαλιστική της σύγκριση.
"Ελάτε να φάμε! Στρώνουμε τραπέζι!" Ακούστηκε η φωνή της κυρά Λένας από τα ενδότερα.
"Δε θα περιμένουμε τον Θανάση;" Απόρησε ο άνδρας της.
"Αυτός ο ρεμπεσκές ο άνδρας μου έχει εξαφανιστεί εδώ και ώρες!" Απάντησε οργισμένα η κυρά Θεανώ. "Αν ήθελε να φάει, θα ερχόταν. Ξέρει τι ώρα τρώμε. Εφόσον δεν έρχεται, δε θέλει να φάει. Δεν υπάρχει περίπτωση να καθυστερήσω το δείπνο των παιδιών μου για τις νηστείες του Θανάση!"
"Πηγαίνω να δω αν χρειάζονται βοήθεια," είπε ευγενικά ο κυρ Κώστας κι αποσύρθηκε, μαζεύοντας την κανάτα με τον καφέ.
"Γενικά το χωριό είναι ανδροκρατούμενο," σχολίασε πνευματωδώς ο Σωκράτης, κάνοντας τον Κάστορα -που είχε οργώσει μαζί του το μέρος- να γελάσει για λίγο. Αυτό τον χαροποίησε, διότι είχε παραμείνει ανησυχητικά σιωπηλός.
"Ας σηκωθούμε τώρα," πρότεινε ο Αλέκος. Ωστόσο, όταν προσπάθησε να σηκώσει τα πόδια του, δεν κατάφερε τίποτα. Την ίδια τύχη είχαν κι οι άλλοι τρεις. Τα πόδια τους είχαν μπλεχτεί με απίστευτο τρόπο· σταυροπόδια, λυγισμένα γόνατα τεντωμένα πόδια και τελικά ένα τέλειο ανθρώπινο χταπόδι.
"Αυτό θα πει μπλέξαμε τα μπούτια μας," ξεφύσηξε η Άρτεμις. "Μάλλον πρώτα θα έρθει ο κύριος Θανάσης και μετά θα σηκωθούμε εμείς από εδώ."
"Πάνω πόδι, κάτω πόδι, τίνος ειν'το πάνω πάνω;" Συμπλήρωσε πονηρά ο Κάστορας, κάνοντας και τους τέσσερις να γελάσουν.
"Καλέ, πώς έχετε μπλεχτεί έτσι; Σαν χαλασμένο γαϊτανάκι είστε!" Είπε κι η κυρά Θεανώ, που μόλις είχε μπει στο σαλόνι. Κοίταξε τα φλιτζάνια στο τραπεζάκι. "Υποθέτω όπως δε θα πιείτε άλλο. Γυρίστε τα φλιτζάνια σας και κράτησε τα. Μετά το φαγητό θα σας πω τον καφέ."
Οι τέσσερις φίλοι κοιτάχτηκαν παραξενεμένοι κι ανασήκωσαν τους ώμους.
"Θα κάνω την αρχή και θα τραβήξω τα πόδια," πήρε την πρωτοβουλία ο Σωκράτης.
"Καλύτερα ένα ένα," πρότεινε ο Αλέκος. "Μπορεί να προκαλέσεις άσχημο τράβηγμα, αν πιέσεις ταυτόχρονα."
"Κόφτο κατά φαντασίαν ιατρέ!" Του την είχε φυλαγμένη ο Κάστορας, για τα πρότερα γέλια του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Χρειάστηκε αρκετή ώρα για να ξεμπλέξουν και να σηκωθούν. Καθώς όδευαν προς την τραπεζαρία, ακούστηκαν χτυπήματα στην εξώπορτα.
"Ποιός είναι;" Φώναξε η κυρά Θεανώ.
"Ο Ιωάννης ο καφετζής, κυρία Θεανώ," απάντησε μια άγνωστη για τους μισούς φωνή. "Έφερα τον κύριο Θανάση."
"Καιρός ήταν να επιστρέψει ο άσωτος," γρύλισε σχεδόν η γυναίκα και άνοιξε αυτοπροσώπως την πόρτα, αποκαλύπτοντας έναν αρκετά ψηλό νεαρό που κρατούσε έναν εξίσου ψηλό ηλικιωμένο, που τρέκλιζε και μουρμούριζε ασυναρτησίες.
Όσο τα τρία αγόρια χάζευαν τον κύριο Θανάση- που σίγουρα δεν πετύχαιναν στα καλύτερά του- η Άρτεμις κοίταξε φευγαλέα την κυρία Θεανώ, η οποία εμφανώς έβραζε από χυμό σαν χύτρα ταχύτητας κι ετοιμαζόταν να εκραγεί. Ωστόσο, θυμούμενη ότι βρισκόταν μπροστά στον Ιωάννη, γνωστό παιδί φιλήσυχο και χαμηλών τόνων, αποφάσισε να μην ξεσπάσει την οργή της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έπιασε τη μέση του άνδρα της.
"Σε ευχαριστώ πάρα πολύ που τον έφερες, αγόρι μου," είπε με ένα βεβιασμένο χαμόγελο. "Θα ήθελες να μείνεις για φαγητό; Είχα αρχίσει να στρώνω το τραπέζι. Σε αγαπάει η πεθερά σου!"
"Ας βρω πρώτα μια πεθερά κι ας με μισεί," είπε ντροπαλά ο νεαρός, σταυρώνοντας τα χέρια στην πλάτη του.
Αφότου άφησε ο Ιωάννης τον κύριο Θανάση, όρμησε ο Σωκράτης και τον στήριξε στην αντίθετη πλευρά από εκείνη της κυρίας Θεανώς. Απέστρεψε αμέσως τη μύτη του· ο γέροντας βρωμούσε τσίπουρο, κρασί και τυρί· πολύ τυρί· περισσότερο από όσο είχε δει, φάει κι ακούσει ο μέλλων δικηγόρος στα είκοσι δύο χρόνια της ζωής του.
"Μην ανησυχείς, καμάρι μου, σίγουρα θα βρεθεί για σένα και νύφη και πεθερά!" Τον διαβεβαίωσε ολόψυχα η κυρά Θεανώ. "Περίμενε εδώ. Θα σου φέρω λίγη χορτόπιτα να φάτε με τον Πέτρο."
"Σας ευχαριστώ πολύ," είπε ο Ιωάννης και η κυρά Θεανώ προχώρησε στα ενδότερα του σπιτιού μαζί με τον Σωκράτη και τους άλλους τρεις να ακολουθούν κατά πόδας.
Μολις έφτασαν στη μεγάλη τραπεζαρία, όπου ειχα σερβιριστεί το φαγητό, εναπόθεσαν τον κύριο Θανάση στην πιο κοντινή κεφαλή του ορθογωνίου και τεράστιου τραπεζιού κι η μεγάλη γυναίκα τον παράτησε να μουρμουρίζει, ενώ τύλιξε τέσσερα γενναιόδωρα κομμάτια χορτόπιτα και την πήγε σχεδόν τρέχοντας στον καφετζή που την περίμενε υπομονετικά. Αντάλλαξαν ευχαριστίες για διαφορετικούς λόγους και πολύ σύντομα ακούστηκε η πόρτα να κλείνει οριστικά.
Η κυρά Θεανώ επέστρεψε στην τραπεζαρία με μια έκφραση ήρεμη, που πολύ σύντομα εξελίχθηκε σε απόλυτα οργισμένη, στη θέα του τύφλα στο μεθύσι άνδρα της.
"Θανάσηηη!" Αντήχησε σε όλο το σπίτι -αν όχι σε όλη τη γειτονιά- η επιπληκτική της τσιρίδα. "Βρε ραμολυμέντο, βρε Μαθουσάλα, που κι ο Πατριάρχης Αβραάμ μπροστά σου φαίνεται παλικαράκι, βρε χασομέρη της κακιάς ώρας, που γέρασες και μυαλό δεν έβαλες! Πού γυρνάς από το πρωί; Στα καφενεία και μπεκροπίνεις, λες και δεν έχεις οικογένεια να σε περιμένει! Ιδού κυρίες και κύριοι πώς καταντήσαμε τον θεσμό του μεσημεριανού τραπεζιού!"
Οι τέσσερις νέοι είχαν πετρώσει στις θέσεις τους και παρακολουθούσαν τη σκηνή προσπαθώντας ακόμα και να αναπνέουν σιωπηλά.
"Ο κυρ Κώστας κι η κυρά Λένα έμειναν στην κουζίνα," παρατήρησε ο Κάστορας.
"Σοφοί ήταν," είπε ο Αλέκος. "Γλίτωσαν την άμεση επαφή με την ηχορύπανση."
Ο κύριος Θανάσης εκείνη τη στιγμή έμοιαζε να ανασταίνεται κατευθείαν από τον Άδη. Ύψωσε το κεφάλι ψηλά, κοιτώντας στα μάτια τη γυναίκα του, αγέρωχα κι υπερήφανα.
"Θεανώ μου, αγάπη μου, δεν έκανα και κανένα έγκλημα," είπε ήρεμα, αν και ήταν φανερά εξαντλημένος από το μεθύσι. "Ήρθαν σήμερα στο καφενείο ο Ηλίας του Κιτσοβαγγελιού κι ο Γιώργης της Ρένας της ξαδέρφης σου. Θυμηθήκαμε τα παλιά και τότε είναι που χρειάζονται το κρασί και το τσίπουρο."
Η έκφραση της γυναίκας χαλάρωσε αμέσως. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε αλλά χάρηκαν που ηρέμησαν οι τόνοι. Τον έπιασε από τα χέρια στοργικά.
"Αλήθεια μου λες ρε μούργο;"
"Αλήθεια, αγάπη μου."
Η στοργική τους επικοινωνία συγκίνησε τους θεατές τους.
"Φέρνω το Ευαγγέλιο να ορκιστείς," είπε η Θεανώ κι εξαφανίστηκε, επιστρέφοντας λίγα δευτερόλεπτα αργότερα με ένα μεγάλο καρό βιβλίο.
"Τι είναι αυτό;" Απόρησε ο Σωκράτης.
"Το πιο αξιόπιστο Ευαγγέλιο όλων· το βιβλίο του Τσελεμεντέ," εξήγησε η μεγάλη γυναίκα υπερήφανα. "Ο Θανάσης λόγω αριστερών φρονημάτων δεν είναι κι ο πιο φανατικός χριστιανός, οπότε τον ορκίζω στο βιβλίο όπου οφείλεται η τροφή του τα τελευταία πενήντα πέντε χρόνια. Αυτό σίγουρα το λατρεύει."
Οι φίλοι είχαν μείνει εμβρόντητοι. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν στον σουρεαλισμό της σκηνής μπροστά τους.
"Ε, λοιπόν, αυτό το χωριό έχει καταρρίψει πλήρως όλες τις προκαταλήψεις για την Ελληνική επαρχία· ανδροκρατούμενη, θρησκόληπτη, ευγενική."
"Θα περάσουμε πολύ πιο ενδιαφέροντα από όσο περιμέναμε," συμπέρανε ο Κάστορας.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αυτό ήταν το δεύτερο κεφαλαιο!
Πώς σας φάνηκε;; Γελάσαμε καθόλου;;;
Στο επόμενο,έχουμε επιπλέον αφίξεις στο χωριό!!!
Σας εύχομαι ολόψυχα Καλά Χριστούγεννα και Καλή Χρονιά!
·Θα ηθελα 12 ψήφους για να ανεβεί το επόμενο κεφάλαιο ;)·
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro