Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο Τρίτο/ part 3

Κοίταξε το ρολόι του ξανά. Συνήθως πραγματοποιούσε συνεχόμενες και ασκόπως επαναλαμβανόμενες κινήσεις όταν ήταν αγχωμένος και με βεβαιότητα τα τελευταία χρόνια της ζωής του δεν θα τολμούσε να τα χαρακτηρίσει ρόδινα. Η χθεσινή νύχτα τελείωσε άδοξα. Είχε χαρεί που είχε συναντήσει την παλαιά του συμμαθήτρια, η οποία δεν έμοιαζε καθόλου με το καλοσυνάτο, χαμηλών τόνων κορίτσι του Λυκείου, μα είχε αναγκαστεί να την εγκαταλείψει. Στη σκέψη της χαμογέλασε στραβά ή μήπως εκείνο το στραβό χαμόγελο ήταν τελικά βουτηγμένο στην ειρωνεία εξαιτίας της δικής του συμπεριφοράς; Είχε κάνει λάθος άραγε να την οδηγήσει στο συγκεκριμένο μέρος; Έμοιαζε ειρωνικά πολυτελές; Δεν ήξερε να πει καθώς ο ίδιος είχε μεγαλώσει δίπλα σε αυτά τα μέρη και εκεί ακριβώς ένιωθε άνετα. Σαν του ανακοίνωσε πως είχε γίνει διευθύντρια, είχε κυριολεκτικά πέσει από τα σύννεφα. Εκείνος είχε αφήσει δύο χρόνια πριν μία κοπέλα σχεδόν φοβική, η οποία ανεχόταν πλήθος άσχημων συμπεριφορών, κυρίως από την σχέση του και τελικά ανακάλυψε μόλις χθες, πως το συγκεκριμένο ταπεινό πλάσμα, είχε σκαρφαλώσει επιδέξια στο διευθυντικό θρόνο. Η έκπληξή του σαφώς την είχε προσβάλει, μα τα χθεσινά γεγονότα δεν του άφησαν περιθώρια επιπλέον σκέψης. Η μητέρα του η Ιοκάστη, τον είχε καλέσει στο τηλέφωνο έκτακτα, καθώς είχε σχεδόν πιαστεί στα χέρια με τον μεγαλύτερο αδερφό του. Τι θα εξηγούσε στην Καλλίστη; Πως πίσω από το φανταχτερό κέλυφος της οικογένειάς του, κρυβόταν ένα χάος που τον έκανε να ντρέπεται; Ή μήπως πως σε όλη τη διάρκεια των σχολικών χρόνων, είχε φιλότιμα παλέψει να χτίσει και να παρουσιάσει στους υπόλοιπους την εικόνα ενός πλούσιου, αψεγάδιαστου νεαρού αγοριού;

Μπαίνοντας στο πολυτελές γραφείο του πατέρα του, ο Άγγελος τον καλημέρισε. Γενικά δεν είχαν ιδιαίτερα στενές επαφές, κυρίως μετά τον χωρισμό με την μητέρα του. Τον θεωρούσε κρυψίνους και ελαφρώς σκοτεινό άνθρωπο. Σε αντίθεση με εκείνον και τα πιστεύω του ωστόσο, ο μεγάλος του αδερφός, ο Ίωνας είχε προτιμήσει να μείνει δίπλα του, παρά με την μητέρα του. Σαν οικογένεια, έπλεαν στα πελάγη του πλούτου και της υψηλής κοινωνίας. Τους ανήκε το τεράστιο σε έκταση ΄΄Πολιτεία Κλαμπ΄΄ καθώς και ένα συγκρότημα νεόδμητων πολυκατοικιών για επαγγελματική χρήση. Ο Στέφανος Μπελτέζης, ο πατέρας του Παναγιώτη και του Ίωνα, δήλωνε επιχειρηματίας και κυκλοφορούσε πάντοτε με τους σωματοφύλακές του και με το προσωπικό του θωρακισμένο αυτοκίνητο για παν ενδεχόμενο. Δεν ήταν λίγες οι φορές εξάλλου, που είχαν προσπαθήσει να εισβάλλουν στο σπίτι του, μήτε εκείνες που είχε πραγματοποιηθεί απαγωγή ή δολοφονία επιχειρηματιών.

«Καλημέρα Άγγελε» πρόφερε ο Στέφανος κρυμμένος στην στοίβα των χαρτιών του «Έμαθα πως το νοικιάσατε το σπίτι στην Κηφισιά»

«Ναι, σε έναν τύπο από την Γερμανία. Έναν Ρούντολφ Έμπερχαρντ νομίζω, αν θυμάμαι καλά από το συμβόλαιο» απάντησε εκείνος αδιάφορα για να δει τον πατέρα του να διακόπτει κάθε άλλη ασχολία με την οποία είχε καταπιαστεί και να τον κοιτάζει λοξά.

«Πώς τον είπες;» ρώτησε.

«Γιατί τον γνωρίζεις;» αναρωτήθηκε ο νεαρός για να δει τον πατέρα του να ανασυντάσσεται ως προς την συμπεριφορά που ετοιμαζόταν να επιδείξει.

«Φυσικά και όχι. Απλώς μου έκανε εντύπωση το επίθετο. Ακούστηκε αρχοντικό. Τελοσπάντων, πήγαινε τώρα γιατί πνίγομαι στη δουλειά και ως συνήθως δεν είσαι διατεθειμένος να βοηθήσεις» πρόφερε ψυχρά κατεβάζοντας το κεφάλι του και κολλώντας εκ νέου το βλέμμα του στην χαρτούρα.

«Ούτε θα είμαι ποτέ διατεθειμένος» μουρμούρισε ο νεαρός μέσα από τα δόντια του.

Ουδεμία εντύπωση του έκανε αυτή η συμπεριφορά. Είκοσι χρόνια τώρα, είχε συνηθίσει απόλυτα στον απόμακρο και εργασιομανή πατέρα του και στην σκιώδη παρουσία της μητέρας του που ξεσπούσε στα λούσα και στην καλοπέραση, έχοντας ενσωματωθεί με απόλυτη επιτυχία στον κύκλο της οικονομικής ελίτ των βορείων προαστίων. Για λίγο στο μυαλό του ήρθε η Καλλίστη. Όσες αναμνήσεις είχε από εκείνη, από την εποχή ακόμη του σχολείου, ήταν σχετικά θολές και αδιάφορες, όσο αδιάφορη είχε υπάρξει και η ίδια μέχρι πρότινος. Την ημέρα όμως που την είδε να στέκεται στο κατώφλι της πολυκατοικίας, η εικόνα της έμοιαζε να έχει απομακρυνθεί πολλά χιλιόμετρα από το κορίτσι του Λυκείου και ας είχαν περάσει μονάχα δύο χρόνια. Η Καλλίστη είχε αλλάξει. Διακρινόταν από μία κάποια γοητεία και δυναμισμό, που αντέκειτο στην εικόνα της ντροπαλής και αφοσιωμένης στο διάβασμα κοπέλας, με τα ατημέλητα μαλλιά και ρούχα. Πλέον αν και μικρή, ήταν μία σοβαρή επαγγελματίας και αυτό τον γοήτευε. Το μόνο που τον προβλημάτιζε, ήταν η παρουσία εκείνου του άνδρα δίπλα της. Αν και κατά κάποιον τρόπο μέτοχος της εταιρείας, άρα και συνδιευθυντής, ο Ρούντολφ είχε ένα βλέμμα κοφτερό που δεν άφηνε περιθώρια, στρατιωτικό θα έλεγε κανείς. Δεν ήταν βέβαιος για την σχέση και το είδος αυτής που κυριαρχούσε ανάμεσά τους. Ωστόσο, για να είχε δεχτεί εκείνη να βγει μαζί του, το πιθανότερο ήταν πως ο Γερμανός είχε απλώς έναν επαγγελματικό τίτλο δίπλα της και τίποτε περισσότερο.

------------------------

Ο τίτλος της διευθύντριας ηχούσε μέσα μου διαρκώς, σαν ασπίδα προστασίας απέναντι στην κακεντρέχεια που το δίχως άλλο χαρακτήριζε τα μελιστάλακτα βλέμματα της υποκρισίας που είχαν πέσει επάνω μου. Ο Νικόλαος, σκυμμένος ευλαβικά πάνω από τα εισιτήρια που είχε μόλις εκτυπώσει, με κοιτούσε μέσα από τις διόπτρες του, ενώ ένα μειλίχιο χαμόγελο μου ψιθύριζε όλα όσα δεν μου είχε εκφράσει το θανατερό πηγάδι που είχε για στόμα. Το γεγονός δηλαδή πως φορούσα τα ίδια ρούχα με χθες, ενώ με είχε παρατηρήσει να εισέρχομαι μαζί με τον Ρούντολφ, ο οποίος σαν παραγεμισμένο σακί με βρεγμένο αλεύρι, είχε χωθεί στην γωνιά του τραπεζιού που είχαμε για τις υψηλές συναντήσεις και πραγματοποιούσε το ένα τηλεφώνημα μετά το άλλο. Ακουγόταν ελαφρώς ταραγμένος και εγώ φαντασιωνόμουν τον Αδόλφο, τη στιγμή που είχε συνειδητοποιήσει πως η δύναμη του Βερολίνου είχε καταρρεύσει. Είχαν ακριβώς την ίδια απόγνωση στο βλέμμα, παρεούλα με έναν πηγαίο αυταρχισμό.

Εγώ από την άλλη, ετοιμαζόμουν να ελέγξω τα τιμολόγια που θα φτερούγιζαν σε έναν από τους σημαντικότερους πελάτες μας. Ο Γιαννάκης με το ανούσιο όνομα και την μεγάλη φήμη, ήταν ιδιοκτήτης μία υπέρλαμπρης ναυτιλιακής με ογδόντα καράβια και με έδρα φυσικά την Κηφισιά. Σαν εμφάνιση, ήταν κάτω του μετρίου, φορώντας μπλούζες που άφηναν τα κάλλη του να ξεχειλίζουν απρεπώς, υποδηλώνοντας την απουσία οποιασδήποτε σωματικής άσκησης. Ήταν για χρόνια παντρεμένος, ενώ όπως κάθε άνδρας που σέβεται τον εαυτό και τη φήμη του, διατηρούσε κρυφή σχέση, την οποία στην ουσία γνώριζαν ως και τα πλακάκια της εταιρείας εκτός της γυναίκας του, με την γραμματέα του. Μαζί της πήγαινε ταξίδια που υπογραμμίζονταν ως επαγγελματικά και φυσικά είχαμε διαταγή τα τιμολόγια που αφορούσαν τα αμαρτωλά αυτά δρομολόγια, να στέλνονται απευθείας στα χεράκια της παράνομης σχέσης. Όντας υπεύθυνη πάντα για την περίπτωση της κάλυψης των αμαρτιών ταύτων, μαζί με την Βίκυ τακτοποιούσαμε σε ένα φάκελο αηδιασμένες τα κατάλληλα χαρτιά και κατόπιν τα παραδίναμε στον εξωτερικό μας υπάλληλο.

Καθώς λένε όμως πως η καλή και η στραβή ημέρα από το πρωί φαινόταν, ο Αιμιλιανός είχε σηκωθεί με άγριες διαθέσεις και το άρωμα της χλωρίνης να έχει ποτίσει τις παλάμες των χεριών του. Ξεκινώντας με την γνωστή ναζιστική διάλεξη, περί της καταδίκης της γυναικείας απραξίας και επευφημώντας αντιστοίχως τη γυναικεία δουλικότητα, κατέβηκε ύπουλα στον κάτω όροφο, τη στιγμή που η Βίκυ είχε πάει για το καθιερωμένο φρέντο ή αλλιώς κρυφό τσιγάρο με τον Μάρκο. Το δεξί χέρι του Αδόλφου απέναντί μου, μου είχε απευθύνει ελάχιστα τον λόγο, καθώς πάλευε, πελαγωμένος ακόμη να πιαστεί από κάποια σανίδα οικονομικής σωτηρίας, μπας και κατόρθωνε να εμπεδώσει όλο το πελατολόγιο και τις οικονομικές μας εκκρεμότητες σχετικά με αυτούς. Ήταν τότε που μέσα στην ανατριχιαστική σιγαλιά και περίπου δύο ώρες αργότερα, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα. Την γραμμή την είχε σηκώσει η Βίκυ η οποία τώρα τραύλιζε λες και βρισκόταν γυμνή στα μέσα του Γενάρη στη Μόσχα.

«Δεν καταλαβαίνω...»ψέλλισε στη γραμμή πριν μου το δώσει.

«Ούτε εγώ γιατί εμφανώς δεν μου εξηγείς» πάλεψα να βγάλω άκρη.

«Έχω στη γραμμή τον Γιαννάκη και....τα νέα δεν είναι καλά» πρόφερε κρατημένα.

«Μην μου πεις, χώρισε με τη γραμματέα του και πήρε να κλαφτεί; Σε αυτό το σημείο φτάσαμε; Να πληρούμε και υποχρεώσεις ψυχολόγου;» την ρώτησα.

«Βασικά χώρισε με τη γυναίκα του»

«Ε, καιρός ήταν! Πού είναι το κακό;» συνέχισα μην μπορώντας να καταλάβω τι το στραβό είχε συμβεί.

«Εξαιτίας μας χώρισε Καλλίστη! Τα τιμολόγια πήγαν στα χέρια της γυναίκας του και όχι στης γραμματέως» τελείωσε και τότε ένιωσα το πρόσωπό μου να χλομιάζει, το αίμα μου να κατρακυλά και να χύνεται στο πάτωμα, ενώ μία υποψία ιδρώτα γυάλισε κάπου στο μέτωπό μου. Ήταν αδύνατον. Εγώ η ίδια τα είχα βάλει στον σωστό φάκελο. Τώρα στην άλλη άκρη της γραμμής με καρτερούσε ένα μαινόμενος, φρεσκοχωρισμένος, πλούσιος και φθονερός ταύρος.

«Κ-καλημέρα σας» προσπάθησα να πω και είδα ταυτόχρονα τον Ρούντολφ να με καρφώνει από απέναντι.

''Τελικά πολύ λυπάμαι για εσάς και την εταιρεία σας. Θα τρίζουν τα κόκαλα του συγχωρεμένου κύριου Ρέινε, που απροόπτως και σαφώς λανθασμένα, αποφάσισε να τοποθετήσει εσάς στο τιμόνι! Με καταστρέψατε! Σας έχω πει μυριάδες φορές πού θα πρέπει να στέλνετε τα τιμολόγια και πώς, όμως τόσα χρόνια που τη δουλειά την έκανε ο κύριος Αιμιλιανός, δεν είχαμε κανένα πρόβλημα. Τώρα που μπήκε γυναικείο χεράκι, ζήτω που καήκαμε!΄΄

Κάπου εκεί, το πρώτο ψέμα με χτύπησε στο πρόσωπο. Τόσα χρόνια, εγώ αναλάμβανα την υπόθεσή του, ή για την ακρίβεια το ξελάσπωμα. Εγώ και η προλαλήσασα πρώην συνάδελφος και νυν υπάλληλός μου.

΄΄Θα διακόψω άμεσα την συνεργασία μου μαζί σας, ποιος ξέρει πώς πήρατε άραγε αυτή τη θέση...''

Κάπου εκεί θόλωσα. Ήθελα να τον στείλω στο ανάθεμα, στα Τάρταρα και όπου πιο κοντά στον πυρήνα της γης μπορούσα. Ήταν ένας από τους καλύτερους πελάτες μας, που φρόντιζε κάθε μήνα να μας πληρώνει στην ώρα του. Δεν είχαμε ποτέ πρόβλημα μαζί του, αφού ο καθένας έκανε την δουλειά του, δίχως να μπλέκεται στα προσωπικά. Με τον πανικό να με χτυπά, παράτησα το τηλέφωνο και σηκώθηκα να φύγω, όταν ένιωσα ένα χέρι να αρπάζει τον καρπό μου.

«Τι έγινε;» η φωνή του Ρούντολφ για πρώτη φορά, είχε εγκαταλείψει την αυστηρότητα και είχε χρωματιστεί με ανησυχία.

«Τελικά όλοι ίδιοι είστε! Από όποια χώρα και αν προέρχεστε!» του φώναξα εξηγώντας του εν τάχει τι είχε συμβεί προτού αποχωρήσω. Εκείνος έμεινε να με κοιτάζει να φεύγω, δίχως να επεμβαίνει καθώς δεν επιθυμούσε να προσφέρει επιπλέον θέαμα στο προσωπικό.

Αρπάζοντας το τηλέφωνο που είχε μείνει να κρέμεται άχαρα και με μία φωνή που ακόμη μιλούσε στον αέρα, ο Ρούντολφ ανέλαβε τα ηνία.

«Καλημέρα σας. Συγχωρέστε τα σπαστά αγγλικά μου. Είμαι ο γιος του κύριου Έμπερχαρντ και μέτοχος ισάξιος με τη δεσποινίδα Ασημ...Καλλίστη» είπε βροντερά μιας που το επίθετο το ελληνικό τον δυσκόλευε.

«Α, μάλιστα. Σας λυπάμαι και εσάς. Πώς θα νιώθετε άραγε που βρέθηκε αυτή η κοπέλα στον δρόμο της οικογενειακής σας περιουσίας; Σήμερα όμως το ποτήρι ξεχείλισε» του εξήγησε ο άνδρας που του περιέγραψε γλαφυρότατα τι ακριβώς είχε συμβεί.

«Αρχικά το πώς και το γιατί κύριε βρέθηκε η δεσποινίδα στη θέση αυτή, δεν αφορά κανέναν. Κατά δεύτερον θα ήθελα να σας ζητήσω μία συγγνώμη προσωπική. Το λάθος ήταν δικό μου. Η Καλλίστη αναλάμβανε η ίδια όλα αυτά τα χρόνια να σας στέλνει τις χρεώσεις προσωπικά. Επομένως η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά εμένα» του είπε και για λίγο δεν ακουγόταν λέξη παρά μονάχα η αναπνοή του.

«Μα, ο κύριος Λαζαρίδης μου τόνισε, πως τα έδωσε στη δεσποινίδα Ασημακοπούλου»

«Πράγματι κύριε, έτσι έγινε. Τα άφησε στο γραφείο της, ωστόσο καθώς η δεσποινίδα μιλούσε στο τηλέφωνο με πελάτη μας, της ζήτησα να αναλάβω εγώ τη δουλειά. Ήταν παράληψή μου να μην ρωτήσω εκτενώς για την ιδιαιτερότητα της αποστολής. Λυπάμαι πολύ και θα επωμιστώ εγώ το βάρος των συνεπειών αυτών. Αν επιθυμείτε, μπορείτε να σταματήσετε τη συνεργασία, ωστόσο, σας απαγορεύω να μιλάτε τόσο προσβλητικά. Λάθη γίνονται, όλοι τα κάνουν, έτσι δεν είναι;» του πέταξε στο τέλος ειρωνικά.

«Έτσι είναι...» πρόφερε κοφτά ο άνδρας.

«Και εσείς κάνετε λάθη κύριε, απλά σήμερα από δική μου αμέλεια έτυχε να τα πληρώσετε. Σας ζητώ εκ νέου συγγνώμη. Σκεφτείτε την συνεργασία μας, την πίστωση χρόνου για την πληρωμή που κερδίζετε από εμάς και την εικοσιτετράωρη εξυπηρέτηση και αν ακόμη επιμένετε στην άποψή σας, καλώς. Θα κλείσουμε το κεφάλαιό μας με πλήρη εξόφληση τυχών εκκρεμοτήτων. Καλή σας μέρα» ολοκλήρωσε ο Ρούντολφ, όταν απανωτά χτύπησε το τηλέφωνό του για να ακούσει τη φωνή του φίλου του.

Ο Γιοχάννες πάντα τον ρωτούσε τι κάνει, ακόμη και αν ήξερε πως ο Ρούντολφ στερούταν επεξηγηματικότητας και γλαφυρότητας. Πάντοτε στο τέλος, ερχόταν η ίδια ερώτηση, μιας που η μία εβδομάδα είχε φτάσει σχεδόν στο τέλος της.

΄΄Πότε θα επιστρέψεις τελικά στη Γερμανία;''

Για πρώτη φορά, ο Ρούντολφ σκέφτηκε καλά την απάντηση. Η εικόνα της πλήρους κατάρρευσης της κοπέλας, πέρασε από μπροστά του.

΄΄Δεν ξέρω φίλε μου. Νόμιζα πως ως την άλλη Παρασκευή θα ήμουν πίσω΄΄

΄΄Τι άλλαξε;΄΄ ήρθε η ερώτηση.

΄΄Με χρειάζεται. Δεν το ξέρει ίσως ακόμη, μα χρειάζεται ένα στήριγμα. Η Καλλίστη είναι έξυπνη και δυναμική, ωστόσο ακόμη δυσκολεύεται να διαχειριστεί τη νέα της θέση και το κρίνω λογικό και αναμενόμενο. Δεν μπορώ ωστόσο να την εγκαταλείψω στην μοίρα της και το προ ολίγων λεπτών συμβάν μου το επιβεβαίωσε και με το παραπάνω ΄΄ ήρθε η απάντηση του Ρούντολφ που κοιτούσε στο κενό.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro