Κεφάλαιο Ενδέκατο/ part 4
Οι σειρήνες της αστυνομίας ήχησαν λίγα δευτερόλεπτα αργότερα. Ένα περιπολικό έφτασε έξω από την εταιρεία και πίσω του ασθενοφόρο. Ακόμη τίποτε δεν είχε τελειώσει και κανείς δεν μπορούσε να είναι βέβαιος για τον αριθμό των ενόχων. Παρά το γεγονός πως η περιοχή ήταν αραιοκατοικημένη, κόσμος είχε συγκεντρωθεί είτε στα μπαλκόνια των γύρω μονοκατοικιών φωνάζοντας, είτε δειλά στα απέναντι πεζοδρόμια. Το δράμα ήταν μεγάλο και η επιχείρηση ίσως η πιο σοβαρή των τελευταίων χρόνων. Ο Ρούντολφ βρισκόταν ήδη στο εσωτερικό του κτηρίου, με τα φώτα να τρεμοπαίζουν. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική και ακόμη βρισκόταν στον πρώτο όροφο. Έχοντας αφαιρέσει με κόπο το πουλόβερ που φορούσε πάνω από το αλεξίσφαιρο, το χρησιμοποίησε για να καλύψει όσο γινόταν το πρόσωπό του, παρά το γεγονός πως κατά το ήμισυ ήταν βουτηγμένο στο αίμα. Τα μάτια του έτσουζαν και δάκρυζαν, δυσκολεύοντας ακόμη πιο πολύ την κατάσταση. Αν η φωτιά στην εταιρεία της Καλλίστη τότε ήταν επικίνδυνη, αυτή ήταν θανάσιμη δίχως αμφιβολία.
Μέσα από τους άλικους καπνούς, άκουσε θόρυβο. Μπροστά του αντίκρυσε το πεσμένο σώμα του Βάγγου που είχε βάλει τέλος στη ζωή του. Άραγε να ήταν ο Άγγελος αυτός; Φωνάζοντας το όνομα του νεαρού, κατέληξε με μία σφαίρα στην πίσω μεριά του ποδιού του. Ακόμη ένας ένοχος ήταν ζωντανός προφανώς και κρυμμένος μέσα στο κτήριο. Ο Ρούντολφ έπεσε με το πρόσωπο στο μάρμαρο του πατώματος, χτυπώντας το σαγόνι του και καταλήγοντας να δαγκώσει με ορμή τη γλώσσα του. Η γεύση του αίματος τον ανάγκασε να φτύσει με ορμή και αρπάζοντας το όπλο ξεκίνησε να πυροβολεί τη σκιά που αχνοφαινόταν. Μία κραυγή ακολούθησε και ο άνδρας που τον είχε πυροβολήσει φάνηκε μπροστά του τρεκλίζοντας. Ο Ρούντολφ με όση δύναμη διέθετε του όρμησε με μανία. Ο άνδρας αιφνιδιάστηκε και οι δυο τους βρέθηκαν να παλεύουν, χορεύοντας κυριολεκτικά ανάμεσα στις φλόγες. Ο Ρούντολφ κατέβαλε τεράστια προσπάθεια να αντισταθεί, ώσπου ένιωσε τον άνδρα να τον κοπανά στην κουπαστή της σκάλας και να παλεύει να τον ρίξει. Ο νεαρός αστυνομικός με τα χέρια του να βαστούν γερά τα σίδερα, έστρεψε με φόρα τον κορμό του σώματός του κλοτσώντας τον και ρίχνοντας το κορμί του στο δαιδαλώδες χάος της Κόλασης. Κατόπιν πισωπάτησε και αφέθηκε να γονατίσει αργά. Για λίγα δευτερόλεπτα έμεινε ακίνητος. Τα πνευμόνια του είχαν φράξει κυριολεκτικά από τον καπνό και η αναπνοή του ίσα που επέτρεπε στο ελάχιστο οξυγόνο να του δώσει ζωή. Τα πράγματα ήταν άσχημα και ο ίδιος τραυματισμένος με δύο σφαίρες. Ο πόνος στο πόδι του ειδικά, ήταν χειρότερος και από τον ώμο. Πάλεψε να σηκωθεί μα ένιωσε αδυναμία. Η μυρωδιά τον έπνιγε και η θερμοκρασία είχε ανέβει σε επικίνδυνο βαθμό.
Έναν όροφο πιο πάνω, ο Άγγελος βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη και ο καπνός εισχωρούσε από την χαραμάδα. Ο χώρος ήταν μικρός, τα αναθεματισμένα παράθυρα με τα διπλά τζάμια δεν άνοιγαν και ήδη ο Στέφανος είχε λιποθυμήσει. Ο πατέρας του ήταν ασθματικός χρόνια τώρα και προφανέστατα η κατάσταση το επιδείνωσε. Μανιασμένα, πάλεψε να βρει κάποιο αντικείμενο που θα μπορούσε να διαλύσει τα τζάμια. Ευτυχώς υπήρχε ένα βάζο γυάλινο και πετώντας μονομιάς τα λουλούδια, στάθηκε σε μία σχετική απόσταση και το εκτόξευσε.. Η ζημιά ωστόσο ήταν ελάχιστη.
΄΄Γαμώτο!΄΄ φώναξε, μα ήταν έτοιμος να το παλέψει ως το τέλος.
Στάθηκε ευθύς μπροστά στο τζάμι και ξεκίνησε να το κλωτσά με μανία. Κάποια στιγμή θα τα κατάφερνε. Δυστυχώς για εκείνον η βοήθεια θα αργούσε, καθώς ο Ρούντολφ είχε πέσει σχεδόν αναίσθητος από τις αναθυμιάσεις και την τρομερή ζέστη. Το αίμα των πληγών του κυλούσε στο πάτωμα έχοντας μουσκέψει τα ρούχα του. Δεν κοιμόταν και όμως το μυαλό του, του έπαιζε περίεργα παιχνίδια. Εικόνες βγαλμένες από το υποσυνείδητο τον επισκέφθηκαν. Μέσα στη παραζάλη του, βρισκόταν ακόμη στην φλεγόμενη εταιρεία, μονάχα που αυτός που στεκόταν από επάνω του, ήταν ο Αλοίσιος. Υγιής, ντυμένος με την στολή του αστυνομικού, με πρόσωπο στολισμένο με εκείνο το όμορφο, νεανικό του χαμόγελο, είχε σκύψει δίπλα του και του μιλούσε.
΄΄Αδερφέ μου, σήκω. Δεν είναι η ώρα να τα παρατήσεις. Ξέρω πως πονάς πολύ, αλλά παράλληλα είσαι γενναίος και δυνατός, το λέει η καρδιά σου, πιστεύω σε εσένα΄΄
΄΄Δεν μπορώ΄΄ του απάντησε ο Ρούντολφ και ο Αλοίσιος ξεφύσησε.
΄΄Ναι, μπορείς. Αν υπάρχει κάτι που έμαθα από εσένα, είναι πως ποτέ μας δεν πρέπει να τα παρατάμε. Λυπάμαι τόσο που σε παράκουσα όμως και σου φόρτωσα τον χαμό μου για μία ολόκληρη ζωή. Είμαι καλά τώρα όμως. Σε αγαπώ. Πιστεύω σε εσένα και σε θαυμάζω, από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας. Θυμάσαι νομίζω, όταν ακόμη ήμουν βρέφος και εσύ ξενυχτούσες μαζί με την μαμά για να με προσέχεις. Μου το είχε εκμυστηρευτεί μεγαλώνοντας. Δεν άλλαξες ποτέ σου όμως και ας πέρασαν τα χρόνια. Ήσουν πάντοτε δίπλα μου, έτσι και εγώ τώρα. Σήκω αδερφέ, μην παραιτείσαι. Έχεις να ζήσεις μία υπέροχη ζωή μπροστά σου΄΄
Βήχας συντάραξε το κορμί του και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Κανένας δεν στεκόταν κοντά του. Τι είχε συμβεί; Δάκρυα συγκίνησης έτρεξαν από τα πονεμένα του μάτια. Κοίταξε την Κόλαση γύρω του.
΄΄Εμείς οι Γερμανοί έχουμε και τα καλά μας. Μπορούμε να γίνουμε τρομερά γενναίοι και σκληροί αν χρειαστεί. Είμαστε ξεροκέφαλος λαός, μα δεν πτοούμαστε! Πρέπει να σηκωθώ! Πρέπει!΄΄
Με το ένα του χέρι, έβαλε δύναμη και στήριξε το βάρος του κορμιού του στο καλό του πόδι. Στο βάθος φάνηκε η σκάλα. Έπρεπε να τρέξει και ας λύγιζε το πόδι του. Με μία κίνηση πέταξε από επάνω του το γιλέκο και έμεινε ημίγυμνος. Ο ιδρώτας είχε λούσει το κορμί του όλο και η θερμοκρασία που είχε αναπτυχθεί ήταν δυσβάσταχτη. Από μακριά άκουγε τις σειρήνες της αστυνομίας και ίσως της πυροσβεστικής. Κατόρθωσε με κόπο και περνώντας μέσα από την καιόμενη κουπαστή, να φτάσει μπροστά στην κλειδωμένη πόρτα. Πόσο διαβολικός ήταν αυτός ο Ίωνας; Είχε πάρει τα κλειδιά μαζί του και ο ίδιος δεν είχε χρόνο να κατέβει για να τα ψάξει.
«Άγγελε!» ούρλιαξε και ο νεαρός από μέσα σταμάτησε για λίγο αυτό που έκανε, κοινώς να προσπαθεί να σπάσει το παράθυρο.
«Ρούντολφ! Η πόρτα δεν ανοίγει!» του φώναξε.
«Θα παλέψω να τη σπάσω!» προσπάθησε να τον καθησυχάσει βλέποντας έναν πυροσβεστήρα. Το χέρι του δεν βοηθούσε, ωστόσο παρά τους φρικτούς πόνους, τον σήκωσε ψηλά και ξεκίνησε να κοπανά την κλειδαριά. Από μέσα ο Άγγελος συνέχισε να κλωτσά το παράθυρο, ώσπου κατόρθωσε και το έσπασε.
Όντας πολύ προσεκτικός, διέλυσε και τα υπόλοιπα κομμένα γυαλιά και βγήκε στο περβάζι. Τότε είδε την μητέρα του να ουρλιάζει και δύο αστυνομικούς να παλεύουν να τη συγκρατήσουν.
«Βοήθεια!» φώναξε και για καλή του τύχη οι πυροσβέστες που είχαν έρθει ξεκίνησαν να ανεβάζουν τη σκάλα. Ο Άγγελος κοίταξε πίσω του. Ό,τι και να γινόταν δεν είχε το σθένος να παρατήσει τον πατέρα του. Εισερχόμενος ξανά μέσα, τον άρπαξε από τους ώμους και ξεκίνησε να τον σέρνει μέχρι το ανοιχτό παράθυρο. Οι εκρήξεις πλήθαιναν και τότε είδε την πόρτα να ανοίγει με φόρα και μέσα να μπαίνει ένας Ρούντολφ σε άθλια κατάσταση. Το κορμί του ήταν γυμνό από τη μέση και πάνω, καλυμμένο στη στάχτη και το αίμα που έρρεε από τον ώμο του, ο ίδιος ήταν ιδρωμένος και το παντελόνι του εξίσου ματωμένο από το τραύμα στο πόδι. «Ρούντολφ!» του φώναξε.
«Άγγελε φύγε! Θα φέρω εγώ τον Στέφανο» πάλεψε να του μιλήσει.
«Δε σε αφήνω με τίποτε!» επέμεινε ο νεαρός.
«Εγώ κάνω το καθήκον του αστυνομικού και εσύ υπακούς. Βγες από το παράθυρο τώρα!» τον πρόσταξε και με τα πολλά πιάστηκε από την σκάλα με κόπο. Πίσω του ο Ρούντολφ μετέφερε τον αναίσθητο Στέφανο. Ο Άγγελος κατέβαινε αργά και τη στιγμή που ο αστυνομικός ετοιμαζόταν να βγει, μία έκρηξη ισχυρή μέσα στην μεγάλη αίθουσα, τον έκανε να παραπατήσει μένοντας πίσω. Το κεφάλι του χτύπησε σε μία γωνία με αποτέλεσμα να πέσει λιπόθυμος.
Ο Άγγελος ακούγοντας την έκρηξη ξεκίνησε να φωνάζει.
«Θα γυρίσω πίσω! Ύψωσε τη σκάλα» διέταξε την πυροσβεστική.
«Νεαρέ είναι επικίνδυνο» του έκαναν παρατήρηση.
«Δεν με νοιάζει! Παίρνω την ευθύνη»
Τρέχοντας ανέβηκε πίσω στο Κολαστήριο. Αυτό που φοβόταν είχε γίνει και από την κατάσταση και τον πίνακα των ηλεκτρικών που κάπνιζε στο βάθος, είχε καταλάβει πως η απόφαση ήταν μονόδρομος. Έπρεπε να σώσει έναν από τους δύο. Ούτε οι ίδιοι οι πυροσβέστες δεν προλάβαιναν να τους αρπάξουν καθώς η επόμενη έκρηξη θα πραγματοποιούνταν από στιγμή σε στιγμή. Κοίταξε τον πεσμένο Στέφανο. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του.
΄΄Ποτέ δεν υπήρξες πατέρας σωστός και εν μέρει όλο αυτό συνέβη εξαιτίας σου. Δεν θα σε εγκατέλειπα, δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος ....΄΄ σκέφτηκε τη στιγμή που η πυρκαγιά θέριευε. Με μάτια βουρκωμένα πήρε στα χέρια του τους ώμους του Ρούντολφ, τη στιγμή που δύο πυροσβέστες πάλεψαν να εισέλθουν για να απεγκλωβίσουν και τον πατέρα του.
Ο ένας είχε σκαρφαλώσει πίσω του και τον βοήθησε να μεταφέρουν τον αναίσθητο και τραυματισμένο βαριά αστυνομικό. Μόλις η σκάλα είχε παραλάβει και τον Άγγελο, τα πάντα έγιναν πολύ γρήγορα. Ο νεαρός ξεκίνησε να κατεβαίνει, οι πυροσβέστες δεν πρόλαβαν να μεταφέρουν τον Στέφανο, καθώς ο Άγγελος έδωσε προτεραιότητα στον Ρούντολφ και η τελευταία έκρηξη διέλυσε ως και τον τοίχο δίπλα από το σπασμένο παράθυρο. Η καρδιά του νεαρού σφίχτηκε. Ο Στέφανος ήταν παρελθόν, μα ο ίδιος είχε κάνει το σωστό. Είχε βοηθήσει τον αστυνομικό με τη γενναία καρδιά. Μονάχα που εκείνη τη στιγμή δεν επιθυμούσε να συζητήσει τίποτε απολύτως και με κανέναν. Δεν είχε καν το κουράγιο να καταρρεύσει. Φτάνοντας στο δρόμο, έτρεξε και αγκάλιασε σφιχτά την μητέρα του που έκλαιγε με λυγμούς. Η Καλλίστη είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο όπου θα πήγαιναν και οι ίδιοι σε λίγο. Ο Άγγελος τους ζήτησε να συνοδέψει τον Ρούντολφ στο ασθενοφόρο. Δεν είχε κανέναν δικό του κοντά και αν κάτι του συνέβαινε, ένας φίλος για παρηγοριά ήταν απαραίτητος. Κάποιος να του βαστά το χέρι στον φόβο του και ας μην ήταν η Καλλίστη. Η κατάστασή του ήταν άσχημη. Οι πνεύμονές του ήταν σε άθλια κατάσταση, ο ίδιος είχε πάθει την λεγόμενη χημική πνευμονία με κίνδυνο ακόμη και δημιουργίας χρόνιων παθήσεων του αναπνευστικού ή καρδιαγγειακά προβλήματα. Οι γιατροί θα έδιναν τη δική τους μάχη και ο Άγγελος ήταν αποφασισμένος να μην τον εγκαταλείψει λεπτό.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro