Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο Πέμπτο/ part 2

Σε ολόκληρο τον Πειραιά είχε προκληθεί το απόλυτο χάος. Σειρήνες από την μία, φωνές από την άλλη, προσευχές από τον άπιστο Θωμά και τηλεφωνήματα απανωτά από τον αδερφό μου, ο οποίος είχε μάθει τα νέα και έτρεχε από το σπίτι της Αφροδίτης μέχρι το Τζάνειο νοσοκομείο ωσάν μαραθωνοδρόμος. Παρά το γεγονός πως του είχα περιγράψει με κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια πως ήμουν αρτιμελής και πως στο νοσοκομείο είχαμε μεταφερθεί για την κατάσταση της υγείας του Αδόλφου, εκείνος δεν άκουγε κουβέντα. Έτσι, εγώ από την μία είχα παραδοθεί στα έμπειρα χέρια ενός γιατρού, φτιαγμένου στα σίγουρα από κάποια μυστική συνταγή του Παραδείσου με τέτοια εμφάνιση και από την άλλη, ο Ρούντολφ είχε μεταφερθεί για περιποίηση του εγκαύματος της πλάτης του και προληπτικές εξετάσεις για να βεβαιωθούν πως όλα ήταν καλά. Στο νοσοκομείο φυσικά μαζί μου, βρισκόταν και η ηρωίδα της κατοχής Βίκυ, καθώς και ο Μάρκος που μασουλούσε νευρικά ένα καλαμάκι κάνοντας εκνευριστικούς θορύβους.

Ο υπεύθυνος γιατρός μου, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, βγήκε από το δωμάτιο του Ρούντολφ για την τυπική ενημέρωση. Καθώς συγγενείς δικοί του δεν υπήρχαν, απευθύνθηκε σε εμάς όλους που τον περιμέναμε να νιώσει καλύτερα.

«Λοιπόν, ο...φίλος σας είναι μία χαρά. Περιποιηθήκαμε λίγο το έγκαυμα στην πλάτη του, το οποίο χρειάζεται συχνό άλλαγμα της γάζας και καθαρισμό. Καθώς ωστόσο βρίσκεται σε δύσκολο και ευαίσθητο σημείο, θα ήταν καλό και άγιο να τον βοηθούσε κάποιος από εσάς. Επίσης, του χορηγήθηκε και μία μικρή δόση ηρεμιστικού, καθώς μας ήρθε με πολύ ανεβασμένους παλμούς και ελαφρύ τρέμουλο. Τώρα κοιμάται. Μπορεί όποιος θέλει να μπει και να τον δει. Θα γίνει μία χαρά.» τελείωσε και έκανα σήμα στον Μάρκο να με συνοδεύσει μέσα, μήπως και έπαυε επιτέλους να μασουλάει σαν αιγοπρόβατο εκείνο το άμοιρο το καλαμάκι.

Μόλις εισήλθαμε, αντίκρυσα τον κατακτητή να κοιμάται ανήσυχα. Οι γροθιές του σφίγγονταν διαρκώς αρπάζοντας τα σεντόνια ενώ κατά πώς φαινόταν παρά το ηρεμιστικό, οι εφιάλτες χόρευαν άτσαλα μέσα στο μυαλό του, σαν τους κολασμένους δαιμονίσκους. Το κεφάλι του τιναζόταν δεξιά και αριστερά, ενώ τον άκουσα να ψελλίζει διάφορες γερμανικές ασυναρτησίες. Μα φυσικά είχα επιλέξει δίπλα μου τον Μάρκο για μεταφραστή. Παραδόξως τον είδα να κοιτάζει τον Ρούντολφ προβληματισμένος. Ίσως τελικά οι γερμανικές ασυναρτησίες, να είχαν κάποιο νόημα.

«Γνωρίζεις αν ο συνδιευθυντής σου έχει αδερφό;» με ρώτησε στα ξαφνικά.

«Όχι. Τουλάχιστον από όσο γνωρίζω, καθώς ουδέποτε ο κύριος Ρέινε έκανε αναφορά σε κάποιο άλλο παιδί, πέρα από τον Ρούντολφ. Γιατί το λες αυτό;» τον ρώτησα έχοντας καταλάβει πως η απορία του βασιζόταν στο γερμανικό παραλήρημα.

«Γιατί δεν έχει σταματήσει λεπτό να φωνάζει κάποιον Αλοίσιο, τον οποίο μετά αποκαλεί αδερφό και έπειτα εκλιπαρεί διαρκώς κάποιον για να τον λυπηθεί. Δεν καταλαβαίνω τίποτε άλλο, καθώς επαναλαμβάνει διαρκώς την ίδια φράση» τελείωσε και εγώ πλησίασα παραπάνω τον νεαρό. Η σπαρακτική του εικόνα να πνίγεται μέσα στον ίδιο του τον εφιάλτη κάνοντας γκριμάτσες πόνου, μου ράγισε την καρδιά. Εδώ στην Ελλάδα δεν είχε κανέναν, κανένα φίλο ή συγγενή. Εμείς ήμασταν τώρα, η κατά κάποιον τρόπο, οικογένεια ή φιλικό του περιβάλλον.

«Θα τον ξυπνήσω. Έτσι θα είναι καλύτερα» δήλωσα στον Μάρκο που συμφώνησε και βγήκε από το δωμάτιο σιγανά. Κατόπιν το χέρι μου άγγιξε το δικό του, σφίγγοντάς το και ζητώντας ταυτόχρονα συγχώρεση από όλους τους πεσόντες ήρωες και το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, που έβλεπα τον κατακτητή με καλό μάτι και που είχα φτάσει στο σημείο να του χρωστώ ακόμη και την ζωή μου.

Ευθύς τα μελή του μάτια άνοιξαν και μέσα τους διάβασα με απόλυτη ακρίβεια τον πόνο. Όχι τον σωματικό, μα τον ψυχικό. Για λίγο με κοίταξε και κατόπιν ένα αμυδρό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του που είχε βέβαια διάρκεια δευτερολέπτων.

«Είσαι καλά;» με ρώτησε στα αγγλικά.

«Όπως βλέπεις, είμαι μία χαρά. Για τον εαυτό σου τώρα πρέπει να νοιάζεσαι. Κινδύνεψες πολύ. Δεν έπρεπε να χωθείς στην φωτιά, ήταν πολύ επικίνδυνο. Όπως και να έχει όμως, ένα ευχαριστώ είναι λίγο. Μου σώζεις τη ζωή για δεύτερη φορά» ψέλλισα δίχως να τον κοιτάζω ξεκάθαρα στα μάτια.

«Καλλίστη, μάλλον δεν έχεις καταλάβει κάτι. Επέλεξα ένα επάγγελμα στη ζωή μου, που με έχει φέρει αντιμέτωπο ακόμη και με τα όρια του φόβου, της ανοχής, των πιστεύω και του εαυτού μου. Είναι στη φύση μου το ρίσκο και η προσφορά βοήθειας. Όπως και να γινόταν όμως, από τη στιγμή που είχα το περιθώριο να δράσω, δεν θα άφηνα τις ζωές σας στην τύχη τους» η βραχνή και κουρασμένη του φωνή, ήταν παράλληλα, γλυκιά και γαλήνια καθώς μου μιλούσε. Ένιωσα άξαφνα την ανάγκη να τον αγκαλιάσω, μα η ντροπή με βαστούσε καθηλωμένη στην θέση μου. Προκειμένου ωστόσο να μην αφήσω την αμήχανη σιωπή να κυριαρχήσει ανάμεσά μας, πήρα ξανά τον λόγο.

«Επέστρεψες...Νόμιζα πως μετά από εκείνο το ηλεκτρονικό μήνυμα, θα έφευγες για πάντα για το Βερολίνο» του είπα, διαπιστώνοντας πως δεν είχα πάψει λεπτό να νιώθω αμήχανα. Ο Ρούντολφ δεν σε έλκυε ποτέ κοντά του. Δεν άφηνε εκείνους τους χρυσούς τοίχους που είχε χτίσει γύρω του με τέτοια μεγαλοπρέπεια να καταρρεύσουν έτσι απλά.

«Παραιτήθηκα από την Αστυνομία» μου είπε και κόντεψα να πνιγώ. Πάλι καλά δηλαδή που υπήρχε και ένα ποτηράκι με νερό δίπλα του και κατόρθωσα να βρέξω τον ξεραμένο μου λαιμό. Μου είχε μόλις ανακοινώσει πως είχε παρατήσει την Γκεστάπο στα κρύα του λουτρού.

«Μα γιατί; Θέλω να πω, πως ήταν εμφανές οτι λάτρευες το επάγγελμά σου» αναρωτήθηκα.

«Νομίζω πως κάποια διόλου δεν χάρηκε που με είδε» σχολίασε κρυφογελώντας.

Όντας έτοιμη να του απαντήσω, άκουσα ένα χτύπημα στην πόρτα του δωματίου και κατόπιν είδα τον Άγγελο να ξεπροβάλει δειλά και να ρωτά ευγενικά αν μπορούσε να περάσει.

«Τα έμαθα τα δυσάρεστα. Είστε καλά;» ρώτησε και τους δύο.

Τα μάτια του ξεκίνησαν να οργώνουν με εμφανή και θα μπορούσα να ισχυριστώ, ειλικρινή ανησυχία το κουφάρι μου για τυχόν χτυπήματα. Ο Ρούντολφ δεν του απάντησε τίποτε παρά το γεγονός πως είχε ρωτήσει στα αγγλικά. Τον είδα να αποστρέφει ήρεμα το βλέμμα του και να το κολλά στο παράθυρο, καθώς ο Άγγελος μου έσφιγγε καθησυχαστικά το χέρι, με το ζεστό δικό του «Ό,τι χρειαστείς θα ήθελα να μου το πεις Καλλίστη» μου ψιθύρισε κοντά στο αφτί κάνοντάς με να νιώσω μία ανατριχίλα.

Ένευσα απλώς θετικά, καθώς αισθάνθηκα την ατμόσφαιρα να βαραίνει επικίνδυνα και ας έμοιαζαν αμφότεροι ήρεμοι και γαλήνιοι. Ο Άγγελος έμεινε δίπλα μου για μερικά λεπτά, παλεύοντας να καθαρίσει τον λαιμό του.

«Συγγνώμη που έφυγα τόσο ξαφνικά την προηγούμενη φορά. Είμαι βέβαιος πως δεν έκανα και την καλύτερη εντύπωση»

«Την χείριστη έκανες, αλλά ποιος σκάει τώρα για εσένα όταν παραλίγο να αρπάξουν φωτιά τα οπίσθιά τους» πετάχτηκε ο Μάρκος «Λοιπόν, να αραιώνουμε λίγο-λίγο. Αύριο ανοίγουμε από τις έξι. Δυστυχώς ο καφές είναι πρωινή ανάγκη»

Για λίγο κοίταξα τον Άγγελο.

«Εντάξει, ας πούμε πως η πρώτη συνάντηση δεν ήταν και η ιδανική, μα πάντα υπάρχουν περιθώρια διόρθωσης» πρόφερα και χαμογέλασε/

«Εντάξει. Έχω έρθει με το αυτοκίνητο, θα περιμένω έξω για να σας μεταφέρω σπίτι σας. Άκουσα τον γιατρό να του λέει πως δεν χρειάζεται να παραμείνει»

Πράγματι, μόλις εξήλθε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, για να μας ανακοινώσει πως ήταν έτοιμος να δώσει εξιτήριο στον Ρούντολφ, μαζί με κάποιες τελευταίες οδηγίες για περιποίηση του τραύματος στην πλάτη του. Καθώς είχε μαζέψει υγρό, είχαν αναγκαστεί να το αφαιρέσουν και πλέον χρειαζόταν προσοχή και τακτικό καθάρισμα. Ο Γερμανός ανασηκώθηκε με κόπο. Εξακολουθούσε να ζαλίζεται, ωστόσο τον παρακολουθούσα να ζορίζει τον εαυτό του παραπάνω προκειμένου να μην δείξει αδυναμία ή ανάγκη βοήθειας. Είχα ζητήσει από τον Αργύρη να του φέρει μία μπλούζα δική του ερχόμενος, ωστόσο ο αδερφός μου ήταν πολύ πιο αδύνατος μπροστά στο καλλίγραμμο και γυμνασμένο σώμα του αστυνομικού. Το αποτέλεσμα ήτο ελαφρώς ιλαρό, ωστόσο το παραβλέψαμε και προχωρήσαμε όλοι μαζί προς την έξοδο μόλις έφτασε και ο Αργύρης. Εκεί ακριβώς ανασκουμπώθηκα και ξεστόμισα αυτό που σκεφτόμουν ώρα τώρα και που ήταν το ορθό και πρέπον.

«Ρούντολφ, δεν θα επιθυμούσα να μείνεις μόνος σου, τουλάχιστον για μερικές μέρες μέχρι η πληγή να γίνει καλύτερα. Χρειάζεσαι την βοήθεια κάποιου να στην καθαρίζει και να την περιποιείται, καθώς ανθρώπου χέρι δεν φτάνει σε αυτό το ύψος» πρόφερα και όλοι με κοίταξαν με μάτια γουρλωμένα εκτός του Αργύρη που χειροκροτούσε με το βλέμμα. Ο Ρούντολφ πάλι ατάραχος, ήταν έτοιμος να μου τρίψει στο όμορφο προσωπάκι μου, την γερμανική του περηφάνια, απαντώντας μου ένα μεγαλοπρεπέστατο ΄΄Όχι΄΄. Αντί αυτού φυσικά, το αποτέλεσμα το έθεσε λίγο πιο ευγενικά, κρατώντας διακριτικά το ίδιο νόημα.

«Θα είμαι εντάξει. Δεν χρειάζεται να αναστατωθεί κανείς για εμένα»

«Χρειάζεται. Για παράδειγμα μπορείς να μείνεις εσύ στο σπίτι μας και εγώ να πάω στον κολλητό μου τον Χρήστο να παίζουμε και ποδοσφαιράκι με την ησυχία μας» πετάχτηκε ο Αργύρης χαμογελώντας.

«Και να μείνεις ένας αμόρφωτος, ένα κούτσουρο απελέκητο!» του απάντησα στα ελληνικά καθώς με την αγγλική φρασεολογία της ύβρης δυσκολευόμουν.

«Νεαρέ σε ευχαριστώ, μα δεν είναι ανάγκη» πέταξε ο Αδόλφος υψώνοντας μάλλον την σημαία με τη σβάστικα περήφανα μπροστά μας.

«Θα μείνω τότε εγώ σε εσένα και λύθηκε το πρόβλημα. Τον άκουσες τον γιατρό. Έστω για μερικές ώρες μέχρι να σου αλλάξω την γάζα της πληγής» πάλεψα να τον πείσω και τον είδα να με αγριοκοιτά.

«Προβλέπω πως θα δυσκολευτώ πολύ να σε πείσω για το αντίθετο. Καθώς δεν θα σε αφήσω να επιστρέψεις μόνη σου μέσα στη νύχτα, δέχομαι, αλλά θα μείνεις μόνο για ένα βράδυ. Δεν μου αρέσει να δημιουργώ τριγμούς στις καθημερινότητες των άλλων και έχω μάθει να φροντίζω τον εαυτό μου. Ευχαριστώ ωστόσο για την προσφορά»

«Ο Άγγελος θα μας γυρίσει με το αυτοκίνητο» πρόφερα.

«Βελτιώνεται με άλματα το δίχως άλλο. Από την μία σε παρατά και από την άλλη θα πραγματοποιήσει δρομολόγια ταξί. Το ονομάζεις και πρόοδο» μειδίασε.

«Γίνεσαι σκληρός» πετάχτηκα.

«Ειλικρινής σχολιασμός ήταν» με διόρθωσε και επιτέλους βγήκαμε από αυτό το καταθλιπτικά αποστειρωμένο κτήριο.

Η ομάδα μας διαλύθηκε ατάκτως, με τον Αργύρη να κάνει πιρουέτες στην σκέψη και μόνο πως θα είχε για ακόμη ένα βράδυ το σπίτι ολόδικό του και με εμένα να ωρύομαι να βάλει συναγερμό και να μην ανοίξει σε κανέναν, συμπεριλαμβανομένου και του υπερφλύαρου Γεράσιμου. Η Κηφισιά δεν άργησε να με υποδεχτεί στις ανοιχτές της αγκάλες, το ίδιο και το διαμέρισμα του Ρούντολφ. Φυσικά ευχαρίστησα τον Άγγελο, με τον ξανθό νεαρό να ψελλίζει δήθεν γερμανικές ευχαριστίες, τις οποίες εγώ μετέφραζα σε μεγαλοπρεπή στολισμό. Με το ζόρι τον κατάφερα να καθίσει στον καναπέ επιτρέποντάς μου να του ετοιμάσω κάτι να φάει και ένα τσάι ζεστό και αναζωογονητικό. Το δύσκολο κομμάτι, ήταν η περιποίηση της πληγής που κυριολεκτικά βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Στάθηκα μπροστά από τον Ρούντολφ, τον οποίο είχα σύρει στο λουτρό, προκειμένου να βλέπω καλύτερα. Η απόσταση μεταξύ μας ήταν ελάχιστη και εγώ με χέρια που έτρεμαν, πάλεψα να του αφαιρέσω την μπλούζα ώστε να μην χτυπήσει την πληγή. Το σώμα του αποτελούσε έναν μυστικό χάρτη του παρελθόντος του, με εκείνο το σημάδι κοντά στην καρδιά να φωνάζει όλα όσα ο ίδιος δεν επιθυμούσε να πει. Τα δάχτυλά μου ίσα που άγγιξαν το σημείο, προσπερνώντας το. Το πρόσωπο του Ρούντολφ παρέμεινε ανέκφραστο, αγνοώντας σχεδόν την κίνησή μου. Κατόπιν το βλέμμα μου καρφώθηκε στην πληγή και εστίασα στην περιποίησή της. Είχα σχεδόν τελειώσει, όταν θέλοντας να ανοίξω κουβέντα, εξέφρασα μία απορία που με έτρωγε.

«Ποιος είναι ο Αλοίσιος;»

Το βλέμμα του Ρούντολφ σκοτείνιασε απότομα, πέφτοντας επάνω μου σκληρά. Καμία απάντηση δεν δόθηκε ποτέ. Μηχανικά, φόρεσε την μπλούζα του ξανά και εξαφανίστηκε από μπροστά μου.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro