Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο ενδέκατο/ part 5 (τέλος)

Βερολίνο

Όταν άνοιξε τα μάτια του ξανά, ένα έντονο, λευκό φως σχεδόν τον τύφλωσε. Για λίγο φοβήθηκε πως δεν βρισκόταν πια εν ζωή, πως ίσως ήταν εγκλωβισμένος σε κάποιον θεϊκό Παράδεισο. Φοβόταν πολύ. Πίσω του είχε αφήσει την οικογένειά του. Τη γυναίκα του και την κόρη του, μα και τον κολλητό του.

«Ρούντολφ;» ψέλλισε με όσο κουράγιο του είχε απομείνει, καταβεβλημένος ακόμη από την νάρκωση «Ρούντι...;»

«Μωρό μου, εδώ είμαστε» ήρθε μία απάντηση που τον τάραξε. Το θολό του βλέμμα αντίκρυσε την γυναίκα του και την κόρη του. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του σαν έσφιγγε τη μικρή στην αγκαλιά του.

«Θεέ μου! Νόμιζα πως δεν θα σας έβλεπα ποτέ ξανά» ψέλλισε και η Χίλντα ακούμπησε το πρόσωπό της απαλά στο στήθος του.

«Είχες χάσει πάρα πολύ αίμα. Σε χτύπησαν σε ένα σημείο, σε μία αρτηρία...τεοσπάντων. Ο Χάινριχ έδωσε αίμα για εσένα. Για την ακρίβεια βρίσκεται εδώ έξω. Φέρνει νέα από τον Ρούντολφ στην Ελλάδα» την είδε να σκοτεινιάζει. Παραβλέποντας τον πόνο στο πόδι του, σχεδόν τινάχτηκε στο κρεβάτι του.

«Είναι καλά ο αδερφός μου;»

«Καλά είναι» ακούστηκε η φωνή του Χάινριχ «Όσο μπορούμε να το ονομάζουμε έτσι. Η υπόθεση στην Ελλάδα έκλεισε. Οι υπεύθυνοι όλου αυτού του εγκλήματος είναι νεκροί, ωστόσο εξαιτίας μίας πυρκαγιάς που ξέσπασε και των πυροβολισμών που δέχτηκε, η κατάστασή του είναι κρίσιμη. Νοσηλεύεται στην εντατική» πήρε μία ανάσα βλέποντας την ταραχή του Γιοχάννες.

«Και εδώ; Ο Έριχ;» ρώτησε και είδε τον Χάινριχ να αναδεύεται νευρικά.

«Το ανέλαβε ο Φρίντριχ» μούγκρισε ο Χάινριχ.

«Και γιατί το αναφέρεις με αυτόν τον τρόπο;» ρώτησε ξανά ο Γιοχάννες.

«Γιατί από όσο ενημερώθηκα έφτασε εσπευσμένα στο αστυνομικό τμήμα, δεν τον βρήκε, και τώρα μαζί με την Έμμα και μία ομάδα αστυνομικών έχουν ξεκινήσει μία καταδίωξη καθώς εντόπισαν το αυτοκίνητό του. Λυπάμαι τη γυναίκα και τα παιδιά του που δεν είχαν ιδέα. Θα είναι τεράστιο το τραύμα και θα χρειαστούν στήριξη» τελείωσε με τη σκέψη του να βρίσκεται σε έναν Φρίντριχ, ο οποίος είχε πατήσει το γκάζι προκειμένου να κατορθώσει να προλάβει τον Έριχ.

Όσες δρασκελιές και αν έκανε, όσες προειδοποιήσεις και αν προσπάθησε να του δώσει, εκείνος είχε αναπτύξει ταχύτητα.

«Στο τέλος θα μας σκοτώσεις και εμάς!» του φώναξε η Έμμα που βρισκόταν στη θέση του συνοδηγού «Και εμείς θέλουμε να πιαστεί αλλά όχι και έτσι!» τον μάλωσε όταν είδαν το αμάξι του Έριχ να παίρνει απότομα μία στροφή κατευθυνόμενο σε έναν δύσβατο δρόμο. Καθώς βρίσκονταν μακριά από το κέντρο του Βερολίνου, η φύση γύρω τους οργίαζε. Τα σκιερά δάση καταλάμβαναν μία μεγάλη έκταση και τώρα το αυτοκίνητο του διοικητή ταλαντευόταν σε έναν χωματόδρομο, βαθιά μέσα στο δάσος. Είχε μόλις βρέξει και η ρόδα βρέθηκε να έχει κολλήσει στη λάσπη. Η αστυνομία τον πρόλαβε και εκείνος βγήκε μέσα από το αυτοκίνητο εμφανώς καταβεβλημένος. Ο Φρίντριχ τινάχτηκε κυριολεκτικά από τη θέση του σημαδεύοντάς τον.

«Είσαι ένα τέρας!» του ούρλιαξε από μακριά βλέποντάς τον να παγώνει στη θέση του «Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό στο ίδιο σου το παιδί και κυρίως πώς μπορείς να μεγαλώνεις δύο άλλα παιδιά, τη στιγμή που το τρίτο κυριολεκτικά το σκότωσες;» ήθελε να βγάλει επιτέλους από μέσα του όλο τον συσσωρευμένο θυμό.

«Ο Τόμας...» άκουσε για πρώτη φορά τη ραγισμένη φωνή του Έριχ.

«Ο Τόμας ήταν ένα παιδί που να σε πάρει! Ένα παιδί το οποίο βίαζαν συστηματικά οι δήθεν άνθρωποι της εκκλησίας και οι πλούσιοι! Ένα παιδί το οποίο ζητούσε μονάχα μία οικογένεια, μία αγκαλιά, ωστόσο καμία δεν άνοιξε για εκείνον, καμία δεν τον χωρούσε» ξαφνικά η φωνή του χάθηκε. Προσπαθούσε να συνεχίσει την ομιλία του, μα αυτό στεκόταν αδύνατο. Μέσα στη σιγαλιά του σκιερού δάσους, ταξίδευαν μονάχα οι λυγμοί του και η σιωπή των συναδέλφων του καθώς άκουγαν την τραγική αφήγηση αυτών των γεγονότων «Ο Τόμας δεν έφταιξε γι' αυτό που έγινε» ήταν το μόνο που κατόρθωσε να πει «Στην καρδιά του μέσα δεν έμεινε αγάπη, στέρεψε. Κανείς εξάλλου ποτέ δεν του τη χάρισε απλόχερα, εκτός από εκείνη την κυρία στην οποία εργάστηκε και την οποία δυστυχώς έκλεψε γιατί πολύ απλά έτσι είχε μάθει να επιβιώνει. Αλήθεια, αν σε άφηνα ελεύθερο, απόψε θα άντεχες να επιστρέψεις πίσω στα παιδιά και τη γυναίκα σου; Θα άντεχες να τα αγκαλιάσεις τη στιγμή που γνωρίζεις πως κάποτε, ένα άλλο σου παιδί βιαζόταν κατ' εξακολούθηση; Είσαι ένα τέρας και τίποτε άλλο» ολοκλήρωσε και τη στιγμή που διέταζε τη σύλληψή του, ο Έριχ έβγαλε ένα όπλο και αυτοκτόνησε με τον ίδιο τρόπο που το είχε κάνει και ο γιος του.

Μονάχα που ο ένας το πραγματοποίησε από δειλία απέναντι στις συνέπειες, ενώ ο άλλος σχεδόν δεν είχε άλλη επιλογή. Πολύ απλά, πριν ο ίδιος να έβαζε τέλος στη ζωή του, η κοινωνία, ο ίδιος του ο πατέρας, είχαν εφεύρει πολλούς τρόπους για να τον σκοτώνουν, για να τον δηλητηριάζουν αργά και βασανιστικά, όπως και χιλιάδες άλλα αθώα θύματα. Ο Φρίντριχ αιφνιδιάστηκε από αυτήν την κίνηση, μα λίγη ώρα αργότερα και ελαφρώς διστακτικά, παρακάλεσε τους συναδέλφους του να αναλάβουν όλοι μαζί τα έξοδα της κηδείας του Τόμας. Εκείνοι συγκινημένοι, υποσχέθηκαν να παρευρεθούν κιόλας, ώστε να μην είναι μόνος του στο τελευταίο αντίο, ό,τι και αν αυτό σήμαινε. Ο Γιοχάννες ακόμη δεν θα έβγαινε από το νοσοκομείο ωστόσο η κατάσταση της υγείας του βελτιωνόταν μέρα με την μέρα. Προκειμένου να νιώσει καλύτερα ωστόσο, επιθυμούσε οπωσδήποτε να λάβει καλά νέα για την υγεία του αδερφικού του φίλου που βρισκόταν σε κρίσιμο στάδιο.

Ελλάδα

Δύο μέρες είχαν περάσει μονάχα, από εκείνο το φρικτά αξέχαστο βράδυ. Το πρωί αναγκαζόμουν να μεταβαίνω στην εταιρεία, όπου για πρώτη φορά το κλίμα είχε αλλάξει. Το βλέμμα του Αιμιλιανού και του Νικόλαου, έπεφτε πλέον μαλακό επάνω μου και είχαμε φτάσει στο σημείο να πίνω τον καφέ της παρηγοριάς από τα χεράκια της κατάρας του Αιμιλιανού, με τον Νικόλαο να φτάνει να αρωματίζει για χάρη μου τις τουαλέτες με άρωμα από τις τουλίπες Ολλανδίας. Έχοντας ενημερωθεί σχετικά με την υπόθεση της Κολάσεως, η ανακωχή δεν είχε αργήσει να έρθει, επιβεβαιώνοντάς μου πως κάπου βαθιά μέσα τους, ακόμη υπήρχε ίσως η ανθρωπιά. Ο άπιστος Θωμάς ξημεροβραδιαζόταν στις προσευχές και στις νηστείες για την τύχη του Ρούντολφ, με τον Άγιο Πέτρο που τον είχε και στο διπλανό σχεδόν γραφείο, να σκέφτεται να παραβιάσει το ου φονεύσεις. Ο Μάρκος δεν θα μου χρέωνε ούτε μισή γουλιά καφέ για μία εβδομάδα, ενώ η Βίκυ μοιραζόταν ανάμεσα σε εμένα και στον Άγγελο που παρακολουθούσε ψυχολόγο. Από το βράδυ εκείνο της πιο σκληρής επιλογής που έκανε ποτέ, τα πράγματα για εκείνον είχαν χειροτερέψει. Συχνά ταλανιζόταν από εφιάλτες και συχνά οι τύψεις βάραιναν τους ώμους του, θεωρώντας πως είχε προδώσει τον ίδιο του τον πατέρα. Εκτός από την ψυχολόγο, δεν του έπαιρνε κανένας άλλος ούτε μισή λέξη. Η Βίκυ του είχε ζητήσει να μείνουν μαζί στον Πειραιά, καθώς θα του έκανε καλό. Η καθημερινότητά τους ωστόσο, κλυδωνιζόταν από τις συναισθηματικές του μεταπτώσεις και την θλίψη που είχε εδραιωθεί στην ψυχή του.

Εκείνη την ημέρα, είχα πληροφορηθεί πως όλοι από την Γερμανία θα κατέφθαναν στην Ελλάδα για να βρίσκονται στο πλάι του Ρούντολφ, που για μία εβδομάδα σχεδόν βρισκόταν σε καταστολή με τους πνεύμονες επιβαρυμένους. Τα τραύματα από τις δύο σφαίρες τα είχαν περιποιηθεί και έμενε να παλέψουν με το ρίσκο να τον επαναφέρουν. Το άγχος μου κορυφωνόταν, όταν άκουσα ένα απαλό χτύπημα στην τζαμαρία του γραφείου μου και είδα τον Αιμιλιανό με μία στοίβα χαρτούρας. Το πρόσωπό του είχε μία έκφραση ανεξιχνίαστη.

«Μπορώ να καθίσω;» με ρώτησε και ταράχτηκα. Αν ο Μάρκος τύχαινε να τον ακούσει, στα σίγουρα θα του έπεφτε κάθετα ο καφές από το χέρι.

«Φυσικά. Ποιος ούριος άνεμος σας φέρνει εδώ; Έγινε κάτι επείγον;»

«Ναι. Είναι επείγον θαρρώ να ζητήσω μία συγγνώμη για την συμπεριφορά μου» ξεκίνησε και σκέφτηκα πως μόλις η Κόλαση τον καταριόταν που θα τον έχανε από βέβαιο πελάτη της. «Ήμουν απαράδεκτος. Ένας άνδρας που στην ηλικία μου θα μπορούσε να είναι πατέρας σου, αντί να σε στηρίξω, έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα για να σπάσω το ηθικό σου. Δεν θα πω ψέματα, μέχρι πριν λίγο καιρό, ήμουν πεπεισμένος πως η θέση αυτή, δεν θα μπορούσε με τίποτε να ανήκει σε γυναίκα και μάλιστα τόσο μικρής ηλικίας. Πίστευα πως έχοντας χρόνια προϋπηρεσίας και σκληρής δουλειάς, θα δικαιούμουν εγώ τη θέση του διευθυντή μαζί με τον γιο του συγχωρεμένου κυρίου Ρέινε. Βλέποντάς σε τώρα όμως, καταλαβαίνω γιατί σε αγαπούσε και γιατί σε επέλεξε. Ήσουν δυνατή το βράδυ εκείνο και παρά το γεγονός πως ξημεροβραδιάζεσαι στο νοσοκομείο, δεν έλλειψες ούτε μέρα από εδώ και παλεύεις με το κλείσιμο του μήνα. Ήθελα λοιπόν να σου προτείνω να φύγεις νωρίτερα και να το αναλάβω εγώ στη θέση σου» έκανε παύση και ειλικρινά είχα πιστέψει μόλις στον Θεό, καθώς μπροστά μου λάμβανε χώρα ένα θαύμα.

«Δεν ξέρω τι να πω...» ψέλλισα όταν είδα και το Νικόλαο.

«Ομοίως όσα ειπώθηκαν προς αποφυγή άσκοπης επαναλήψεως» ολοκλήρωσε και γέλασα. Ο συγκεκριμένος λάτρης της καθαρεύουσας και γενικής φιλολογίας, δεν θα έριχνε σε καμία περίπτωση το επίπεδό του με δακρύβρεχτες εξομολογήσεις. Κοίταξα το ρολόι τοίχου.

«Μπορείς να πηγαίνεις αν θέλεις» επανέλαβε ο Αιμιλιανός και το μόνο που του ψέλλισα ήταν ένα ΄΄ευχαριστώ΄΄. Κοφτό και λιτό.

Η επόμενη κίνηση ήταν να κατέβω στον όροφο της Βίκυς. Περνούσε δύσκολα και ο Άγγελος εδώ και μία εβδομάδα ο Άγγελος ξυπνούσε σχεδόν κάθε βράδυ κλαίγοντας, κάθιδρος εξαιτίας των εφιαλτών.

«Ήταν πολύ σκληρό για εκείνον. Προσπάθησε να τον καταλάβεις» την παρηγόρησα όπως μπορούσα. Το τηλέφωνό μου χτύπησε και ήταν ο Αργύρης. Ερχόταν κάθε μέρα στο νοσοκομείο, είχε αναλάβει όλες τις δουλείες του σπιτιού αγόγγυστα ενώ ταυτόχρονα είχε και το διάβασμά του. Ο αδερφός μου ήταν ένα εξαίσιο νεαρό παιδί που λάτρευε τον Ρούντολφ για χίλιους λόγους και επιθυμούσε όσο τίποτε άλλο να τον επιλέξω για έναν ενεργό ρόλο στον γάμο. Μέχρι τότε όμως είχαμε πολύ μέλλον ακόμη.

Στο νοσοκομείο βρίσκονταν άπαντες στημένοι έξω από το δωμάτιο του Ρούντολφ. Η μητέρα του και οι τρεις συνάδελφοί του. Ο Φρίντριχ, ο Χάινριχ και ο Γιοχάννες είχαν τη δική τους ιστορία να μου αφηγηθούν. Ειδικά ο τελευταίος παρά τη νοσηλεία και το βαθύ του τραύμα, ταξίδεψε έως εδώ προκειμένου να βρίσκεται δίπλα στον κολλητό του. Οι γιατροί πάλευαν να φανούν αισιόδοξοι, καθώς μας είχαν ενημερώσει πως θα προσπαθούσαν να τον ξυπνήσουν. Ήθελα όσο τίποτε να βρεθώ δίπλα του, μα νομίζω πως προηγούταν η μητέρα του που δάκρυζε σιωπηλά, έτοιμη να καταρρεύσει στην αγκαλιά μου. Ο Ρούντολφ ήταν ο μοναδικός λόγος για να ζει. Ευχαριστώντας με που της έδωσα προτεραιότητα, εισήλθε στο δωμάτιο ώστε να βρίσκεται δίπλα στο παιδί της τη στιγμή που θα επανερχόταν. Ούτως ή άλλως είχαν απλώς ο ένας τον άλλον. Η προσπάθεια έγινε, μα δεν φαινόταν στο βάθος του τούνελ αποτέλεσμα. Την είδα να βγαίνει και να με φωνάζει να πλησιάσω, ελπίζοντας πως ο ήχος της φωνής μου, θα τον ωθούσε να ανοίξει επιτέλους τα μάτια του. Το κορμί του όλο είχε γεμίσει πληγές, μα αυτό ήταν τελικά το λιγότερο. Το χέρι μου άγγιξε το δικό του, με τα δάχτυλά μου να περνούν ανάμεσα από τα δικά του.

«Είσαι μαχητής. Σε παρακαλώ, μην εγκαταλείπεις τώρα. Σε χρειάζομαι, όλοι σε χρειαζόμαστε και όλοι σε περιμένουμε έξω για να σε δούμε» του ψιθύρισα χαϊδεύοντας το μέτωπό του. Όσο η ώρα προχωρούσε είχε εμφανιστεί και ο Μάρκος και ο αδερφός μου, όλοι στην αναμονή.

Η προσπάθειά μου φάνηκε να πέφτει στο κενό, όταν ένιωσα ένα ελαφρύ σφίξιμο των δικών του δαχτύλων στο χέρι μου. Οι κινήσεις μου συνέχισαν να είναι αέρινες, όταν επιτέλους τα μελή του μάτια μισάνοιξαν και ένα αχνό χαμόγελο χαράκτηκε στα χείλη του. Όλη αυτή την ώρα, η μητέρα του δεν είχε εγκαταλείψει το πλάι του ούτε για τρία δευτερόλεπτα.

«Μην κλαις...» της ψιθύρισε βραχνά «Είμαι εντάξει τώρα...» πρόφερε με δυσκολία και χάιδεψε ξανά το χέρι μου «Αγάπη μου...» έβηξε και του έκανα νόημα να ηρεμήσει. Παραδόξως, ο επόμενος που ζήτησε να δει ήταν ο Άγγελος. Δυστυχώς όμως τον ενημέρωσα πως δεν ήταν σε κατάσταση να μιλήσει, μήτε να παρευρεθεί εδώ.

Έξω από το δωμάτιο, ακολούθησε γιορτή. Ένα μεγάλο βάρος έφυγε και πέταξε μακριά από το στήθος μου. Μέχρι το βράδυ, μπαίναμε με βάρδιες καθώς όπως μας ενημέρωσαν, είχε γίνει μεν το μεγάλο βήμα, μα η ανάρρωση βρισκόταν ακόμη στον ορίζοντα. Ο Γιοχάννες εισήλθε μονάχος του πέφτοντας στην αγκαλιά του. Στον Ρούντολφ είχαν δοθεί οδηγίες να μη μιλήσει για πολύ, καθώς του παρείχαν ταυτόχρονα οξυγόνο για να βοηθήσουν τα πνευμόνια του. Οι δυο φίλοι σχεδόν δεν είχε χρειαστεί να ανταλλάξουν ούτε μισή λέξη. Μπορούσαν να διαβάσουν ο ένας τα συναισθήματα του άλλου, τα βλέμματά τους. Σημασία είχε πως ζούσαν, πως είχαν κλείσει επιτέλους αυτήν την ιστορία και πως η ψυχούλα του Αλοίσιου θα μπορούσε να αναπαυτεί ευτυχισμένη.

Το ίδιο βράδυ, ο Άγγελος  βρισκόταν κλεισμένος στο δωμάτιό του. Κυριολεκτικά δεν επιθυμούσε να δει άνθρωπο και η ψυχολόγος είχε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά της. Η μητέρα του για πρώτη φορά είχε επικεντρωθεί στον γιό της, καταβάλλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες να κρατήσει μακριά της το αλκοόλ. Την χρειαζόταν και έπρεπε να σταθεί δυνατή και με τον ρόλο που της άρμοζε. Του μαγείρευε λοιπόν τα αγαπημένα του εδέσματα, παλεύοντας όσο αυτό ήταν δυνατό να αποτρέψει την οποιαδήποτε δημιουργία τύψεων και ενοχών. Ο νεαρός βρισκόταν στο διαμέρισμά της ακουμπισμένος στην πόρτα, με τα χέρια του να κρύβουν το πρόσωπό του. Λέξη δεν είχε πει, μέχρι που παραδόξως, ένιωσε την ανάγκη να επισκεφθεί τον Ρούντολφ. Ήταν ο μοναδικός που ήθελε να δει, κανέναν άλλο και αυτό γιατί μπορούσε να τον καταλάβει, μπορούσε να νιώσει τον πόνο του ή τουλάχιστον έτσι πίστευε.

Η ώρα ήταν περασμένη και ήλπιζε πως κανέναν άλλο δεν θα συναντούσε. Οδηγώντας, στάθμευσε έξω ακριβώς από το νοσοκομείο και κατέβηκε. Το κορμί του όλο έτρεμε και τα μάτια του είχαν βουρκώσει πολύ πριν φτάσει στο δωμάτιό του. Ο νεαρός Ρούντολφ ήταν ξύπνιος ατενίζοντας τους λευκούς τοίχους, όταν άνοιξε η πόρτα και οι δυο τους αλληλοκοιτάχτηκαν. Δύο άτομα ταραγμένα και σημαδεμένα, που στην ουσία πάλεψαν για να γίνουν ο ένας φύλακας Άγγελος του άλλου. Στη θέα του ο Ρούντολφ βούρκωσε και εκείνος. Τα μάτια του υγράνθηκαν και τα δάκρυα έσταξαν στα νοσοκομειακά σεντόνια. Δεν είπαν λέξη. Ο Άγγελος απλώς τον πλησίασε, τον αγκάλιασε και μαζί ξέσπασαν σε κλάματα συγκίνησης.

«Με επέλεξες...» του ψιθύρισε ο Ρούντολφ μέσα από αναφιλητά.

«Αν γυρνούσα πίσω, θα το έκανα ξανά. Ήταν το σωστό. Τραγικό για εμένα, ωστόσο δεν το μετανιώνω. Ο πατέρας μου...Ο πατέρας μου δεν ήταν σωστός από πολλές πλευρές. Εσύ τα είχες χάσει όλα, σου άξιζε μία δεύτερη ευκαιρία σε μία ζωή καλύτερη. Ο πατέρας μου είχε τις ευκαιρίες και τις πέταξε. Ακούγομαι ψυχρός, μα μόνο έτσι μπλοκάρω το συναίσθημα για να μην τρελαθώ. Έχω ζητήσει βοήθεια» έκανε παύση και για λίγο ο Ρούντολφ κοίταξε το πάτωμα.

«Χρειαζόμαστε χρόνο. Εγώ για να βγω από εδώ μέσα και εσύ για να σταθείς στα πόδια σου. Να ξέρεις όμως, πως αποφάσισα να μείνω εδώ, στην Ελλάδα. Η δουλειά του αστυνομικού τελείωσε για εμένα. Θέλω ένα μέλλον ήσυχο, να κάνω οικογένεια και να μπορώ να είμαι δίπλα τους, να δω τα παιδιά μου να μεγαλώνουν και να μην φοβούνται διαρκώς για τη ζωή μου. Επίσης σου έχω μία πρόταση. Όταν θα νιώθουμε και οι δύο καλά, τι θα έλεγες να επισκεφθούμε το Ναύπλιο; Όπως και να το κάνουμε, έχω και ελληνικές ρίζες και θα ήθελα να τις εξερευνήσω. Με ενημέρωσαν πως  οι εργασίες ανακαίνισης στο σπίτι της γιαγιάς- Σοφίας προχωρούν και σε λίγο θα μπορούμε να μείνουμε. Πέρασε λίγο νωρίτερα από εδώ ο κύριος Γιάννης ο δικηγόρος για την ενημέρωση. Σκέψου λοιπόν την απόδραση»

Όταν χωρίστηκαν, τα πράγματα για τον  Άγγελο έμοιαζαν διαφορετικά. Είχε πλέον ξεσπάσει τον πόνο και το κλάμα ήταν λυτρωτικό. Ήταν τότε που μέσα του εμφανίστηκαν τα κενά, όπως εκείνο της Βίκυς. Tόσες μέρες έμεναν μαζί μα εκείνος δεν της είχε ανοιχτεί ούτε στο ελάχιστο. Ήταν καιρός να το κάνει. Του έλειπε. Η αγκαλιά της, η μυρωδιά της, η στήριξή της.  Χωρίς να το σκεφτεί, κατευθείαν βρέθηκε στο σπίτι της. Εδώ χωρούσαν μόνο αυθορμητισμοί, τίποτε το στημένο. Πολλές φορές χτύπησε επίμονα το κουδούνι, με εκείνη να κατεβαίνει με την νυχτικιά και να μένει να τον κοιτάζει άναυδη. Πίστεψε πως την τελευταία φορά που τον είδε να φεύγει, πως δεν θα επιθυμούσε τελικά να μένουν μαζί. Το επόμενο δευτερόλεπτο, τους βρήκε αγκαλιά, με τα σκαλιά να μένουν πίσω τους και τους ίδιους να ορμάνε στο σπίτι. Εκείνο το βράδυ ήθελε να της κάνει έρωτα. Να της δείξει με κάθε τρόπο τα συναισθήματά του, να της εκφράσει την αγάπη του. Το πάθος κυριάρχησε. Διψούσε για το κορμί της, για τα χείλη της, για τη γεύση της. Οι αναπνοές τους έγιναν ένα μαζί με τα κορμιά τους. Όταν πλέον ολοκλήρωσαν και γυμνοί βρίσκονταν ξαπλωμένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, ο Άγγελος άφησε ένα φιλί τρυφερό στο μέτωπό της, και προστατευτικό.

«Συγγνώμη που τόσες μέρες σε κράτησα έξω. Συγγνώμη για τα τείχη που ύψωσα. Μου ήταν αδύνατο να..»

Τον έκανε να σωπάσει με ένα φιλί.

«Είμαι εγώ εδώ για εσένα. Και νομίζω και ο Μάρκος και η Καλλίστη, μα και ο Ρούντολφ. Αυτό που έκανες...ήταν πολύ γενναίο. Θέλει καρδιά δυνατή. Μπορεί να μη βρίσκομαι στη θέση σου, μα θα μείνω δίπλα σου ώστε να σε σηκώνω, κάθε φορά που θα έχω έστω την υποψία πως πας να πέσεις. Εξάλλου αυτό σημαίνει αγάπη. Να έχεις δει και αγκαλιάσει κάθε μικρό ή μεγάλο σκοτάδι του συντρόφου ή φίλου σου»

«Εμένα θαρρώ πως είναι πολλά» πρόφερε εκείνος δίχως να την κοιτάζει.

«Εγώ τα αγαπώ όλα»

Ναύπλιο

Δεν το έχουν παρομοιάσει δίχως λόγο με τη Νάπολη της Ιταλίας. Το Ναύπλιο των σχολικών μας χρόνων και των πρώτων ημερήσιων εκδρομών, με τον ρομαντισμό διάχυτο στην ατμόσφαιρα και το ελληνικό στοιχείο να πλανάται παντού, μας καλοσώρισε ένα τρίμηνο αργότερα. Ο Ρούντολφ είχε ενημερωθεί για το σπίτι, το μικρό αρχοντικό στην μέση μίας σειράς πέτρινων σκαλοπατιών και με την φουντωτή, ροδαλή βουκαμβίλια να στεφανώνει την είσοδο που έγραφε Σοφία. Επί  μήνες το συγύριζε συνεργείο, καθώς ο ίδιος δεν έπρεπε καθόλου να κουράζεται. Αποφασισμένος όμως να είναι ετοιμοπόλεμος, είχε ξεκινήσει να μαθαίνει ελληνικά με εντατικούς ρυθμούς. Ήθελε αργά αργά να έρθει σε επαφή και με αυτό του το κομμάτι, χτίζοντας νέες αναμνήσεις. Το ίδιο φυσικά προσπαθούσε και η καλύτερή μου φίλη της οποίας το χέρι βαστούσε πάντοτε σφιχτά ο Άγγελος, που όμως είχε πάρει την απόφαση, να συνεχίσει στο μέλλον τις σπουδές του στην Αγγλία. Οι δυο τους είχαν υποσχεθεί πως θα άντεχε η σχέση τους με πολλές θυσίες και επισκέψεις, ακόμη και από απόσταση.

Ο Άγγελος μάζευε τα κομμάτια του. Πλάι σε όλους εμάς, μα και στον Μάρκο, είχε αρχίσει να βρίσκει τον χαμένο του εαυτό. Ο Μάρκος του είχε σταθεί σε πολλές στιγμές και έτσι, ο νεαρός αποφάσισε να συμβάλει οικονομικά, ώστε να ανοίξουν ένα νέο καφέ στον Πειραιά, το οποίο θα διαχειρίζονταν και οι δύο, κυρίως όμως ο Μάρκος, ο οποίος δεν είχε πάψει λεπτό να δακρύζει από συγκίνηση μιας και ήταν το όνειρό του, ενώ παράλληλα, θα βοηθούσε οικονομικά και την οικογένειά του. Αποχαιρέτησε τις χαλασμένες τουαλέτες για πάντα, κουνώντας επιδεικτικά ένα λευκό μαντήλι.

Οι βόλτες κοντά στη θάλασσα, το ηλιοβασίλεμα το μοναδικό, το βουνό που δέσποζε στα αριστερά μας καθώς βαδίζαμε, όλα μαζί κεντούσαν την εικόνα του Παραδείσου. Το σπίτι το παραδοσιακό με το μικρό του μπαλκονάκι μας καρτερούσε για άλλο ένα αξέχαστο βράδυ, με θέα την φωτισμένη πόλη. Εκείνο το βράδυ λοιπόν, εγώ με τον Ρούντολφ κάναμε έρωτα με πολύ προσοχή ακόμη. Τα φιλιά του όργωναν το κορμί μου, μέχρι που ως δια μαγείας ένα βελούδινο κουτί τοποθετήθηκε στην γυμνή κοιλιά μου. Σαν το είδα, ταράχτηκα, ωστόσο ο Ρούντολφ το άνοιξε προσεκτικά.

«Καλλίστη, έχουμε περάσει πολλά μαζί, ίσως περισσότερα ακόμη και από εκείνους που γνωρίζονται χρόνια. Ξέρω πως για εσένα είναι μεγάλο το βήμα, όμως θα επιθυμούσα να επισημοποιήσω τη σχέση μας, θέλοντας να σου δείξω πως αποτελείς κομμάτι μου και το μέλλον το βλέπω μονάχα με εσένα στο πλευρό μου. Είμαι βέβαιος καθώς δεν βρίσκομαι πια στα είκοσι. Θα ήθελες λοιπόν να γίνεις επίσημα δική μου;» με ρώτησε σιγανά και τον είδα ξανά να κοκκινίζει σαν να ήταν η πρώτη μας φορά. Αυτό ήταν και το μαγικό εξάλλου. Πως κάθε μέρα μαζί του έμοιαζε καινούργια.

«Ναι και ξανά ναι!» φώναξα δίχως να σκεφτώ πως στο διπλανό δωμάτιο χουζούρευε το φιλικό μας ζευγαράκι.

«Έπεσε το Βερολίνο!» με πείραξε.

«Μπα. Θα έλεγα πως σε εμάς, η ιστορία γράφτηκε ξανά και μάλλον η γερμανική επέλαση είχε τελικά επιτυχία αφού στέφθηκε με δάφνες» πρόφερα και γελάσαμε. Σκεφτήκαμε για λίγο την εικόνα του γάμου μας. Κάπου εδώ, με αέρα ελληνικό, στο Ναύπλιο ίσως.

«Λες να ζητήσω από τον Νικόλαο να μου κλείσει τα εισιτήρια για τον μήνα του μέλιτος; Ή θα με στείλει στην Αυστραλία δίχως επιστροφή;»

«Ακόμη και έτσι, εγώ και πάλι θα σε ακολουθήσω» ήρθε η απάντησή του και έγειρα την πλάτη μου στο στήθος του.

Το βέβαιο ήταν πως το κεφάλαιό μας δεν είχε κλείσει ακόμη, τώρα ξεκινούσε. Όπως όμως και αν τελικά είχε γραφτεί η γενική παγκόσμια ιστορία, στην δική μας, δεν θα άλλαζα ούτε μία λέξη.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Σαν ξεκίνησα να κάνω αναφορά στο βιβλίο της ζωής μου κάποτε, με στόμφο υπογράμμισα κάθε μικρή και μεγάλη κακοτυχία που με αγένεια άνοιξε την πόρτα και εισέβαλε στον προσωπικό μου χώρο. Έχοντας καθίσει στον γωνιακό καναπέ του νέου μου σπιτιού και με τη θέα του γλυκού μου Ρούντολφ να τακτοποιεί ορισμένες λεπτομέρειες της δουλειάς μας, οφείλω και εγώ με τη σειρά μου να ανοίξω μικρές και μεγάλες παρενθέσεις σε κάθε δαιμονάκο, που πάλεψε να πατάξει την ευτυχία μου. Η ζωή λοιπόν μπορεί να μου στέρησε την οικογένεια, ωστόσο στη θέση της μου έβαλε τα θεμέλια για τη δημιουργία μίας καινούργιας, ολόδικής μου. Μέσα από την αγάπη την πατρική του κυρίου Ρέινε, εγώ γνώρισα τον άνδρα της ζωής μου και μαζί, χέρι-χέρι, έχοντας ξεπεράσει τις δυσκολίες και τους κινδύνους, είμαστε πλέον έτοιμοι για το επόμενο βήμα. Με τη σκέψη μου στραμμένη στη Βίκυ, σκέφτηκα τους φίλους. Την οικογένεια που εμείς επιλέγουμε και εγώ με βεβαιότητα είχα λίγους μα καλούς. Ο Μάρκος, ο Άγγελος και η Βίκυ αποτέλεσαν στηρίγματα γερά, για να μην μιλήσω για τον καλύτερο αδερφό που θα μπορούσα να έχω, πράγμα που ποτέ δεν θα το ανακοινώσω μεγαλοφώνως, για δικό μου καλό. Η επιμονή και η υπομονή με οδήγησαν μέσω ενός δύσβατου μονοπατιού στην επαγγελματική επιτυχία, σκεπτόμενη πλέον να το παλέψω ξανά για την ιατρική. Αυτή ήταν η ζωή η δική μου. Μου έφερε στο διάβα μου όσες κακοτοπιές ήμουν ικανή να αντέξω, πάντοτε με την ανάλογη αμοιβή. Αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος να μην παραιτούμαστε ποτέ, καθώς ο Σταυρός μας πιθανότατα να μην έχει μεγαλύτερο βάρος από αυτό που οι ώμοι μας αντέχουν, μα και αν ακόμη πράγματι μας βαρύνει, τότε στο μονοπάτι μας θα έρθουν οι κατάλληλοι συνοδοιπόροι που θα τον κρατήσουν στη δική μας θέση.



Δεν το πιστεύω πως φτάσαμε στο τέλος. Και όμως να μαστε! Μία ιστορία που ξεκίνησε σαν κωμωδία και βρέθηκα να μοιάζει με αστυνομικό δράμα! Ευχαριστω όσους με συνόδευσαν μέχρι εδώ σχολιάζοντας και δείχνοντας την στήριξή τους. Ξέρω πως είστε και άλλοι που δεν έχετε φανεί. Θα ήθελα πολύ να βρείτε το θάρρος και το χρόνο των λίγων λεπτών για μία γνώμη. Σας ευχαριστώ ξανά και περιμένω εντυπώσεις!

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro