Κεφάλαιο Τρίτο/ part 1
Έχοντας δοκιμάσει τα εδέσματα τα ελληνικά, δίχως την τρομακτική επίδραση του σκόρδου, ο Ρούντολφ βάδισε μέχρι τον ηλεκτρικό σταθμό για να πάρει το τρένο που αναχωρούσε για Κηφισιά. Ακόμη αισθανόταν πως βρισκόταν έξω από τα νερά του, σε μία ξένη χώρα, με τον ίδιο να μην καταλαβαίνει ούτε μισή αράδα ελληνικά και φυσικά βιώνοντας το τοπικό ταπεραμέντο που ερχόταν σε σκληρή αντίθεση με το δικό του το γερμανικό. Η κηδεία του πατέρα του, του είχε κοστίσει, περισσότερο γιατί πίστευε πως οι δυο τους δεν κατόρθωσαν να βρουν την ευκαιρία, είτε να γεφυρώσουν το χάσμα που τους χώριζε, είτε να το διαλύσουν μία και καλή. Όταν η Καλλίστη τον ρώτησε για τον αν είχε στεναχωρηθεί για τον θάνατο του Ρέινε, ο ίδιος εισέπραξε την απορία σαν ένα γερό χαστούκι. Αυτό που αδυνατούσε να της αποκαλύψει, ήταν πως τον πατέρα του τον είχε χάσει καιρό πριν αν και όχι με την κυριολεκτική σημασία. Η δουλειά του, του είχε κιόλας λείψει, όπως και ο αδερφικός του φίλος που συχνά τον καλούσε για μία μπύρα μετά από πολύωρη εργασία και τρέξιμο. Είχε αποφασίσει ωστόσο να δώσει μία ευκαιρία στην νέα του αρχή, παραμένοντας για τις επόμενες δύο εβδομάδες. Το τηλέφωνό του χτύπησε και το όνομα του Γιοχάννες φιγουράρισε στην οθόνη.
΄΄Μάντεψε πού βρίσκομαι΄΄ τον πείραξε και κατόπιν του έστειλε φωτογραφία του ευτραφούς αίλουρου του σπιτιού του.
΄΄Τέσσερις παρόμοιοι με αυτόν, κόντεψαν να στείλουν την δεσποινίδα διευθύντρια στον άλλο κόσμο. Πάλι καλά που την πρόλαβα γιατί ήταν αλλεργική. Αν επιθυμείς πάντως, μπορείς να πάρεις τη γάτα μαζί σου, θα κάνεις και μία καλή πράξη γιατί έτσι όπως την βλέπω, οι έξι από τις εφτά ζωές, έχουν θυσιαστεί στο βωμό της παχυσαρκίας΄΄ του απάντησε ο Ρούντολφ και γελάσανε ΄΄Μου έλλειψες κολλητέ. Εσύ και οι επικίνδυνες, αστυνομικές αποστολές μας΄΄ πρόφερε στο τέλος και ο Γιοχάννες ξεφύσησε.
΄΄Δεν είμαστε για συγκινήσεις τώρα. Θέλω να μου περιγράψεις την συνεργάτιδά σου. Πώς τα πάτε; Διορθώθηκε η εντύπωσή της, ή εξακολουθεί να σε βλέπει σαν τον υπεύθυνο της υπογραφής της ΄΄Τελικής λύσης΄΄;
΄΄Ώρες-ώρες γίνεται ανυπόφορη. Στο πρόσωπό μου βλέπει έναν εν δυνάμει κατακτητή και δυσκολεύεται να καταλάβει, πως ο αληθινός κίνδυνος, βρίσκεται εντός της εταιρείας. Απορώ με την πολιτική του πατέρα μου, να προσλαμβάνει τέτοια άτομα, που θα συγκαταλέγονταν στους δωσίλογους αν πράγματι η χώρα βρισκόταν υπό κατοχή. Επίσης, εικάζω πως με αντιπαθεί και ο καφετζής από απέναντι΄΄ μούγκρισε ο Ρούντολφ.
΄΄Κατάλαβα, θραύση έκανες πάλι. Θα κανονίσω την άλλη βδομάδα να έρθω και θα μπουν όλα σε μία τάξη. Σε αφήνω τώρα, έχεις χαιρετίσματα από τη μητέρα σου΄΄
Το τηλέφωνο έκλεισε και ο Ρούντολφ συνειδητοποίησε πως είχε φτάσει επιτέλους στον προορισμό του. Με την βοήθεια του πλοηγού, βρήκε το διαμέρισμα και πλησιάζοντας, είδε τον ιδιοκτήτη με τον οποίο είχαν μιλήσει το πρωί να βγαίνει κατηφής.
«Ωπ, καλησπέρα σας» του είπε στα ελληνικά ο Άγγελος.
«Δεν μιλώ ελληνικά» απάντησε ο Ρούντολφ στα αγγλικά.
«Με συγχωρείτε, Το είχα ξεχάσει. Ε, δεν ήσασταν και τέρας πολυλογίας την τελευταία φορά που σας είδα. Λοιπόν, πώς σας φάνηκε το διαμέρισμα; Βολευτήκατε;» τον ρώτησε ο νεαρός.
«Είναι μία χαρά. Αλίμονο να διαμαρτύρομαι με τόσες ανέσεις. Εσύ που μένεις;» για κάποιον λόγο που δεν μπορούσε να εξηγήσει, το αστυνομικό του ένστικτο χτυπούσε με αγωνία, σαν ενοχλητικό ξυπνητήρι τα ξημερώματα.
«Εδώ κοντά, αλλά έχω φίλους στην πολυκατοικία και πηγαινοέρχομαι. Χάρηκα που συνάντησα την Καλλίστη, δεν ξέρω αν είναι φίλη σου, μα να της δώσεις χαιρετίσματα» πρόφερε ο νεαρός και απομακρύνθηκε.
΄΄Δεν θα παραλείψω΄΄ μούγκρισε ο Ρούντολφ καθώς έμπαινε στο διαμέρισμα.
Με μία απότομη κίνηση, έβγαλε όλα του τα ρούχα και κάνοντας ένα ζεστό και αναζωογονητικό μπάνιο, έπεσε σχεδόν νεκρός στο κρεβάτι του, ευχόμενος την επόμενη μέρα να κατορθώσει να τιθασεύσει ως γνήσιος Αρείος, όλο το Τρίτο Ράιχ που είχε κάνει κατάληψη σε αυτό το μικρό τουριστικό γραφείο.
Το ξημέρωμα, με βρήκε να ανοίγω διστακτικά το αριστερό μου μάτι, για να αντικρίσω τη φιγούρα του Αργύρη πανέτοιμη να δεσπόζει πάνω από το κεφάλι μου, σαν την εφιαλτική Μόρα. Τότε συνειδητοποίησα πως τα διευθυντικά καθήκοντα, μου είχαν πέσει ήδη βαριά, προτού καν προλάβω να μπω στο πετσί του ρόλου. Η σκέψη όμως πως θα ανακοίνωνα την παύση της καθαρίστριας και την ανάληψη των ευθυνών ακόμη και για τις τουαλέτες από το προσωπικό του κάθε ορόφου, μου δημιουργούσε πεταλούδες ευτυχίας στο στομάχι, υπενθυμίζοντάς μου την γλυκιά γεύση της εκδίκησης. Εξάλλου και η υπεύθυνη που είχαμε, παρά τις συστάσεις του συγχωρεμένου, έχωνε τα ψίχουλα της τυρόπιτας κάτω από τον καναπέ και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Ο δε Νικόλαος, κάθε φορά που επισκεπτόταν το αποχωρητήριο, ξεσπούσε στο χαρτί υγείας με μανία, με αποτέλεσμα να χρειάζεται να το ξεδιπλώνουμε μία ώρα, προκειμένου να μας φανεί χρήσιμο για την δουλειά που φτιάχτηκε. Ήταν η στιγμή που ο Αιμιλιανός τον καταριόταν από τα βάθη της ψυχής του σιωπηλά, για να συμμαχήσει όμως αναγκαστικά στην πορεία μαζί του και ενάντια στην γυναικεία παρουσία.
Αφήνοντας τον αδερφό μου στο σχολείο, βάδισα κατά μήκος του λιμανιού με τις μυρωδιές από τα φρέσκα και αχνιστά κουλουράκια να μου φτιάχνουν τη διάθεση. Φτάνοντας μπροστά στο καφέ, χαιρέτησα τον Μάρκο, ο οποίος ευθύς αντιλήφθηκε πως την σημερινή ημέρα, ετοιμαζόμουν προφανέστατα να πραγματοποιήσω κάποια βαρύγδουπη ανακοίνωση.
«Να τον κάνω σκέτο καλύτερα;» με ρώτησε, όταν τον είδα να κοιτάζει πίσω από εμένα και φοβήθηκα για τυχόν πισώπλατο μαχαίρωμα « Ο εθνικοσοσιαλιστής φίλος σου κατέφθασε και παραπαίει. Τι του έκανες του δόλιου;» με ρώτησε σαν είδαμε πράγματι τον Ρούντολφ να στέκεται δύσθυμος μπροστά μας.
«Τον πέρασα έξω από το οβελιστήριο του Τάκη. Ίσως το εθνικό μας φαγητό του έπεσε βαρύ» πρόφερα.
«Βαρύτερο από τα μπαχάρια μέσα στα λουκάνικα Φρανκφούρτης αποκλείεται. Έλα λεβεντιά μου, πάρε δώρο ένα φρέντο, σήμερα που το αφρόγαλα δεν είναι ληγμένο» πρόφερε χασκογελώντας για να γυρίσω να τον κοιτάξω έντρομη.
«Μην ανησυχείς, μόνο στον Αιμιλιανό προσφέρω ό,τι μας έχει περισσέψει. Ξέρεις, σαν το σούπερ μάρκετ που βγάζει όλη τη σαπίλα μπροστά σαν κράχτη και το καλό το προϊόν κρύβεται πίσω-πίσω» μου χαμογέλασε, με τον Ρούντολφ να το πιάνει νωχελικά, αμολώντας ένα ΄΄ danke΄΄ για να εισπράττει το ΄΄bitte΄΄ του Μάρκου ως απάντηση.
Οι δυο μας ξεκινήσαμε τον Γολγοθά, ενώ παρά το γεγονός πως είχαμε φτάσει νωρίς στον προορισμό μας, το Ράιχστανγκ ήταν γεμάτο και όλα τα μέλη σε πλήρη ετοιμότητα για πραξικόπημα. Αυτό όμως που δεν γνώριζαν, ήταν πως ο πραξικοπηματίας θα ήμουν εγώ. Περιχαρής λοιπόν εισήλθα, ρίχνοντας μία διαπεραστική ματιά στον Αιμιλιανό που πάσχισε ευθύς να ανταποδώσει και ταυτόχρονα να χρωματίσει με γλοιώδη γοητεία, μόλις πέρασε από μπροστά του ο Ρούντολφ.
«Καλημέρα σας αξιότιμε νεαρέ Έμπερχαντ» ακούστηκε η φιδίσια του φωνή, μα ο Ρούντολφ απορροφημένος στην κατάποση του ροφήματος, κούνησε απλώς το κεφάλι του. Μόλις μπήκαμε στο κοινό μας γραφείο, ευθύς έκλεισα πίσω μου την πόρτα και τον κοίταξα με βλέμμα που υποδήλωνε εκδικητικότητα.
«Ωχ» πρόφερε απλώς.
«Με βάση την οικονομική ανάλυση του αξιότιμου κύριου Λαζαρίδη, που σαν οχιά διμούτσουνη σέρνεται ανάμεσά μας, το γραφείο αντιμετωπίζει ένα ελαφρύ οικονομικό πρόβλημα, εξαιτίας της μείωσης της δουλειάς από μία ναυτιλιακή εταιρεία του αξιαγάπητου κύριου Νικόλαου. Επομένως, θεώρησα πως για την ώρα και μέχρι να υπάρξει σχετική ανάκαμψη, η καθαρίστρια θεωρείται περιττή πολυτέλεια. Άσε που έχει δεχτεί ουκ ολίγες φορές συστάσεις για το έργο της το ελλιπές, δίχως την παραμικρή βελτίωση. Επειδή όμως είμαι και καλός και προνοητικός άνθρωπος, αγόρασα και μία λεκάνη με τα απαραίτητα, τα οποία θα μοιράσω στους κυρίους έξω μόλις ολοκληρώσω την ανακοίνωση»
Μπροστά σε αυτή μου τη δήλωση, είδα τον Ρούντολφ να χλομιάζει, κοιτώντας μία πλαστική λεκάνη σε χρώμα κουφετί, που επίτηδες είχα επιλέξει. Μέσα ήταν τοποθετημένα με τάξη, όλα τα καθαριστικά προϊόντα, τόσο για τα γραφεία τους, όσο και για το δωμάτιο του σκανδάλου, όπου ο Νικόλαος έδινε τις προσωπικές του μάχες με το χαρτί υγείας, αηδιάζοντας τον Αιμιλιανό. Περιχαρής λοιπόν και με την λεκάνη στο χέρι, άνοιξα την πόρτα και στάθηκα μπροστά στο έντρομο ακροατήριό μου.
΄΄Ξεκίνησες το επάγγελμα που σου αναλογεί;΄΄ σιγοψιθύρισε ο Αιμιλιανός, βέβαιος πως δεν είχα κατορθώσει να ακούσω ούτε μισή φαρμακερή κουβέντα.
«Κύριοι, έχω μία έκτακτη ανακοίνωση. Έπειτα από ολονύχτια μελέτη των οικονομικών της εταιρείας, μετά λύπης κατέληξα σε μία ριζοσπαστική απόφαση. Η κυρία που μας καθαρίζει, θα πάψει από τους ορόφους μας, καθώς εκτός από πολυέξοδη, είναι και πολυτάλαντη στο να κρύβει τις ακαθαρσίες κάτω από καναπέδες και χαλιά. Ως αποτέλεσμα αυτής της απόφασης, από σήμερα, εσείς θα είστε υπεύθυνοι της καθαριότητας του ορόφου μας και το ίδιο ισχύει και για τους από κάτω. Εδώ βρίσκονται όλα όσα θα χρειαστείτε και σε περίπτωση έλλειψης, ο Σκλαβενίτης είναι μία ανάσα μακριά. Καλή σας μέρα και με προσοχή πλέον η σκοποβολή. Ξέρετε εσείς...»τους έκλεισα το μάτι.
Σύννεφα βαριά σηκώθηκαν και το προσωπικό βρέθηκε να πλέει ακυβέρνητο σε θαλασσοταραχή. Ο Αιμιλιανός κοιτούσε με απαξιωτική αηδία την λεκάνη, ενώ ο Νικόλαος είχε βαλθεί να κάνει έρευνα εσωτερική σε όλα τα ελληνικά λεξικά, ώστε να με στολίσει κόσμια και με το γάντι. Σαν να μην έφταναν αυτές οι δύο περιπτώσεις, υπήρχε και μία τρίτη, η οποία λόγω άδειας δεν είχε σπεύσει ακόμη ταχύτατα, να γνωρίσει τον νέο διευθυντή που πήγαινε πακέτο με τη διευθύντρια. Ήταν ο κύριος Θωμάς Καλέργης, τον οποίο εγώ σε πείσμα του χαρακτήρα μου, αποκαλούσα άπιστο Θωμά, προκαλώντας του ταραχές. Τις πρώτες μέρες που είχε έρθει στη δουλειά, για την ακρίβεια την επομένη της δικής μου πρόσληψης, κάθε φορά που χτυπούσε το τηλέφωνό του, εγώ άκουγα το καμπαναριό της Αγίας Σοφίας. Πεπεισμένη πως καμία εκκλησία δεν βρισκόταν τριγύρω, θεώρησα πως είχα αρχίσει να τρελαίνομαι ή ακόμη χειρότερα πως ο ίδιος ο Κύριος μου έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου. Είχα βαλθεί να κάνω στα κρυφά τον σταυρό μου, όταν κατάλαβα, πως αυτός, ήταν ο ήχος κλήσης του κινητού του τηλεφώνου.
Ο εν λόγω κύριος, είχε μετατρέψει την γωνίτσα του γραφείου του σε εικονοστάσι. Όλοι οι Άγιοι Πατέρες, όλοι οι Άγγελοι και Αρχάγγελοι, κρέμονταν από τους τοίχους, λοξοκοιτώντας ταυτόχρονα το κολασμένο γραφείο του Αιμιλιανού που βρισκόταν ακριβώς δίπλα τους. Είμαι βέβαιη πως ο Θωμάς, έφτυνε τον κόρφο του τρείς φορές, στην θέα του συγκεκριμένου ανθρώπου. Απορίας άξιον μου φάνηκε αυτή η πρόσληψη, όταν κατάλαβα πως ο άπιστος Θωμάς, δούλευε κάποτε στον τομέα των πωλήσεων μίας αεροπορικής εταιρείας, με αποτέλεσμα εμείς, εκτός από εικόνες, να γεμίσουμε και με νέους πελάτες. Ήταν μία κίνηση κέρδους, δεν μπορούσα να ισχυριστώ το αντίθετο, ωστόσο ο Θωμάς μπρος στη δουλειά, ήταν ικανός να παραβεί και τις δέκα εντολές ταυτοχρόνως. Αυτό λοιπόν το θρησκευόμενο διαμάντι μας έλειπε, για να ολοκληρωθεί η τρέλα που επικρατούσε εκεί μέσα.
«Έχεις ξεφύγει!» μου όρμησε σχεδόν ο Αιμιλιανός «Εγώ την πατσαβούρα δεν την αγγίζω!» γρύλισε.
«Ορθώς τοποθετηθήκατε, καθώς δεν θα την αγγίξετε. Θα την στύψετε κατά προτίμηση» τον κάρφωσα.
« Να ομιλείτε αβροδιαίτως! Μπορεί η γυνή απέναντί σας να ήτο απαράδεκτη, αλλά ας μην πίπτουμε στο επίπεδό της» πάλεψε ο Νικόλαος να τον βάλει στη θέση του.
«Κύριοι λυπάμαι, μα ήταν αναγκαίο κακό η απόσυρση του προσωπικού καθαρισμού. Σκεφτείτε πως έτσι, θα έχετε εσείς τον έλεγχο της καθαριότητας του ορόφου και φυσικά θα γλιτώσουμε και ένα σεβαστό ποσό από τα έξοδα της επιχείρησης» τελείωσα «Για την ώρα δεν έχω κάτι άλλο, συνεχίζουμε κανονικά και θα μπουν υπό εξέταση και τα περιστασιακά μπόνους που έδινε ο κύριος Έμπερχαρντ» πάτησα ακόμη ένα κουμπί ευαίσθητο.
«Έτσι αδοκήτως μας το ανακοινώνετε; Ξέρετε πόση δουλειά ρίχνουμε καθημερινά;» μου φώναξε ο πολυαγαπημένος μου Νικόλαος.
«Να δω ποιος θα πληρώσει τα σπασμένα, αν μας κάνουν έλεγχο. Εύχομαι τότε, να έχετε ετοιμάσει επιχειρήματα και κατά προτίμηση στην καθαρεύουσα, μήπως και δεν κατανοήσουν τα λεγόμενά σας και τη γλιτώσουμε. Οι εποχές δεν είναι κατάλληλες για ρίσκα. Καλό υπόλοιπο» τους ευχήθηκα και έτσι απλά και αβίαστα, επέστρεψα στο εσωτερικό του προσωπικού μου χώρου, έχοντας σκορπίσει το απόλυτο χάος.
Η αλήθεια, υπό άλλες συνθήκες δεν θα έπαιρνα ποτέ τέτοιες ριζοσπαστικές αποφάσεις. Ήμουν πάντοτε υπέρ της ισότητας των εργαζομένων και φυσικά υπέρ ενός φιλικού και ζεστού, εργασιακού περιβάλλοντος. Ωστόσο, δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Αιμιλιανός με είχε προσβάλει, ακόμη και μπροστά στον συγχωρεμένο τον κύριο Έμπερχαρντ, κατηγορώντας με για ανικανότητα, απλώς και μόνο επειδή εκείνος, είχε μάλλον ξυπνήσει όντας ξεσκέπαστος όλο το βράδυ. Μιλούσε για την γυναίκα του και την οικογένειά του με τόση υποτίμηση, που η καρδιά μου σκιζόταν στα δύο. Για εμένα η οικογένεια ήταν κάτι πολύτιμο και κάτι που είχα αναγκαστικά στερηθεί από πολύ μικρή ηλικία. Δεν θα μπορούσα σε καμία περίπτωση να επιτρέψω σε αυτόν τον άνθρωπο, να προσβάλει μία έννοια τόσο πολύτιμη.
«Μετάφραση» άκουσα την αυστηρή φωνή του Ρούντολφ, ο οποίος τώρα φορούσε ένα μαύρο, κοκάλινο ζευγάρι γυαλιών οράσεως, που του πρόσδιδε ακόμη μεγαλύτερη αυστηρότητα.
Αυτή τη στιγμή, ήταν συγκεντρωμένος σε μία στοίβα χαρτιά και πάλευε να μπει στο κλίμα, όσο αυτό ήταν δυνατό. Πράγματι, του έκανα μία εκτενή μετάφραση όλης της μαύρης λίστας του ανακοινωθέντος που έβγαλα και τον είδα να υψώνει εκείνο το μελένιο βλέμμα προς το μέρος μου.
«Την πήρες την εκδίκησή σου;» με ρώτησε πονηρά και εγώ ένευσα θετικά. Θα χάριζα δύο και τρεις ζωές, για να απολαύσω το θέαμα του Αιμιλιανού, σε στάση αδέξιας αγκαλιάς με την σφουγγαρίστρα ή ακόμη καλύτερα την λεκάνη «Ξέρεις, πάλευα εδώ και ώρα να καταλάβω, τι ακριβώς σκεφτόταν ο πατέρας μου, προσλαμβάνοντας τους υπαλλήλους. Έπειτα κατέληξα στο συμπέρασμα, πως ήταν απλώς Γερμανός. Με μία ματιά και εθελοτυφλώντας φυσικά στις ψυχικές αδεξιότητες του καθενός, όλοι έχουν προσφέρει μία καλή και σωστή δουλειά εδώ. Ο πατέρας μου, είδε αυτό ακριβώς, Το βιογραφικό τους. Δεν τον ένοιαξε το αν ήταν μισογύνηδες, ή φιλόζωοι, ή δεν ξέρω και εγώ τι άλλο. Ωστόσο, να έχεις κάτι στο μυαλό σου. Ο σεβασμός δεν επιβάλλεται, κερδίζεται» ολοκλήρωσε και τον είδα να συγκεντρώνεται εκ νέου στη δουλειά του, προβληματίζοντάς με.
Η ώρα είχε περάσει και ο Μάρκος με είχε παρακαλέσει γονατιστός, να μου κάνει παράδοση της παραγγελίας μας, μόνο για να δει τον Νικόλαο να ξεσκονίζει λεπτομερώς τον προσωπικό του χώρο. Αυτό το παιδί ήταν η αδυναμία μου. Μία οικογένεια φτωχή σχετικά, μα πλούσια συναισθηματικά. Η μητέρα του είχε προβλήματα υγείας και τα παιδιά εργάζονταν όλα προκειμένου να βοηθήσουν. Μεταξύ μας, είχαμε μία όμορφη σχέση φιλίας και φυσικά ήξερα πως και η συνάδελφός μου τον συμπαθούσε πολύ. Είχα πλειστάκις αναρωτηθεί πώς τα είχε φέρει έτσι η ζωή και οι δυο τους δεν βρίσκονταν ήδη σε σχέση. Αυτό ωστόσο που δεν γνώριζα, ήταν η διαθεσιμότητα η ψυχική του Μάρκου για έναν τέτοιο σκοπό.
Ο ήλιος έδυε και πάλι όταν είδα τον Ρούντολφ να μαζεύει τα πράγματά του. Για ακόμη μία μέρα θα αποχωρούσε ολομόναχος, δίχως να έχει μελλοντικά σχέδια κάποιας εξόδου, δίχως φίλους ή παρέες. Αυτός ο άνδρας έμοιαζε με χειρότερο τείχος και από εκείνο του Βερολίνου, το οποίο κάποτε γκρεμίστηκε κάποτε εν μέρει. Ήθελα να τον ρωτήσω για τον ίδιο, γενικά για την οικογένειά του, ωστόσο δύσκολα άνοιγες κουβέντα μαζί του, ενώ το σαράκι της περιέργειας, φαινόταν να απουσιάζει παντελώς από μέσα του. Τώρα στεκόταν μπροστά από την μεγάλη μας τζαμαρία, με την ροδαλή απόχρωση της δύσης να χτυπά το όμορφο πρόσωπό του. Δεν ήξερα πώς να αισθανθώ απέναντί του. Ίσως η σωστότερη λέξη, ήταν εκείνη της αμηχανίας απέναντι σε κάποιον, που αποδεδειγμένα δεν μπορούσα να φέρω πιο κοντά μου. Οι δυο μας, είχαμε κάνει μία λάθος αρχή. Εγώ γιατί ήμουν βουτηγμένη στην προκατάληψη, τόσο εξαιτίας της γιαγιάς μου και των φρικτών εμπειριών της Κατοχής, όσο και εξαιτίας της αλαζονικής και άκρως ρατσιστικής συμπεριφοράς των συναδέλφων, που με περισσή χάρη πλησίαζαν τις απόψεις του αλλοτινού Τρίτου Ράιχ και εκείνος γιατί πίστεψε πως ίσως είχα κλέψει την αγάπη του πατέρα του. Οι δυο μας μαζέψαμε τα πράγματα και κατεβήκαμε μαζί μέχρι την εξώπορτα, ακούγοντας υπόκωφες κατάρες από την μεριά του Αιμιλιανού, ο οποίος κονταροχτυπιόταν με τον Νικόλαο, για το ποιος θα καθαρίσει το αποχωρητήριο.
«Θα είσαι εντάξει;» με ρώτησε στο τέλος και για λίγο το σκέφτηκα. Πάλι μόνος του θα επέστρεφε στο σπίτι, δίχως άνθρωπο να μιλήσει, ασχέτως αν πίστευα πως κάτι τέτοιο ίσως και να τον ευχαριστούσε τελικά.
Προτού απαντήσω, το τηλέφωνό του χτύπησε. Από τα λεγόμενα, είχα καταλάβει, πως στην γραμμή ήταν ο Άγγελος που συζητούσε μαζί του για το ενδεχόμενο θέρμανσης της πολυκατοικίας. Το βλέμμα του τότε, στράφηκε επάνω μου και με κοίταξε πλαγίως. Κατόπιν, μου έδωσε το τηλέφωνο λέγοντάς μου πως ο εν λόγω κύριος, επιθυμούσε να μου μιλήσει. Προς μεγάλη μου έκπληξη, ο νεαρός ήταν ιδιαίτερα διαχυτικός μαζί μου. Ότι δεν υπήρξε στο σχολείο δηλαδή. Είχε και έναν αδερφό μεγαλύτερο αρκετά, κοντά στην ηλικία του Ρούντολφ, ωστόσο σπάνια τον βλέπαμε και αυτές τις σπάνιες φορές, μιλούσε ελάχιστα. Γενικά έκανε πολλά ταξίδια στο εξωτερικό, μα το ακριβές του επάγγελμα δεν ήμουν βέβαιη αν το είχα ακούσει και ποτέ. Ο Άγγελος λοιπόν, μου ζητούσε αν ήθελα να βγούμε στην Κηφισιά απόψε, μιας που είχε και ωραίο σχετικά καιρό. Δεν ήθελα να αρνηθώ φυσικά και ταυτόχρονα σκέφτηκα πως θα ήταν και μία καλή ευκαιρία, να συνοδέψω ως εκεί τον Ρούντολφ.
«Λοιπόν, θα έρθω μαζί σου. Θα βγω εκεί γύρω, επομένως θα απολαύσεις την παρέα μου» τον πείραξα.
«Η τύχη μου άνοιξε ξαφνικά» πήγε να με πειράξει «Να του πεις να σε γυρίσει πίσω τουλάχιστον. Θα είναι αργά όταν θα επιστρέφεις εδώ» πρόφερε κοφτά και οι δυο μας βαδίσαμε μέχρι τον ηλεκτρικό.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro