Κεφάλαιο Τρίτο/ part 2
Ο Ρούντολφ είχε συνηθίσει και με το παραπάνω στη σιωπή και διακριτικότητα των Γερμανών, η οποία ερχόταν σε πλήρη και βροντερή αντίθεση με το μεσογειακό ξέσπασμα. Δεν ρωτούσε ποτέ τους άλλους για θέματα προσωπικά, μήτε επιθυμούσε να μοιραστεί ο ίδιος δικά του. Εξαίρεση αποτέλεσε το αρχικό του ξέσπασμα απέναντί μου, σαν θεώρησε μέσα στην απόγνωσή του πως πιθανότατα η αγάπη του πατέρα του για εμένα, είχε ρίζες ύπουλες και ανήθικες. Κατά τα άλλα, όταν ένα θέμα χαρακτηριζόταν ΄΄προσωπικό΄΄ αυτό ακριβώς όφειλε να παραμένει, εκτός και αν απέναντί του είχε τον Γιοχάννες, που όχι απλώς ήταν φίλος του, αλλά και μάρτυρας του τραγικού εκείνου συμβάντος που τον είχε βρει και είχε αποτελέσει τον εκλυτικό παράγοντα που οδήγησε στην αποξένωσή του από τον πατέρα του. Ο Γιοχάννες γνώριζε τα πάντα. Ήταν ωστόσο ένας άνδρας υποστηρικτικός, που δήλωνε αποφασισμένος να μην αφήσει τον φίλο του λεπτό να καταρρεύσει. Αν και είχε δική του οικογένεια, η γυναίκα του με χαρά δέχτηκε να φιλοξενήσουν τον Ρούντολφ για μία εβδομάδα στο σπίτι τους. Η μικρή τους κόρη, στάθηκε η αιτία να μην βουλιάξει ο νεαρός άνδρας στην κατάθλιψη. Όλη μέρα έπαιζε μαζί της, της μιλούσε, την πήγαινε βόλτες, για να μένει τα βράδια ξάγρυπνος, να κλαίει μονάχος του στην αυλή τους, όταν ήταν βέβαιος πως είχαν πέσει όλοι για ύπνο. Ο Γιοχάννες λοιπόν, ήταν αδερφός, συνάδελφος, φίλος και η λίστα έμοιαζε με τα κοσμητικά επίθετα ατελείωτη.
Στο σήμερα, είχε γείρει το κεφάλι του στο τζάμι, αποφεύγοντας τις πολλές, ανούσιες συζητήσεις. Εγώ πάλι, φαντασιωνόμουν τον Αιμιλιανό να λυγίζει την μεσούλα του με σκέρτσο και με νάζι ξεσκονίζοντας, με τον Νικόλαο να του κάνει απανωτές παρατηρήσεις στην καθαρεύουσα. Δύο άνθρωποι αντίθετοι, με το ίδιο ακριβώς ρατσιστικό σκεπτικό. Πως η γυναίκα ήταν ένα δίποδο, δίχως αξία, υποδυόμενη ορθότερα στη ζωή της τον ρόλο του τετράποδου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μου, την ημέρα που είχε αφήσει μία κοπέλα το βιογραφικό της στο γραφείο μου, με σκοπό να του ρίξω μία ματιά και κατόπιν να το δώσω στον κύριο Έμπερχαρντ, ο οποίος είχε πεταχτεί για μία δουλειά στην Εθνική Τράπεζα. Η κοπέλα η συγκεκριμένη, ήταν τριών μηνών έγκυος και καθώς είμαι ιδιαίτερα ευαίσθητη με το θέμα της οικογένειας και της ανάγκης παράλληλα για εργασία, σκόπευα να μιλήσω στον κύριο Έμπερχαρντ ιδιαιτέρως. Ωστόσο, μέσα σε λίγη ώρα, το βιογραφικό παραδόξως είχε κάνει φτερά. Είχα λείψει μόνο πέντε λεπτά και αυτά ήταν αρκετά για να εξαφανιστεί και κατόπιν για να ακούω σχολιασμούς από τα ενδότερα, πως το γραφείο δεν μπορεί να πληρώνει την άδεια της μητρότητας και χίλια δύο άλλα. Βρισκόμουν μία ώρα απέναντι στον Αιμιλιανό που ωρυόταν για την αθωότητά του, με εμένα να κρατώ χαμηλούς τόνους, καθώς ήμουν νέα και δεν με έπαιρνε να δώσω δικαιώματα επιπλέον, ακόμη δεν είχα έρθει.
Βγαίνοντας από το τρένο, ένα ψυχρό αεράκι έκανε το κορμί μου να ανατριχιάσει. Φυσικά φορούσα μία μάλλινη ζακέτα, ωστόσο πάντοτε ξεχνούσα πως η Κηφισιά είχε τουλάχιστον δύο με τρείς βαθμούς διαφορά από τον Πειραιά, τον οποίο κρατούσε θερμότερο η αύρα της θάλασσας. Τα χέρια μου τυλίχτηκαν γύρω από το σώμα μου, όταν ένιωσα ένα παλτό να πέφτει ανάλαφρα στους ώμους μου. Ο Ρούντολφ βρισκόταν δίπλα μου, έτοιμος να με προσπεράσει.
«Κράτησέ το και μου το επιστρέφεις αύριο» μου είπε με τον αιώνιο, κοφτό του τρόπο.
«Όμως εσύ..»
«Εγώ μένω κοντά, έρχομαι από μία χώρα που τώρα έχει μείον δύο βαθμούς και επίσης, σε λίγο θα βρίσκομαι στο διαμέρισμα, ενώ εσύ θα συνεχίσεις τον δρόμο σου. Λοιπόν, σου εύχομαι καλό βράδυ και σε περίπτωση που συμβεί το οτιδήποτε, πάρε με τηλέφωνο αν νιώσεις άσχημα» ολοκλήρωσε σχεδόν ανέκφραστα και ετοιμάστηκε να φύγει.
«Με γνωστό μου άνθρωπο θα είμαι καλέ μου, τι θα μπορούσε να συμβεί;» τον ρώτησα καθώς πλέον είχα αρχίσει να αμφιβάλω για τους πάντες γύρω μου. Ο Ρούντολφ στράφηκε προς εμένα, με το αυστηρό γερμανικό παράστημα.
«Η δουλειά μου, εκείνη του αστυνομικού, με έχει κάνει καχύποπτο. Είναι καλό να κρατάς πάντα κάτι για σένα, στο πίσω μέρος του μυαλού και της γλώσσας σου. Οι άνθρωποι, τις πλείστες των φορών μας δίνουν σημάδια, έστω και μικρά, έστω και ανεπαίσθητα για το ποιοι είναι. Έχε τα μάτια σου ανοιχτά και εξέλαβέ το ως μία φιλική συμβουλή. Φυσικά δεν μου πέφτει λόγος με ποιον συναναστρέφεσαι στην προσωπική σου ζωή. Καλό βράδυ» ήταν και η τελευταία του κουβέντα, προτού αποχωρήσει.
Η αλήθεια ήταν πως με είχε βάλει σε σκέψεις. Ο Άγγελος ήταν ένα παιδί το οποίο γνώριζα, καθώς κάποτε έμενε και εκείνος στον Πειραιά, στην Καστέλλα, σε μία υπέροχη μονοκατοικία με απίθανη θέα. Πλέον, είχε μετακομίσει στο δεύτερο σπίτι τους, στην Κηφισιά, που δεν ήταν φυσικά και το μοναδικό. Η μόνη πληροφορία που είχα διαθέσιμη για τον ίδιο, ήταν πως οι γονείς του είχαν χωρίσει, όταν ακόμη εκείνος ήταν γυμνάσιο και ο αδερφός του αρχές λυκείου. Ο Άγγελος είχε μία σχέση τα χρόνια του Λυκείου, την Μαρίλια, η οποία δεν άφηνε στιγμή ανεκμετάλλευτη και σχόλιο που αφορούσε το πρόσωπό μου να πέσει κάτω. Ο Άγγελος φυσικά δεν με υπερασπίστηκε ποτέ. Για χρόνια υπήρξα ερωτευμένη μαζί του. Ήταν εκείνος ο πρώτος νεανικός έρωτας, χαμένος σε μία ατμόσφαιρα πλατωνική και δίχως ανταπόκριση. Κάποιος σαν εκείνον δεν θα γυρνούσε ποτέ να με κοιτάξει. Ο Άγγελος έκανε παρέα με την αφρόκρεμα του σχολείου, ωστόσο, πάντοτε το ένστικτό μου, μου ψιθύριζε πως βαθιά μέσα του δεν ήταν ειλικρινά ευτυχισμένος και πως η Μαρίλια αποτελούσε κακή επιρροή για εκείνον. Στο σήμερα φάνηκε να με περιμένει στην είσοδο του μικρού μπαρ το οποίο αποτελούσε και τον τόπο της συμφωνημένης συνάντησης. Καθώς βάδιζα μέχρι εκεί, το ανδρικό άρωμα του Ρούντολφ, μου είχε σπάσει τη μύτη, σε σημείο που η αρρενωπότητά του, θα έφτανε να περάσει στο πετσί μου. Ο φόβος μου βγήκε αληθινός, βλέποντας την γκριμάτσα του Άγγελου, ο οποίος αναρωτιόταν εμφανώς τι είδους ανδρικό άρωμα φορούσα. Συμπέρασμα; Ακόμη και εν τη απουσία του, πάλι θέματα μου δημιουργούσε.
Η προηγούμενη συζήτησή του, φάνηκε να με έχει επηρεάσει, σε σημείο να σκέφτομαι στα σοβαρά τα μαθήματα αυτοάμυνας. Εξάλλου, με τις διαθέσεις των πρώην συναδέλφων και νυν υπαλλήλων μου, αργά ή γρήγορα θα δεχόμουν επίθεση και έτσι έπρεπε να ήμουν προετοιμασμένη. Με τον συμμαθητή μου, καθίσαμε σε ένα κηπάριο, όπου άπαντες ήταν φτιαγμένοι, λες και πήγαιναν στα βραβεία όσκαρ, με τις γυναίκες να έχουν πετύχει τις τέλειες, ακίνητες μπούκλες και τους άνδρες να είναι έτοιμοι να φωτογραφηθούν για το εξώφυλλο του Men's health. Καθώς καταλάβαινα, συμφωνούσε στα κρυφά και ο συνοδός μου, αφού το βλέμμα του υποδήλωνε, δίχως να εκφράζεται ανοιχτά, πως ήμουν σαν τον φτωχό και κλέφτη συγγενή που είχε αρπάξει και ένα ανδρικό παλτό στα κρυφά. Για λίγο τον κοίταξα με υποβόσκον φόβο. Δεν ήμουν βέβαιη για το αν θα ξυπνούσε εκ νέου εκείνη η σπίθα του νεανικού έρωτα. Ο Άγγελος μου χαμογελούσε, μα για ακόμη μία φορά, παρατήρησα την ίδια σκιά να καλύπτει το όμορφο, νεανικό του πρόσωπο.
«Λοιπόν, πώς τα φέρνει έτσι η ζωή και συναντιόμαστε ξανά. Το παιδί από την Γερμανία είναι φίλος σου;»μου έθεσε την ερώτηση, η οποία ομολογουμένως και περιέργως με τσίτωσε.
Πριν δύο μέρες, θα τον αποκαλούσα μεγαλοστέλεχος του Τρίτου Ράιχ, εστεμμένο πρίγκιπα του Αδόλφου και ένα σωρό άλλα κοσμητικά επίθετα. Αυτή τη στιγμή ωστόσο, αδυνατούσα να το κάνω. Είχε φερθεί αξιοπρεπέστατα, με είχε γλιτώσει από τα διαβολικά αιλουροειδή και ένα σωρό άλλους μπελάδες. Μπορεί να ήταν ο κατακτητής, αλλά εδώ θα έκανα μία εξαίρεση. Η απάντηση που θα του έδινα λοιπόν, θα ήταν θετική.
«Ο Ρούντολφ, είναι συνάδελφος πλέον στη δουλειά μου. Δεν θα τον αποκαλούσα ακριβώς φίλο μου» κατόρθωσα να αρθρώσω τις λέξεις.
«Α, καινούργιος υπάλληλος; Εσύ πού εργάζεσαι;» με ρώτησε.
«Βασικά συνδιευθυντής. Πλέον είμαι στο τιμόνι ενός ταξιδιωτικού γραφείου στο οποίο δουλεύω τουλάχιστον έναν χρόνο» απάντησα και τον είδα να ταράζεται.
«Εσύ; Θέλω να πω, πώς έγινε αυτό; Είχε κάποιος συγγενής σου το γραφείο;» με ρώτησε έχοντας χάσει τα λόγια του.
«Γιατί χρειάζεται επιτέλους να έχω συγγενή, ή γκόμενο για να πάρω τη θέση της διευθύντριας;» φώναξα και είδα όλο το madame figaro και το men's health να γυρίζουν τα κεφάλια επάνω μας.
«Δεν είπα κάτι τέτοιο..» πάλεψε να με ηρεμήσει έχοντας καταλάβει τη λάθος ερώτηση
«Το υπονόησε το ύφος του τρόμου που υιοθέτησες, μόλις σου ανακοίνωσα τα νέα. Τελοσπάντων, ίσως και να το παρεξήγησα εγώ άδικα. Οι τελευταίες μέρες υπήρξαν δύσκολες για εμένα και με πολλές αλλαγές. Χάρηκα ωστόσο που σε είδα ξανά»
Το χέρι του σύρθηκε φιδίσια και έπιασε το δικό μου. Από την μία η κίνηση αυτή με κολάκευε, καθώς αυτό το νεαρό αγόρι είχε υπάρξει φανταστικός μου δεσμός για χρόνια και παρακαλούσα από έφηβη γονατιστή όλο το εικονοστάσι της γιαγιάς μου, για ένα του βλέμμα, μα από την άλλη, η συμβουλή του Ρούντολφ, με τίναξε από το σύννεφο των ονείρων μου. Το χέρι αποσύρθηκε με τρόπο και ο Άγγελος το κατάλαβε, και ας μην πτοήθηκε.
«Έχεις αλλάξει. Δεν είσαι πια το κορίτσι του σχολείου, που φοβόταν να διεκδικήσει τη θέση της στον χώρο. Μου αρέσει αυτό και λυπάμαι αν σε έφερα σε δύσκολη θέση τόσο στα χρόνια του σχολείου όσο και τώρα. Είναι εύκολο να βγάζουμε συμπεράσματα για τους άλλους με την πρώτη ματιά, μα δύσκολο να βρίσκουμε την υπομονή για να τους μάθουμε καλύτερα» πρόφερε και ένιωσα το πρόσωπό μου να φλέγεται.
Ένα ξαφνικό όμως τηλεφώνημα, τον έκανε να χάσει την προσήλωσή του στη στιγμή και στην έξοδό μας, ωθώντας τον να σηκωθεί. Κατόπιν, πληρώνοντας ευγενικά τον λογαριασμό και για τους δύο, μου ζήτησε να αποχωρήσουμε. Η αμηχανία και η ξαφνική νευρικότητα ήταν έκδηλη. «Λοιπόν, θα πρέπει να σε αφήσω. Λυπάμαι που σηκώθηκα απροειδοποίητα και εύχομαι κάποια στιγμή να το επαναλάβουμε δίχως να μας διακόψουν. Καλό σου βράδυ» με χαιρέτησε, αφήνοντας ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλό μου.
Η ώρα ήταν περασμένα μεσάνυχτα και με θλίψη διαπίστωσα πως ο ηλεκτρικός δεν λειτουργούσε πια. Η διαδρομή από Κηφισιά για Πειραιά, θα ήθελε τα διπλάσια χρήματα μετά τις δώδεκα, αλλά κομμάτια να γινόταν, έπρεπε να φύγω. Η κοντινότερη τράπεζα για ανάληψη με περίμενε και βρισκόταν δίπλα στον ηλεκτρικό. Επιστρέφοντας να φύγω, ετοιμαζόμουν να προσπεράσω το στενό του Ρούντολφ, καθώς ήταν πολύ κοντά στο τρένο και το σπίτι σχεδόν στη γωνία. Η ανεξήγητη περιέργεια, με έκανε να σταθώ απέναντι από την πολυκατοικία του, όταν παρατήρησα τα αχνά φώτα από το διαμέρισμα και τον ίδιο να στέκεται στο μπαλκόνι ρεμβάζοντας. Ευθύς στράφηκα πίσω για να συνεχίσω τον δρόμο μου, όταν το όνομά μου ήχησε δυνατά, από το βάθος του στενού.
Το ανατριχιαστικό, γερμανικό κάλεσμα, με το ελληνικό μου όνομα να ηχεί με μία προφορά παράξενη, συνοδεύτηκε και από το ξέσπασμα μίας δυνατής καταιγίδας. Τελευταία η ζωή μου έπαιζε παράξενα παιχνίδια, όφειλα να το ομολογήσω αυτό. Στο δεύτερο κάλεσμα από τα Τάρταρα και με εμένα να έχω σχεδόν παγώσει στη θέση μου, τον είδα να ανοίγει την εξώπορτα και να κατευθύνεται νευρικά προς το μέρος μου. Έχοντας αγκαλιάσει τρυφερά μία αδιέξοδη κατάσταση, κάρφωσα δειλά το βλέμμα μου στην εικόνα του. Ήταν φανερά εκνευρισμένος, είτε με εμένα, είτε με τον όνο που μου έλαχε για συνοδός και που με είχε παρατήσει στα κρύα του λουτρού.
«Έλα μέσα επιτέλους! Τι στο καλό σε έπιασε και στέκεσαι εκεί;» μου φώναξε και ήθελα να του ομολογήσω, πως ένας από τους χίλιους λόγους που απέφευγα το συναπάντημα, ήταν το κατσάδιασμα και η διάλεξη που θα ακολουθούσε σχετικά με τα παραπτώματα και την κακή επιλογή συνοδού. Όλα τα άνωθεν όμως, συνοψίζονταν στην φράση ΄΄στα λεγα΄΄.
Με τα μαλλιά μου βρεγμένα αλλά και εμένα την ίδια ως το μεδούλι, σύρθηκα ως την πόρτα βλέποντάς τον να έχει βραχεί στην αναμονή μου. Κάνοντάς μου νόημα στρατιωτικό, με διέταξε να προχωρήσω μουρμουρίζοντας ακατάπαυστα στα γερμανικά και με εμένα να νιώθω σαν την αντάρτισσα που όδευε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Το εσωτερικό του σπιτιού του ήταν όπως το θυμόμουν, με την διαφορά πως ο Ρούντολφ είχε βάλει θέρμανση και το πάτωμα είχε μία αίσθηση γλυκιά. Βλέποντας την ώρα, τινάχτηκα για να τηλεφωνήσω στον αδερφό μου, ενημερώνοντάς τον πως είχα μπλέξει και με τον ίδιο να με παρακαλάει να μη γυρίσω, καθώς είχε καλέσει την Αφροδίτη για να μελετήσουν. Ήμουν έτοιμη να ξεκινήσω εγώ τον δεκάλογο της μεγάλης αδερφής, όταν είδα τον Ρούντολφ να στέκεται με ένα πακέτο ρούχα και με εμένα να αναζητώ νοητά τη σβάστικα στο μανίκι.
«Πήγαινε να αλλάξεις, καθώς εκτός από τον κίνδυνο να αρρωστήσεις, θα μετατρέψεις το σαλόνι στη λίμνη των κύκνων. Μέσα έχω και ένα μαραφέτι για να στεγνώσεις τα μαλλιά. Ήταν ήδη στα αντικείμενα του σπιτιού, μην παραξενευτείς από το χρώμα του» με πρόλαβε δείχνοντάς μου ένα κακόγουστο, φούξια πιστολάκι.
Παραβλέποντας την μικρή κουκίδα κακογουστιάς, χώθηκα σε ένα από τα δωμάτια και ξεκίνησα να αλλάζω. Για άντρας, ήταν υπερβολικά καθαρός και τακτικός. Όλα του τα ρούχα μύριζαν φρεσκάδα και καθαριότητα και αυτό το σιχαμένο άρωμα που είχε γίνει ένα με το δέρμα και το μυαλό μου. Από την μία μου παρουσιαζόταν η εικόνα ενός άπιαστου ονείρου, του Άγγελου και από την άλλη αυτός ο κρύος, παγωμένος άνδρας που παρά τους κοφτούς του τρόπους, τα έκανε όλα σωστά. Έχοντας βάλει τις φόρμες του και στεγνώσει ελαφρώς τα μαλλιά μου, άνοιξα σιγανά την πόρτα για να τον ακούσω να μιλά στο τηλέφωνο, στη δική του βάρβαρη γλώσσα. Το θέαμά του όμως, με ανάγκασε να πάρω μία κοφτή ανάσα. Ήταν στην κουζίνα, φορώντας ένα άνετο παντελόνι φόρμας μαύρης και ετοιμαζόταν να φορέσει και την εξίσου μαύρη του μπλούζα, όταν είδα ξανά εκείνη την ουλή, που του είχε παραμορφώσει το δέρμα σε μία αρκετά μεγάλη έκταση. Φαινόταν παλαιό χτύπημα, το οποίο όμως κατά πώς φάνηκε δεν επουλώθηκε ποτέ. Το μυαλό μου έτρεξε στο επάγγελμά του ως αστυνομικός. Ίσως αυτή η πληγή, να ήταν κάποιο ατύχημα. Οι υποθέσεις έτρεχαν στο μυαλό μου, όταν συνειδητοποίησα, πως ο αξιωματικός της ειδικής φύλαξης του Αδόλφου, στεκόταν μπροστά μου, ακουμπισμένος στον τοίχο απέναντί μου. Το σάλιο μου στέγνωσε μονομιάς.
«Πες το» πρόφερε.
«Το ποιο;» τον ρώτησα αθώα.
«Αυτό που σκέφτεσαι. Γνωρίζω πότε κάποιος με παρακολουθεί υπό γωνία και ύπουλα, επομένως ρώτα με αυτό που σε απασχολεί» όρθωσε το φρύδι του αναμένοντας.
«Εντάξει, ακόμη και αν δεν πάρω απάντηση, αναρωτιόμουν τι σου συνέβη στη δουλειά σου σχετικά με το σημάδι κοντά στην καρδιά» αποφάσισα να είμαι ειλικρινής. Το βλέμμα του ευθύς ψύχρανε περισσότερο αν μπορούσε ποτέ να είναι δυνατόν κάτι τέτοιο. Το γλυκό του καστανό χρώμα, το κατάπιε το σκοτάδι, μία άβυσσος. Σύντομα επανήλθε όμως, απλώς για να μου δώσει την αναμενόμενη απάντηση.
«Είμαι αστυνομικός δεσποινίς και ατυχήματα συμβαίνουν στη δουλειά μας. Είναι λογικό όταν κυνηγάς εγκληματίες» μου απάντησε και βιάστηκε να αλλάξει το θέμα «Έχεις φάει κάτι ή απλώς με ένα ποτό;» με ρώτησε και τα μάτια μου προσγειώθηκαν στο καλογυαλισμένο πάτωμα και στην κοιλιά μου που με στόλιζε αξιοπρεπώς που την είχα ξεχασμένη, με μόνη παρηγοριά το αλκοόλ. Όταν ένευσα αρνητικά, κάγχασε με μεγαλοπρέπεια σαν να το περίμενε.
«Κάθισε» με πρόσταξε δείχνοντας τον καναπέ.
«Τι θα παραγγείλουμε;» ρώτησα με ενδιαφέρον.
«Τίποτε. Είσαι σπίτι μου και θα ήταν αφιλόξενο εκ μέρους μου να μην σου δώσω να δοκιμάσεις κάτι από τον τόπο μου που τόσο τον αγαπάς. Έχω μαγειρέψει» πρόφερε και κόντεψα να πνιγώ. Πολλά τα θετικά επάνω του για αρσενικό. «Εintopf το λέμε. Είναι λαχανικά με λουκάνικο. Λίγο βαρύ για βράδυ, το ξέρω αλλά πιστεύω θα σου αρέσει»
Πράγματι, αυτό το φαγητό που έμοιαζε με τουρλού, ήταν γευστικότατο. Η συνείδησή μου μου φώναζε πως είχα και κοινές γευστικές προτιμήσεις με αυτόν τον βάρβαρο λαό. Έχοντας επιμείνει να αναλάβω εγώ να καθαρίσω την πολυτελή κουζίνα της μητέρας του Άγγελου και του σπιτιού της οικογενείας ταύτης, κάθισα για λίγο στον καναπέ, μονάχα που δεν κατάλαβα για πότε ο Μορφέας μου επιτέθηκε, για να νιώσω ώρες αργότερα το κορμί μου ζεστό και τις ηλιαχτίδες να τρυπώνουν ελαφρώς από τις κατεβασμένες γρίλιες της μπαλκονόπορτας. Ο τρόμος με επισκέφτηκε, όταν κοίταξα το κινητό μου και είδα μήνυμα από τον αδερφό μου με κρυμμένο υπονοούμενο, που για εμένα ήταν ευκόλως εννοούμενο, και ο οποίος με πληροφορούσε, ότι βρισκόταν στο δρόμο για το σχολείο. Σηκώθηκα με κόπο για να διαπιστώσω πως ήμουν σκεπασμένη με κουβέρτα. Τα ρούχα μου ήταν απλωμένα και στεγνά, οπότε τα πήρα για να αλλάξω. Η πόρτα του δωματίου του ναζί ήταν κλειστή και εγώ έχοντας πλυθεί, μπας και με εγκαταλείψει η κούραση, χτύπησα διακριτικά προκειμένου να ετοιμαστεί και να φύγουμε. Όταν δεν έλαβα απάντηση στην τρίτη προσπάθεια, άνοιξα διακριτικά για να με κυκλώσει το σκοτάδι. Ο Ρούντολφ ήταν σκεπασμένος, ωστόσο έκανε ανήσυχο ύπνο. Στην γλώσσα του δεν καταλάβαινα τίποτε απολύτως από τα λεγόμενα του εφιάλτη που τον καταδίωκε.
΄΄Χάινριχ! Πρόσεχε! Φύγε από εκεί! Κουνήσου γαμώτο!΄΄
Τα χέρια μου σιγανά τον ακούμπησαν, για να ξεφύγει στο ύπνο του ένα χτύπημα δυνατό και να με βρει στο σαγόνι. Ο πόνος ήταν τόσο ξαφνικός και μεγάλος, που τα μάτια μου θόλωσαν, ενώ επικαλούμουν τον Κύριο να με λυπηθεί. Ο ύπουλος ναζί πετάχτηκε αιφνιδιασμένος, για να με δει να υποφέρω και να σφαδάζω σαν χτυπημένο ζώο στην άσφαλτο. Η ανάσα του έβγαινε με δυσκολία, ενώ ψιθύριζε το όνομά μου τρομοκρατημένος.
«Καλλίστη! Είσαι καλά; Μίλησέ μου» Τα χέρια του άγγιξαν απαλά το δικό μου που προστάτευε τη χτυπημένη περιοχή «Δεν έπρεπε να έρθεις εδώ! Ας μου φώναζες! Τώρα κοίτα τι έγινε! Έτσι εισβάλεις εσύ σε ξένα δωμάτια;»
Ο αντίχειράς του, παραμέρισε τα δάχτυλά μου και άγγιξε το μάγουλό μου. Κάπου εκεί, είχα ξεχάσει και την Πούλια και τον Αυγερινό που είχα αντικρίσει νωρίτερα. Ο Ρούντολφ στεκόταν όρθιος μπροστά μου, ημίγυμνος, με βλέμμα φορτισμένο εξαιτίας της ανησυχίας. Ήταν εκείνη η μοναδική στιγμή που είχε αφήσει το Σινικό Τείχος της ψυχής του να ραγίσει έστω και για μερικά δευτερόλεπτα. Το χέρι μου κινήθηκε τρέμοντας, αγγίζοντας και παραμερίζοντας το δικό του. Έντρομος κάρφωσε τη ματιά του στο σημείο που τον είχα αγγίξει. Φυσικά η στιγμή διαλύθηκε, καθώς η Γκεστάπο πήγε να μου φέρει λίγο πάγο, ζητώντας μου συγγνώμη αρκετές φορές και ταυτόχρονα κατσαδιάζοντάς με για την ασέβεια που επέδειξα νωρίτερα. Όντας έτοιμοι αμφότεροι και με το στόμα μου να υποφέρει, πήραμε τον ηλεκτρικό με εμένα να εξηγώ όσο πιο λιτά μπορούσα λόγω του πόνου, την αξία του μηνιαίου εισιτήριου. Ο Πειραιάς μας υποδέχτηκε ξανά, το ίδιο και ο Μάρκος ο οποίος στη θέα τη δική μου και του Ρούντολφ, γούρλωσε τα μάτια. Ο Γερμανός τον προσπέρασε ελαφρώς άκεφα, και αυτό στάθηκε αρκετό για να καβαλήσει σχεδόν την μπάρα και να βρεθεί μπροστά μου.
«Έχω μία σειρά από ερωτήσεις, αλλά φοβάμαι και να τις θέσω έτσι όπως σε βλέπω. Ωστόσο, απάντησέ μου σε μία μονάχα που προέχει των υπόλοιπων. Ήταν τόσο κακό όλο αυτό που καταλήξατε στον ξυλοδαρμό;» με πείραξε βλέποντάς το ελαφρύ κοκκίνισμα στο σαγόνι μου κοντά.
«Μάρκο, ήταν ατύχημα» του απάντησα.
«Γιατί ακροβατικά έκανες και κόπηκε το σχοινί;» γέλασε τρανταχτά, με εμένα να τον καρφώνω αποδοκιμαστικά και τον Αιμιλιανό να προβάλει σαν στοιχειό των βάλτων, ακριβώς από πίσω μου. Το χαμόγελό του έκρυβε φθόνο και απέχθεια προς το κατακερματισμένο πλέον πρόσωπό μου.
«Καλημέρα σας» πρόφερε κοφτά και ήταν σαν να με καταριόταν.
«Ήταν καλή η μέρα» σχολίασα.
«Ω, ήταν; Είστε βέβαιη;» πήγε να με στρυμώξει.
«Ο καφές σας. Γρήγορα, πιείτε τον μην κρυώσει» πετάχτηκε ο Μάρκος προκειμένου να τον διώξει με τρόπο. Κατόπιν, ένα βλέμμα οίκτου και κατανόησης προσγειώθηκε επάνω μου. Με καρτερούσε το δίχως άλλο μία δύσκολη μέρα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro