Κεφάλαιο Τέταρτο/ part 3
Τα βήματά του αντηχούσαν στους δρόμους. Παρά το κρύο ο κόσμος στο Βερολίνο έκανε τη δική του βόλτα. Στο μυαλό του Ρούντολφ είχαν έρθει όλες εκείνες οι φρικτές στιγμές, όπως κάθε φορά που επισκεπτόταν τον τάφο του αδερφού του. Τη νύχτα εκείνη, είχε γίνει μακελειό. Ο ίδιος, ο συνάδελφός του ο Χάινριχ και ο Γιοχάννες, γλίτωσαν από θαύμα. Ναι, ο Γιοχάννες ήταν παρών σε αυτό και μπορούσε να καταλάβει τον Ρούντολφ απόλυτα. Κάθε μέρα τον επισκεπτόταν στην εντατική, όπως και στο σπίτι του αργότερα όταν ανάρρωνε και μάθαινε να ζει με την απουσία του αδερφού του καθώς και με την φοβία για το επάγγελμα που τόσο αγαπούσε. Χρειάστηκε αρκετός καιρός ψυχοθεραπείας και πίεση από τον Γιοχάννες για να επιστρέψει στο αστυνομικό του πόστο και να μην αποτελεί τροχοπέδη στη ζωή και την καριέρα του, ο φόνος του αδερφού του μπροστά στα μάτια του. Ήθελε ιδιαίτερη ψυχική δύναμη ώστε να κατορθώσει μέσα του να διαχωρίσει το επάγγελμα, από την βραδιά εκείνη, μα απαιτούσε ακόμη μεγαλύτερη για να κατορθώσει να καταπνίξει τις ενοχές. Τις ενοχές τόσο τις δικές του, όσο και εκείνες που του φόρτωνε ο πατέρας του με την συμπεριφορά και τις αντιδράσεις του.
Οι εικόνες του σκληρού βλέμματος του πατέρα του ενώ εκείνος εξακολουθούσε να αναρρώνει, του ράγισαν την καρδιά, αφήνοντας τα δάκρυα να κυλήσουν και τα οποία πάλεψε να σκουπίσει άτσαλα με το παγωμένο χέρι του. Σχεδόν είχε φτάσει στο σπίτι του, όταν είδε τον Γιοχάννες να κάθεται στο σκαλί της πολυκατοικίας περιμένοντάς τον. Στη θέα του η συγκίνηση έγινε μεγαλύτερη, σε σημείο που ντρεπόταν να τον δει ο φίλος του σε αυτή τη κατάσταση. Ευτυχώς όπως συχνά σκεφτόταν ο ίδιος, το παρόν της χώρας του, του επέτρεπε την ελεύθερη έκφραση συναισθημάτων, δίχως να τα θεωρεί ντροπή ή αδυναμία. Ο Γιοχάννες σηκώθηκε όρθιος και τον κοίταξε με στοργή. Τον καλούσε, μα καθώς δεν σήκωνε το τηλέφωνο, ανησύχησε και έτρεξε να τον συναντήσει γνωρίζοντας πως ο Ρούντολφ είχε περάσει από το κοιμητήριο πρώτα.
«Αδερφέ;» τον φώναξε και ο νεαρός τον αγκάλιασε.
«Αν δεν είχα και εσένα...»
«Με έχεις όμως. Άντε άνοιξε γιατί έχω πεθάνει από το κρύο» τον πείραξε και οι δυο τους εισήλθαν στο εσωτερικό του σκοτεινού διαμερίσματος.
«Ήξερα πως θα περνούσες από τον Αλοίσιο και πίστεψα πως μετά θα χρειαζόσουν κάποιον για στήριξη» Το ενδιαφέρον του Γιοχάννες ήταν πάντοτε έκδηλο και ειλικρινές.
«Καθώς βάδιζα έχοντας φύγει από το κοιμητήριο, για πρώτη φορά μου ήρθαν στο μυαλό οι παππούδες μου. Γνωρίζεις πως έχω ελληνική καταγωγή από την γιαγιά μου;» του είπε για να τον δει να γουρλώνει τα μάτια του.
«Έχεις δίκιο! Πως και δεν το είχα σκεφτεί; Αφού τη συγχωρεμένη την έλεγαν Σοφία. Πώς γνωρίστηκαν με τον παππού σου;» τον ρώτησε και ειλικρινά ήθελε πολύ να ακούσει την ιστορία ενός ζευγαριού που έζησε και γνωρίστηκε τα δύσκολα χρόνια του πολέμου.
«Στην αρχή φοβήθηκα να μάθω. Έχοντας στο μυαλό μου πως ο παππούς μου έζησε τα χρόνια του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου, δεν σου κρύβω πως μου πέρασε από το μυαλό το κακό. Μήπως ήταν κάποιος ναζί, ή της Γκεστάπο ή δεν ξέρω και εγώ τι άλλο. Επομένως όταν ήμουν μικρός δεν τον ρωτούσα. Έπειτα έφυγε και εκείνος σχετικά νωρίς και τελικά την ιστορία μας την αφηγήθηκε ο πατέρας μου. Η γιαγιά μου είχε καταγωγή και σπίτι στο Ναύπλιο. Στον πόλεμο γνώρισε τον παππού μου, όμως ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά από όσο μου είχαν πει. Τα χρόνια που ακολούθησαν τελικά, έφυγαν μαζί για Γερμανία και εγκαταστάθηκαν λίγο έξω από το κέντρο του Βερολίνου, όπου γεννήθηκε και ο πατέρας μου. Στην ουσία κανείς μας δεν έχει γνωρίσει την ελληνική κουλτούρα. Ο πατέρας μου θα έλεγα πως ένιωθε περισσότερο Γερμανός, μα έπειτα από εκείνη τη στιγμή που ράγισε τη σχέση μας και τον χωρισμό του από την μητέρα μου, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα όπου ξεκίνησε να δουλεύει. Γνώριζε ελληνικά, μα δεν μας μιλούσε ποτέ» έκανε μία παύση.
«Ακόμη σκέφτεσαι εκείνη την κουβέντα;» τον ρώτησε στα ίσια, καθώς ο Ρούντολφ δεν είχε ποτέ του αναφέρει ανοιχτά τα συναισθήματά του.
Ακόμη και τώρα δυσκολευόταν να εκφραστεί.
«Ναι, ακόμη τη σκέφτομαι» του απάντησε ειλικρινά.
Πώς θα μπορούσε άλλωστε να την ξεχάσει; Ήταν μόλις όταν είχε επιστρέψει στο σπίτι του έπειτα από το ατύχημα. Η απουσία και ο άδικος χαμός του Αλοίσιου, ήταν νωπή ακόμη στην ψυχή των γονιών του και ιδίως του πατέρα του. Έτσι, ένα απόγευμα ξέσπασε καβγάς ανάμεσα σε εκείνον και στο γιό του, με τον Ρέινε να επιμένει πως αν ο μικρός δεν ακολουθούσε τα χνάρια του, τώρα θα ήταν ζωντανός και πως ο ίδιος ουδέποτε θέλησε οι γιοί του να γίνουν αστυνομικοί. Ο Ρούντολφ επέμενε ωστόσο πως έκανε τα πάντα, ώστε να πείσει τον αδερφό του να μην ακολουθήσει τη δουλειά αυτή και πως το βράδυ εκείνο ήταν πέραν των δυνάμεών του να τον σώσει. Ήταν τότε που γύρισε ο πατέρας του και του είπε μακάρι να ήσουν εσύ στη θέση του και να μην έχανα ποτέ το παιδί μου. Στο άκουσμα αυτής της κουβέντας, η μητέρα του επιτέθηκε στον πατέρα του. Όλα ζωντάνευαν στο μυαλό του Ρούντολφ τώρα.
Ήταν αργά το απόγευμα. Έξω έβρεχε και το κορμί του όργωναν πόνοι φρικτοί από το τραύμα. Τα μάτια του σκίαζαν μαύροι κύκλοι, σημάδι πως εφιάλτες τον καταδίωκαν, εφιάλτες που του έδειχναν ξανά και ξανά τη διάλυση του κρανίου του αδερφού του, έπειτα από την χαριστική βολή του δολοφόνου. Ο Ρέινε τον αγνοούσε επιδεικτικά βυθισμένος σε ένα παράδοξο πένθος που έκλεινε έξω τον μεγάλο του γιο.
΄΄Από την ημέρα που γεννήθηκε ο μικρός, εγώ μπήκα σε δεύτερη μοίρα. Ο πατέρας μου περνούσε τον διπλάσιο χρόνο μαζί του, κάτι φυσικά που δεν ίσχυε για την μητέρα μου και αποτέλεσε εστία άπειρων καβγάδων΄΄ σκέφτηκε ο Ρούντολφ εκείνο το φαρμακερό απόγευμα ΄΄έφτασες στο σημείο να μην με κοιτάζεις καν; Να μην σε απασχολεί έστω και λίγο το προσωπικό μου δράμα; Οι ενοχές που με στοιχειώνουν;΄΄ φώναξε στον πατέρα του.
΄΄Εσύ φταις για όλα. Αν δεν γινόσουν αστυνομικός, ο Αλοίσιος θα ζούσε΄΄σύρριξε ο Ρέινε.
΄΄Ήταν ενήλικας όταν έκανε την επιλογή. Προσπάθησα να τον πείσω για το αντίθετο΄΄ διαμαρτυρήθηκε ο Ρούντολφ όταν τον είδε να φουντώνει.
΄΄Σκάσε!Εσύ φταις για όλα! Ήσουν πάντα ένας μπελάς και ξέρεις κάτι; Έπρεπε εσύ να ήσουν στη θέση του!Μακάρι να ήσουν!΄΄
Η ανάσα του κόπηκε όταν με κόπο σηκώθηκε επάνω και χαστούκισε τον Ρέινε με όλη του τη δύναμη. Η μητέρα του ούρλιαζε και εκείνη στον άντρα της, πνιγμένη στο κλάμα του πένθους και της οργής. Ο Ρούντολφ αποχώρησε από το σαλόνι με καρδιά κομματιασμένη. Ως και ο ίδιος του ο πατέρας ευχόταν τελικά τον θάνατό του. Τόσο κοστολογούσε τη ζωή του παιδιού του που είχε απομείνει. Ας ήταν, ας πήγαινε στο ανάθεμα! Την ίδια κιόλας μέρα, μάζεψε όλα του τα πράγματα και έφυγε από το σπίτι. Δεν θέλησε ποτέ ξανά να δει το πρόσωπο ενός πατέρα, που διόλου δεν ενδιαφερόταν για την ζωή του και που ευχαρίστως θα την θυσίαζε για να φέρει πίσω τον μικρό του αδερφό. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, στο τηλέφωνο της αρραβωνιαστικιάς του, βρήκε μηνύματα που αντάλλασσαν με τον προϊστάμενό της στην κλινική. Όλα τα δήθεν δωρεάν εισιτήρια που της χάριζε, ή οι αυξήσεις που έπαιρνε, είχαν ως εξήγηση την κρυφή τους σχέση και την αδημονία της να βρεθεί στην αγκαλιά του σε επαγγελματικό ταξίδι. Τώρα εξηγούνταν και η δική της στάση. Η απουσία της για όσο εκείνος πάλευε να βγει από το σκοτεινό τούνελ της ψυχικής ταραχής και του μετατραυματικού στρες. Κανείς δεν του είχε απομείνει, εκτός του Γιοχάννες.
Παρά την πίκρα του ωστόσο, ουδέποτε στοχοποίησε το γυναικείο φύλο. Όπως συνήθιζε να λέει, οι λάθος άνθρωποι βρίσκονταν παντού και ανεξαρτήτως φύλου, όπως και οι σωστοί. Απλώς η οργή και η μελαγχολία κυρίως της πατρικής απόρριψης, τον οδήγησαν στην αποχή από σοβαρές σχέσεις και στο κλείσιμο στον εαυτό του. Ο Ρέινε, όταν επιτέλους ξεπέρασε το σοκ της απώλειας του μικρού και έχοντας πάρει διαζύγιο από την γυναίκα του, καθώς ο θάνατος του παιδιού τους και ο τσακωμός με τον Ρούντολφ, διέλυσε τη σχέση και τον γάμο τους, μετακόμισε στην Ελλάδα. Στον Πειραιά λοιπόν άνοιξε το γραφείο του και προσπάθησε να έρθει σε επικοινωνία με τον Ρούντολφ. Είχε μετανιώσει για τα λόγια του, μα ήταν πλέον αργά. Κάθε του προσπάθεια έπεφτε στο κενό.
Στο σήμερα, όταν ο Ρούντολφ πληροφορήθηκε για την σχέση του πατέρα του με την Καλλίστη, ένιωσε σαν κάποιος να είχε αρπάξει ένα πυρακτωμένο σίδερο και να το είχε καρφώσει στην ήδη ματωμένη του καρδιά. Η ζήλεια και η πίκρα τον οδήγησαν σε μονοπάτια ψυχρότητας και αγένειας προς στο πρόσωπό της, τουλάχιστον στην αρχή. Έπειτα, κατάλαβε πως αυτό δεν ωφελούσε. Δεν θα πλήρωνε μία αθώα και άγνωστη κοπέλα τα σπασμένα μίας διαλυμένης οικογενειακής σχέσης. Ούτε όμως επιθυμούσε να της αποκαλύψει την αλήθεια. Δεν την γνώριζε καλά και δεν αισθανόταν έτοιμος να της αφήσει το περιθώριο να τον πλησιάσει. Εξάλλου, από πάντα οι κινήσεις του ήταν πειθαρχημένες και μετρημένες. Ήταν η γερμανική νοοτροπία. Εκεί είχε γεννηθεί, εκεί είχε μεγαλώσει και αγαπούσε την πατρίδα του με τις όποιες ιδιαιτερότητες διέθετε. Με τον Γιοχάννες στο πλευρό του όμως ήθελε να είναι ειλικρινής.
«Τι σκοπεύεις να κάνεις με την Ελλάδα; Αναρωτήθηκες καθόλου αν θα μπορούσες να κάνεις μία νέα αρχή, ζώντας ένα διάστημα εκεί;» τον ρώτησε με ενδιαφέρον.
«Δεν είμαι βέβαιος αν μπορώ να ταιριάξω. Οι συμπεριφορές μας είναι διαφορετικές, η κουλτούρα, όλα.Συχνά σκέφτομαι πως ο δολοφόνος του αδερφού μου κυκλοφορεί εκεί έξω και για έναν παράδοξο λόγο, η υπόθεση του Αλοίσιου γρήγορα ξεχάστηκε. Εγώ όμως δεν θα το αφήσω έτσι. Επίσης, στην Ελλάδα δεν γνωρίζω αν με συμπαθεί και ιδιαίτερα κάποιος» μουρμούρισε ο Ρούντολφ.
«Χμ,νομίζω πως κάνεις λάθος Αρείε. Όλοι σε συμπαθούν, μα βλέπουν το προστατευτικό δίχτυ που έχεις τοποθετήσει γύρω σου. Οι Έλληνες είναι έξω καρδιά και παλεύουν να προσαρμοστούν μάλλον σε μία συμπεριφορά ολότελα ξένη. Μέσα σε όλους όμως υπάρχει και κάποια που σε έχει ανάγκη. Η...επαναστάτρια της εθνικής απελευθέρωσης» πρόφερε γελώντας.
«Η Καλλίστη όπως είπες και μόνος σου, με έχει ανάγκη. Γι' αυτό και με ανέχεται. Κατά βάθος....»
«Κατά βάθος κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί στους παγωμένους, μα καλούς βασιλικούς σου τρόπους. Ξέρω πως τους διαθέτεις. Είσαι από τους άντρες που θα κρατούσαν σίγουρα την πόρτα ανοιχτή για να μπει μία κυρία στο αυτοκίνητο και πολλά άλλα χαριτωμένα» τον πείραξε.
«Τι με συμβουλεύεις να κάνω;» τον ρώτησε και ο φίλος του φάνηκε να το σκέφτεται.
«Θα σου πρότεινα να επισκεφτείς το σπίτι της Σοφίας στο Ναύπλιο και ίσως, να αναλάβεις εκείνη τη θέση στον Πειραιά. Έχω ένα καλό προαίσθημα πως η αποχή σου από εδώ, από τον τόπο που σε σημάδεψε, θα σου κάνει καλό. Δώσε μία δεύτερη ευκαιρία και όσο για τους υπαλλήλους, μη μασάς. Μπορεί να φέρονται φασιστικά, μα εσύ είσαι η γνήσια γερμανική μπότα. Καταλαβαίνεις τι εννοώ. Είσαι ο πλέον κατάλληλος για τη θέση και για την Αφροδίτη της Μήλου»
Ο Ρούντολφ χαμογέλασε. Στο μυαλό του για λίγο ζωγραφίστηκε η εικόνα του γραφικού Ναύπλιου. Θάλασσα, βουνό λιακάδα καλό φαγητό. Η Ελλάδα είχε μία σταγόνα μαγείας το δίχως άλλο. Μία σταγόνα διαφορετικότητας στην τόσο αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro