Κεφάλαιο Πέμπτο/ part 3
Είχα μείνει για λίγο μέσα στο λουτρό να σκέφτομαι τι είδους νάρκη είχα καταλάθος πατήσει. Το όνομα αυτό φαινόταν να κατέχει μία ιδιαίτερη θέση στην ζωή του Ρούντολφ, ωστόσο έπρεπε από κάπου να κάνω την αρχή ώστε επιτέλους να γνωριστούμε. Ίσως αν τον ρωτούσα για τα παιδικά του όνειρα ή τη ζωή στο Βερολίνο, να ήταν καλύτερα. Βγήκα φανερά αμήχανη και τον πλησίασα αποφασίζοντας να καθίσω σε μία σεβαστή απόσταση. Αυτός ο άνδρας δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο που είχα συναντήσει. Ο Έλληνας αυτή τη στιγμή θα είχε μάλλον γίνει φίλος μου και θα είχαμε ανταλλάξει ως και μαγειρικές συνταγές που έφτιαχναν οι γιαγιάδες μας στα χωριά καταγωγής μας. Ο Γερμανός ωστόσο με την στρατιωτική πειθαρχία, ήταν ένα άλυτο μυστήριο, ένας λευκός καμβάς στον οποίο δεν διέκρινες κανένα απολύτως χρώμα. Ήθελα πολύ να τον πλησιάσω, να τον ακουμπήσω παρηγορητικά στον ώμο και να τον βεβαιώσω πως όλα θα πήγαιναν καλά. Ο Αδόλφος όμως φαινόταν να μην έχει τίποτε από όλα αυτά ανάγκη.
«Καλλίστη..» το όνομά μου με την ξενική προφορά ήχησε στον χώρο. Δειλά στράφηκα προς την μεριά του και τον είδα σκεπτικό «Γνωρίζω πως δεν είμαι και ο πιο εύκολος άνθρωπος για τα ελληνικά δεδομένα, μα δεν μετανιώνω στιγμή γι' αυτό. Ωστόσο, εμείς οι δύο λόγω της συνεργασίας μας, οφείλουμε να έχουμε μία σχέση εμπιστοσύνης. Να γνωρίζεις δηλαδή, πως αν κάτι πάει στραβά στη δουλειά, εγώ θα είμαι εκεί για να σε καλύψω»
«Θα είσαι; Θέλω να πω, ίσως θελήσεις να φύγεις πάλι αποφασίζοντας να με ενημερώσεις απρόσωπα και ψυχρά μέσω ενός ηλεκτρονικού μηνύματος» εξέφρασα μία εύλογη απορία, τυλιγμένη από παράπονο και τον άκουσα να ξεφυσά.
«Ορθώς απορείς, σου έδωσα το δικαίωμα αυτό και οφείλω να το ξεκαθαρίσω. Όταν ήρθα στην Ελλάδα, ήμουν οργισμένος. Μου έφταιγαν τα πάντα καθώς ο θάνατος του πατ...του Ρέινε, με έβγαλε από την καθημερινότητα και την ρουτίνα μου. Στην Γερμανία να ξέρεις αγαπάμε την ρουτίνα, δίχως αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχουν στιγμές αυθόρμητης έκφρασης. Όταν λοιπόν άνοιξε η διαθήκη και έμαθα πως η εταιρεία δεν μένει σε εμένα αποκλειστικά, οργίστηκα περισσότερο. Δεν μου έφταιγες εσύ, στο έχω εξηγήσει ξανά. Έπειτα από το περιστατικό εκείνου του πελάτη και όταν πληροφορήθηκα την ιδιαίτερη σχέση σου με τον πατέρα μου, απλά θέλησα να φύγω. Ας πούμε πως δεν ήμασταν αρκετά κοντά, εγώ και εκείνος και νομίζω πως το έχεις καταλάβει. Μου φάνηκε λοιπόν πικρή η συνειδητοποίηση πως είχε αγαπήσει τόσο μία κοπέλα, ουσιαστικά ξένη. Πίσω στο Βερολίνο έχω την μητέρα μου και τον καλύτερό μου φίλο. Ήταν ανάγκη να τους δω και να ξεκαθαρίσω μέσα μου, τι πραγματικά επιθυμώ. Σε γνωρίζω λίγο, Καλλίστη, αν η καρδιά μου λοιπόν ζητούσε να μείνω στην Γερμανία, θα το έκανα, φροντίζοντας ωστόσο να σου εξασφαλίσω έναν καλό αντικαταστάτη μου, που θα ήξερα πως θα σε βοηθούσε. Γνωρίζω πώς βλέπεις τους υπαλλήλους σου πλέον, για την ιστορία όμως, στο Τρίτο Ράιχ, υπήρχαν γυναίκες σκληρές στον Σύλλογο Γερμανίδων Κορασίδων, με τις φουστίτσες και τα κοτσιδάκια τους που ήταν χειρότερες και από τους άνδρες των Ες Ες, δηλαδή εμένα. Επομένως, μην τους φοβάσαι, ούτε να αισθάνεσαι υποτιμητικά απέναντί τους. Η ιστορία έχει πλειστάκις δείξει πως αν μία γυναίκα το επιθυμεί, βάζει κάτω χίλιους άνδρες» κάπου εκεί έκανε μία παύση καθώς τα τελευταία του λόγια έκρυβαν μία κάποια ειρωνεία, συνάμα με πικρία.
«Ξέρεις εγώ δεν εννοούσα πως...» πήγα να του εξηγήσω, ωστόσο εκείνος δεν φάνηκε διατεθειμένος να με αφήσει να ολοκληρώσω την πρότασή μου.
«Γνωρίζω πώς με βλέπεις. Πως ίσως νιώθεις ενοχές που μου μιλάς, με βοηθάς, στέκεσαι δίπλα μου. Εγώ όμως δεν νιώθω τίποτε από όλα αυτά και ξέρεις γιατί; Γιατί η ιστορία ανήκει στο παρελθόν. Όπως βλέπεις, δεν έχω αφεθεί να κλείσω τα μάτια μου σε ό,τι συνέβη. Γνωρίζω την ιστορία της χώρας μου, καλή ή κακή. Με δίδαξε. Όπως όμως μας διδάσκουν τα κακά πράγματα, έτσι μας διδάσκουν και τα καλά. Γνωρίζω ιστορίες ανθρώπων που αρνήθηκαν να υποκύψουν στους εκβιασμούς του καθεστώτος. Που πολλές φορές είπαν ΄΄όχι΄΄ και έχασαν τη δουλειά και τα δικαιώματά τους εξαιτίας αυτής της στάσης τους. Αν ποτέ βρεθείς στο Βερολίνο, άκουσε την ιστορία όλων σφαιρικά και δώσε σε κάποιους από εμάς μία ευκαιρία. Δεν αρνούμαι πως όλο αυτό πέρασε στο πετσί μας, εξάλλου αν το σκεφτείς, οι παππούδες μας το έζησαν, όμως το σήμερα είναι αλλιώτικο και να θυμάσαι, πως ο ρατσισμός έχει πρόσωπα διαφορετικά, όχι πάντοτε ορατά με την πρώτη ματιά. Παντού φυτρώνει, αλλά είναι στο χέρι μας να τον χτυπήσουμε ξεκινώντας από εμάς εδώ. Σταμάτα να με βλέπεις σαν τον κατακτητή της χώρας σου, είμαι εδώ για να σε βοηθήσω»
Τον άκουγα με προσοχή. Μπορεί να μην μιλούσε τόση ώρα για την προσωπική του ζωή, ωστόσο και πάλι έκανε μία κατάθεση ψυχής και πιστεύω. Ο Ρούντολφ δεν ήταν ο κατακτητής. Ήταν ένας άνθρωπος, όπως εγώ, που είχε ρίξει το σώμα του στις φλόγες αψηφώντας τον κίνδυνο, προκειμένου να μας βοηθήσει. Προτίμησε να ρισκάρει να κάψει το κορμί του, αποκτώντας ακόμη ένα σημάδι, παρά να διακινδυνέψει την ζωή ή την υγεία μας. Σκεπτόμενη όλα αυτά, έκανα μία απρεπή για τα δικά του δεδομένα κίνηση. Τον αγκάλιασα. Τον αγκάλιασα σφιχτά δίχως τύψεις περί προδοσίας της πατρίδας μου, προσέχοντας παράλληλα μην καταλήξει και αυτή μου η αγκαλιά σε ατύχημα, χτυπώντας το σημείο του τραύματος.
Τον ένιωσα να σφίγγεται αρχικά και έσπευσα να απομακρυνθώ ζητώντας συγγνώμη, ωστόσο τα χέρια του για πρώτη φορά με κράτησαν στιβαρά στην θέση μου. Την είχε και εκείνος ανάγκη την αγκαλιά αυτή. Εδώ ήταν μόνος, όταν ακόμη κι εγώ είχα τον αδερφό μου για καταφύγιο. Το κορμί του έμοιαζε τεράστιο μπροστά στο δικό μου. Τον κοίταξα, μα δεν μου είπε λέξη και ήταν η πρώτη φορά που το προτιμούσα. Τοποθέτησε ένα μαξιλάρι χαμηλά στη μέση του και ακούμπησε πίσω με προσοχή. Το χέρι του με τράβηξε απαλά, το κεφάλι μου ακούμπησε στο στήθος του και μείναμε έτσι για αρκετή ώρα, αντιλαμβανόμενοι στο τέλος, πως μας είχε απαγάγει ο Μορφέας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, δίχως εφιάλτες. Είχα καιρό να νιώσω σιγουριά και σταθερότητα με έναν άνθρωπο, τον οποίο στην ουσία εξακολουθούσα να μην γνωρίζω, μα ήμουν παράλληλα διατεθειμένη να τον αφήσω να με πλησιάσει ο ίδιος αν το επιθυμούσε.
---------------------------
Ο Άγγελος επέστρεφε στο σπίτι της μητέρας του Ιοκάστης, λίγο πιο κάτω από την πολυκατοικία στην οποία έμενε ο Γερμανός. Μέχρι πριν λίγη ώρα βρισκόταν σε ένα πάρτυ συνομήλικων εικοσάχρονων συμφοιτητών του, ωστόσο όπως πάντα είχε πιει λιγάκι παραπάνω. Το ρετιρέ που τους είχε αφήσει η γιαγιά του, μητέρα της μητέρας του, αποτέλεσε το καταφύγιό του για πολλά βράδια όταν τσακωνόταν με τον πατέρα του εξαιτίας συνήθως της άξεστης συμπεριφοράς του απέναντι στην μητέρα του. Άνοιξε την πόρτα αργά και βρήκε την Ιοκάστη πεσμένη στον καναπέ, ενώ δίπλα της δέσποζε ένα μπουκάλι μίας βότκας τόσο ακριβής, όσο εφτά αμάξια πολυτελείας. Η μητέρα του την κρατούσε σαν αναμνηστικό, μίας παλαιάς επετείου, τότε ακόμη που ο άνδρας της, έδινε σημασία και στην δική της καλοπέραση. Ο Στέφανος ήταν ένας ψυχρός επιχειρηματίας, μα όταν είχαν γνωριστεί, το πάθος τους το αμοιβαίο και τα χρήματα επισκίασαν την σκληρή πραγματικότητα.Τα χρόνια του γάμου περνούσαν και το ενδιαφέρον του άνδρα της στρεφόταν αποκλειστικά στις επιχειρήσεις. Εκείνος εξάλλου είχε το Πολιτεία Κλαμπ όπου πήγαινε η γυναίκα του και έπινε τον καφέ της ανενόχλητη, με τις φιλενάδες της υψηλής κοινωνίας και οι οποίες τώρα είχαν όλως παραδόξως εξαφανιστεί. Ποια επιθυμούσε εξάλλου για συντροφιά της μία γυναίκα που βάδιζε στα χνάρια των αλκοολικών αν συνέχιζε με αυτούς τους ρυθμούς;
«Μαμά;» η φωνή του Άγγελου ήχησε ανήσυχη, μα καμία απολύτως απάντηση δεν έλαβε ποτέ από εκείνη.
Η πρώτη κίνηση που του ήρθε στο μυαλό, ήταν ο αδερφός του ο Ίωνας. Γενικά δεν επιθυμούσε τις στενές σχέσεις και επαφές, μήτε με εκείνον μήτε με τον πατέρα του, ωστόσο η περίπτωση η αποψινή αποτελούσε εξαίρεση. Ο Άγγελος ήταν ένα αγόρι που ακόμη δεν είχε αφεθεί από κανέναν να μεγαλώσει. Σπούδαζε στην Αθήνα, μα σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούσε να συνεχίσει την δουλειά του πατέρα του. Το προφίλ του κακομαθημένου πλούσιου με τις λιγοστές εμπειρίες σκληρής ζωής του ταίριαζε απόλυτα. Έχοντας καλέσει τρεις φορές τον αδερφό του δίχως απόκριση, και επιθυμώντας να αποφύγει τυχόν κουτσομπολιό των φίλων του, της κοινωνικής ελίτ, έκανε μία κίνηση για την οποία διόλου βέβαιος δεν ήταν. Αποφάσισε να καλέσει τον Γερμανό που νοίκιαζε το διαμέρισμά τους και βρισκόταν σε κοντινή απόσταση.
Ο Ρούντολφ κοιμόταν μακάριος, με την αίσθηση της θέρμης του σώματός μου επάνω του και τον καθησυχαστικό χτύπο της καρδιάς μου που ελάχιστα αισθανόταν και που είχε κάνει και εκείνη η καψερή ένα διάλειμμα από τη συνεχή αγωνία που περνούσε. Μέσα στη νύχτα ωστόσο, χτύπησε το τηλέφωνό του. Ευθύς τινάχτηκε, σαν να τον είχε κάποιος τραβήξει με το ζόρι από ένα όμορφο όνειρο και εγώ ήμουν βέβαιη πως η Γκεστάπο μας είχε εντοπίσει και ερχόταν για αντεκδίκηση της αντικαθεστωτικής συμπεριφοράς του Αρείου που είχα μπροστά μου και έσχατης προδοσίας. Το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου φάνταζε πιο κοντά από ποτέ. Αντί αυτού όμως, στην οθόνη του τηλεφώνου φιγουράρισε το τελευταίο όνομα που καρτερούσα να δω.
«Συγγνώμη για την ενόχληση» άκουσα τη φωνή του από το ηχείο του κινητού «Η μητέρα μου λιποθύμησε, δεν βρίσκω τον αδερφό μου και χρειάζομαι βοήθεια να την μεταφέρω στο νοσοκομείο. Θα μπορούσα να σε φέρω με το αυτοκίνητο; Μένουμε κοντά» η φωνή του έτρεμε δίχως καμία αμφιβολία. Στα χρόνια, είχαν τη διαφορά της δεκαετίας σχεδόν και ο Ρούντολφ υπέθεσε πως στην χώρα αυτή ο ρόλος του σωτήρα είχε καρμικά κατσικωθεί στον σβέρκο του. Με κοίταξε πλαγίως και φαρμακερά, απαντώντας ένα ΄΄έρχομαι΄΄ .
«Τι συνέβη;» ρώτησα εμφανώς ταραγμένη.
«Θα περάσει να με πάρει ο φίλος σου ο Άγγελος. Η μητέρα του λιποθύμησε, δεν βρίσκει κάποιον δικό του και προφανώς εύλογα δεν επιθυμεί να αμαυρώσει την εικόνα του στους γνωστούς και φίλους, επομένως είμαι η λύση ανάγκης. Δεν μπορώ να του αρνηθώ όμως. Δεν θα το έκανα ποτέ» μου είπε και όλη η θέρμη και γλύκα των προηγούμενων ωρών είχαν πάει περίπατο με αμφίβολη την επιστροφή τους.
«Θα έρθω και εγώ» του δήλωσα με σιγουριά.
«Ίσως τον φέρεις σε δύσκολη θέση. Μερικές φορές, οι άνθρωποι έχουν τους λόγους τους που κάνουν κάτι. Θα μείνεις εδώ για λίγο, θα επιστρέψω το συντομότερο. Ξεκουράσου» μου είπε.
«Μα, εσύ έχεις την πληγή» πήγα να διαμαρτυρηθώ.
«Στο επάγγελμά μου είχα πολλά ατυχήματα. Τίποτε δεν με πτόησε όμως. Θα είμαι εντάξει. Κλείδωσε μόλις φύγω και αν νιώσεις άβολα, πάρε με τηλέφωνο» ήταν και οι τελευταίες του κουβέντες προτού ντυθεί πρόχειρα και αποχωρήσει τρέχοντας.
Όσο κατέβαινε τις σκάλες και μέχρι τελικά να βγει στην αυλή της πολυκατοικίας σκεφτόταν διάφορες παραμέτρους που αφορούσαν την υπόθεση, όπως ας πούμε το είδος της σχέσης που θριάμβευε ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας αυτής. Όταν οι πιο κοντινοί σου άνθρωποι απουσιάζουν και δεν αποτελούν το άμεσο καταφύγιο του κινδύνου σου, τότε στα σίγουρα κάποιες ισορροπίες είχαν δίχως αμφιβολία διαταραχθεί. Πράγματι μπροστά του, είδε το αυτοκίνητό του σταθμευμένο στην είσοδο, ένα ακριβό και καλογυαλισμένο ΒΜW. Ευθύς άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και κάθισε δίπλα στον νεαρό που φαινόταν ταραγμένος. Στο βλέμμα του ελλόχευε μία ειλικρινής κούραση και ανησυχία.
«Ευχαριστώ που ήρθες και συγγνώμη» πρόφερε δίχως να τον κοιτάζει στα μάτια.
«Μην το σκέφτεσαι. Πάμε γρήγορα» απάντησε ο Ρούντολφ στα αγγλικά και δέκα λεπτά αργότερα, βρίσκονταν σε μία ακόμη περιποιημένη γειτονιά των βορείων προαστίων.
Ανέβηκαν τα σκαλιά γρήγορα, σχεδόν σαν τους αίλουρους. Η μητέρα του βρισκόταν πεσμένη στον καναπέ, στην ίδια στάση. Ο Ρούντολφ ήλεγξε την αναπνοή της και αμέσως κατάλαβε τον υπαίτιο της ιστορίας που όλο και κάποια τραγωδία έκρυβε από πίσω. Την σήκωσαν μαζί και την μετέφεραν στην πλησιέστερη κλινική στα έκτακτα περιστατικά. Όπως ενημερώθηκαν από τους γιατρούς αργότερα, η απώλεια των αισθήσεων είναι ένα σύνηθες φαινόμενο στην περίπτωση υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ. Η Ιοκάστη βρισκόταν στο δωμάτιο, με χορήγηση ορών για να ενυδατώσουν τον αφυδατωμένο της οργανισμό και έτσι ο γιος της είχε πλέον το δικαίωμα να μπει και να την δει. Φυσικά ο Ρούντολφ δεν σκέφτηκε ούτε λεπτό να τον συνοδεύσει. Η διακριτικότητα ήταν ένα από τα καλά του ηθικά γνωρίσματα.
Ο Άγγελος εισήλθε σιωπηλός και αμήχανος για να βρει την μητέρα του καθιστή και ατάραχη, βυθισμένη σε έναν δικό της κόσμο. Τα μάτια της έμοιαζαν παγωμένα και προσηλωμένα για ώρες σε ένα σημείο, ή καλύτερα στο απόλυτο κενό. Πιθανότατα δεν είχε κουράγιο να κοιτάξει ούτε το ίδιο το παιδί της.
«Άγγελέ μου λυπάμαι για όλα...» ξεκίνησε και εκείνος ζάρωσε στο κρεβάτι δίπλα της.
«Μην μιλάς τώρα. Ξεκουράσου» ψιθύρισε και εκείνη έστρεψε την προσοχή της στη πόρτα.
«Έχει έρθει ο Ίωνας ή ο Στέφανος;» ρώτησε περίλυπα αναφερόμενη στην υπόλοιπη οικογένεια.
«Όχι μονάχα εγώ και ένας γνωστός που με βοήθησε» της απάντησε δίχως να γνωρίζει πως ο αδερφός του ήταν καθοδόν, αφού του είχε αφήσει κιόλας τρία μηνύματα.
Ο Ρούντολφ καρτερούσε στον διάδρομο, όταν νιώθοντας τη στοματική του κοιλότητα ξηρή, σηκώθηκε να γεμίσει ένα πλαστικό ποτήρι με νερό, πέφτοντας οριακά επάνω σε μία κακοτράχαλη φιγούρα. Τα μάτια του εντόπισαν τα αντίστοιχα του προσώπου με το οποίο είχε συγκρουστεί και τότε, ένα παράξενο συναίσθημα καλλιεργήθηκε και θέριευσε μέσα του. Μία παράξενη και αδικαιολόγητη οργή, σαν κάποιος να τον είχε στριμώξει στην γωνία απειλώντας τον με τον χειρότερο τρόπο. Η φιγούρα τον προσπέρασε δίχως να ζητήσει καν συγγνώμη για την αδεξιότητα, αφήνοντάς τον να σιγοβράζει αντιμέτωπος με ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα. Φυσικά η έκπληξη στάθηκε μεγαλύτερη, όταν τον είδε να εισέρχεται στο δωμάτιο που βρισκόταν η μητέρα εκείνου του νεαρού. Τι στο καλό συνέβαινε; Όλο αυτό το παγερό κύμα ανατριχίλας, ανάμεικτο με φθόνου ξαφνικού στη θέα αυτού του άνδρα, ήταν αδικαιολόγητο. Δεν γνώριζε τον ξένο, μα το αλάνθαστο σχεδόν ένστικτό του, τον είχε καθοδηγήσει πολλές φορές σαν φάρος στα σκοτεινά μονοπάτια. Και τότε, μεταφέρθηκε ξανά πίσω σε εκείνο το βράδυ και στον Αλοίσιο που ξεψυχούσε μπροστά του σπαρταρώντας.
΄΄Σε παρακαλώ, είναι μόνο ένα παιδί΄΄ έκανε επίκληση στο συναίσθημα αυτού του κτήνους που δεν λύγισε δευτερόλεπτο, παρά του χάρισε και την τελειωτική βολή στο κεφάλι.
Ξαφνικά ο αχανής, σχεδόν κενός διάδρομος, έμοιαζε να έχει κλείσει ασφυκτικά γύρω του, σαν να είχε αυξηθεί η υγρασία στην ατμόσφαιρα και να δυσκόλευε την αναπνοή του. Πάθαινε κρίση πανικού. Αυτός, ένας αστυνομικός που κυνηγούσε το έγκλημα παντώς είδους,κατέρρεε ξαφνικά αβοήθητος. Η ταχυπαλμία κλωτσούσε το στήθος του αλύπητα, σε σημείο που πονούσε. Και μόνο το γεγονός πως ήταν ένστολος, αποτελούσε ενίοτε στόχο, εξαιτίας πολλών αυθαιρεσιών και περιστατικών αστυνομικής βίας και στη χώρα του. Ναι, η Γκεστάπο είχε πεθάνει, μα ώρες ώρες ακόμη και ο ίδιος ανησυχούσε για τυχόν αναβίωση έστω και μίας μικρής ιδέας που διωκόταν φυσικά ποινικά από το κράτος του. Για καιρό λοιπόν, πάλευε να αποδείξει την αξία της στολής του και των πιστεύω του, μένοντας όρθιος ακόμη και υπό τη σκιά εκείνου του στυγερού εγκλήματος. Για τα μάτια ίσως του κόσμου, σκοτώθηκε ένας αστυνομικός την ώρα του καθήκοντος. Για εκείνον όμως, σκοτώθηκε όλος του ο κόσμος όπως τον ήξερε, μέχρι εκείνη την ημέρα. Όλη αυτή η πίεση, συνυφασμένη με την αλλαγή περιβάλλοντος και τη ξαφνική παύση της ρουτίνας που δημιουργούσε υποτυπώδη ασφάλεια, οδήγησε στο αποψινό ξέσπασμα της κρίσεως πανικού. Βαστώντας τους τοίχους, αποφάσισε να φύγει. Εξάλλου, το καθήκον του το είχε κάνει. Ήθελε να επιστρέψει σε έναν χώρο,που παραδόξως θεωρούσε κατά κάποιον τρόπο σπίτι του. Σε μία ασφάλεια και σε ένα άτομο που ηθελημένα ή άθελα του την παρείχε και ας τον προσφωνούσε με διάφορα αποτρόπαια ψευδώνυμα.
Λοιπόν, πώς σας φαίνεται ως εδώ??Έχουμε δρόμο ακόμη φυσικά...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro