Κεφάλαιο Πέμπτο/part 4
Η ώρα ήταν περασμένη και εμένα είχαν αρχίσει να με ζώνουν τα φίδια λες και βρισκόμασταν κάπου στο 1941 και είχε έξω απαγόρευση κυκλοφορίας. Ο Ρούντολφ δεν είχε επιστρέψει ακόμη και ειλικρινά το μυαλό μου στριφογυρνούσε σε απόκοσμα σοκάκια. Με συμπρωταγωνιστή τον Άγγελο εξάλλου, όλα ήταν πιθανά. Ο καλός Θεός όμως κατά πως φάνηκε για πρώτη του φορά, αποφάσισε να δείξει έλεος και η πόρτα του διαμερίσματος άνοιξε σιγανά, για να δω την φιγούρα ενός κατατρεγμένου από τους Σοβιετικούς Ρούντολφ, λες και βρισκόμασταν στο έτος του σαράντα πέντε στο Βερολίνο και πραγματοποιούνταν η τελευταία θεατρική παράσταση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με τίτλο επιχείρηση στρατηγικής επίθεσης στο Βερολίνο. Το πρόσωπό του στο ημίφως του χώρου ήταν χλομό και ελαφρώς τρέκλιζε.
«Ρούντολφ είναι όλα καλά; Τι συνέβη;» ΄΄Να πω ζωή σε μας;΄΄ σκέφτηκα αλλά δεν το ξεστόμισα ποτέ.
«Είναι όλα εντάξει. Η μητέρα του απλώς ένιωσε αδιαθεσία και χρειαζόταν κάποιον να τον βοηθήσει για να την μεταφέρει στο νοσοκομείο» μου απάντησε με μία επίπλαστη απάθεια που δεν ταίριαζε στην περίσταση. Το μέτωπό του έλουζε κρύος ιδρώτας, τον οποίο άτσαλα προσπαθούσε να σκουπίσει «Λοιπόν, είναι αργά, πολύ αργά..»
«Σε λίγο θα λαλήσουν τα κοκόρια και εγώ μαζί που μάτι δεν έκλεισα και που μόλις το ανοίξω θα αντικρίσω στην οθόνη του υπολογιστή μου τον Αιμιλιανό» πρόφερα και ετοιμάστηκα να καταρρεύσω.
Μετά το ξέσπασμα της φωτιάς και παρά το γεγονός πως ο δικός μας όροφος ήταν σχετικά άθικτος, ο πρώτος είχε υποστεί αρκετές ζημιές και για μερικές εβδομάδες το κτήριο θα παρέμενε κλειστό. Φυσικά αυτό σήμαινε, πως όλα θα λάμβαναν χώρα στην μικρή οθόνη του υπολογιστή και το Τρίτο Ράιχ θα γλίτωνε την αγγαρεία του καθαρισμού, για την ώρα.
«Θα τον καλέσουμε από τον δικό μου. Δεν χρειάζεται να τρέχεις ξημερώματα στον Πειραιά. Μπορείς να κοιμηθείς στο δωμάτιο των επισκεπτών, είναι στρωμένο ούτως ή άλλως. Λοιπόν, καληνύχτα» πρόφερε ευγενικά, πάντοτε με εκείνη τη γερμανική ψυχρότητα που φρόντιζε να με τινάζει έξω από τα προσωπικά του σύνορα.
Δίχως δεύτερη κουβέντα, τον καληνύχτισα και εγώ, μα φρόντισα να παρατηρήσω κάθε του κίνηση. Ο ύπνος είχε πάει ανεπιστρεπτί περίπατο, ο Μορφέας μου είχε βγάλει το διαζύγιο και οι μαύροι κύκλοι φιλούσαν παθιασμένα κάθε ημικύκλιο κάτω από το ανάλογο μάτι. Κλείνοντας λοιπόν την πόρτα πίσω μου, κάθισα αμήχανα στο κρεβάτι για να ακούσω την δική του πόρτα να ανοιγοκλείνει. Με όση διακριτικότητα μου είχε απομείνει σαν απόθεμα, άνοιξα την δική μου ελάχιστα, για να δω το φως του μπάνιου να αχνοφέγγει στον διάδρομο. Ευτυχώς για εμένα, το πάτωμα ήτο απαστράπτον και έτσι δεν χρειάστηκα τα υποδήματα. Σύρθηκα λοιπόν σαν αιωρούμενο βαμβάκι, απαλά και αέρινα, για να σταματήσω λίγα εκατοστά πριν τη μισάνοιχτη πόρτα. Τότε τον άκουσα. Άκουσα το σιγανό του κλάμα που μου ράγισε την καρδιά σε χίλια κομμάτια. Είχα καταλάβει για εκείνον πως κουβαλούσε ένα μεγάλο, δικό του σταυρό που καθημερινά πάλευε να τον κάνει αόρατο στους υπόλοιπους, δείχνοντας ένα πρόσωπο ψυχρό. Αποτέλεσμα αυτού, ήταν η πλήρης κατάρρευση στην μοναξιά του. Γιατί όμως έπρεπε να είναι μόνος; Ο πόνος γίνεται λίγο πιο υποφερτός αν τον μοιράζεσαι με τους σωστούς ανθρώπους, που θα μπορούσαν ίσως να σε βοηθήσουν να αποφορτιστείς. Γνωρίζω πως για εκείνον ήμουν μία άγνωστη. Όχι ακριβώς ο λάθος άνθρωπος, μα σίγουρα μία άγνωστη που δεν εμπιστευόταν. Τι θα μπορούσα λοιπόν να κάνω; Ίσως να του προσφέρω μία αγκαλιά, δίχως να ρωτήσω τίποτε.
Τα χέρια μου έτρεμαν. Είχα προετοιμαστεί για κάθε πιθανή και απίθανη αντίδραση, ακόμη και τη χειροδικία. Με κόπο έπιασα το χερούλι και κάθε κίνησή μου από εκείνη την ώρα, έμοιαζε να έχει μπει σε κάψουλα επιβράδυνσης του χρόνου. Τόσο πολύ φοβόμουν, τόσο μεγάλη ήταν η αμηχανία μου. Όταν κατόρθωσα επιτέλους να την σπρώξω λίγο περισσότερο, βρήκα τον Ρούντολφ οκλαδόν στο πάτωμα, να έχει ανοίξει τη βρύση του μπάνιου και να προσπαθεί με αυτόν τον τρόπο να ρίξει ζεστό νερό στα παγωμένα από το άγχος χέρια του. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε με τρελούς ρυθμούς, τα μάγουλά του ήταν μουσκεμένα από τα δάκρυα ατόφιου πόνου και τα μάτια του ήταν κατακόκκινα. Η πρώτη του αντίδραση όταν με είδε, ήταν και η αναμενόμενη. Θυμός.
«Καλλίστη, τι κάνεις εδώ; Σου είπα να κοιμηθείς. Γιατί; Απλά γιατί πρέπει να βρίσκεσαι μπροστά μου; Τι σε νοιάζει επιτέλους; Είμαι ένας ψυχρός Γερμαναράς που καταναγκαστικά σου κουβαλήθηκα! Τι θέλεις τώρα; Τι προσπαθείς να μάθεις; Τον λόγο που είμαι ένα κουρέλι; Τον λόγο που παράτησα ίσως τη δουλειά μου στην αστυνομία;» οι φωνές του αρχικά με αποσυντόνισαν, μα ήμουν αποφασισμένη να μην το βάλω κάτω. Δεν θα έμπαινα στο ίδιο αυλάκι. Δεν θα αντιμετώπιζα τον θυμό του. Θα προσπαθούσα να τον καταπραΰνω.
«Ένας πολύ καλός νεαρός άνδρας, μου είπε κάποια στιγμή, να σταματήσω να τον βλέπω σαν τον κατακτητή της χώρας μου. Πως εκείνος είναι εδώ για να με βοηθήσει, αρκεί εγώ να τον εμπιστευτώ και να γνωρίζω πως ότι και να μου πάει στραβά, μπορώ πάντοτε να υπολογίζω σε αυτόν. Είχε δίκιο λοιπόν, γιατί αυτό σκοπεύω να κάνω. Να στηριχτώ επάνω του, προσφέροντάς του όμως το χέρι μου σε κάθε στιγμή δικής του αδυναμίας. Δεν είμαι εδώ για να σε ρωτήσω τίποτε. Ήρθα απλώς για να σου δείξω, πως όλο αυτό που σε απασχολεί δεν είναι ανάγκη να το περνάς μονάχος σου και πως μία αγκαλιά αν την χρειαστείς, να μην διστάσεις να μου την ζητήσεις»
Τα λόγια μου τον έκαναν να παγώσει. Σχεδόν δεν ήταν σίγουρος αν είχε ακούσει καλά. Το βλέμμα του τουλάχιστον αυτό μαρτυρούσε, καθώς ευθύς μαλάκωσε και το νερό του μπάνιου σταμάτησε να τρέχει. Ήθελα να του δείξω πως δεν ένιωθα οίκτο για εκείνον και τον έβλεπα σαν έναν άνθρωπο που είχε ανάγκη έναν άλλο. Σιγανά, άνοιξα την πόρτα τελείως και κατόπιν χαμήλωσα το σώμα μου, γονατίζοντας μπροστά του. Έμεινε να με κοιτάζει άφωνος, σχεδόν σοκαρισμένος από τη δήλωσή μου. Τότε, με μία απότομη κίνηση, ένιωσα το πρόσωπό του να κρύβεται ολόκληρο στην αγκαλιά μου και τα χέρια του να τυλίγονται γύρω μου σφιχτά. Δεν είπε ούτε μισή λέξη, μα δάκρυ παραπανίσιο δεν χύθηκε. Μείναμε ακριβώς εκεί, αγκαλιασμένοι και το ανδρικό του άρωμα αναζωογόνησε τις αισθήσεις μου. Κάπου βαθιά μέσα στο στήθος μου, ένα άτιμο όργανο γένους θηλυκού, ξεκίνησε να κορδώνεται, κάνοντας τις τσαχπινιές και τα καμώματα που μονάχα εκείνο ήξερε. Ήταν η καρδιά μου. Για όσο τον είχα στην αγκαλιά μου, ο χρόνος γύρω μου είχε σταματήσει και η χώρα μου είχε άξαφνα κάνει ανακωχή με τον κατακτητή. Μα, ποιόν κατακτητή; Μήπως τελικά ο πόλεμος δεν μας διδάσκει αυτό ακριβώς; Πως είμαστε όλοι άνθρωποι που δικαιούμαστε να αγαπάμε, να ερωτευόμαστε και να αναπτύσσουμε φιλίες μεταξύ μας; Μήπως τελικά εκείνος ο αναθεματισμένος πόλεμος, στέρησε στους ανθρώπους τα συναισθήματα κολλώντας άλλοτε την ταμπέλα του κατακτητή, άλλοτε εκείνη του εχθρού ή του υπανθρώπου, του άριου και μη; Χαμογέλασα. Αυτή τη στιγμή αισθανόμουν περήφανη για εμένα, περήφανη για την εικόνα που παρουσιάζαμε εγώ και εκείνος μαζί, αγκαλιασμένοι, άνθρωποι και οι δύο δίχως διαφορές.
«Danke...*» μου ψιθύρισε στα γερμανικά και έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελά, καθώς τα δάχτυλά μου χάιδευαν τρυφερά τα κατάξανθα μαλλιά του.
«Κein Ursache*» ήρθε η απάντηση και αναθεμάτισα τον Μάρκο που μου είχε μάθει δέκα λέξεις και αυτό γιατί έδινε εξετάσεις για το δίπλωμά του και τις μονολογούσε όλο το πρωί.
«Είσαι όμορφη» μου είπε σε σπαστά ελληνικά και ήταν η πρώτη φορά που τον είδα να μου χαμογελά και το χαμόγελο να φτάνει επιτέλους στα μάτια του.
Αργά σηκωθήκαμε και οι δύο μίας που η τοποθεσία του αποχωρητήριου δεν ήταν και η δέουσα ώστε να μείνουμε αγκαλιασμένοι για πολύ ώρα. Η θέα και μόνο της λευκής λεκάνης, αποτελούσε μία παραφωνία. Σηκωθήκαμε αργά, εξακολουθώντας να μένουμε αμίλητοι και εγώ τον παρακάλεσα να αφαιρέσει την μπλούζα του προκειμένου να εξετάσω καλύτερα το τραύμα. Έπρεπε να σταματήσει να κάνει απότομες κινήσεις και να προσέξει τον εαυτό του. Το βλέμμα μας στράφηκε ασυναίσθητα στα δωμάτιά μας. Κάπου εδώ οι δρόμοι μας θα χώριζαν.
«Λοιπόν, καληνύχτα» του είπα.
«Καληνύχτα» μου απάντησε και τον είδα να σκύβει ανάλαφρα προς το μέρος μου, αφήνοντας ένα στιγμιαίο φιλί στο μάγουλό μου.
«Καλημέρα» του έδειξα τελικά το παράθυρο, καθώς χάραζε. Είχα το πολύ δύο ώρες διαθέσιμες προκειμένου να αναπνεύσω δίχως ο Αιμιλιανός να κάνει όνειρα, για το πότε θα ακούσει τον επιθανάτιο ρόγχο μου.
*ευχαριστώ
*δεν κάνει τιποτε
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro