Κεφάλαιο Τέταρτο/ part 2
Το ταχύ βήμα του τον οδήγησε στον ηλεκτρικό. Είχε προσπεράσει τάχιστα το καφέ της συμφοράς και τον κυνισμό του Μάρκου και τώρα καθόταν σε ένα ξεχαρβαλωμένο κάθισμα, δίπλα σε μία γηραιά γυναίκα που έγερνε αδιαλείπτως στον δεξί του ώμο, ενώ εκείνος πάλευε εις μάτην να την ισιώσει στην θέση της. Εκείνη τη μία ώρα της διαδρομής, συνειδητοποίησε πως έσφιγγε διαρκώς τη γροθιά του, σε σημείο που τον είχαν πονέσει οι αρθρώσεις του. Τα αυστηρά γυαλιά ηλίου που φορούσε, έκρυβαν την οργή στο βλέμμα του. Προτού το καταλάβει, είχε φτάσει στον προορισμό του. Του άρεσε η Κηφισιά, τον είχε κερδίσει. Διέθετε έναν ευρωπαϊκό αέρα, όμορφα πλατάνια και ήρεμο σχετικά κόσμο. Διέθετε επίσης περιποιημένες γειτονιές με θεόρατα αρχοντικά που θαρρείς και ανήκαν στη μεγαλοπρέπεια μίας άλλης εποχής. Η μεσογειακή τσαχπινιά της Ελλάδας, με τον ολόλαμπρο ήλιο, είχε δώσει τη θέση της στο βοριά και στον γεμάτο ουρανό, αφήνοντας μερικά μονάχα κυανά μπαλώματα να αχνοφαίνονται. Από την γωνία φάνηκε η πολυκατοικία του και εκείνος ψαχούλεψε νευρικά για τα κλειδιά του. Μπαίνοντας, άφησε τα παπούτσια του στην άκρη και ενεργοποίησε στην υποδαπέδια θέρμανση που τόσο είχε αγαπήσει. Το σπίτι το διατηρούσε καθαρό, παρά το γεγονός πως η έντονη μυρωδιά της χλωρίνης, προερχόμενη από τα χέρια του Αιμιλιανού, τον είχε για τα καλά στοιχειώσει. Έχοντας καθίσει τώρα στον γωνιακό καναπέ, δεν έκανε καν τον κόπο να ανοίξει την τηλεόραση. Ούτως ή άλλως, δεν καταλάβαινε λέξη από ελληνικά.
Τα γεγονότα της ημέρας στριφογυρνούσαν αδιάκοπα στο μυαλό του, προκαλώντας τρικυμίες. Έπρεπε να βρει αντικαταστάτη, μα κάτι τέτοιο απαιτούσε χρόνο που ο ίδιος δεν διέθετε, πόσο μάλλον για χάσιμο. Αρπάζοντας στα χέρια του το κινητό του, έκανε μία αυθόρμητη κίνηση, η οποία πήγαζε μέσα από τα βάθη της καρδιάς του. Έκλεισε εισιτήριο για Βερολίνο. Εξάλλου, σαββατοκύριακο ερχόταν, δουλειά δεν θα υπήρχε και εκείνος θα ενημέρωνε με ένα μέιλ την δεσποινίδα Ασημακοπούλου. Έπειτα, θα έβρισκε τον κατάλληλο άνθρωπο και θα επέστρεφε ίσως για μερικά εικοσιτετράωρα στην Ελλάδα, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η συνέντευξη. Για την ώρα, αυτό που είχε ανάγκη όσο τίποτε, ήταν η επιστροφή του στην πατρίδα. Έχοντας πιεί σχεδόν μονορούφι το Glühwein, το ζεστό κρασί που του θύμιζε στιγμές Χριστουγέννων κάπου στις στολισμένες αγορές του Βερολίνου, η ζάλη τον επισκέφτηκε. Του άρεσε η μαγειρική και γιατί όχι, η δημιουργία αυτού του κρασιού θα του έφτιαχνε κάπως το κέφι. Θα του θύμιζε στιγμές λαμπερές, στιγμές γέλιου ίσως, καθώς για την λέξη οικογενειακές, δεν ήταν βέβαιος.
Η νύχτα αποδείχτηκε δύσκολη. Είχε ξυπνήσει μία φορά, εξαιτίας της ταχυπαλμίας και κάπου βαθιά στο μυαλό του, σχηματίστηκε η εικόνα της Καλλίστης να εισέρχεται στο δωμάτιο ντροπαλά για να τον φωνάξει.
΄΄Είναι μόνο ένα παιδί, μόλις είκοσι χρονών. Ώρες-ώρες δεν καταλαβαίνω γιατί ο πατέρας μου της άφησε κατά το ήμισυ το τιμόνι. Τα καθήκοντα είναι πολλά και σκληρά για την ηλικία της, εγώ ξέρω....΄΄
Όμως παρά το γεγονός πως ήξερε, αυτό δεν στάθηκε αρκετό για να εμποδίσει το φευγιό του, έστω για δύο μέρες. Η βαλίτσα του ήταν έτοιμη, ωστόσο αποφάσισε να κρατήσει για λίγο ακόμη το σπίτι, για την ημέρα που θα επέστρεφε για τις συνεντεύξεις των υποψήφιων διευθυντών. Δεν θα εγκατέλειπε με τίποτε την εταιρεία στα χέρια του Αιμιλιανού, όχι υπό αυτές τις συνθήκες. Όλοι τους είχαν πολλά να μάθουν, όχι τόσο για την δουλειά, την οποία εμφανώς δεν γνώριζε καλά μήτε ο ίδιος, αλλά περισσότερο για το πνεύμα της συνεργασίας. Νωρίς το πρωί λοιπόν, με το χάραμα ακόμη, βρέθηκε στο Ελευθέριος Βενιζέλος γελώντας μονάχος του στη θύμηση εκείνης της γυναίκας που τον είχε αποκαλέσει κατακτητή. Όφειλε να παραδεχτεί, πως η κουλτούρα του και η νοοτροπία του δεν είχαν καμία σχέση με την ελληνική. Στην χώρα του δεν γελούσαν συχνά στην καθημερινότητά τους και θα έλεγε κανείς πως τους χαρακτήριζε μία τυπική ευπρέπεια. Στην Ελλάδα, είχε καταλάβει πως αν επιθυμούσε ας πούμε να ουρλιάξει στις τρεις τα ξημερώματα, όχι μόνο δεν θα του έκαναν παρατήρηση, αλλά θα ούρλιαζαν και άλλοι μαζί του. Τους Γερμανούς τους κέρδιζες πιο δύσκολα.
Η πτήση του δεν είχε καμία καθυστέρηση και ο ίδιος είχε αποφασίσει να περάσει από το σπίτι του και έπειτα από τη δουλειά. Θα έκανε έκπληξη στον κολλητό του και αδημονούσε να δει την αντίδρασή του ή θα περνούσε από την Πύλη του Βραδεμβούργου που συνήθως στέκονταν και μαζί. Λίγες ώρες αργότερα, η πόλη απλώθηκε επιτέλους στα πόδια του. Το Βερολίνο είχε χαρακτήρα δίχως καμία αμφιβολία. Κτίρια ψηλά κι επιβλητικά, με απλή, λιτή αρχιτεκτονική, αρμονία, χωρίς παραφωνίες. Ανυπομονούσε να βαδίσει στα φαρδιά πεζοδρόμια, δίχως να πέφτει επάνω σε τρελαμένους περαστικούς, που μονολογούσαν τα προβλήματά τους σκεπτικοί, βυθισμένοι στην άβυσσο της καθημερινότητας. Αν υπήρχε ένα μειονέκτημα που μπορούσε να νιώσει όμως, ήταν η βαριά του ατμόσφαιρα, η οποία θεωρούσε πως οφειλόταν εν μέρη στο βαρύ προσωπικό του παρελθόν και εν μέρη στην ιστορία που κουβαλούσε αυτός ο τόπος.
Φτάνοντας στο αεροδρόμιο Schonefeld της πατρίδας του, κατάλαβε τη διαφορά. Οι συμπατριώτες του κάθονταν πειθαρχημένοι, περιμένοντας τα πράγματά τους ή μιλούσαν μεταξύ τους σχετικά χαμηλόφωνα. Καρτερώντας και εκείνος με τη σειρά του την αποσκευή, την άρπαξε αιφνιδίως έχοντας στο μυαλό του ασυναίσθητα, την καλοσυνάτη κυρία με την επαναστατική συμπεριφορά. Βγαίνοντας, το κρύο του έκοψε την ανάσα. Για λίγο είχε συνηθίσει σε πιο ζεστό κλίμα και τώρα βρέθηκε να τρίβει μηχανικά τα χέρια του μεταξύ τους. Το μόνο που τον παρηγορούσε ήταν η σκέψη της ζεστής πατατόσουπας της μητέρας του. Παίρνοντας ταξί και έχοντας βολευτεί, είδε μετά από αρκετή ώρα, δασικές εκτάσεις, γαλήνη φυσική και ηρεμία. Εικόνα που συγκρουόταν άτσαλα με την οχλαγωγία και την κίνηση στον Πειραιά. Η μητέρα του ξεσκόνιζε μπροστά από την πόρτα, ντυμένη με μάλλινους σκούφους εξαιτίας του κρύου, ενώ η Μίκυ τριβόταν άτσαλα στα πόδια της με την γούνα της γεμάτη χιόνι. Μόλις άκουσε τη φωνή του, του χαμογέλασε συγκινημένη.
«Τι έκπληξη είναι αυτή Ρούντι;» του χάιδεψε τα ολόξανθα μαλλιά του.
«Μου λείψατε» της ψιθύρισε απλώς και χαμηλώνοντας τα μάτια του στη γάτα, έκανε μία γκριμάτσα απαξίωσης «ούτε και τώρα που έχει κρύο δεν καίει λίπος αυτό το ζωντανό;» διαμαρτυρήθηκε και άφησε την μικρή του βαλίτσα για λίγο στο δωμάτιό του το νεανικό.
Πλέον έμενε μόνος του, πιο κεντρικά, ωστόσο μία επίσκεψη στην μητέρα του ήταν απαραίτητη. Γενικά δεν τον ρώτησε πολλά, μονάχα για την δουλειά και την εντύπωσή του από την Ελλάδα. Αντιλαμβανόταν πως τον κοίταζε εξεταστικά προσπαθώντας να καταλάβει αν η Ελλάδα τον είχε επηρεάσει έστω και λίγο θετικά. Κάποια θέματα ωστόσο, παρέμεναν αθέατα και καταχωνιασμένα στις καρδιές και των δύο. Φοβούνταν να τα αφήσουν να αναδυθούν από την προσωπική τους άβυσσο.
«Είσαι καλά; Μου φαίνεσαι σκεφτικός. Πίστεψα για λίγο πως η αλλαγή θα σου έκανε καλό, ωστόσο και πάλι εσύ έφυγες σαν κυνηγημένος»
«Μητέρα, ας τα αφήσουμε αυτά. Ήρθα εδώ για σε δω. Εσένα και τον κολλητό μου. Μου έλειψαν οι ρυθμοί εδώ» της απάντησε.
«Και η δουλειά σου; Σου έλειψε και εκείνη;» τον ρώτησε και τον είδε να αποτραβιέται μακριά της.
«Δεν ξέρω. Κάποτε ήμουν βέβαιος. Από μικρός είχα όνειρο να γίνω αστυνομικός, το γνωρίζεις. Πλέον, έπαψα να κάνω όνειρα. Οδεύω απλώς στο μονοπάτι που μου χαράζει η ζωή»
Η μητέρα του τον αγκάλιασε. Μαζί κάθισαν να συζητήσουν και κατόπιν εκείνος θα αναχωρούσε για το κέντρο του Βερολίνου.
Παίρνοντας το αυτοκίνητό του και έχοντας ευχαριστηθεί το σπιτικό φαγητό, το στάθμευσε στον ειδικό χώρο της πολυκατοικίας του και έφυγε με τα πόδια, για την ακρίβεια τρέχοντας λόγω του ψύχους, κατευθυνόμενος στο κτήριο της δουλειάς του. Στη θέα του, οι συνάδελφοι τον καλωσόρισαν θερμά. Εξάλλου, ήταν ένα από τα αστυνομικά διαμάντια. Όπως ήταν φυσικό, η πρώτη του ερώτηση, αφορούσε τον Γιοχάννες, ο οποίος καθώς τον πληροφόρησαν, βρισκόταν στην γερμανική όαση, το Τιεργκάρτεν, κυνηγώντας έναν πορτοφολάκια. Ο διοικητής της Αστυνομίας, κύριος Έριχ, αποτελούσε για τον Ρούντολφ εκείνο το πρότυπο, όπως ο Ρέινε για την Καλλίστη. Γνώριζε τα πάντα για εκείνον, για την υπόθεση που χρόνια τον στοίχειωνε. Σαν τον είδε, χαμογέλασε πρόσχαρα, ελπίζοντας πως μία μέρα ο Ρούντολφ θα επέστρεφε στο επάγγελμα.
Στη σκέψη του Γιοχάννες όμως, ο νεαρός χαμογέλασε, και τα πόδια του τον μετέφεραν μπροστά από το σύμβολο επανένωσης της πόλης, την πύλη του Βραδεμβούργου, την οποία διέσχισε, για να βρεθεί στην τεράστια έκταση του πάρκου, γεμάτου κόσμο παρά το αβάσταχτο κρύο και τις μικροσκοπικές χιονονιφάδες. Ο ίδιος ξεκίνησε να τρέχει σαν να αθλούνταν. Μέσα σε αυτήν την απεραντοσύνη, ήταν δύσκολο να εντοπίσει τον φίλο του και τώρα με την ταχύτητα που προχωρούσε, είχε ήδη φτάσει στο πρώην Ράιχστανγκ μπροστά. Τότε τον είδε, με τη στολή του αστυνομικού, να έχει κάνει στάση και να καταβροχθίζει με βουλιμία ένα χοτ ντογκ. Στη θέα του γέλασε. Ήταν αδιόρθωτος. Μπορεί εν ώρα καταδίωξης να έμοιαζε με σκυλί λυσσασμένο, μα μόλις τα πράγματα χαλάρωναν, τίποτε δεν τον κρατούσε μακριά από το καθιερωμένο του γεύμα και ολιγόλεπτο διάλειμμα. Φωνάζοντας το όνομά του, ο Γιοχάννες γύρισε απότομα, με αποτέλεσμα το φαγητό του να βρεθεί ποδοπατημένο στους υγρούς δρόμους.
«Αδύνατον» του είπε και ευθύς έτρεξε και τον αγκάλιασε σφιχτά. Ο Γιοχάννες ήταν εκδηλωτικός καθώς όπως του τόνιζε πειρακτικά, δεν ανήκε στην αρεία φυλή άρα είχε κάθε δικαίωμα να παρεκτρέπεται «Πώς ήρθες;»
«Κολυμπώντας» απάντησε ο Ρούντολφ και γέλασαν.
«Θέλω τόσο πολύ να ζητήσω άδεια, μα είναι αδύνατον. Μόλις τελειώσω, πάμε για κρασί και αλλαντικά, ή αν το αντέχει το δέρμα σου τώρα που καβουρδίζεσαι όλη την μέρα κάτω από τον ελληνικό ήλιο, βόλτα» του πρότεινε για να βρεθούν να βαδίζουν αργότερα κατά μήκος του παγωμένου ποταμού Σπρέε και να καταλήγουν σε ένα υπέροχο εστιατόριο με τοπική κουζίνα.
Ο Γιοχάννες όπως ήταν φυσικό, ήθελε να τα μάθει όλα λεπτομερώς, μα κυρίως τον λόγο που είχε ξεχειλίσει το ποτήρι και είχε οδηγήσει τον Ρούντολφ στο Βερολίνο σαν...τον κατακτητή που είχε χάσει τη μάχη.
« Ορισμένες φορές νιώθω περιττός. Νιώθω πως απέναντί της είμαι μονάχα ένας σάκος, παραγεμισμένος με ναζιστική ιστορία και τίποτε περισσότερο. Από όσο το έχω ψάξει, η οικογένειά μου, ουδέποτε τάχθηκε υπέρ όλων αυτών. Θέλω να πω, σε ποιον νοήμονα άνθρωπο προκαλεί χαρά και λαχτάρα το πρόσωπο του Χίτλερ; Πάντως όχι σε μένα. Εκείνη όμως, με αποκάλεσε ουκ ολίγες φορές Ρούντολφ Ες, έχοντας στην φαντασία της πως παίζαμε κάποιου είδους ανταρτοπόλεμο, με εμένα να τη σέρνω στο τέλος στα τότε κεντρικά γραφεία της Γκεστάπο στην Αλεξάντερπλατς» μουρμούρισε και ο Γιοχάννες έβαλε τα γέλια.
«Γι' αυτό θα έρθω. Αν της πω, πως εγώ που είμαι Εβραίος σου έχω δώσει άφεση, θα πειστεί στα σίγουρα. Άστο επάνω μου. Αλήθεια όμως, τι σε έκανε να φύγεις;» τον ρώτησε σοβαρά.
«Με έκανε να φύγω το γεγονός πως ένιωσα να πνίγομαι. Μία η είδηση του θανάτου του πατέρα μου, μία η κηδεία, μία η συνεχής υπενθύμιση του πόσο λάτρευε αυτήν την κοπέλα, όταν...» εκεί σταμάτησε. «Δεν ήθελα να τους ακούω άλλο. Δεν κατηγορώ την Καλλίστη, εκείνη δεν γνωρίζει, ούτε φέρει ευθύνη για την δική μου τραγωδία, ωστόσο οργίζομαι και ταυτόχρονα αναρωτιέμαι, τι έκανα λάθος για να άξιζα όλη αυτή τη συμπεριφορά του πατέρα μου και ακόμη χειρότερα, αυτήν την απαίσια ευχή που έδωσε, το βράδυ που εξαφανίστηκα οριστικά από το σπίτι» πρόφερε και για πρώτη φορά τα μάτια του θόλωσαν, μα το ίδιο και του Γιοχάννες.
«Ρούντολφ, τα έχουμε ξαναπεί. Ήταν πάνω στα νεύρα του»
«Όχι! Αυτό δεν το δέχομαι. Δεν το ξεστομίζεις αυτό, αν δεν το νιώθεις. Εκείνος όμως κατά πώς φάνηκε το ένιωθε και η ζωή μου δεν είχε απολύτως καμία αξία. Πήγα στην κηδεία του μόνο και μόνο για να νιώσω εγώ καλύτερα. Πως το δηλητήριο που χρόνια κρατούσα μέσα μου, αφέθηκε να φύγει, συγχωρώντας τον έστω και μετά θάνατον» τελείωσε.
Η ώρα ήταν περασμένη. Η ατμόσφαιρα στο εστιατόριο, είχε μία γλυκιά αίσθηση και έξω, μπορούσαν να διακρίνουν τον χορό του Χειμώνα.
Ελλάδα
Σηκώθηκα νωρίς το πρωί, με τον Αργύρη να κάνει παρέλαση στην κουζίνα και τον ενοχλητικό μου γείτονα που έμενε έναν όροφο πιο κάτω, να παίρνει τηλέφωνα απανωτά για την καθημερινή ενημέρωση. Παρά το γεγονός πως ήταν νεαρός σε ηλικία, κοντά στα σαράντα, απασχολούσε τον εαυτό του κυνηγώντας γύρω από το τετράγωνο τον κηπουρό σε απόγνωση της πολυκατοικίας, καθώς είχε κουρέψει τις ξεραμένες γαρδένιες δύο εκατοστά παραπάνω. Κατόπιν του ατοπήματος τούτου, τα τηλεφωνήματα της παρηγοριάς έπεφταν βροχή σε μένα, μιας που αναζητούσε καταμεσής της καταιγίδας, έναν ώμο για να κλάψει. Η κοπέλα του ξέδινε στην γυμναστική και εκείνος στο φαΐ.
«Ο Γεράσιμος είναι» άκουσα τη φωνή του αδερφού μου. Σωστά, όποτε δεν έβρισκε εμένα, αναζητούσε τον Αργύρη.
«Έλα Γεράσιμέ μου» ξεκίνησα κάνοντας την εισαγωγή, καθώς με βεβαιότητα η συνομιλία μας θα έπαυε συντόμως και θα μετατρεπόταν σε μονόλογο. Έχοντας βάλει το τηλέφωνο σε ανοιχτή ακρόαση, ξεκίνησα να ψαχουλεύω τα μέιλ στον υπολογιστή μου, για να εντοπίσω ένα από τον Αδόλφο. Εμφανώς παραξενευμένη και έχοντας παράλληλα τα χθεσινά γεγονότα στο μυαλό μου, το άνοιξα και οι οφθαλμοί μου ευθύς άνοιξαν διάπλατα, με το σάλιο μου να στριμώχνεται κάτω από το γλώσσα μου και εγώ να φτύνω το μικροσκοπικό κομματάκι μπουγάτσας.
«Είσαι εντάξει;» ακούστηκε η ερώτηση του λατρεμένου μου γείτονα, με εμένα να έχω πάθει αμιγώς εγκεφαλικό.
Κατόπιν, πάλεψα να φέρω τον χάρτη της Ευρώπης νοητά στο μυαλό μου. Πού στην ευλογία έπεφτε η χώρα του Αδόλφου; Προς τα βόρεια αν έκρινε κανείς από την ελαφρώς παγωμένη συμπεριφορά του και εγώ μάλλον θα κατέληγα να γονατίσω μπροστά στο απεχθέστατο Ράιχστανγκ και να του ζητήσω να επιστρέψει, αλλιώς διευθύντρια ή και όχι, το τέλος μου θα ερχόταν από τον Αιμιλιανό και θα είχε σαφέστατα την μορφή του ευτυχούς ατυχήματος.
«Ναι Γεράσιμέ μου, δίκιο έχεις» απάντησα εγώ δίχως να διαθέτω την παραμικρή ιδέα για τον μονόλογο της ελληνικής τραγωδίας που ξεδιπλωνόταν μπροστά μου.
«Χαίρομαι που συμφωνούμε...»απάντησε ευτυχής και λίαν συντόμως με άφησε μονάχη μου, ώστε να δω πώς θα μπάλωνα την ξαφνική του απουσία. Ευτυχώς μεσολαβούσε σαββατοκύριακο και ίσως να άλλαζε γνώμη επιστρέφοντας.
Η λύση, ούρλιαζε το όνομα του Μάρκου, ο οποίος με βάση την τσιριχτή μου εξήγηση, χτύπησε δύο φρέντο στο χέρι και αφήνοντας στη θέση του τη βοηθό του, πήρε την μηχανή, τη στάθμευσε στην Ηρώων Πολυτεχνείου, και τρέχοντας στάθηκε στο κατώφλι μου χτυπώντας το κουδούνι, για να δει τον Γεράσιμο να εμφανίζεται υπέρλαμπρος και χορτάτος, ξεκινώντας όμως αυτομάτως μία διάλεξη για την εξ αμελείας κατακρεούργηση της γαρδένιας, η οποία εμφανέστατα έπνεε τα λοίσθια. Είκοσι λεπτά αργότερα, έφτασε μέχρι τον όροφό μου κόκκινος από θυμό, με τα δύο φρέντο να έχουν θολώσει, τον καφέ να έχει γίνει ένα με το αφρόγαλα και τα παγάκια να επιπλέουν άσκοπα πια.
«Ο Γεράσιμος» μουρμούρισα.
«Ο ένας και μοναδικός γιατί έτσι και είχαμε δεύτερο, θα ζητούσα από τον κηπουρό να του κουρέψει και τη γλώσσα, εκτός από την μαραμένη γαρδένια. Στο θέμα μας όμως. Ήξερα πως έχεις τον αντροδιώχτη, αλλά το να φτάσεις άνδρα σε σημείο να πάρει πτήση και να φύγει, ειλικρινά το θεωρώ κατόρθωμα» πρόφερε έτοιμος να γελάσει και ένα μαξιλάρι έφυγε επάνω του. Ο Αργύρης τουναντίον, συμμεριζόταν απόλυτα την αίσθηση του χιούμορ του.
«Η αλήθεια είναι πως τον έφτασα στα όριά του, μα για κάποιον λόγο, εχθές κατάλαβα πως δεν ήμουν εγώ το πρόβλημά του, αλλά...η αγάπη» μου ξέφυγε η τελευταία λέξη λίγο παράξενα.
«Ήταν ασέξουαλ;» ρώτησε ξανά ο Μάρκος, μα όταν με είδε να βαστώ τον βούρκο της καφεΐνης και να τον κοιτάζω πλαγίως, σοβαρεύτηκε.
«Εντάξει, είμαι διαθέσιμος για ακρόαση τώρα» επανήλθε και κάπου εκεί, το πρωινό εκείνο εκδήλωσα για πρώτη μου φορά ανοιχτά την άποψη που είχα για τον Ρούντολφ Έμπερχαρντ.
-----------------------------------
Στο Βερολίνο ήταν απόγευμα, ο Γιοχάννες είχε αποχωρήσει προκειμένου να επιστρέψει στην οικογένεια και ο Ρούντολφ ήταν έτοιμος να μεταφερθεί σε έναν προορισμό μονάχα για τον ίδιο. Στο κοιμητήριο Dorotheenstadt. Πίσω από τα ψηλά του τείχη, ανάμεσα σε τάφους διάσημων προσώπων, όπως οι αρχιτέκτονες Μπρεχτ και Χέγκελ με τις συζύγους τους, βρισκόταν ένας τάφος ταπεινός, με ξεραμένες πλέον πασχαλιές και ένα μαρμάρινο λευκό περιστέρι με ραγισμένο το δεξί του φτερό. Επάνω στην γκρίζα πέτρα του, υπήρχε ένα όνομα χαραγμένο : Αλοϊσιος Έμπερχαρντ, ετών είκοσι τέσσερα. Ο Ρούντολφ γονάτισε μπροστά από τον τάφο του μικρού του αδερφού, αφήνοντας φρέσκα λουλούδια, δίπλα από ένα πλαστικό περιπολικό. Δάκρυα θόλωσαν τα μάτια του, τα δάχτυλά του είχαν γεμίσει χώματα, καθώς στη μνήμη του ανακαλούσε τα τελευταία κλάσματα του δευτερολέπτου, προτού κοπεί το νήμα της ζωής του μικρού για πάντα.
Του αδερφού που του είχε τόση αγάπη, λατρεία και θαυμασμό, ώστε θέλησε να του μοιάσει απόλυτα και να γίνει και εκείνος αστυνομικός, όπως ο Ρούντολφ. Παράλληλα όμως, ήταν και ριψοκίνδυνος. Μερικές φορές δεν υπολόγιζε σωστά, παρά τις συνεχείς παρατηρήσεις των ανωτέρων του και ειδικά του αδερφού του. Πίστευε πως ήταν ήρωας άτρωτος, πως το αλεξίσφαιρο γιλέκο ήταν ίσως κάποια ασπίδα δοσμένη από τις υπερδυνάμεις του Θεού. Έτσι, ένα βράδυ παράκουσε τις εντολές και έφυγε στο κατόπι μίας επικίνδυνης ομάδας ανθρώπων της νύχτας. Είχε εντοπίσει το διαμέρισμα και ήταν έτοιμος. Την ίδια στιγμή και ενώ βρισκόταν σχεδόν έξω από το οίκημα, ο Ρούντολφ ενημερώθηκε από έναν συνάδελφο, τον οποίο ο Αλοίσιος είχε ορκίσει να μην πει τίποτε, πως βρισκόταν ήδη καθ' οδόν. Τρελαμένος, ο μεγάλος αδερφός έτρεξε μαζί με αστυνομικές δυνάμεις. Περικύκλωσαν την πολυκατοικία, μα ο μικρός ήδη βρισκόταν καταμεσής ενός σκοτεινού διαδρόμου όταν οι άνδρες της νύχτας άνοιξαν πυρ, γαζώνοντας κυριολεκτικά το κορμί του, μπροστά στα μάτια του Ρούντολφ, που τον είδε να πέφτει κάτω και να σφαδάζει από τον πόνο. Ζούσε ακόμη, όταν για πρώτη φορά στη θέα του κατακρεουργημένου Αλοίσιου, παρακάλεσε τον φονιά να τον λυπηθεί, γιατί ήταν μόνο ένα παιδί, αν και αστυνομικός. Εκείνος που ποτέ του δεν είχε ρίξει τον εγωισμό του ξανά, είχε βρεθεί να παρακαλάει έναν δολοφόνο. Σχεδόν με λυγμούς, ζήτησε να χαρίσουν τη ζωή στον αδερφό του, του οποίου το σώμα έτρεμε από τα τραύματα και τον πόνο. Ήταν τότε που άκουσε τη σκανδάλη και η χαριστική βολή καρφώθηκε στο κεφάλι του νεαρού αποτελειώνοντάς τον. Ήταν τότε που ο ίδιος άνοιξε πυρ λυσσασμένα, κατορθώνοντας να ρίξει νεκρό τον έναν, μα όχι τον δολοφόνο του αδερφού του. Εκείνος εξακολουθούσε να ζει, να αναπνέει, να είναι ελέυθερος τη στιγμή που η καρδιά του αδερφού του είχε πλέον σταματήσει.
Στο εδώ και τώρα, ένιωσε μία σταγόνα βροχής και έπειτα ακόμη μία. Δεν τον ένοιαξε όμως. Άφησε τα μαλλιά του να μουσκέψουν, να υιοθετήσουν ένα χρώμα πιο σκούρο και τα ρούχα του να μουλιάσουν. Δεν διαμαρτυρήθηκε λεπτό. Ο Αλοίσιος εξάλλου, κρύωνε κάθε μέρα, το χώμα που σκέπαζε τα νιάτα του πάγωνε με τον μουντό καιρό της γερμανικής πρωτεύουσας. Μέσα σε όλο αυτό το χαώδες τούνελ, βρισκόταν ο πατέρας του. Οι σχέσεις τους ήταν καλές, τυπικές κάποτε. Αδυναμία του ήταν ο μικρός του γιος. Ίσως έφταιγε το γεγονός πως ο αδερφός του είχε γεννηθεί με μία λευκή τούφα στο μέτωπο και οι γονείς το χαρακτήριζαν τύχη. Ο Ρέινε διαχώριζε τα δύο αγόρια, μα ο Ρούντολφ δεν ζήλεψε στιγμή. Τώρα, όλες αυτές οι γονικές φράσεις περί τύχης, και οι φαιδρές προσδοκίες από μία λευκή τούφα, ήταν υφασμένες με ειρωνεία. Ο τυχερός αδερφός βρισκόταν δύο μέτρα κάτω από το χώμα, αφήνοντας τον Ρούντολφ γεμάτο τύψεις. Συχνά σκεφτόταν πως είχε σκοτωθεί εξαιτίας του. Πως αν ίσως είχε αγαπήσει άλλο επάγγελμα στη ζωή του, πιθανότατα να ακολουθούσε και ο μικρός έναν πιο ασφαλή δρόμο και τώρα να στεκόταν δίπλα του ζωντανός. Ο ίδιος εξάλλου, ξέφυγε με μια μονάχα σφαίρα δίπλα από την καρδιά του την νύχτα εκείνη και αρκετές μέρες στην εντατική. Μέρες που γίνονταν νύχτες, με τον Ρούντολφ να παρακαλά να μην ξυπνήσει ποτέ.
Μάθαμε εν μέρη την ιστορία. Φυσικά μένει να δούμε λεπτομέρειες που κόστισαν οριστικά τη σχέση πατέρα και γιου.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro