Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο Πρώτο/ part 2

Η αναμονή σε συνδυασμό με την συσσωρευμένη γρουσουζιά που με καταδίωκε από την κούνια, είχαν αρχίσει να με κουράζουν. Έχοντας φάει άπειρα χαστούκια από τη ζωή και έχοντας χριστιανικά γυρίσει και το άλλο μάγουλο προκειμένου να φάω τα υπόλοιπα, είχα πιστέψει για λίγο, πως μέσα στον κυκεώνα της αναποδιάς, μία φωτεινή ηλιαχτίδα μου έκλεινε αδέξια το μάτι. Να όμως, που όταν κάνουμε σχέδια ο Ύψιστος γελά και να που είχα φτάσει στο σημείο να καρτερώ το αξιότιμο αφεντικό μου να αφήσει από στιγμή σε στιγμή την τελευταία του πνοή. Και μόνο στην σκέψη αυτή, η καρδιά μου ράγιζε. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που είχε κατορθώσει να ρημάξει τα στερεότυπα και τον πατριωτισμό μου, κάνοντάς με να δω την πρώην Αρεία φυλή με καλύτερο μάτι. Δεν γνωρίζω αν έφταιγαν οι βαθιές, ελληνικές ρίζες που διέθετε, ωστόσο η ταπεινότητα και η καλοσύνη του με είχαν κερδίσει από το πρώτο δευτερόλεπτο. Σκεφτόμουν τα μεσημέρια που τρώγαμε μαζί κάνοντας διάλειμμα από τον φόρτο εργασίας, καθώς και τις φορές που με είχε υπερασπιστεί με σθένος απέναντι στον αρχιστράτηγο Αιμιλιανό. Αν κάτι πάθαινε, η απόλυσή μου ήταν ένα βήμα μακριά.

Διακόπτοντας μου αίφνης τον επικήδειο λόγο που έκανα πρόβα, μία νοσοκόμα με ειδοποίησε πως ο κύριος Ρέινε είχε συνέλθει λίγο και ζητούσε να με δει. Από το βάθος ο αρχιστράτηγος, μου έβαζε τρικλοποδιά με το βλέμμα του.

Αγνοώντας τον εισήλθα για να δω τον κύριο Ρέινε χλωμό και μαραζωμένο. Κάθισα δίπλα του σιωπηλή, βαστώντας του το γερασμένο του χέρι, ενώ πάλευα να κρατήσω τα δάκρυα βασταγερά. Τον είδα να μου χαμογελάει ως ύστατη προσπάθεια να με καθησυχάσει και τότε στο μυαλό μου μέσα, σχηματίστηκε η ίδια απορία που είχα από παλιά. Πού ήταν η οικογένειά του; Είχα καταλάβει από περιληπτικές μας συζητήσεις, πως ήταν παντρεμένος και είχε παιδιά. Ωστόσο, το ένστικτό μου μου έλεγε πως μάλλον δεν τα πήγαιναν και πολύ καλά μεταξύ τους. Ως παιδί που μεγάλωνα πλέον δίχως οικογένεια, με μόνη μου παρέα τον Αργύρη, καθώς και η γιαγιά μας δεν βρισκόταν πια εν ζωή, αντιλαμβανόμουν απόλυτα την αξία της και την σημασία της στήριξής της. Τι το τόσο σοβαρό λοιπόν θα μπορούσε να οδηγήσει μία οικογένεια στην πλήρη διάσπαση; Τι το φρικτό είχε συμβεί πια, σε σημείο που ακόμη και σε μία τόσο δύσκολη στιγμή, ο κύριος Ρέινε δεν είχε ούτε ώμο για να στηριχτεί πέραν του δικού μου;

«Αγαπημένη μου Καλλίστη, πάντοτε πιστή σε εμένα» έκανε έναν πρόλογο διόλου ελπιδοφόρο «Άκουσέ με προσεκτικά, καθώς η καρδιά μου δεν θα αντέξει πολύ. Εδώ και έναν χρόνο μου απέδειξες πολλά. Περάσαμε φουρτούνες μαζί και τις ξεπεράσαμε χάρη σε εσένα. Δεν έχω πολύ χρόνο μπροστά μου και καθώς εσύ υπήρξες σαν μία άλλη κόρη για εμένα, σου έχω αφήσει έναν φάκελο σφραγισμένο στο γραφείο σου επάνω. Για όταν πια η καρέκλα απέναντί σου μείνει κενή, θα ήθελα να τον διαβάσεις με την ησυχία σου»

Τον άκουγα και ειλικρινά αδυνατούσα να πιστέψω πως είχε φτάσει το τέλος. Ο κύριος Ρέινε ήταν ένας άνθρωπος δυνατός και πρόσχαρος, μα αγχώδης. Το άγχος του λογικά τον είχε φάει, χτυπώντας του στην καρδιά. Τα λόγια του ήταν σαν να μην τα είχα ακούσει καθόλου. Δεν με ένοιαζε κανένα γράμμα. Εγώ ήθελα απλώς να επιστρέψει πίσω γερός και δυνατός, αλλιώς, θα ήταν σαν να θρηνώ ακόμη ένα μέλος της οικογένειας και θαρρώ πως είχα ήδη μέχρι τώρα θρηνήσει πολλά.

«Κύριε, μην μιλάτε έτσι. Θα επιστρέψετε και το γράμμα αυτό θα μείνει δίχως παραλήπτη. Αυτό είναι το σωστό» τον ενθάρρυνα.

«Λυπάμαι Καλλίστη, μα δεν πιστεύω πως θα επιστρέψω. Θέλω να προσέχεις και να έχεις μία καλή ζωή. Γι' αυτό θα φροντίσω και εγώ» ήταν τα τελευταία του λόγια, προτού κληθώ να αποχωρήσω.

Καθώς δεν επιθυμούσα να παραμείνω έστω και σε απόσταση χιλιομέτρων από τον Αιμιλιανό, σιγά σιγά ξεκίνησα να κατευθύνομαι στο σπίτι μου, με την ελπίδα να προλάβω να μαγειρέψω κάτι της προκοπής για τον Αργύρη. Η καρδιά μου είχε μετατραπεί στο ναυάγιο της Ζακύνθου και το μυαλό μου υπέφερε από τις αλλεπάλληλες σκέψεις. Φαντασιωνόμουν πως στο γράμμα μου έδινε κουράγιο και ίσως και μία συστατική επιστολή για μελλοντικούς εργοδότες. Τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω άλλωστε; Σαν έφτασα στο μικρό μου διαμέρισμα, που κάποτε ανήκε στην γιαγιά μου, η γνωστή ευφάνταστη μπουγάδα της γειτόνισσας με επισκέφτηκε. Ο Αργύρης βρισκόταν στο σαλόνι, στο μικρό του γραφείο και μελετούσε σιωπηλός. Για λίγο κοντοστάθηκα, καθώς όπως φάνηκε, ήταν τόσο απορροφημένος από το τούνελ της Άλγεβρας, που δεν είχε καν ακούσει τα κλειδιά. Τον θαύμασα. Από μικρός είχε μπει στα βάσανα, από μικρός είχε ορφανέψει, μα κατά πως φάνηκε, στην δική του περίπτωση είχα κάνει καλή δουλειά. Μπορεί ποτέ να μην γραφόταν στο βιογραφικό μου, μα αυτή η εικόνα, είχε τελικά αποτυπωθεί στην καρδιά μου.

«Όλα καλά εκεί πίσω;» με ρώτησε δίχως να γυρνά. Τελικά, με είχε αντιληφθεί.

«Προσπαθούν. Εσύ;»

«Παρομοίως» στράφηκε τώρα προς την μεριά μου.

«Τι έχεις; Άσε, μην μου πεις! Ο αετός του Τρίτου Ράιχ κυμάτισε τελικά στο γραφείο» πρόφερε και χλόμιασα. Μα, πώς μου είχε ξεφύγει αυτή η παρομοίωση; Ήταν τόσο ταιριαστή στην κατάστασή μου.

«Πολύ φοβάμαι πως από αύριο θα κυματίζει ελεύθερος»

«Αυτό σημαίνει πως θα μείνεις άνεργη» μου έδωσε το χτύπημα κάτω από τη μέση.

«Δεν είπα ποτέ κάτι τέτοιο. Τι ρόλο παίζει δηλαδή η αντίσταση; Τελοσπάντων. Όλα καλά με το σχολείο; Χρειάζεσαι βοήθεια;» τον ρώτησα.

«Με το σχολείο όλα βαίνουν καλώς» απάντησε με νόημα.

«Εύχομαι και ο καθηγητής των ελληνικών να προφέρει ακριβώς τα ίδια για εσένα όταν ρωτήσω» τον πείραξα «Είχα μία δύσκολη μέρα» παραδέχτηκα.

«Σαφώς, απλώς δεν κατάλαβα γιατί έκανες παράκαμψη με τα δικά μου, για να καταλήξεις να παραδεχτείς πως έκλαιγες σε όλη τη διαδρομή μέχρι εδώ» χαμογέλασε μειλίχια.

«Ο Ρέινε...» πρόφερα «Νομίζω πως...δεν θα τον ξαναδώ..» τραύλισα.

«Τι συνέβη;» με πλησίασε με εμφανές ενδιαφέρον.

«Έπεσε η κυβέρνησή του...Πεθαίνει! Πως αλλιώς να το πω;»

Ο Αργύρης με αγκάλιασε σιωπηλός. Ήξερε πόσο τον αγαπούσα και πόσα σήμαινε για εμένα. Ήξερε επίσης τι περνούσα στη δουλειά, μα και πόσο αγώνα είχα κάνει προκειμένου να την βρω.

«Μην ανησυχείς. Οτιδήποτε και να συμβεί, είμαι βέβαιος...»

«Εγώ όχι» τον διέκοψα. Χρόνια ζούσα μέσα στο γλυκό μεθύσι της αβεβαιότητας επιπλέοντας ωσάν τον φελλό. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά. Κατευθύνθηκα στην κουζίνα προκειμένου να μαγειρέψω κάτι. Αύριο είχε ο Θεός.

Βερολίνο

Στεκόταν μπροστά στην πύλη του Βραδεμβούργου. Οι κατάξανθες τούφες του είχαν στην κυριολεξία παγώσει και ο Ρούντολφ Έμπερχαρντ πάλευε μανιωδώς να ζεσταθεί, όταν ένιωσε το τηλέφωνό του να δονείται. Παρά την βαριά, αστυνομική στολή του, αδυνατούσε να αφαιρέσει το γάντι που ζέσταινε το χέρι του, ενώ δίπλα του ο συνάδελφός του Γιοχάννες τον κοιτούσε λοξά.

«Είναι η μάνα μου. Θα ξέχασε να κλειδώσει πάλι και θα ζητά από εμένα να πεταχτώ λες κι είμαι δίπλα, λες και είναι τόσο εύκολο εν ώρα υπηρεσίας» γρύλισε.

«Αδύνατον! Η υπόθεσή μας είναι σοβαρή. Ο κλέφτης κατευθύνεται εδώ και πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τον εγκλωβίσουμε» τον προειδοποίησε ο φίλος του.

«Ειλικρινά, με τέτοιο κρύο, θα προτιμούσα να τρέξω με τα πόδια και ευχαρίστως να τον εγκλωβίσω!» ξεφύσησε.

Ο Ρούντολφ είχε όνειρο της ζωής του να γίνει αστυνομικός. Όποιος ήθελε να ακολουθήσει το συγκεκριμένο επάγγελμα, έπρεπε να είναι κατά προτίμηση ψηλός, όπως εκείνος, αθλητικός, να έχει την ικανότητα να εργάζεται σε ομάδες και να μην έχει επάνω του τατουάζ, τουλάχιστον σε ορατά σημεία του σώματος. Για την ανώτερη υπηρεσία, όπου από πάντα στόχευε, έπρεπε φυσικά να έχει απολυτήριο λυκείου. Ο Ρούντολφ είχε προχωρήσει και σε μεταπτυχιακό για δύο χρόνια, στο γερμανικό Κολλέγιο της αστυνομίας στο Munster, όπου επικεντρώνονταν στην ηγεσία και τη διοίκηση. Ήταν απόλυτα πειθαρχημένος και δεν αντιμετώπιζε καμία δυσκολία με την επίτευξη των στόχων του. Σαν να μην έφτανε αυτό, είχε και κολυμβητικά παράσημα, τα οποία λειτούργησαν υπέρ του. Ήταν είκοσι οκτώ χρονών πλέον και επαγγελματικά καταξιωμένος. Μόλις ακούστηκαν οι σειρήνες, οι δυο τους ξεκίνησαν.

Μιάμιση ώρα αργότερα και όταν η επιχείρηση είχε στεφθεί με επιτυχία, ο Ρούντολφ αποφάσισε να σηκώσει επιτέλους το ευλογημένο του τηλέφωνο, για να βρει προτού το κάνει, ακόμη τέσσερις κλήσεις και ένα μήνυμα ακαταλαβίστικο από την μητέρα του, που προσπαθούσε να επικοινωνήσει μάταια μαζί του.

«Μου φαίνεται σοβαρό» του είπε ο Γιοχάννες.

«Για την μάνα μου σοβαρή θεωρείται και η ανορεξία της Μίκυ, της γάτας. Μονάχα που αυτή τη φορά, θα με δει από την ανάποδη»

Το τηλέφωνο πρόλαβε να χτυπήσει μισό δευτερόλεπτο, όταν την άκουσε αναστατωμένη.

«Ρούντολφ; Πού στο καλό είσαι πια;» τον ρώτησε με τα νεύρα τεντωμένα.

«Είσαι καλά;» άκουσε τη φωνή του γιού της.

«Πέθανε ο πατέρας σου Ρούντολφ!» του φώναξε και για λίγο ένιωσε σαν να φεύγει από επάνω της ένα τεράστιο βάρος. Ο νεαρός είχε μείνει να κοιτάζει μία το ακουστικό και μία το κενό, σε σημείο που το ψύχος που έκανε το δέρμα του προσώπου του να κοκκινίζει και να τσιτώνεται, διόλου τον απασχολούσε. Το νέο ήταν απότομο. Δεν ήξερε πώς θα έπρεπε να αντιδράσει, ούτε πώς να το διαχειριστεί. Εξάλλου, τον πατέρα του είχε οκτώ χρόνια περίπου να τον δει. Αυτή η είδηση λοιπόν τον σόκαρε, ακριβώς γιατί δεν ήξερε πώς θα ήταν σωστό να αισθανθεί.

«Κολλητέ, είσαι καλά;» του απέσπασε την προσοχή ο Γιοχάννες.

«Σαν πώς σου φαίνομαι;»

«Πιο λευκός και από το χιόνι που σε λίγο θα κάνει την εμφάνισή του στην λαμπερή μας πρωτεύουσα» η απάντηση του φίλου του, τον έκανε να αναστενάξει.

«Ο Ρέινε πέθανε» του είπε κοφτά.

«Ο πατέρας σου;»

«Γνωρίζεις πολλούς με αυτό το όνομα; Ναι, εκείνος. Θα ζητήσω άδεια. Πρέπει να πάω σπίτι. Καταλαβαίνεις φαντάζομαι» του είπε ο Ρούντολφ.

«Φυσικά και καταλαβαίνω, ή μπορεί και όχι. Εσύ πώς νιώθεις γι' αυτό;» τόλμησε να τον ρωτήσει και ας έβλεπε πως το πρόσωπο του φίλου του είχε μετατραπεί σε μία μάσκα αλαβάστρινη δίχως συναισθήματα. Αυτό έκανε τα χαρακτηριστικά του πιο σκληρά σε σχέση με αυτά που η φύση τον είχε προικίσει.

Ο Ρούντολφ είχε πάλλευκο δέρμα και κατάξανθα μαλλιά που φώτιζαν γλυκά τα καστανά του μάτια. Ήταν ένας όμορφος νεαρός άνδρας του καθήκοντος, που λάτρευε την δουλειά του και σπάνια ανοιγόταν για τα προσωπικά του θέματα ακόμη και στον καλύτερό του φίλο. Το σπίτι του βρισκόταν λίγο έξω από το Βερολίνο σε μία συνοικία που ονομαζόταν Woltersdorf. Ανάμεσα σε τρεις λίμνες, πανέμορφα δάση και την γαλήνη που τόσο λάτρευε και που τώρα κινδύνευε στην κυριολεξία να μετατραπεί σε στάχτη. Κάτι του έλεγε δυστυχώς, πως ο Γολγοθάς του μόλις ξεκινούσε.


Άντε και ένα δεύτερο κομμάτι!!Από το άλλο σκ πια!

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro