Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο Πέμπτο/ part 1

Ο δρόμος που ανοιγόταν μπροστά του ήταν μονάχα ένας. Η παραίτηση. Ο Ρούντολφ θα έλεγε κανείς, πως είχε γεννηθεί για να γίνει αστυνομικός. Ήταν το κρυφό, παιδικό του όνειρο, εργάστηκε σκληρά ως ενήλικας, πέρασε όλες τις δοκιμασίες και είχε βραβευτεί από το αστυνομικό σώμα που τον θεωρούσε αναπόσπαστο κομμάτι του. Σήμερα θα έπαιρνε μία απόφαση που θα καθόριζε τη ζωή του. Η νύχτα που είχε περάσει ήταν εφιαλτική, δεν είχε σφαλίσει λεπτό τα βλέφαρά του. Φοβόταν. Φοβόταν για την επόμενη κίνησή του, μα τη δεδομένη στιγμή έμοιαζε μονόδρομος. Η ψυχολογία του βρισκόταν ένα στάδιο πριν την κρίση πανικού. Ο Γιοχάννες έμεινε στο πλάι του όλο το βράδυ εξηγώντας στη γυναίκα του πώς είχε η κατάσταση, με εκείνη να δείχνει απόλυτη κατανόηση. Το πρωινό τον βρήκε να φορά μηχανικά τα ρούχα του. Σε λίγες ώρες το επάγγελμα του αστυνομικού θα ήταν παρελθόν.

«Πώς νιώθεις;» τον ρώτησε ο Γιοχάννες που του είχε ήδη φτιάξει καφέ.

«Αρχικά ευλογημένος που σε έχω δίπλα μου. Κατά τα άλλα, μπερδεμένος, αβέβαιος για την απόφασή μου. Γιοχάννες, θα παραιτηθώ»

Ο φίλος του τον κοίταξε με κατανόηση.

«Ίσως να είναι σωστή η απόφασή σου. Ξέρεις πως θα μου λείψεις. Ήσουν το δεξί μου χέρι σε όλα, ο καλύτερος συνεργάτης. Είναι για καλό σου όμως»

«Και αν δεν είναι;» αναρωτήθηκε ο Ρούντολφ.

«Γνωρίζεις πως για τον κύριο Έριχ θα έχεις πάντοτε μία θέση στο σώμα. Επομένως, ακόμη και αν το μετανιώσεις, εκείνος θα σε δεχτεί πίσω»

Τίποτε άλλο δεν ειπώθηκε. Με τα πόδια κατευθύνθηκαν προς το αστυνομικό τμήμα.Όταν πέρασε λοιπόν το κατώφλι του κτηρίου και παρουσιάστηκε στον Διευθυντή, εκείνος κατάλαβε αμέσως. Ο Ρούντολφ θα παρέδιδε και επίσημα τον αστυνομικό εξοπλισμό του.

«Είσαι βέβαιος γι' αυτό; Η δουλειά σου ήταν όλη σου η ζωή αγόρι μου» του είπε ο Έριχ περίλυπα.

«Το γνωρίζω. Μετά από τον χαμό ωστόσο του Αλοίσιου, θαρρώ πως δεν είμαι πια ο ίδιος. Δεν γνωρίζω αν ποτέ θα επιστρέψω πίσω στη δουλειά ή στην Γερμανία γενικότερα, μα αν το κάνω θα επιθυμούσα να έχω κλείσει πρώτα όλα μου τα τραύματα. Εκείνο το περιστατικό μου κόστισε πολύ» τελείωσε και ο άνδρας απέναντί του έκανε μία κίνηση σπάνια. Τον αγκάλιασε. Τον είχε σαν παιδί του εξάλλου και οι δυο τους είχαν άψογες σχέσεις. Κατόπιν, εισήλθαν ο Χάινριχ και ο Γιοχάννες, προκειμένου να τον αποχαιρετήσουν. Γνώριζαν πολύ καλά και οι δύο τους λόγους αποχώρησης, αφού ήταν μάρτυρες του τραγικού συμβάντος.

«Να ξέρεις πως δεν θα κλείσω την υπόθεση του Αλοίσιου αν δεν βρούμε τον υπεύθυνο. Όχι μόνο για τον αδερφό σου, μα για να εξαρθρώσουμε μία για πάντα αυτήν την εγκληματική κλίκα. Λοιπόν, αν χρειαστώ ταξιδιωτική οδηγία θα σε παίρνω τηλέφωνο» τον πείραξε στο τέλος ο Γιοχάννες και αγκαλιάστηκαν σφιχτά. «Θα έρθουμε όλη η οικογένεια τα Χριστούγεννα, ή ελάτε εσείς αν επιθυμείτε»

«Εμείς;» τον ρώτησε ο Ρούντολφ.

«Τι; Μέχρι τα Χριστούγεννα δεν θα έχετε έρθει πιο κοντά με τη δεσποσύνη; Τόσο πειθαρχημένος, κρύος Γερμανός θα αποδειχτείς; Με απογοητεύεις. Επειδή σε ξέρω όμως δυστυχώς, ε, κάλεσέ την σαν φίλη να της δείξεις πού λάμβανε τις αποφάσεις του ο στυγερός Αδόλφος, ή μήπως τελικά θα προτιμήσει να δει πού έλαβε χώρα η δίκη της Νυρεμβέργης έχοντας σαν φαντασίωση να σε κατηγορούν για τα παγκόσμια δεινά; Θα δείξει....» έβαλε τα γέλια και ο Ρούντολφ τον στραβοκοίταξε.

«Παγωμένα τα αστεία σου. Να προσέχεις και μακριά από το γλυκό κρασί εν ώρα υπηρεσίας» του χαμογέλασε.

«Εντάξει, αλλά ο μεζές στο διάλειμμα είναι απαραίτητος»

«Πρόσεχε με την υπόθεση του αδερφού μου και κράτησέ με ενήμερο. Πρέπει να βρω την άκρη του νήματος»

«Θα την βρούμε μαζί. Μην ανησυχείς. Πήρες τα κλειδιά του σπιτιού στο Ναύπλιο;»

«Ναι» απάντησε κοφτά ο Ρούντολφ παίρνοντας μία βαθιά ανάσα.

Έχοντας αποχαιρετήσει ήδη την μητέρα του, βρέθηκε εκ νέου στο αεροδρόμιο φροντίζοντας να δέσει μία λευκή κορδέλα στην βαλίτσα για παν ενδεχόμενο σύγχυσής της με άλλη και κατάληξης επίθεσης από τυχόν ηλικιωμένες με πληγωμένο πολεμικό παρελθόν. Η πτήση του με τις γερμανικές αερογραμμές πήγε ανάρπαστα καλά και εκείνος είχε γείρει στο παράθυρο όταν ο ήλιος τον χτύπησε στο μέτωπο. Κοιτώντας για λίγο έξω, το θέαμα τον έκανε να προσηλωθεί στο απέραντο γαλάζιο. Γαλάζιο του ορίζοντα και της θάλασσας, με ένα κομμάτι στεριάς να τα πλαισιώνει, με χαμηλούς λοφίσκους και στο βάθος την Ακρόπολη. Όλος αυτός ο καμβάς με τα λιγοστά, μα απαραίτητα χρώματα, του κυανού, του λευκού και του πράσινου, του δημιουργούσε μία ευφορία που πιθανότατα θα κατακρήμνιζε η παρουσία του Αιμιλιανού και του Νικόλαου, ίσως και του λυσσασμένου καφετζή που κάπου κάπου τον κοιτούσε πλαγίως και διερευνητικά. Όλα αυτά όμως έρχονταν να διαλυθούν στη σκέψη του Ναυπλίου με τα παραδοσιακά, πλακόστρωτα δρομάκια και τις βουκαμβίλιες, με το Μπούρτζι και την ιστορία του, με το βουνό και τη θάλασσα. Ήθελε επιτέλους να ξεκουραστεί και να βάλει στον πάγο το σαράκι της δικαίωσης για τον θάνατο του αδερφού του εν ώρα υπηρεσίας.

Το θετικό ήταν πως ακόμη είχε ήλιο, όταν έφτασε στο Ελευθέριος Βενιζέλος. Η αποσκευή του ήρθε σχεδόν από τις πρώτες και ο ίδιος ενστικτωδώς κρυφοκοίταξε στο πλάι για τυχόν γηραιές κυρίες σε απόγνωση. Κατόπιν πήρε ταξί βγαίνοντας, με κατεύθυνση το σπίτι του στο Ναύπλιο. Ευτυχώς γνώριζε τη διεύθυνση και την ανέφερε στο ταξί που τον μετέφερε.

Το Μπούρτζι καταμεσής του Αργολικού κόλπου, ξεχώριζε σαν μία σκούρα κουκίδα στην καρδιά του ηλιοβασιλέματος. Το ταξί σταμάτησε σε ένα σημείο δείχνοντάς του πιθανότατα το πλακόστρωτο σοκάκι που οδηγούσε στο σπίτι του. Τα πέτρινα σκαλιά έδειχναν τον δρόμο για τις επάνω γειτονιές, εκεί που βασίλευε η ησυχία και ίσως η λήθη. Στην ξύλινη πόρτα μπροστά, υπήρχε μία πέτρινη ταμπέλα γραμμένη στα ελληνικά. Έλεγε Σοφία, μα ο Ρούντολφ δεν μπορούσε να το καταλάβει. Το εσωτερικό του σπιτιού, ήταν βυθισμένο στη σιωπή, τη σκόνη και την υγρασία. Ήταν αμφίβολο αν θα μπορούσε έστω να διανυκτερεύσει. Τα έπιπλα ήταν καλυμμένα με σεντόνια, σαν αλλοτινά φαντάσματα μίας παρελθοντικής ιστορίας. Το χλωμό φως του δειλινού γλιστρούσε από τα παράθυρα και ο Ρούντολφ συγκινημένος ανακάλυψε πως είχε θέα στο κέντρο της πόλης. Ο κόσμος δεν ήταν πολύς, καθώς ο καιρός είχε ψυχράνει. Για λίγο έκανε μία βόλτα ολόγυρα, ανακαλύπτοντας ένα άλμπουμ με παλαιές φωτογραφίες της γιαγιάς και του παππού του, ενός έρωτα μεγάλου και απαγορευμένου. Τα συναισθήματα ωστόσο δεν κοιτάζουν εμπόδια και όσο και αν παλεύεις να τα βαστήξεις πίσω, εκείνα θα βρουν τον τρόπο να ξεχυθούν μέσα από τις ρωγμές σου. Ο Ρούντολφ το γνώριζε αυτό, απλώς οι δικές του ρωγμές δεν είχαν ακόμη αφήσει τον χώρο στα όσα αισθανόταν. Το παρελθόν έμοιαζε να τον κρατά πίσω.

Για καλή του τύχη, βρήκε εύκολα ένα δωμάτιο για την νύχτα, αποφασίζοντας να δειπνήσει εντός του ξενοδοχείου. Δεν τολμούσε να βγει έξω ολομόναχος, φοβόταν την μοναξιά. Το επόμενο πρωί, τον βρήκε να περνά ξανά από το σπίτι. Είχε πάρει την απόφαση να βρει άνθρωπο να του το καθαρίσει ώστε να αποτελεί μία διέξοδο όποτε η Αθήνα και ο Πειραιάς τον έπνιγαν. Η μικρή μονοκατοικία ήταν υπέροχη και του ανήκε πλέον. Ο αδερφός και ο πατέρας του ήταν νεκροί και η μητέρα του δεν είχε ταξιδέψει για πολύ καιρό τώρα εκτός Γερμανίας. Ανηφορίζοντας για την Αθήνα, θα άφηνε τα πράγματά του στο διαμέρισμα της Κηφισιάς.Καθώς όμως ανήκε στην μητέρα εκείνου του νεαρού γνωστού της συνδιευθύντριάς του και ο ίδιος κατά πώς φαινόταν έμενε κάπου εκεί κοντά, τη στιγμή που πλήρωνε για την κούρσα και μέσα από τον καθρέπτη του συνοδηγού, παρατήρησε κάποιον που ευθύς του προκάλεσε μία ανεξήγητη ταχυπαλμία. Το πρόσωπό του δεν του θύμιζε κάτι συγκεκριμένο, μα το αστυνομικό του δαιμόνιο προηγούνταν των ματιών του και τον προειδοποιούσε για κάποιον αόρατο κίνδυνο. Ολοκληρώνοντας την πληρωμή του, πήρε την βαλίτσα του, όταν ξαφνικά παρατήρησε πως ο άγνωστος είχε σταθεί για παραπάνω από το φυσιολογικό δευτερόλεπτο και τον παρατηρούσε, λίγο πριν γυρίσει από την άλλη και συνεχίσει τον δρόμο του ανενόχλητος. Κόντρα στο αστυνομικό του ένστικτο, ο Ρούντολφ αποφάσισε να το προσπεράσει. Η εικόνα αυτή γλίστρησε στο υποσυνείδητο όπου θα αφηνόταν εκεί για λίγο καιρό, δίχως ωστόσο να την λησμονούσε. Καθώς η μέρα του γραφείου δεν είχε τελειώσει ακόμη και ο ίδιος επιθυμούσε να μελετήσει την κατάσταση της εταιρείας, αποφάσισε να πάρει τον ηλεκτρικό για Πειραιά.

Το λιμάνι με την βαβούρα του, τα αμέτρητα μικροκαφέ και τον κύριο που ευγενικά πουλούσε κουλουράκια Θεσσαλονίκης έξω από τον σταθμό, τον υποδέχτηκε. Δεν ήταν βέβαιος για το αν χαιρόταν, μα σίγουρα αποτελούσε μία αλλαγή που σαν προστατευτικό δίχτυ, κρατούσε τις ματωμένες αναμνήσεις μακριά. Το καφέ του Μάρκου ξεπρόβαλε από την γωνία και άξαφνα ένιωσε την ανάγκη να το προσπεράσει, όταν τελικά συγκρούστηκε αδέξια μαζί του πιάνοντας στον αέρα ένα καπουτσίνο, προτού βρεθεί να πλένει την άσφαλτο.

«Ωπ, πέσαμε σε γνωστές φυσιογνωμίες. Από πού μας ήρθες αφέντη των αντανακλαστικών;» τον πείραξε ο Μάρκος.

«Είχαμε καλή εκπαίδευση στην χιτλερική Ακαδημία» απάντησε καυστικά.

«Χαλάλι σου ο καφές, τέτοιο σώσιμο που έκανες» πρόφερε ο Μάρκος δίχως να δεχτεί χρήματα και τη στιγμή που είδε τον Ρούντολφ να φεύγει, τον σταμάτησε ξανά «Χάρηκα που γύρισες. Η Καλλίστη ταράχτηκε όταν διάβασε εκείνο το μέιλ. Αλήθεια, τι σε έκανε να πάρεις αυτήν την απόφαση; Αν επιθυμείς μου λες» προσπάθησε να τον πλησιάσει, μα για χιλιοστή φορά ο Ρούντολφ ήταν αυστηρά κλεισμένος στον εαυτό του.

«Το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά, είναι πως δεν ευθύνεται η Καλλίστη γι' αυτό. Τα υπόλοιπα αφορούν εμένα και την προσωπική μου ζωή που μου γεφυρώνει ένα μονοπάτι ανάμεσα στις δύο χώρες. Καλή συνέχεια και...ευχαριστώ για το ενδιαφέρον» του έδωσε την ψυχρή απάντηση και συνέχισε την διαδρομή του, όταν φτάνοντας κοντά στο γνωστό κτήριο, είδε ανθρώπους να το εγκαταλείπουν τρέχοντας.

Αιτία, ένα χαλασμένο γκαζάκι στον πρώτο όροφο που δεν έγινε αντιληπτό και παρέμεινε ανοιχτό κατά λάθος, καθώς είχαν κλείσει νωρίτερα, με αποτέλεσμα να αρπάξει φωτιά. Ο τελευταίος όροφος είχε παραδόξως εκκενωθεί, όταν ειδοποιήθηκαν από δικό τους άτομο που επέστρεφε από εξωτερική υποχρέωση. Ο ένας από τους δύο ορόφους του τουριστικού, είχε και εκείνος εκκενωθεί και έμενε μονάχα ο δικός τους, που από όσο είχαν πληροφορηθεί υπήρχαν ακόμη τρία άτομα. Η πυροσβεστική είχε ειδοποιηθεί, μα ο Ρούντολφ δεν άκουσε κανέναν, όταν αφαιρώντας το παλτό του κάλυψε το πρόσωπό του και ξεκίνησε να ανεβαίνει με τους ανθρώπους να του τσιρίζουν στα ελληνικά και με εκείνον να μην αντιλαμβάνεται απολύτως τίποτε. Είχε ξυπνήσει το καθήκον και όπως ένας αστυνομικός θα το έκανε σε άλλη περίπτωση, ο Ρούντολφ ήταν φτιαγμένος για τους κινδύνους. Ο πρώτος όροφος ήταν τυλιγμένος σε αποπνικτική ατμόσφαιρα με τις φλόγες να γλείφουν την ξύλινη πόρτα που εξακολουθούσε να τις κρατά κλεισμένες μέσα. Αυτό του χάρισε την ευκαιρία για να φτάσει στον δεύτερο και να βρει την Καλλίστη στο τηλέφωνο, ενώ η Βίκυ και ο άπιστος Θωμάς είχαν μόλις αντιληφθεί τι συνέβαινε και ξεκινούσαν να φωνάζουν.

«Τι κάνετε εδώ ακόμη; Φύγετε!» τους ούρλιαξε ο Ρούντολφ, όταν είδε την Καλλίστη να κλείνει βίαια το τηλέφωνο έχοντας επιτέλους αντιληφθεί την πραγματικότητα. Είχαν κλειστή την πόρτα, οι υπόλοιποι είχαν σχολάσει και έτσι δεν ένιωσαν άμεσα τον κίνδυνο.Στη θέα του, η κοπέλα ταράχτηκε μα ήταν η πλέον ακατάλληλη ώρα για να ζητήσει εξηγήσεις.

Ευθύς άναψαν τα φώτα όλα του διαδρόμου, ωστόσο η Καλλίστη βρισκόταν στα πρόθυρα του πανικού. Η κατάσταση είχε χειροτερέψει, οι καπνοί έφραζαν τους πνεύμονές τους, θόλωναν την όρασή τους και θέριευαν τον πανικό. Ο νεαρός έκανε σήμα στον Θωμά να πηδήξει από ένα σημείο και να κατέβει τρέχοντας. Εκείνος πάλι ήταν έτοιμος να ξεκινήσει τις μετάνοιες και τις προσευχές για την υποδοχή της ψυχής του στον Παράδεισο, όταν μία γερή σπρωξιά από την Βίκυ, τον προσγείωσε χιλιοστά πριν την τελευταία σκάλα. Απέμεναν οι δύο κοπέλες, οι οποίες μπρος στο θέαμα και στην συνειδητοποίηση πως όφειλαν ταχύτατα να περάσουν μέσα από τις φλόγες, δίσταζαν. Τα μάτια τους έτσουζαν και δάκρυα τρόμου τα πλημμύριζε.

«Μπορείτε να το κάνετε» άκουσαν τον Ρούντολφ, μα όταν είδε πως ο φόβος είχε πάρει το επάνω χέρι, άρπαξε αρχικά την Βίκυ και πήδηξε με την πλάτη του. Το παλτό του ευθύς τυλίχτηκε στις φλόγες και εκείνος το πέταξε αμέσως «Τρέχα έξω!» την διέταξε μα εκείνη στεκόταν κλαίγοντας για την φίλη της. Ο Ρούντολφ την έπιασε από τους ώμους «Δεν θα πάθει τίποτε, με ακούς; Έχω εκπαίδευση για έκτακτη ανάγκη. Έχε μου εμπιστοσύνη»

Μόλις εκείνη βγήκε έξω σώα και αβλαβής, ο νεαρός ετοιμάστηκε ξανά. Τα πράγματα είχαν γίνει επικίνδυνα. Με την ανάσα κομμένη, πέρασε ξανά μέσα από τις φλόγες, κοντεύοντας να μείνει δίχως ρούχα, καθώς το ένα μετά το άλλο είχαν καεί. Γυμνός πλέον από επάνω, έπεσε δίπλα της, ιδρωμένος και με πρόσωπο λερωμένο και χτυπημένο. Η πυροσβεστική ακουγόταν, μα ο χρόνος ήταν λίγος. Έπρεπε να απεγκλωβιστούν όσο ακόμη υπήρχαν τα περιθώρια, καθώς η διάσωση με ειδικές σκάλες και η αναμονή σπασίματος της τζαμαρίας ενείχε ίσως κινδύνους.

«Θα καείς!» του ούρλιαξε στα αγγλικά, ωστόσο τον είδε απολύτως ψύχραιμο.

Όχι, η αποτυχία να σώσει τον αδερφό του τον βάραινε τόσο πολύ, που αν κάτι πήγαινε στραβά ξανά, θα προτιμούσε να πεθάνει στις φλόγες. Η σωτηρία των ανθρώπων και το κυνήγι του εγκλήματος, βοηθούσαν στην προσωπική, ψυχική του εξιλέωση. Δίχως λόγια, της ζήτησε να πιάσει τα μαλλιά της,ενώ σκέπασε το κεφάλι της με την δική του, διαλυμένη μπλούζα. Τελευταία στιγμή την έσφιξε επάνω του, και βάζοντας δύναμη στα πόδια πήδηξε από το τρίτο σκαλί, πλαγίως στην σκάλα του πρώτου που οδηγούσε στο ισόγειο. Κάπου εκεί γλίστρησαν και οι δύο, η φωτιά έκαψε ένα σημείο της πλάτης του και παρά την σοβαρή πτώση κατόρθωσαν να συρθούν έξω για να τους παράσχουν ευθύς οξυγόνο. Ο τρόμος ωστόσο του παρελθόντος του και η αδρεναλίνη της στιγμής, μαύρισαν την όρασή του,με τον ίδιο να καταρρέει στα χέρια δύο πυροσβεστών.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro