Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο Πρώτο/ part 3

Aγαπούσε τις μηχανές. Θεωρούσε πως του χάριζαν μία ελευθερία. Σήμερα, η βόλτα μέχρι το σπίτι του, με την μηχανή να ωρύεται εξαιτίας της ταχύτητας, θεωρείτο απαραίτητη μιας και η υπομονή του είχε φτάσει στο ζενίθ.  Πλέον δεν του χάριζε ελευθερία, μα ο παγωμένος αέρας τον βοηθούσε απλώς να μην σκέφτεται.Το σπίτι του το πατρικό, ήταν πέτρινο και παραδοσιακό, χωμένο στην βλάστηση και απομονωμένο από τα υπόλοιπα. Η μητέρα του βρισκόταν στην αυλή με την υπέρβαρη γάτα τους και ο Ρούντολφ που διόλου δεν τη συμπαθούσε, είχε αποφασίσει να την καταγγείλει ανώνυμα στην φιλοζωική, μπας και τους άδειαζε την γωνιά ο ευτραφής αίλουρος και σε συνδυασμό με αυτό, ίσως και να γνώριζε καλύτερη εμφανισιακή τύχη. Το συμπονετικό βλέμμα της γυναίκας τη στιγμή που ο νεαρός έβγαζε το κράνος του, τον τσίτωσε ακόμη περισσότερο.

«Ειλικρινά, μην το κάνεις θέμα μαμά» την πρόλαβε προτού ξεκινήσει το γνωστό λογύδριο περί ταχύτητας.

«Τι ακριβώς να μην κάνω θέμα; Θέλεις να μας βρει και άλλο κακό;» του φώναξε.

«Μας βρήκε ήδη. Πέθανε ο Ρέινε» πρόφερε κοφτά.

«Ο πατέρας σου θέλεις να πεις. Μπορεί να χωρίσαμε, μπορεί να έγινε ό,τι έγινε, ωστόσο Ρούντολφ, δεν μπορείς να παραβλέψεις το γεγονός πως είναι πατέρας σου» τον μάλωσε.

«Το γεγονός παραλείφθηκε από μόνο του εδώ και χρόνια. Δεν λέω πως χαίρομαι για τον θάνατό του, ωστόσο μην περιμένεις να κυλήσουν και κροκοδείλια δάκρυα, γιατί τέτοια θα είναι!» της μίλησε απότομα, όταν ένιωσε την ανατριχιαστική γούνα της Μίκυ να τρίβεται στο μπατζάκι του παντελονιού του. Ο Ρούντολφ τινάχτηκε πίσω, με μία έκφραση αηδίας.

«Έχει πολύ θράσος αυτό το υπέρβαρο ζωντανό, που στόμα έχει και μιλιά δεν έχει για τίποτε άλλο, εκτός του φαγητού. Σε λίγο δεν θα μπορεί ούτε να κουνηθεί. Τελοσπάντων, ήρθα για να δω πώς είσαι εσύ, αλλά αφού σε βλέπω σχετικά καλά, να πηγαίνω και εγώ γιατί έχουμε και δουλειές» πρόφερε και τη στιγμή που ετοιμαζόταν να της γυρίσει την πλάτη, άκουσε την στριγκή φωνή της.

«Ρούντολφ Έμπερχαρντ, έλα τώρα εδώ και άσε τα πείσματα!» τον συνέτισε η μητέρα του και ο νεαρός στράφηκε προς το μέρος της, όταν ταυτόχρονα το τηλέφωνό του χτύπησε και φυσικά άκουσε την φωνή του δικηγόρου του, ο οποίος αφού του ευχήθηκε συλλυπητήρια, του ανακοίνωσε πως θα έπρεπε να πραγματοποιήσουν ένα ταξίδι στην Ελλάδα, καθώς εκεί θα ανοιγόταν και η διαθήκη του συγχωρεμένου του πατέρα του.

«Το ήξερα!» αναφώνησε εκείνος τη στιγμή που άφηνε το σώμα του να καταρρεύσει στον πρώτο καναπέ που ήταν διαθέσιμος. Φυσικά πέραν της διαθήκης, θα έπρεπε να παρευρεθεί και στην κηδεία του που θα γινόταν στον μακρινό τόπο καταγωγής του «Δεν φτάνει που μας γύρισε την πλάτη επιλέγοντας εμφανέστατα να ζήσει αλλού, τώρα είμαι και υποχρεωμένος να τρέχω. Δεν θέλω τίποτε από εκείνον» γρύλισε ο Ρούντολφ και η μητέρα του τον κοιτούσε με απόγνωση,

«Ότι έγινε, έγινε. Πλέον είναι νεκρός και πρέπει να τον συγχωρέσεις. Πάνω από όλα όμως, πρέπει να συγχωρέσεις τον εαυτό σου. Άλλαξες από τότε και είναι λογικό. Μην βάζεις λουκέτο όμως στην καρδιά σου, είναι κρίμα» του έδωσε την συμβουλή και κατόπιν την είδε να σηκώνεται και να αποσύρεται προς την κουζίνα που ήταν όχι μόνο δικό της αγαπημένο μέρος, αλλά και του ευτραφή αίλουρου που την ακολουθούσε πιστά σε κάθε της βήμα.

Ο Ρούντολφ, ήταν ένας άνθρωπος που λάτρευε την τάξη και τον προγραμματισμό έχοντας μεγαλώσει σε μία χώρα που υποστήριζε σθεναρά και με πάθος και τα δύο. Αυτή τη στιγμή, όλα τα γνωστά του καλούπια είχαν γίνει σκόνη και θρύψαλα, πίσω από τα οποία αχνοφαινόταν η θάλασσα του Αιγαίου. Του είχε πάρει χρόνια να καλωσορίσει την νέα, σκληρή πραγματικότητα και τώρα καλούταν εκ νέου να κολυμπήσει σε άγνωστα, απάτητα και αχαρτογράφητα ύδατα. Ας ήταν όμως. Όπως και να είχε, έπρεπε να πει ένα τελευταίο αντίο στον πατέρα του και ας τον είχε κεράσει μία γερή δόση πίκρας την τελευταία φορά που τον είδε. Έκτοτε, όσες προσπάθειες και αν έκανε να προσεγγίσει τον γιο του, εκείνες είχαν πέσει στο κενό.

Ελλάδα

Είχα περάσει την χειρότερη νύχτα της ζωής μου, πελαγωμένη με καράβι ακυβέρνητο και εκατομμύρια όρνεα να κράζουν λυσσαλέα πάνω από το κεφάλι μου, καραδοκώντας να ξεσκίσουν με λαχτάρα το πτώμα μου, που εντός ολίγων ωρών θα βρισκόταν να επιπλέει στον αφρό.

«Καλπάζει η φαντασία σου» άκουσα το σχόλιο του Μάρκου που χτυπούσε με μανία το αφρόγαλο όση ώρα εγώ του αφηγούμουν τα χθεσινοβραδινά μου όνειρα. Αν δεν είχα και εκείνον, το κουφάρι μου ήδη θα επέπλεε παγωμένο. Το βλέμμα μου πλανήθηκε ολόγυρα, περιτριγυρισμένο από την άμετρη ψυχική μου οδύνη, παλεύοντας να απορροφήσει κάθε εικόνα σαν να την έβλεπε για τελευταία φορά.

Ο θάνατος του Ρέινε ήταν γεγονός και ήμουν βέβαιη πως το τρίτο Ράιχ, δεν θα μου χάριζε καν τον πολυτελή χρόνο του θρήνου. Ο φόβος μου σύντομα μετουσιώθηκε σε βεβαιότητα, σαν είδα το νικητήριο χαμόγελο στο πρόσωπο του Αιμιλιανού, που θαρρείς και είχε καραβοχτυπηθεί για ώρες καταμεσής του ωκεανού. Τόσο χλωμός φαινόταν υπό το φως του πρωινού ήλιου.

«Λοιπόν, κάθε φορά που τον βλέπω, ολοένα και περισσότερο θα προτιμούσα να καθαρίζω τις τουαλέτες και ας αποτελούν υγειονομική βόμβα»πρόφερε ο Μάρκος ψιθυριστά σαν του έδινε τον καφέ που είχε παραγγείλει.

«Σε ευχαριστώ από τα έγκατα της μαυρισμένης μου ψυχής για την συμπαράσταση» του απάντησα την στιγμή που έπαιρνα τον δικό μου και που έβλεπα τον νεαρό να πετάγεται επάνω στην θέα της μαυροφορεμένης Βίκυς. Σε δύο ώρες εξάλλου, θα έπρεπε να μεταβούμε στο κοιμητήριο για το τελευταίο μας αντίο, στο πιο υπέροχο αφεντικό που είχα γνωρίσει στην συντομότατη εργασιακή μου πορεία.

«Πάλι καλά που αυτός δεν φόρεσε τιρκουάζ μέρα που είναι» σχολίασε η Βίκυ βλέποντας τον Αιμιλιανό να απομακρύνεται με το λευκό του πουκάμισο και το μαύρο του παντελόνι. Ουδεμία σημασία όμως είχε το χρώμα του εξωτερικού περιβλήματος, όταν εσωτερικά ο συγκεκριμένος ένιωθε σαν ένα ουράνιο τόξο, έτοιμο να εκραγεί και να απελευθερώσει την διάθεση αλεγρίας που ενδόμυχα ένιωθε.

Ευχόμενος ο Μάρκος ΄΄ζωή σε εμάς΄΄ και αντευχόμενες εμείς να πιάσει τόπο αυτή η κουβέντα, ανεβήκαμε στα γραφεία μας και η καθεμία στον όροφο της. Για πρώτη μου φορά ένιωθα άγχος. Τα χέρια μου πραγματοποιούσαν διαρκώς αμήχανες κινήσεις ανοιγοκλείνοντας, ενώ το βήμα μου ήταν ασταθές και αβέβαιο. Μόλις εισήλθα, όλα τα βλέμματα των στρατηγών του Ράιχ καρφώθηκαν επάνω μου εκδικητικά. Η μέρα που περίμεναν με προσμονή έκδηλη είχε φθάσει και οι διάλογοι ρατσιστικού περιεχομένου, έδιναν και έπαιρναν, θεωρώντας τους άνδρες που βοηθούν τις συζύγους στο σπίτι ως την ντροπή του φύλου και τονίζοντας την σαφέστατα υποδεέστερη θέση της γυναίκας σε σχέση με εκείνους. Στο άκουσμα του διαλόγου, πάλεψα να μην δώσω σημασία, όταν ο Αιμιλιανός εισήλθε απροειδοποίητα στον προσωπικό μου χώρο και με μία στοίβα χαρτιά.

«Μετακομίζετε;» τον ρώτησα μελιστάλακτα και με ύφος που έσταζε ειρωνεία.

«Η αλήθεια να λέγεται, πως καθώς υπήρξα το δεξί χέρι του κυρίου Έμπερχαρντ, και η δουλειά μου σε αντίθεση με άλλων, θεωρείτο ιδιαιτέρως απαιτητική, έλαβα την απόφαση με την σύμφωνη γνώμη όλων των συναδέλφων του ορόφου, να ανταλλάξω θέση μαζί σου. Δεν νομίζω πως για τα απλά καθήκοντα μίας γραμματέως δίχως πλέον διευθυντή, χρειάζεσαι όλον αυτό τον χώρο» πρόφερε με περισσό θράσος και ήμουν βέβαιη πως ακούστηκαν ανεπαίσθητα χειροκροτήματα.

Δυστυχώς όμως, εγώ δεν ήμουν τίποτε άλλο από μία απλή υπάλληλος και όσο και αν επιθυμούσα λυσσαλέα να υπερασπιστώ τη θέση μου, αυτό που είχε περισσότερη σημασία, ήταν να κρατήσω τη δουλειά μου. Από τη μία,ο αδερφός μου είχε ανάγκη την οικονομική στήριξη τη δική μου, ήταν ακόμη μαθητής και εγώ από την μεριά μου είχα κάνει στην άκρη κάθε όνειρο να σπουδάσω, προκειμένου να στηρίξω την μικρή μας οικογένεια. Η γιαγιά μου δεν βρισκόταν πλέον στην ζωή και άλλη πηγή εσόδων δεν υπήρχε. Από την άλλη, όσο και αν έβλεπα τα βιβλία του σχολείου που με μία δεύτερη ανάγνωση θα με οδηγούσαν ίσως στην ιατρική, αδυνατούσα να βρω το ψυχικό σθένος να τα ανοίξω για δεύτερη φορά, καθώς τα μάτια μου παντού θα φαντασιώνονταν την λέξη αποτυχία. Η δουλειά και οι αγκάλες του τρίτου Ράιχ, αποτελούσαν μονόδρομο και όσο και αν αγαπούσα αυτό το μικρό ταξιδιωτικό γραφείο, οι συνάδελφοι που με πλαισίωναν έμοιαζαν με εφιάλτη, έπειτα από ένα πλούσιο γεύμα και ύπνο σε λάθος στάση. Μαζεύοντας ανόρεχτα τα πράγματά μου, μετακόμισα ταπεινωμένη στο πρώτο γραφείο, όπου βρισκόταν και το τηλεφωνικό μας κέντρο, το οποίο κατά πώς φάνηκε με καρτερούσε, καθώς μόλις κάθισα ξεκίνησε να χτυπά. Άμεσα ενημερώθηκα για δύο αφίξεις. Εκείνη του δικηγόρου του κυρίου Ρέινε και εκείνη του γιού του, Ρούντολφ Έμπερχαρντ, που στα δικά μου αφτιά, ήχησε λανθασμένα σαν Ρούντολφ Ες. Τελικά είχα καταλάβει, πως οι τραγικές αφηγήσεις της γιαγιάς μου για τα βάσανα της κατοχής, είχαν σημαδέψει για τα καλά την νεανική μου φύση και είχαν βομβαρδίσει ανελέητα το επιρρεπές στις κακοτοπιές κάρμα μου.

Για λίγο, έχοντας τερματίσει την κλήση, παρέμεινα παγωμένη στη θέση μου να αναλογίζομαι τι ακριβώς είχα μόλις ακούσει. Ώστε το θεόσταλτο αφεντικό μου είχε έναν γιο, ο οποίος αρμένιζε απαθέστατος στη Γερμανία τη στιγμή που ο πατέρας του άφηνε την τελευταία του πνοή. Μία γουλιά ακόμη καφέ κατόρθωσα μετά βίας να κατεβάσω, προτού πάρω το πανωφόρι μου και ξεκινήσω με προορισμό το κοιμητήριο και τον αποχαιρετισμό μου στο κύριο Ρέινε.

-------------------------

Βρισκόταν στο χαώδες αεροδρόμιο της Αθήνας. Τα πάντα του φαίνονταν ξένα, ενώ άκουγε μία γλώσσα σχετικά τραγουδιστή, ωστόσο ελάχιστες ήταν οι λέξεις που γνώριζε. Όταν ήταν μικρός, ο πατέρας του του μιλούσε λίγα ελληνικά, μα καθώς έλειπε στη δουλειά πολλές ώρες και περνούσε χρόνο με την μητέρα του, τα γερμανικά ήταν η μόνη γλώσσα που τελικά κατόρθωσε να μάθει καλά. Από μακριά είδε την βαλίτσα του να έρχεται έπειτα από μισή ώρα ορθοστασίας και τον κόσμο να ορμά κοπαδιαστά λούζοντας ο ένας τον άλλο με βωμολοχίες, προκειμένου να αρπάξει πρώτος τη δική του αποσκευή. Δεν είχε πάρει πολλά ρούχα, καθώς το φθινόπωρο της Ελλάδας ήταν σχετικά θερμό σε σχέση με το κακό που τους είχε βρει στην Γερμανία και εξάλλου δε σκόπευε να μείνει για πολύ. Τα μαλλιά του ήταν κουρεμένα αρκετά κοντά, δίνοντας μία λανθάνουσα στρατιωτική εντύπωση σε μία ηλικιωμένη, της οποίας είχαν ξυπνήσει κατά πώς φαινόταν, οι κατοχικές της μνήμες, αφού τον κοιτούσε υπό γωνία, έχοντας ακούσει τα γερμανικά του στο τηλέφωνο. Για κακή του τύχη, οι βαλίτσες τους έμοιαζαν εκπληκτικά και ευθύς βρέθηκαν να αρπάζουν ταυτόχρονα το λουρί και κατόπιν να αλληλοκοιτάζονται στενεύοντας τα μάτια τους.

Η ηλικιωμένη ετοιμαζόταν να του ορμήσει, καθώς ζύγιζε τις κινήσεις της.

«Όλα μας τα πήρατε κάποτε, δεν θα σε αφήσω τώρα να μου αρπάξεις και το βιός μου! Όλη την προίκα της εγγονής μου κουβαλάω της παλαβής, που αποτρελάθηκε και αποφάσισε να σπουδάσει στη Γερμανία και να κάνει και μεταπτυχιακό! Για να την δούμε πλέον, πρέπει να ανεβαίνουμε στον κατακτητή!» φώναξε και όλα τα βλέμματα καρφώθηκαν επάνω τους, με τον Ρούντολφ να προσεύχεται να μην του έχει κατεβάσει όλα τα κοσμητικά επίθετα στα ελληνικά, αν έκρινε από το αμήχανο βλέμμα των γύρω του.

«Ich verstehen nicht!*» (δεν καταλαβαινω τιποτε)της είπε αμήχανα.

«Τον κακό σου τον καιρό! Άφησε κάτω τη βαλίτσα μου!» συνέχισε να ωρύεται έχοντας κρεμαστεί και με τον νεαρό να αρχίσει να φουντώνει για τα καλά, έχοντας καταλάβει τι είχε συμβεί. Κάνοντάς της νοήματα με τα χέρια, έφεραν την βαλίτσα κοντά σε ένα κάθισμα, με τον Ρούντολφ να της υποδεικνύει να καθίσει.

Η ηλικιωμένη κάθισε ξεφυσώντας και εκείνος ξεκίνησε να ανοίγει την βαλίτσα μπροστά της, αγνοώντας τις φωνές της. Μεγαλοπρεπώς, άρπαξε ένα σλιπάκι του και της το έδωσε στα χέρια.

«Είναι δικό σας αυτό μήπως;» την ρώτησε στα αγγλικά και την είδε να κοκκινίζει, ενώ άπαντες είχαν ξεσπάσει σε ασυγκράτητα γέλια.

Δύο δευτερόλεπτα μετά, η δική της μαύρη βαλίτσα, φάνηκε να περνοδιαβαίνει στον ιμάντα ατάραχη. Κοιτώντας για τελευταία φορά τον νεαρό, ψιθύρισε ένα ΄΄συγγνώμη΄΄, το οποίο δεν εννοούσε και πολύ, ενώ με μικρά και συνεχόμενα βηματάκια, κατευθύνθηκε προς την μεριά της δικής της αποσκευής.

«Τρελή!» γρύλισε εκείνος σκεπτόμενος πως σε λάθος τόπο βρισκόταν στα σίγουρα και μάλιστα υπήρχαν όλες οι περιβαλλοντικές ενδείξεις, που του ούρλιαζαν να πάρει το επόμενο αεροπλάνο και να εξαφανιστεί.

Η ψυχολογία του, κυμαινόταν σε τόνους περίεργους. Βαθιά μέσα του, υπήρχε μία ατελείωτη πίκρα για το πρόσωπο του πατέρα του. Ο δεσμός τους είχε κοπεί απότομα και παρά το γεγονός πως από εγωισμό δεν θα το παραδεχόταν ποτέ στη μητέρα του, μέσα του η καρδιά του είχε ραγίσει σε χιλιάδες κομμάτια. Tον είχε ανάγκη. Όχι μονάχα τώρα, μα από πάντα. Στην πραγματικότητα, ήταν πολλά αυτά που επιθυμούσε να είχε προλάβει να του πει, μα πλέον ήταν αργά. Την αρχή της κατάρρευσης του ιερού δεσμού τους, την είχε κάνει ο Ρέινε, με τον Ρούντολφ να την αποτελειώνει κόβοντας κάθε συναισθηματικό δεσμό μαζί του. Δεν ήταν εύκολο να του γυρίσει την πλάτη. Απαιτούσε δύναμη ετούτη η πικρή απόφαση. Με αυτές τις σκέψεις, βγήκε πλέον από το αεροδρόμιο, για να εντοπίσει την ταμπέλα με το όνομά του από τον δικηγόρο και πολύ καλό φίλο του πατέρα του, κύριο Γιάννη. Το όνομά του ελληνικότατο, το ίδιο και η βαριά μυρωδιά του σκόρδου που επικρατούσε στο κατά τα άλλα περιποιημένο αυτοκίνητό του.

«Guten morgen*» του είπε στα γερμανικά θέλοντας μάλλον να κάνουν μία θετική αρχή, που θα έστρωνε τον δρόμο με ψεύτικα ροδοπέταλα, για όλες τις ανακοινώσεις που θα ακολουθούσαν.

Ο Ρούντολφ τον χαιρέτησε συγκρατημένα, αν και ευγενικά και οι δυο τους ξεκίνησαν με προορισμό το κοιμητήριο. Κατόπιν θα ακολουθούσαν όλα τα υπόλοιπα. Ο νεαρός αστυνομικός ήθελε πολλά να τον ρωτήσει για την δουλειά του πατέρα του, αν και δεν χρειάστηκε μιας που ο δικηγόρος έχοντας καταπιεί γλιστρίδα, του εξηγούσε την αγάπη και την αφοσίωση του Ρέινε σε αυτό το μικρό ταξιδιωτικό γραφείο. Ο Ρούντολφ πάλι, κοιτώντας τον καχύποπτα, ξεκίνησε να σκέφτεται πως όλα αυτά, αποτελούσαν απλώς τα πυροτεχνήματα μίας ανακοίνωσης που διόλου δεν θα τον ευχαριστούσε. Μέχρι τώρα, αν υπήρχε ένα πράγμα που είχε συμπαθήσει στην Ελλάδα, αυτό ήταν ο ήλιος της που έκανε τα μαλλιά του να λάμπουν και τα μάτια του να γλυκαίνουν, χαρίζοντάς τους το χρώμα του μελιού.

-------------------------------------------

Το δικό μου χρώμα πάλι, ήταν αμφίβολου χαρακτηρισμού σαν έφτασα στο κοιμητήριο, παρακολουθώντας να ξετυλίγεται μπροστά μου ένα ταλέντο ηθοποιίας από την πλευρά του Αιμιλιανού, που θεωρούσε πως ήταν ο πρωταγωνιστής κάποιας αρχαίας τραγωδίας. Το Τρίτο Ράιχ, ένιωθε πως έθαβε την Δημοκρατία της Βαϊμάρης και εγώ με την Βίκυ, απομακρυνθήκαμε από τους υπόλοιπους, έχοντας αφήσει με χέρια τρεμάμενα ένα τριαντάφυλλο. Ασυναίσθητα, αγκάλιασα σφιχτά το κορμί μου, σαν να πάλευα να ζεσταθώ. Για εμένα σήμερα χανόταν για δεύτερη φορά ο πατέρας μου και για την Βίκυ το στήριγμά της. Τη στιγμή που είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι για την οικογενειακή απουσία, εντόπισα την δικηγορική μινιατούρα του καλού μου Ρέινε, παρέα με έναν νεαρό στο πρόσωπο του οποίου έλαμπε ο κατακτητής. Το ατσάλινο και ανέκφραστο πρόσωπό του, έκανε τη ραχοκοκαλιά μου να ανατριχιάσει, ενώ μία νοητή σβάστικα, σχηματίστηκε στο μπράτσο του. Αυτός ήταν ο Ρούντολφ Ες, του οποίου η χαριτωμένη εμφάνιση, ετοιμαζόταν να παίξει με την λογική μου περί αθωότητας. Κοιτώντας προς την μεριά του διερευνητικά, τα βλέμματά μας αντάμωσαν για δευτερόλεπτα, με εκείνον να με κοιτά σαν να ήμουν κινούμενος στόχος έτσι όπως ταραζόμουν από την αμηχανία και τον δικηγορίσκο να του κάνει από όσο καταλάβαινα, μία μικρή αναφορά του νοήματος ύπαρξής μου, αφήνοντάς τον πιο ταραγμένο από ποτέ. Το υποσυνείδητό μου τότε μου ψιθύρισε, πως ο τρίτος παγκόσμιος βρισκόταν προ των πυλών. Με το τελευταίο αντίο και με τα δάκρυά μου να έχουν στερέψει, πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Για εμένα, υπήρχε ένας φάκελος τον οποίο φρόντισα να κρύψω και που είχα φυσικά αποφασίσει να διαβάσω μονάχη μου μόλις θα επέστρεφα. Ο γιος του αφεντικού μου, είχε εξαφανιστεί σαν το φάντασμα, τόσο γρήγορα και ύπουλα όσο είχε εμφανιστεί κιόλας.

Επιστρέφοντας πίσω στη δουλειά, πέρασα από το καφέ του Μάρκου, που μας είχε ετοιμάσει δύο ελληνικούς, της πίκρας και παρηγοριάς.

«Ζωή σε εσάς» μου είπε.

«Αμφίβολο και αυτό» του απάντησα και τον είδα άξαφνα να με κοιτάζει συνωμοτικά.

«Λίγο πριν, πέρασε από εδώ ένας ξανθός νεαρός και ανέβαινε στο κτήριό σας» μου είπε και οι οφθαλμοί μου συσπάστηκαν με τρόμο.

«Ο λόγος της πρότερης αμφιβολίας μου, περί συνέχειας της ύπαρξής μου» σχολίασα άνευρα.

«Τον ξέρεις;» με ρώτησε.

«Γιος του Έμπερχαρντ, μα απόγονος του Αδόλφου» του ξεκαθάρισα με την Βίκυ να έχει γείρει άτσαλα και απαρηγόρητα στον πονεμένο μου ώμο.

«Σαν δύο τσουβάλια καταντήσατε. Άντε, πιείτε τον καφέ σφηνάκι, εξοπλιστείτε με υπομονή και στην τελική αν κάτι στραβώσει, εδώ είναι η ευωδιαστή καλλιόπη, όπως λέγαμε και στον στρατό. Λύσεις απελπισίας άπειρες»

«Και αχρείαστες» του μούγκρισε η φίλη μου φτύνοντας τον κόρφο της.

Το βήμα μου αποφάσισα να ήταν σταθερό, ώστε να μην αφήσω περιθώρια υποταγής στο Τρίτο Ράιχ, που ήμουν βέβαιη πως επιτέλους με την παρουσία του Έμπερχαρντ του νεότερου, είχε βρει το είδωλό του. Το ταπεινό μου γραφείο με καρτερούσε, με ένα σημείωμα από τον Αιμιλιανό πως οι τηλεφωνικές μου επικοινωνίες με τους πελάτες, θα περιορίζονταν αυστηρά στα όρια της σύνδεσής τους με τον ανάλογο πωλητή εισιτηρίων ή το λογιστήριο. Ήμουν έτοιμη να ουρλιάξω, μόλις συνειδητοποίησα πως με καρτερούσε το γράμμα. Κοιτώντας γύρω μου, και με τον Ρούντολφ να έχει κάνει κατάληψη προσωρινή στο πρώην γραφείο μου, άρπαξα τον φάκελο και κλείστηκα στο μόνο μέρος, όπου η στιγμή απαιτούσε ιδιωτικότητα. Στις τουαλέτες. Με τρεμάμενα χέρια, έσκισα ελαφρώς τον φάκελο, ερχόμενη αντιμέτωπη με τα καλλιγραφικά γράμματα του πρώην αφεντικού μου.

Αγαπημένη μου Καλλίστη,

Σαν χθες θυμάμαι την ημέρα, σχεδόν έναν χρόνο πριν, που πέρασες το κατώφλι της εταιρείας μου. Ήταν καλοκαίρι ακόμη και εσύ ήσουν ένα παιδί γεμάτο ελπίδες για μία θέση εργασίας, όντας μόλις δεκαεννέα. Όταν σε είδα και κάθισες απέναντί μου για να ξεκινήσει η συνέντευξη, μου θύμισες εκείνον. Τον γιο που έχω και που εξαιτίας της υπαιτιότητάς μου, δεν μπόρεσα να καταφέρω να δω έστω για μία τελευταία φορά. Θα φύγω, μα σε εκείνον θα αφήσω την πίκρα. Είμαι βέβαιος πως αυτή τη στιγμή που το διαβάζεις, θα είσαι πνιγμένη στις απορίες και λυπάμαι που δεν είμαι εκεί για να στις λύσω, όμως είμαι σίγουρος πως ο χρόνος θα το κάνει και θα σε δικαιώσει. Ήσουν ένα παιδί φιλότιμο, έξυπνο και πολυδιάστατο. Έδινες σχεδόν πάντοτε λύσεις στα προβλήματά μου, είχες όραμα να αναρριχηθείς ψηλότερα. Τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω από μία υπάλληλο; Γνωρίζω όμως πόσο σημαντική υπήρξε για εσένα η έννοια της ΄΄οικογένειας΄΄. Ένιωθα την αγάπη και προσοχή σου στο πρόσωπό μου καθώς και τις ειλικρινείς ανησυχίες σου, κάθε φορά που με έβλεπες κουρασμένο. Ήμουν το πατρικό σου πρότυπο και εσύ ήσουν σαν την κόρη που δεν απέκτησα μεν βιολογικά, αλλά η ζωή μου έφερε τελικά στο διάβα μου. Σήμερα, έχω ένα δώρο για εσένα. Στο γραφείο μας, θα σε περιμένει με βεβαιότητα ο Γιάννης και ελπίζω να είναι μαζί του και ο Ρούντολφ. Θέλω να τον προσέχεις. Είναι ένα καλό παιδί και όσο και αν δεν το παραδέχεται, χρειάζεται τη στήριξη πιο πολύ από ποτέ. Ευχή μου, είναι η δική σου ευτυχία για μία ζωή όπως την ονειρεύεσαι.

Με αγάπη, Ρέινε

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro