Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο Τέταρτο/ part 1

Έμεινε να κοιτάζει το κενό. Αυτό που είχε μόλις παραδεχτεί στον Γιοχάννες, τον τρόμαζε. Αισθανόταν άβολα με τις αλλαγές και τα τελευταία χρόνια, διαδέχονταν η μία την άλλη σκορπίζοντας πίσω τους το χάος. Είχε έρθει στην Ελλάδα, καταβάθος με την ελπίδα κάποιες από τις πληγές του παρελθόντος, να έκλειναν μαζί με την αλλαγή του σκηνικού. Αν και αγαπούσε την πατρίδα του τη Γερμανία και πολλές φορές με τον κολλητό του τον Γιοχάννες και την οικογένειά του, είχαν πάει εκδρομές σε μία φάρμα που ανήκε στην οικογένεια της μητέρας του, όποτε επέστρεφε στην υπηρεσία, αισθανόταν μία πίεση στο στήθος και ο μόνος που τον καταλάβαινε, ήταν ο καρδιακός του φίλος. Η οικογένεια του Γιοχάννες, οι παππούδες του, ήταν Εβραίοι που είχαν φύγει από την Γερμανία κακήν κακώς για να επιστρέψουν πολύ αργότερα, μετά την λήξη του πολέμου. Όπως και ο ίδιος υποστήριζε, το Βερολίνο ήταν το σπίτι του και του άξιζε μία δεύτερη ευκαιρία. Με τον Ρούντολφ γνωρίζονταν χρόνια, ήταν αστυνομικοί και φίλοι, ενώ υπήρχαν μέρες που κάθονταν στο τμήμα εκείνο του τείχους του Βερολίνου, στοχάζοντας τους παλαιούς καιρούς και καταλήγοντας να νιώθουν ευλογημένοι, που αν και ο ένας ξανθός και ο άλλος μελαμψός, διαφορετικής καταγωγής, θεωρούνταν ίσοι, βρίσκοντας νόημα σε αυτήν ακριβώς την αντίθεσή τους.

Στην Ελλάδα, ο νεαρός ένιωθε μοναξιά από πολλές πλευρές. Από την μία γιατί ο φίλος του βρισκόταν χιλιόμετρα μακριά και από την άλλη γιατί η κουλτούρα η ανοιχτόκαρδη του ήταν ξένη. Επιπλέον, είχε βρεθεί να στέκεται στα αποκαΐδια της πατρικής του σχέσης και πλέον πιο μπερδεμένος από ποτέ, καθώς δεν ήταν ούτε και ο ίδιος βέβαιος για τον λόγο που είχε αποφασίσει να παραμείνει και να παλέψει για μία δουλειά και περιουσία που δεν γνώριζε πώς να χειριστεί σωστά, όταν το αγαπημένο του επάγγελμα και η εναπομείνασα οικογένειά του, βρισκόταν στη Γερμανία. Ανακατεύοντας τα μαλλιά του νευρικά και έπειτα στρώνοντάς τα εκ νέου, βγήκε από το γραφείο καρφώνοντας το βλέμμα του στον Αιμιλιανό που ωσάν βρεγμένη γαλή, όπως θα σχολίαζε και ο Νικόλαος, καθόταν ήσυχα στο γραφείο του, καμπουριαστός, με την σουβλερή του μύτη να κοντεύει να αγγίξει το ξύλο.

«Κύριε Λαζαρίδη, μόλις επιστρέψω σας θέλω στο γραφείο μου» η βροντερή φωνή του Ρούντολφ ήχησε και ο αρχιστράτηγος του Ράιχ ανασκουμπώθηκε υπακούοντας στον ανώτατο αρχηγό.

Ο Ρούντολφ εξήλθε, σκεπτόμενος ίσως να πεταχτεί να πάρει έναν χυμό από τον ανακατωσούρη νεαρό απέναντι. Ελαφρώς μαγκωμένος, προχώρησε προς το μέρος του για να δει τον Μάρκο, με το αιώνιο χαμόγελο να στολίζει το πρόσωπό του και την εύθυμη διάθεσή του, να μιλά και να γελά με τους πελάτες. Μόλις το βλέμμα του έπεσε στον νεαρό, ευθύς σοβάρεψε. Ο Ρούντολφ το σκέφτηκε για λίγο και έπειτα απλώς παρήγγειλε ανόρεχτα τον χυμό.

«Ρίξτο» του είπε ο Μάρκος.

« Ich verstehe Sie nicht*»( δεν σε καταλαβαίνω)

«Ω, μία χαρά καταλαβαίνεις. Δεν ήρθες ως εδώ αποκλειστικά για να ζητήσεις χυμό. Ως και εγώ τις βλέπω τις σκοτούρες σου με σάρκα και οστά, να σε ακολουθούν σαν πιστά σκυλιά» πρόφερε ο Μάρκος.

«Ξεχνώ πως καταλαβαίνεις γερμανικά, πού είναι η Καλλίστη; Πέρασε από εδώ;» τον ρώτησε.

«Αρπαχτήκατε πάλι;» ρώτησε ο Μάρκος με εμφανές το ενδιαφέρον.

«Πάλι;» διερωτήθηκε ο Ρούντολφ.

«Πάλι καημένε! Το πρωί πέρασε με μούτρα σπασμένα» έκρωξε εκείνος και ο Ρούντολφ ένιωθε το πρόσωπό του να ξεκινά να αλλάζει χρώματα «Και κάπου εδώ θα μου πεις και εσύ πως δεν είναι αυτό που νομίζω. Έχω την εντύπωση πως αυτή η φράση έχει πιο διεθνή χαρακτήρα και από την λέξη ΄΄μαλάκας΄΄» συνειδητοποίησε και συνέχισε « όταν νευριάζει, συνήθως ανεβαίνει στην ταράτσα του κτηρίου σας» Την στιγμή εκείνη, ο Ρούντολφ γούρλωσε τα μάτια «Για να βλέπει τα σαπιοκάραβα του Πειραιά και να παίρνει κουράγιο πως δεν είναι το μοναδικό ναυάγιο αυτής της κοινωνίας, αυτό εννοούσα. Όχι πως θα πηδήξει στο κενό. Επομένως, εκεί θα την βρεις» χασκογέλασε στο τέλος για να τον δει να εξαφανίζεται και να καταλήγει να πίνει εκείνος τον χυμό πορτοκάλι.

Ανεβαίνοντας, την βρήκε πράγματι καθισμένη σε ένα μισογκρεμισμένο πεζούλι, σωστό κατασκευαστικό λάθος, τη στιγμή που έφτιαχναν την πολυκατοικία. Η αλήθεια ήταν πως δεν είχε ιδέα τι θα έπρεπε να της πει, δεν ήταν καθόλου καλός στα λόγια. Η κοπέλα μπροστά του φαινόταν απελπισμένη, ωστόσο σαν αστυνομικός είχε έρθει πολλές φορές αντιμέτωπος με την απελπισία των πολιτών και ήταν πάντοτε πρόθυμος να βοηθήσει. Όπως συχνά έλεγε τόσο στον εαυτό του όσο και στον κόσμο, η στολή του δεν ήταν σημάδι εξουσίας, αλλά παροχής βοήθειας και ανακούφισης. Πλησιάζοντας, την φώναξε από μακριά, για να την δει απλώς να στρέφεται προς το μέρος του. Η σχέση τους ήταν μέχρι και σήμερα τυπική και επαγγελματική, με τον Ρούντολφ να δυσκολεύεται να ανοιχτεί περισσότερο. Ο λόγος βρισκόταν τοποθετημένος στο παρελθόν του και παρά τη βοήθεια από ειδικούς που δέχτηκε, η πίκρα δεν μπόρεσε να σβήσει ποτέ απόλυτα.

Μολαταύτα, υπενθύμιζε στον εαυτό του συχνά, πως δεν του χρώσταγαν οι άνθρωποι για την δική του προσωπική κατάσταση και έτσι κατέληγε απλώς να τηρεί κάποιες σεβαστές αποστάσεις, μέχρι να έφτανε στο σημείο να κάνει ένα βήμα επιτέλους απαλλαγμένος από τις σκιές εκείνου του συμβάντος.

«Lügen haben kurze Beine. Το ψέμα λένε, έχει κοντά ποδάρια. Σήμερα αυτό αποδείχτηκε» της εξήγησε στα αγγλικά «Μιλήστε μου δεσποινίς, δεν είμαι μάντης της σκέψης σας» άκουσα τη φωνή του. Ήμουν έτοιμη να ανοίξω επιτέλους ορισμένα από τα χαρτιά που κρατούσα για τον εαυτό μου.

«Ξέρετε, μιας που θα έχουμε μία συνεργασία, για όσο καιρό αποφασίσετε, θα ήθελα να σας πω κάποια πράγματα μιας που το δικό μας βερολινέζικο τείχος δεν λέει να καταρρεύσει. Γονείς δεν έχω, ήμουν μικρή όταν τους έχασα και με τον αδερφό μου μας μεγάλωσε η γιαγιά με όποια ελάχιστη περιουσία διέθετε. Ήθελα πολύ να πετύχω στην ιατρική, μα δεν τα κατάφερα για ελάχιστες μονάδες. Ωστόσο, θέλοντας να βοηθήσω οικονομικά, αποφάσισα να δουλέψω όπου μπορούσα. Είμαι μόνο είκοσι και η εμπειρία μου είναι λιγοστή και το αντιλαμβάνομαι απόλυτα. Προσπάθησα να συντάξω το βιογραφικό μου, μα κάποιοι εκμεταλλευτήκαν την ανάγκη μου για δουλειά και το νεαρό της ηλικίας μου, με αποτέλεσμα να έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα. Ο πατέρας σου όμως, δεν το έκανε ποτέ. Σε ένα γραφείο μισογύνηδων, ο διευθυντής ήταν διαμάντι. Για όσο υπήρχε, αισθανόμουν πως δίπλα μου είχα ένα στήριγμα» καθώς μιλούσα, ο Ρούντολφ ένιωσε τα μάτια του για πρώτη φορά να υγραίνονται. Δεν ήταν μονάχα ο δικός μου πόνος που τον επηρέαζε, μα η επιβεβαίωση μέσα από τα λεγόμενά μου πως ο πατέρας του είχε αποθέματα αγάπης, τα οποία τελικά διοχέτευσε αλλού. Τότε φυσικά ήμουν θλιβερά αδαής ως προς τις προσωπικές του πληγές «Δεν γνωρίζω τον λόγο που δεν μιλούσατε μεταξύ σας, μήτε θα ρωτήσω, αλλά για εμένα, ήταν μία πατρική φιγούρα που εμφανίστηκε στο διάβα μου από το πουθενά, δίνοντάς μου το δικαίωμα να την αγαπώ. Δεν φρόντιζε πολύ τον εαυτό του, αυτή είναι η αλήθεια, μα φρόντιζε εμένα. Γνωρίζω τις άθλιες υποθέσεις που πολλοί μπορεί να έκαναν, όπως και ο κύριος του τηλεφώνου, όπως και εσύ στην αρχή. Η πρώτη σκέψη είναι πως ήμουν άξια μονάχα για το κρεβάτι ενός άνδρα, κληρονομώντας από ψυχικό την εταιρεία. Αυτό με εξόργισε μαζί σου τότε και αυτό με πλήγωσε τώρα» έκανα μία διακοπή με τον Ρούντολφ να αποστρέφει το βλέμμα του. Είχα παρατηρήσει πως κάθε φορά που η μεταξύ μας επικοινωνία ρίσκαρε να χτυπήσει επάνω σε αδιέξοδο τοίχο, εκείνος ευθύς απομακρυνόταν, τραβώντας μαζί και το βλέμμα του.

«Καλλίστη, παραδέχομαι πως ήταν άθλιο αυτό που σου είπα τότε, ωστόσο δεν γνωρίζεις τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ήρθα εδώ. Δεν δικαιολογώ τα λεγόμενά μου, ωστόσο προσωπικά ήμουν θυμωμένος. Όχι τόσο μαζί σου, όσο με τον πατέρα μου. Ό,τι σου είπα εκείνο το πρωί, το έκανα από ζήλια και θυμό...» για πρώτη φορά εξομολογήθηκε ορισμένες σκέψεις του με μάτια βουρκωμένα.

«Τι είναι αυτά που λες; Ζήλια, γιατί;» τον ρώτησα εμφανώς αναστατωμένη.

«Γιατί ο πατέρας μου είχε τη δύναμη να αγαπήσει μία άγνωστη, ενώ για τον ίδιο του τον γιο δεν έδινε δεκάρα» μου απάντησε και σηκώθηκε ευθύς επάνω «Θα τα πούμε στο γραφείο. Καθώς έχουμε και μία θέση, αυτή του διευθυντή, θα ήταν σωστό να επιστρέψουμε στο πόστο μας. Έχω καλέσει τον κύριο Λαζαρίδη στο γραφείο μου και θα επιθυμούσα να είσαι και εσύ παρούσα και να διαδραματίσεις έναν ρόλο ενεργό. Το δίκιο ήταν με το μέρος σου. Οφείλεις λοιπόν να διεκδικήσεις τη θέση που σου δόθηκε αποδεικνύοντας πως δεν χρειάζεσαι πατερίτσες, εμένα δηλαδή. Ασχέτως της ηλικίας και του φύλου σου, αλλά και της αγάπης του πατέρα μου, είδε κάτι σε εσένα που τον ώθησε να σου παραδώσει τη σκυτάλη της εταιρείας. Γνωρίζω πως θέλεις να πάρεις εκδίκηση για την συμπεριφορά τους απέναντί σου, όμως αν  επιθυμείς να σε δουν σαν διευθύντρια, δεν αρκεί να είσαι προσωπικός τους τιμωρός. Πρέπει να έχεις και τον δυναμισμό να ανταποκρίνεσαι σε σοβαρά θέματα και να υπενθυμίζεις τη θέση σου με την πρώτη ευκαιρία. Ήξερες πως είχες δίκιο σήμερα, όμως η προσβολή του πελάτη σε φόβισε. Λάθος. Δεν είναι καλύτερός σου, Καλλίστη. Όλοι ίσοι είμαστε. Ακόμη και αν φύγω, εσύ πρέπει να σταθείς όρθια και με τον Αιμιλιανό για συνδιευθυντή αν χρειαστεί. Μπορείς να το κάνεις» τελείωσε, κόβοντάς μου την ανάσα.

Είχα αρχίσει να αντιλαμβάνομαι το ποιόν του και πλέον να αμφιβάλλω για το μέχρι πρότινος πορτραίτο αγιοσύνης του κυρίου Ρέινε. Ο Ρούντολφ δεν ήταν ο αδιάφορος και χοντρόπετσος κανακάρης όπως λανθασμένα είχα υποθέσει. Ήταν ένας άνδρας βαθιά πληγωμένος τόσο σωματικά, όσο και ψυχικά. Τον είδα για ακόμη μία φορά να απομακρύνεται και εμπρός στην απελπισία μου, του άρπαξα τον καρπό ξαφνιάζοντάς τον.

«Πότε σκοπεύεις να φύγεις;» αυτή η ερώτηση είχε γλιστρήσει από μέσα μου και δεν είχα ιδέα πώς. Ο Ρούντολφ φάνηκε να την εισπράττει απροετοίμαστος.

«Δεν γνωρίζω. Ίσως όταν δεν θα είμαι πια απαραίτητος....»

Τα μάτια του εστίασαν επάνω μου, μα ποτέ δεν συνάντησαν το βλέμμα μου. Για λίγο περιπλανήθηκαν στην συνολική μου εικόνα για να αποτραβηχτούν εκ νέου, αφήνοντας στην θέση τους ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο.

«Du bist schön»(είσαι όμορφη) ψιθύρισε σοβαρά και ήξερε πως δεν θα τον καταλάβαινα.

«Μα είσαι απαραίτητος εδώ...νομίζω. Αν φύγεις...» ψιθύρισα στα ελληνικά, βέβαιη πως και εκείνος αγνοούσε τα λεγόμενά μου.

Επιστρέφοντας από το υπερώο, τα μέλη του Τρίτου Ράιχ βρίσκονταν υπό την απειλή πραξικοπήματος. Το έδαφος έτρεμε κάτω από τα πόδια του Αιμιλιανού ο οποίος για πρώτη φορά είχε υιοθετήσει το χρώμα της ώχρας. Ο Αδόλφος μπροστά μου, ο μικρός Έμπερχαρντ, είχε αποφασίσει να μην μασήσει τα λόγια του, γνωρίζοντας πολύ καλά πως ο κομματικός ρόλος των μελών άνευ χαρτοφυλακίου, έπρεπε να πάψει. Έχοντας φτάσει στο μέσον της αίθουσας, άκουσα τον χαρακτηριστικό ήχο από τις κωδωνοκρουσίες του κινητού του άπιστου Θωμά, σημάδι πως είχε επιστρέψει από την άδεια που είχε πάρει ώστε να εκπληρώσει και φέτος το τάμα του στην Παναγιά της Τήνου, γυρνώντας σε εμάς ως εκκολαπτόμενος μοναχός, μεταφέροντας παράλληλα την Θεία Χάρη της. Αν κάποιος άτυχος έπεφτε στο στόμα του Θωμά, δεν θα τον ξέπλενε στα σίγουρα ούτε ο Ιορδάνης ποταμός. Τα καθημερινά του λεγόμενα κυμαίνονταν μεταξύ των θεωριών του Νοστράδαμου και της Δευτέρας Παρουσίας.

«Ω, καλημέρα σας κύριε Έμπερχαρντ! Guten morgen! » ξεκίνησε τις δήθεν πηγαίες φιλοφρονήσεις που δεν έπειθαν κανέναν απολύτως.

Έχοντας εργαστεί ως πωλητής στις γερμανικές αερογραμμές, μιλούσε άπταιστα γερμανικά και αγγλικά, με τον Ρούντολφ να αναρωτιέται μάλλον σε ποια γλώσσα μπορούσε να τον βρίσει και να μην αντιδράσει. Ο ελαττωματικά μικρού αναστήματος άνδρας, προχώρησε προς την μεριά μας, έτοιμος για χειραψία, μόνο για να έρθει αντιμέτωπος με το κενό.

«Καλημέρα και σε εσάς. Δεν θα μιλήσουμε στα γερμανικά, θα ήταν αγένεια απέναντι στη δεσποινίδα Ασημοκοπούλου, εκτός αν ασπάζεστε και εσείς τις απόψεις του κύριου Λαζαρίδη, τον οποίο καλώ στο γραφείο μου» τόνισε τις τελευταίες λέξεις και ειλικρινά ένιωσα τέτοια δικαίωση που παράβλεψα ακόμη και την κατακρεούργηση του επιθέτου μου.

Ο Αιμιλιανός με τις κρυφές ευχές του Νικόλαου για καλή τύχη, μα και την υπόσχεση για πιθανή μελλοντική εκδίκηση του άσπονδου εχθρού, προχώρησε έτοιμος να ζήσει την νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών, κοινώς το εσωκομματικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Εισερχόμενοι άπαντες στο γραφείο, παρατηρούσαμε σιωπηλοί τον άπιστο Θωμά που έστεκε στο κέντρο της αίθουσας, επιθυμώντας τσάι και συμπάθιο. Είχε όλη την καλή διάθεση να γνωρίσει τον Ρούντολφ και αμέτρητες ερωτήσεις για να του θέσει, με εμένα να καρτερώ την στιγμή που θα ξεκινούσε μέσα σε όλα η θρησκευτική κατήχηση.

«Κύριε Καλλέργη, εξέλθετε από την αίθουσα και κλείστε πίσω σας και την πόρτα. Εκτιμώ δεόντως την καλή σας διάθεση, μα η στιγμή κρίνεται ακατάλληλη» ξεκίνησε ο Ρούντολφ και ο Θωμάς μαραζωμένος σηκώθηκε και με ελαφριά βηματάκια, όσα του επέτρεπαν τα κοντά ποδάρια του, σύρθηκε μέχρι έξω, μόνο για να αισθανθεί τη πυρακτωμένη ματιά του Νικόλαου στην πλάτη του και να καταλήγει σύντομα στο συμπέρασμα πως μάλλον δεν τον σήκωνε το κλίμα.

Εγώ με τον Αδόλφο βρισκόμασταν στα γραφεία μας καθιστοί και ο Αιμιλιανός στη μέση. Η εικόνα της στρυμωγμένης στην γωνία γάτας, που αντανακλάτο στη στάση του σώματός του, έκανε τον δικό μου εσωτερικό αίλουρο να γουργουρίζει με ευχαρίστηση. Ο Ρούντολφ με την ματιά του μου έκανε σήμα να τσακιστώ επιτέλους και να πάρω τον λόγο.

«Κύριε Λαζαρίδη, πριν από λίγη ώρα, δέχτηκα ένα υποτιμητικότατο έως προσβλητικό θα τολμούσα να το χαρακτηρίσω, τηλεφώνημα, σχετικά με τη λανθασμένη διεύθυνση αποστολής των τιμολογίων του γνωστού σε όλους μας πελάτη. Αυτό που με παραξενεύει είναι, πως εγώ είχα σημειώσει την ακριβή διεύθυνση στον φάκελο, καθώς είναι μία δουλειά που χρόνια αναλαμβάνω, ασχέτως αν εσείς σπεύσατε να το διαψεύσετε και αυτό στον πελάτη» κάνοντας μία παύση καρτερούσα κυριολεκτικά τις αντιδράσεις.

«Εγώ όμως ήμουν εκείνος που ήλεγχα κάθε φορά την δουλειά σας, προκειμένου να βεβαιωθώ πως ήταν ορθή» μου γρύλισε.

«Για να την στραβώσετε κατά πώς φάνηκε» πρόφερα κοφτά.

«Με κατηγορείτε για κάτι; Μήπως οφείλεται σε εμένα και ο τρόπος που από ότι καταλαβαίνω σας μίλησε ο πελάτης;» πήγε να με ειρωνευτεί. Βλέποντας ωστόσο τον Ρούντολφ εσκεμμένα να μην αντιδρά, άδραξα την ευκαιρία να φτάσω αυτή τη λογομαχία νεύρων και ισχύς μέχρι το τέλος.

«Μπορούμε να το διαπιστώσουμε, καθώς ο φάκελος προτού παραδοθεί, πέρασε πρώτα από τα χέρια του εξωτερικού μας υπαλλήλου. Σαν διευθύντρια, είμαι φανατική υπέρμαχος του ου ψευδομαρτυρήσεις. Επομένως καλό θα ήταν να μου πείτε την αλήθεια»

«Εντάξει, ίσως και να μπέρδεψα τις διευθύνσεις, όμως και πάλι δεν ευθύνομαι εγώ για την γνώμη του πελάτη στο πρόσωπό σας, που δεν είναι και η μοναδική» συνεχίστηκε η κόντρα.

«Και ποια είναι η άποψη για το πρόσωπό μου; Τι δικαιώματα σας έδωσα εγώ ως υπάλληλος αυτόν τον ένα καταραμένο χρόνο;» τον πίεσα.

«Ξέρετε πολύ καλά. Μπορεί ο κύριος Ρέινε, αιωνία του η μνήμη, να σας προσέλαβε γιατί πίστεψε στην αγιοσύνη της ψυχής σας, όμως όλοι μας υπήρξαμε μάρτυρες των ναζιών που του κάνατε και των φορών που απεγνωσμένα του ζητήσατε να πάτε στο σπίτι του. Λέω κάτι λάθος;» η ερώτησή του με πάγωσε και κατά πώς φάνηκε, είχε παγώσει και τον Ρούντολφ.

Είδα τις γροθιές του να σφίγγονται και να χαλαρώνουν σε μία προσπάθεια να συγκρατηθεί και να αφήσει την συζήτηση να φτάσει μέχρι το τέλος. Όπως και να είχε, δεν ήμουν ένας άνθρωπος που γνώριζε. Στην ουσία μονάχα μερικές μέρες βλέπαμε ο ένας την φάτσα του άλλου, είτε στο γραφείο, είτε ατυχώς εκτός αυτού. Όσο καλή πίστη και θέληση και να είχε, η ζημιά του Αιμιλιανού είχε πιάσει τόπο και ήμουν βέβαιη πως ο Νικόλαος ήδη σήκωνε το λάβαρο της επανάστασης, έτοιμος για την μεγάλη ανατροπή. Πώς θα μπορούσα να εξηγήσω την σχέση μου την ιδιάζουσα με τον κύριο Ρέινε; Πώς να του εξηγούσα πως ο λόγος που επέμενα να πάω σπίτι του, ήταν για να τον επισκεφτεί ο παθολόγος του, μιας που η υγεία του τελευταίως είχε κλονιστεί;

«Πράγματι είναι αλήθεια» παραδέχτηκα με τα δάκρυα να θολώνουν την όρασή μου.

«Και τι γυρεύατε δεσποινίς σπίτι του; Μία απλή υπάλληλος ήσασταν και τίποτε περισσότερο. Έχετε δει πολλές εικοσάχρονες υπαλλήλους να ακολουθούν το αφεντικό τους στο σπίτι; Ή μήπως τον βοηθούσατε να πλάσετε κεφτέδες; Συγχωρέστε με κύριε Έμπερχαρντ γι' αυτό αλλά το θέατρο της δεσποινίδας παρατράβηξε! Πράγματι, παραδέχομαι πως πήγα να της βάλω τρικλοποδιά με τον φάκελο, αλλά ο λόγος είναι γιατί δεν την επιθυμώ εδώ μέσα. Εμείς δουλεύαμε σαν σκυλιά, για να έρθει από το πουθενά ένα κορίτσι με ελλιπείς γνώσεις στα οικονομικά, αλλά μπόλικες αλλού κατά πώς φάνηκε και να μας φάει τη θέση. Ποιος ξέρει πώς έπεισε τον πατέρα σας να της γράψει την εταιρεία» στο άκουσμα αυτό, ετοιμάστηκα να τα σπάσω όλα, όταν είδα το πρόσωπο του Ρούντολφ να κοκκινίζει από οργή.

Στο θέαμα τρόμαξα τόσο πολύ, που μάλλον αν έβλεπα όντως τον Αδόλφο θα έτρεχα να κρυφτώ πίσω από την χιλιοφορεμένη, εκρού ναζιστική καμπαρντίνα του. Δίπλα μου ο νεαρός δίχως να με κοιτάζει, ήταν έτοιμος να πυροβολήσει μόνο με την ματιά του τον Αιμιλιανό. Τα λόγια που βγήκαν από το στόμα του, ίσα που κατόρθωναν να ακουστούν μέσα από το ενδόμυχο γρύλισμά του.

«Αρχικά, κύριε Λαζαρίδη, δεν σας επιτρέπω μήτε να πιάνετε στο στόμα σας την οικογένειά μου, μήτε να αφήνετε υπονοούμενα και ευκόλως εννοούμενα. Τους λόγους πρόσληψης ή παραμονής της δεσποινίδας, τους γνωρίζει μονάχα ο πατέρας μου και ανήκουν σε εκείνον. Δεν σας όρισε κανένας απολύτως κριτή ηθικής ή ανηθικότητας κανενός και είναι και η τελευταία φορά, που προσπαθείτε με οποιονδήποτε τρόπο, να βάλετε τρικλοποδιά είτε σε συνάδελφο, είτε στην εταιρεία. Έγινα κατανοητός;» κάπου εκεί τον είδα να παλεύει να αναπνεύσει και αυτό με τεράστια δυσκολία, ενώ απέναντί του ο Νικόλαος, ήμουν βέβαιη πως θα είχε στείλει τον μικροκαμωμένο Θωμά με μία αδειανή κούπα στο χέρι, να στήσει αφτί στον διπλανό μας τοίχο. «Περάστε έξω κύριε Λαζαρίδη και να ξέρετε ένα πράγμα. Υπονομεύοντας κάποιον, δεν θα πάτε μπροστά ποτέ σας. Αποδείξτε την δική σας αξία και αυτό θα είναι αρκετό, όχι μόνο σε εμένα, αλλά και σε οποιονδήποτε άλλο αναλάβει τη θέση μου»

Ο Αιμιλιανός αποχώρησε για πρώτη φορά αμίλητος, ενώ ο Νικόλαος έχοντας αρπάξει τη χλωρίνη, παρίστανε δήθεν πως καθάριζε εκεί κοντά προκειμένου να κατορθώσει να σχηματίσει έστω και μία περίληψη των λεγομένων μας. Είχαν στρέψει τα ίδια μου τα όπλα εναντίων μου. Όταν μείναμε μόνοι μας με τον Ρούντολφ, κυριολεκτικά ένιωθα την ατμόσφαιρα να βαραίνει τους ώμους μου. Αυτός ο άνθρωπος δεν εκφραζόταν εύκολα. Υπήρχε κάτι, μία πληγή που εμφανώς αιμορραγούσε και που ήμουν βέβαιη πως αν ανέφερα την σχέση μου με τον πατέρα του, την πατρική σχέση, θα έκανα τα πράγματα χειρότερα.

«Μην μιλήσεις καν» μου είπε «Το θέμα του κυρίου Λαζαρίδη λύθηκε. Από αύριο θα αναζητήσω τον αντικαταστάτη μου και ευελπιστώ πως μέσα στην εβδομάδα θα τον έχω κοντά μου για συνέντευξη και πώληση του μεριδίου μου. Μου έλειψε η οικογένεια και το σπίτι μου, μου έλειψε το Βερολίνο. Αν δεν υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος παραμονής μου, θα ήθελα να αποχωρήσω για σήμερα. Εξάλλου, έχω αρκετή δουλειά στο θέμα αναζήτησης του κατάλληλου προσώπου. Μείνε ήσυχη, θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να σε βοηθήσω στο μέλλον διαλέγοντας τον σωστό άνθρωπο» μου είπε κοφτά και κυριολεκτικά δεν πρόλαβα να αρθρώσω λέξη.

«Γιατί δεν λες αυτό που πραγματικά σε ενοχλεί;» μου ξέφυγε μεταξύ θυμού και απόγνωσης.

Το κεφάλι του στράφηκε ξανά προς το μέρος του, τη στιγμή που ίσιωνε το παλτό του.

«Τα προβλήματα και τα εσώψυχά μου, τα μοιράζομαι με τους φίλους μου. Τους ναζί φίλους μου!» φώναξε στο τέλος και αρπάζοντας την τσάντα της δουλειάς του εξαφανίστηκε με βήμα κοφτό και μετρημένο ώστε να μην δώσει επιπλέον δικαιώματα.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro