Κεφάλαιο Ενδέκατο/ part 3
Δεν γνώριζε πόση ώρα είχε περάσει από τη στιγμή που ο αδερφός του είχε αποχωρήσει σαν μαινόμενος ταύρος, κλειδώνοντάς τους στο γραφείο. Πλέον δεν αναζητούσε απαντήσεις, αφού τις είχε έτσι και αλλιώς μπροστά του. Σκεφτόταν τις αιτίες. Τις αιτίες που η οικογένειά τους δεν υπήρξε ποτέ της φυσιολογική. Ευχόταν, αν ποτέ κατόρθωνε να δραπετεύσει και να συναντήσει τη Βίκυ ξανά, εκείνη να μην τον κοιτούσε σαν φταίχτη ή δολοφόνο. Με τον αδερφό του είχαν ελάχιστες σχέσεις και για χρόνια είχε αποστασιοποιηθεί από τον πατέρα του, επιλέγοντας να ζήσει μαζί με την μητέρα του, της οποίας όμως οι πληγές της ψυχής δεν έκλεισαν ποτέ. Μέσα του ένιωθε θυμό. Θυμό για τη ζωή που δεν είχε επιλέξει μα του είχε επιβληθεί. Πάλι καλά που η οικονομική άνεση τον βοηθούσε από ένα σημείο και μετά, προσφέροντάς του διάφορες δραστηριότητες και κυρίως απογεύματα τένις και καλών εστιατορίων, βοηθώντας τον να ισορροπήσει, για όσο στο σπίτι του είχε να αντιμετωπίσει μία μητέρα με εθισμό στο αλκοόλ. Ο πατέρας του στεκόταν σιωπηλός κοντά στην καρέκλα του γραφείου του, μουρμουρίζοντας δικές του ασυνάρτητες σκέψεις, μονάχα που στα αφτιά του Άγγελου, έφταναν σαν ένας μακρινός απόηχος δίχως νόημα.
Ταυτόχρονα, ο Ρούντολφ με τους δύο αστυνομικούς είχαν πάρει την απόφαση να μην μετακινηθούν με αστυνομικό όχημα και κινήσουν υποψίες. Όλοι τους ντυμένοι με πολιτικά ρούχα και το όπλο καλά κρυμμένο, κατά τη δύση του χειμωνιάτικου ήλιου, ετοιμάζονταν να ανηφορίσουν για τα βόρεια προάστια και το κτήριο της εταιρείας του Στέφανου με το όνομα ΄΄ΦΟΙΝΙΞ΄΄. Καθώς η οικογένεια Μπελτέζη είχε τεράστια οικονομική δύναμη, παρά την λακκούβα της παρανομίας στην οποία είχε κυλήσει εδώ και χρόνια, εμπόδιο στο διάβα της δεν είχε συναντήσει. Εννοείται πως φάκελο στην αστυνομία δεν είχε για κανένα παράπτωμα, καθώς δεν είχε δεχτεί καμία ενόχληση ποτέ και από κανέναν. Οι οικονομικοί κολοσσοί σπάνια καταρρέουν μέσα σε μία νύχτα εξάλλου. Ο Ρούντολφ όμως ήταν αποφασισμένος να αποδώσει δικαιοσύνη ακόμη και αν είχε απέναντί του τον πρωθυπουργό. Όσο πλησίαζαν, τόσο ένιωθε την λογική να υποχωρεί με στόχο να τον εγκαταλείψει. Ένας ξαφνικός ηρωισμός είχε αναδυθεί, μία αναλγησία που τον τρόμαζε. Μέσα σε όλο αυτό το κουβάρι συναισθημάτων όμως, έπρεπε να είναι προσεκτικός.
Ο Ίωνας είχε αρχίσει να νιώθει στρυμωγμένος. Η κάλυψή τους από την Γερμανία με τον διοικητή Έριχ, είχε σκάσει στο ίδιο τους το πρόσωπο σαν φούσκα γεμάτη με νερό. Το είχε καταλάβει καθώς πάλευε να επικοινωνήσει με τον Τόμας και όταν κανείς δεν απάντησε, ήρθε σε επαφή με τον Έριχ, ο οποίος για καλή τύχη των υπόλοιπων δεν είχε ενημερωθεί για τον θάνατο του γιου του. Είχε μιλήσει νωρίτερα και με τον Φριτς, ο οποίος εξίσου τον αναζητούσε δίχως αποτέλεσμα.
΄΄Τι έχει απογίνει αυτός; Πού βρίσκεται; Μας τίναξε στον αέρα;΄΄ μουρμούρισε ενώ από την άλλη άκρη της γραμμής, η σιωπή βασίλευε ΄΄Ανόητε!΄΄ σχεδόν καταράστηκε βγαίνοντας έξω από το γραφείο του. Ο Γιοχάννες βρισκόταν στον δρόμο, με σκοπό να παγιδεύσει τον Φριτς, ενώ ο Χάινριχ, μόλις είδε τον διοικητή να αποχωρεί, ευθύς εφάρμοσε έναν κοριό στο γραφείο. Ήταν η σειρά τους να βρίσκονται ένα βήμα πιο μπροστά.
Ο Ίωνας είχε πληροφορηθεί για την επιστροφή του Ρούντολφ και ακόμη χειρότερα είχε φοβηθεί για τις πιθανές κινήσεις του Άγγελου. Αν τον είχε καρφώσει στον μπάτσο ή αν ακόμη χειρότερα τον είχε εκείνος θυμηθεί από την συνάντηση στο νοσοκομείο, τότε αργά ή γρήγορα θα ερχόταν στην εταιρεία. Δεν ήταν όμως έτοιμος να καταθέσει τα όπλα. Όταν στο αίμα σου δεν κυλάνε συναισθήματα, όταν τα πάντα τα βλέπεις στρεβλά και όταν είσαι ικανός να εκτελέσεις εν ψυχρώ έναν άνθρωπο, φτάνεις στο σημείο να βάλεις μπροστά την εκδίκηση ή την επίθεση και όχι τη ζωή σου. Ο Βάγγος τον είχε πληροφορήσει πως ο Ρούντολφ, τον οποίο παρακολουθούσε στενά, είχε μεταβεί στο τμήμα. Τότε του έδωσε την εντολή να του φέρει την Καλλίστη με όποιο κόστος. Θα τον περίμενε μία τεράστια έκπληξη μέχρι να έφτανε στην εταιρεία.
Πράγματι, ο Βάγγος και ακόμη ένας, είχαν χωριστεί σε δύο ομάδες συντονισμού. Ο Βάγγος θα πήγαινε στο σπίτι της Καλλίστης και ο συνεργάτης του θα παρακολουθούσε τον Ρούντολφ, ώστε οι κινήσεις να είναι συντονισμένες. Φυσικά είχε απόλυτη γνώση πως η κοπελιά δεν θα επέστρεφε μονάχη της στην πολυκατοικία, αλλά με αστυνομική συνοδεία και φύλαξη. Για τον Βάγγο όμως ένα παιδαρέλι αστυνομικός, δεν αποτελούσε κανένα εμπόδιο ακόμη και αν οπλοφορούσε. Ήταν τόσο βαθιά χωμένος στη νύχτα, που κάτι τέτοια εμπόδια εκείνος τα άφηνε πίσω του, δίχως κάποια εμφανή δυσκολία. Καθώς η ημέρα ήταν μικρή και ο ουρανός γρήγορα σκοτείνιαζε, ο Βάγγος ακολουθούσε το αστυνομικό όχημα, με πρόσωπο κρυμμένο στις σκιές και αλλάζοντας δρόμους, ώστε να μην θεωρηθεί ύποπτη η κίνησή του. Στάθμευσε ένα τετράγωνο πιο κάτω και κατέβηκε.
Ο αστυνομικός βρισκόταν μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας. Εκείνος πήδηξε στην πιλοτή που βρισκόταν από την πίσω μεριά και που για κακή τύχη όλων, οδηγούσε στο υπόγειο της πολυκατοικίας με την πόρτα να είναι μισάνοιχτη. Ο Βάγγος λοιπόν εισήλθε από εκεί, ανέβηκε στο ισόγειο και άνοιξε την πόρτα σαν να ήταν ένοικος. Μόλις ο αστυνομικός στράφηκε προς το μέρος του, ένα πλάγιο χτύπημα στην καρωτιδική αρτηρία, τον έριξε κάτω. Αυτό όμως που θα ακολουθούσε από το σφοδρό χτύπημα, πιθανότατα να του κόστιζε τη ζωή. Μελετώντας τα κουδούνια, ανέβηκε στον σωστό όροφο. Η πόρτα ήταν παλιά και η κοπέλα ούτε που θα φανταζόταν πως αντί για τον αστυνομικό, θα έβλεπε μπροστά της εκείνον. Ο σύρτης που ήταν τοποθετημένος από πίσω, του ήταν άχρηστος και η διάρρηξη έγινε με απόλυτη ευκολία. Ένας εγκληματίας διάσημος, χρόνων ατελείωτων δύσκολα θα έβρισκε εμπόδια. Η τύχη ήταν με το μέρος του, καθώς η Καλλίστη είχε μόλις εισέλθει και ο αδερφός της έλειπε. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα, μα δεν πρόλαβε να διαμαρτυρηθεί. Την επόμενη στιγμή ήταν αναίσθητη.
Πίσω στην εταιρεία, ο Άγγελος βρισκόταν σε άθλια ψυχολογική κατάσταση, αλλά παράλληλα είχε αποφασίσει να μην καταρρεύσει. Διψούσε τρομερά εξαιτίας του άγχους και κάθε προσπάθεια του πατέρα του να τον προσεγγίσει έπεφτε στο κενό. Καθόταν οκλαδόν στο κρύο πάτωμα, όταν άκουσε αμυδρά βήματα και έπειτα είδε την πόρτα να ανοίγει και στο κατώφλι να στέκεται ο Ίωνας. Στη θέα του ο πατέρας του ετοιμάστηκε να τον αρπάξει, όταν το παγερό μέταλλο του όπλου πίεσε το μέτωπό του.
«Ούτε να το σκέφτεσαι» ψιθύρισε.
Ο Άγγελος είχε καταλάβει από τις εκφράσεις και την τάχιστη αναπνοή του αδερφού του, πως είχε αγχωθεί. Ένα θηρίο όμως αν το στρυμώξεις στο κλουβί, δεν είναι απαραίτητο πως θα έχεις θετικά αποτελέσματα. Πιθανότατα να το εξαγριώσεις περισσότερο και οι κινήσεις που θα ακολουθήσουν να είναι νευρικές, αμυντικές ή θανάσιμες.
«Έρχεται ο μπάτσος» τους ανακοίνωσε «Αλλά τον καρτερά μία έκπληξη» συνέχισε και πέταξε στο δωμάτιο την αναίσθητη κοπέλα σαν να ήταν τσουβάλι «Έχετε τελειώσει, όμως παράλληλα, θα δω και τον ίδιο να τελειώνει. Εμένα κανείς δεν θα με χώσει μέσα να σαπίσω»
«Είσαι ένα κάθαρμα! Αν θέλεις, σκότωσε εμένα με αντάλλαγμα τις ζωές των άλλων....Αυτόν όμως» είπε δείχνοντας τον πατέρα του «Δεν με απασχολεί τι θα τον κάνεις» τον παρακάλεσε ο Άγγελος.
«Νόμιζα πως ως αδερφός μου, δεν θα με πρόδιδες. Καρφάκι δεν σου καιγόταν τόσα χρόνια για τις δουλειές του πατέρα. Απολάμβανες τα λεφτά που εμείς βγάζαμε» γρύλισε ο Ίωνας.
«Είσαι τελείως τρελός; Δεν ήθελα να έχω καμία σχέση με τη δουλειά του πατέρα. Ποτέ μου δεν έχαψα το παραμύθι των απλών σωματοφυλάκων, αλλά ποτέ δεν πίστεψα πως εσύ είχες φτάσει στο σημείο να εκτελέσεις άνθρωπο, ή πως ήσουν μεγαλέμπορος ουσιών και όπλων. Ούτε ευρώ από την περιουσία σου δεν χρησιμοποίησα. Δούλευα από μικρός στο τένις κλαμπ και επίσης μεγάλωσα κυρίως με τη μαμά για την οποία επίσης δεν θα σας κάηκε καρφάκι!» του φώναξε όταν τον είδε να κοπανά την πόρτα, ενώ ο ίδιος πάλευε χτυπώντας την αλύπητα μέχρι να ματώσουν τα χέρια του. «Σας μισώ» ψέλλισε στον πατέρα του και έπειτα έτρεξε στο πλευρό της κοπέλας «Άνοιξε τα μάτια σου, σε παρακαλώ»
------------------------
Μία γνωστή φωνή στο βάθος του μυαλού μου, πάλεψε να με τραβήξει έξω από το λήθαργο. Όλα είχαν γίνει πολύ γρήγορα. Είχα φτάσει στο σπίτι με ασφάλεια, με ένα μυαλό αποκλειστικά εστιασμένο στον Ρούντολφ και τον νεαρό αστυνομικό να παραμένει στην είσοδο της πολυκατοικίας. Από εκεί και έπειτα οι κινήσεις μου έγιναν μηχανικά και ασυντόνιστα. Ο αδερφός μου βρισκόταν στο σπίτι του κολλητού του και εγώ είχα μόλις τοποθετήσει την τσάντα μου στον καναπέ, όταν άκουσα την πόρτα να σπάει και μία σκιά να με πνίγει. Τα φώτα τα έντονα του χώρου ενόχλησαν τα μάτια μου και αναγκάστηκα να τα ανοιγοκλείσω γρήγορα και έντονα. Βρισκόμουν στην αγκαλιά κάποιου και σε μία στιγμή υπέθεσα μήπως τα πάντα τα είχα φανταστεί και ήμουν ασφαλής στην αγκαλιά του Ρούντολφ. Σαν είδα το πρόσωπο του Άγγελου, τινάχτηκα.
«Καλλίστη...» μουρμούρισε πληγωμένα όταν πρόσεξα πως βρισκόμουν σε ένα γραφείο μαζί με ακόμη έναν. Κάποιον γνωστό από το παρελθόν.
«Ο πατέρας σου;» έθεσα μία ερώτηση σαν ναρκωμένη και ένευσε θετικά «Τι συνέβη; Τι έγινε; Πού είμαστε;» ξεκίνησα να πανικοβάλλομαι.
«Όμηροι. Καλλίστη πρέπει να σου πω κάτι πολύ σοβαρό....» ξεκίνησε.
«Ποιο σοβαρό και από την ομηρία;» τον ρώτησα.
«Ναι. Είμαι βέβαιος, δηλαδή έτσι πιστεύω, πως ο Ρούντολφ σου έχει αναφέρει το παρελθόν με τον αδερφό του»
Αυτή η συζήτηση δεν μου άρεσε. Ήταν σκοτεινή. Οτιδήποτε αναφερόταν στην ημέρα εκείνη, με άγχωνε σαν να ήταν ο Αλοίσιος και δικό μου κομμάτι.
«Δεν καταλαβαίνω...» τραύλισα.
«Ξέρω τον δολοφόνο» πρόφερε και πάγωσα «Είναι ο αδερφός μου. Σε παρακαλώ όμως μην μου κακιώσεις. Δεν ήξερα τίποτε και στο ορκίζομαι! Πάλεψα να τον ξεσκεπάσω και κοίτα πού κατέληξα» οι κουβέντες του δεν έφτασαν ποτέ σε εμένα. Με τα δύο μου χέρια έκλεισα τα αφτιά μου και αποτραβήχτηκα κοντά στο παράθυρο. Δεν μπορούσα τίποτε να σκεφτώ. Ούτε τον υπαίτιο, ούτε το θύμα. Το κορμί μου πονούσε και έτρεμε. Κρύωνα. Τα δάκρυα κυλούσαν και τα χείλη μου σχημάτισαν μία γκριμάτσα απόγνωσης. Ήταν τότε που συνειδητοποίησα τι θα μας συνέβαινε. Ο Ίωνας, αυτό το βρομερό κάθαρμα θα μας χρησιμοποιούσε μονάχα ως μέσο βασανισμού του Ρούντολφ. Η ζωή μας του ήταν περιττή και στόχος του ο αστυνομικός. Εκείνος όμως σίγουρα θα ερχόταν να μας βρει. Η παγίδα είχε στηθεί.
«Όχι...» ψέλλισα μονάχα «Δεν μπορεί...»
Βερολίνο
Ο Φρίντριχ είχε ήδη προσγειωθεί και έτρεχε να συναντήσει τον Γιοχάννες σε ένα νοσοκομείο όπου είχε μεταφερθεί το κορμί του Τόμας. Τον βρήκε ακουμπισμένο στον τοίχο, στο ισόγειο, να κοιτάζει κυριολεκτικά το κενό. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε μοναξιά. Ένιωσε πώς είναι να μην έχεις ούτε έναν άνθρωπο στον κόσμο, έστω να σε κλάψει και ο Τόμας κυριολεκτικά δεν είχε κανέναν, εκτός από τον ίδιο.
«Γιοχάννες!» του φώναξε από μακριά και ο νεαρός σηκώθηκε με δυσκολία. Είχε καταπονήσει σε μεγάλο βαθμό το ήδη πονεμένο του πόδι, ωστόσο ήταν αποφασισμένος να το φτάσει μέχρι το τέλος.
«Μα, πότε επέστρεψες; Εσύ ήσουν στην Ελλάδα» ψέλλισε χαμένος ακόμη στις σκέψεις του.
«Μετά τις τελευταίες αποκαλύψεις έπρεπε να φύγω και να βρίσκομαι δίπλα σας, ίσως δίπλα στο σώμα αυτής της ψυχής για την οποία κανείς δεν νοιάστηκε» αισθανόταν συντετριμμένος.
«Μου άφησε μία διεύθυνση. Σκοπεύω να κατευθυνθώ εκεί. Θα έρθει και ο Χάινριχ για να μην με αφήσει μόνο μου λόγω τραυματισμού. Άκουσέ με. Μείνε εδώ για λίγο, μαζί με εκείνον, για όσο χρειαστεί. Εγώ θα φύγω, θα πάω να βρω το άλλο τίμιο παλικάρι, το δεξί χέρι του Έριχ κατά πώς φαίνεται»
«Θα έρθω και εγώ να σας βρω όσο πιο σύντομα μπορώ» απάντησε ο Φρίντριχ και ο Γιοχάννες βγήκε από το νοσοκομείο έχοντας ήδη φορέσει το αλεξίσφαιρο γιλέκο του. Αυτή η ιστορία έπρεπε να τελειώσει.
Ο Χάινριχ ωστόσο σκεφτόταν πως για μία τέτοια επιχείρηση ενάντια σε εγκληματίες, όφειλε να ειδοποιήσει μερικούς ακόμη συνάδελφους, τους οποίους θεωρούσε αξιόπιστους. Αυτό που δεν είχε αντιληφθεί, ήταν πως τόσο ο δικός του, όσο και ο χώρος του Γιοχάννες, παρακολουθούνταν. Ο Έριχ καιρό τώρα φοβόταν τυχόν προδοσία από τον Τόμας και είχε φροντίσει να λάβει τα μέτρα του. Ο νεαρός Χάινριχ εμπιστευόταν μία γυναίκα αστυνομικό, την Έμμα. Έχοντας τα στοιχεία της κρυψώνας του Φριτς, της τα είπε όλα. Εκείνη ετοιμάστηκε να ουρλιάξει, έστω και άηχα.
«Τον συλλαμβάνουμε τώρα!» του είπε.
«Μετά τον Φριτς. Άσε μην τους κινήσουμε τις υποψίες άδικα» Βγαίνοντας από τον χώρο του αστυνομικού τμήματος και προφασιζόμενοι κλήση για ληστεία, ετοιμάστηκαν να ξεκινήσουν, όταν εκείνος τη σταμάτησε. Κατόπιν, της υπέδειξε να αφήσουν τα κινητά τους τηλέφωνα μακριά.
«Στην περίπτωση που είναι παγιδευμένα, άκουσέ με προσεκτικά. Ίσως να μας στήσουν ενέδρα. Δεν θα έρθεις μαζί μου. Αν αργήσουμε πολύ ή δεν έχεις νέα μας, πάρε μία έμπιστη ομάδα και ελάτε» Εκείνη τον αγκάλιασε σφιχτά. Έπρεπε να είναι προσεκτική. Ο Γιοχάννες βρισκόταν ήδη στον δρόμο, ο Φρίντιχ είχε παραμείνει στο νοσοκομείο για λίγο και ο Χάινριχ ήταν επίσης καθοδόν.
Ο τόπος βρισκόταν λίγο έξω από το κέντρο, σε μία ερειπωμένη μονοκατοικία. Ο Γιοχάννες με τον Χάινριχ έφτασαν ταυτόχρονα, ενώ μισή ώρα αργότερα τους βρήκε ο Φρίντριχ. Τόση ώρα απλώς παρακολουθούσαν τον τόπο για τυχόν ύποπτη κίνηση.
«Μοιάζει με ένα κουφάρι. Τα παράθυρα είναι ανοιχτά και μέσα δεν υπάρχει τίποτε. Ίσως θα έπρεπε να κατεβούμε» πρόφερε ο Χάινριχ και οι τρεις τους κατέβηκαν με προσοχή από το πολιτικό όχημα, πλησιάζοντας το οικόπεδο με την άγρια βλάστηση και το εγκαταλελειμμένο σπίτι. Με τα όπλα σε ετοιμότητα, διέσχισαν το κατώφλι, αντικρίζοντας έναν γωνιακό, ξεσκισμένο καναπέ και ένα ξύλινο τραπέζι με ίχνη από λευκή σκόνη. Ένα αμυδρό τρίξιμο, τους έκανε να πεταχτούν, όταν σφαίρες ξεκίνησαν να πέφτουν βροχή από τα παράθυρα. Το τραπέζι ελάχιστα στάθηκε ικανό να τους καλύψει.
«Σκατά!» ούρλιαξε ο Φρίντριχ όταν προσπάθησε να ανταποδώσει, ρίχνοντας έναν από τους άνδρες του Φριτς κάτω.
«Έχω τραυματιστεί στο χέρι» ψέλλισε ο Χάινριχ όταν η ησυχία επέστρεψε στα ξαφνικά. Οι τρεις αστυνομικοί με το ζόρι σηκώθηκαν, όταν βρέθηκαν ανάμεσα σε πέντε άνδρες που είχαν γλιστρήσει στα κρυφά μέσα στα σκοτάδια.
«Πέτα το όπλο σου μπάτσε!» φώναξε ο Φριτς στον Γιοχάννες, του οποίου το μέτωπο είχε μουσκέψει από τον ιδρώτα, εξαιτίας του πόνου. Κανείς δεν γνώριζε ποια θα έπρεπε να είναι η επόμενη κίνηση, όταν ο Φριτς τον σημάδεψε στο ίδιο πόδι και πυροβόλησε. Η κραυγή του Γιοχάννες συνόδευσε ταυτόχρονα και εκείνη του Φριτς, μιας και το άψυχο κορμί του έπεφτε με πάταγο στο σκονισμένο δάπεδο. Η Έμμα είχε φτάσει πάνω στην ώρα με τη δική της ομάδα, αδιαφορώντας πια αν θα έφτανε η κίνησή της μέχρι τον Έριχ. Οι τέσσερις άνδρες πέταξαν τα όπλα μιας και η αστυνομική δύναμη που τους σημάδευε ήταν πολύ μεγαλύτερη. Ο Γιοχάννες κειτόταν λιπόθυμος στο πάτωμα, μέσα σε μία λίμνη αίματος.
Ελλάδα
Δεν θυμόταν ποτέ πριν να έχει αισθανθεί οργή και φόβο. Οι τρεις τους βρίσκονταν με τα πόδια πολύ κοντά στην εταιρεία, όταν ένα τηλεφώνημα έκανε την κατάσταση χειρότερη. Ο Λυκούργος κοιτούσε μία τον Πασχάλη και μία τον Ρούντολφ αναθεματίζοντας, με τον Γερμανό να αντιλαμβάνεται από τον τόνο της φωνής πως η κατάσταση λογικά ήταν σοβαρή. Σαν το έκλεισε, ξεφύσησε και για λίγο κοντοστάθηκε.
«Αυτή η κατάσταση έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο, σε σημείο πλέον που δεν επιθυμώ να τους συλλάβω, αλλά να τους ξαπλώσω κάτω» ψέλλισε ο Λυκούργος.
«Τι συνέβη;» ρώτησε ο Πασχάλης στα αγγλικά για να καταλαβαίνει και ο Γερμανός συνάδελφος.
«Λοιπόν, η θεωρία της ομηρίας, είναι βεβαιότητα. Στα σίγουρα γνωρίζουμε την μία όμηρο. Είναι η κοπέλα που προστατευόταν. Ο αστυνομικός νοσηλεύεται με εγκεφαλικό επεισόδιο. Δέχτηκε το χτύπημα εκείνο το μοιραίο και άργησαν να τον μεταφέρουν»
Ο Ρούντολφ πάγωσε. Δεν ήταν δυνατόν αυτό. Δεν μπορούσαν όλα τελοσπάντων να πηγαίνουν τόσο στραβά. Η Καλλίστη. Η γυναίκα της ζωής του, ο επόμενος άνθρωπος μετά τον αδερφό του που τον έκανε ευτυχισμένο, που τον βοήθησε να ανοιχτεί και να ελπίζει πως θα κατορθώσει μία μέρα να ξεπεράσει τους φόβους του, κινδύνευε άμεσα. Η κρίση πλησίαζε και κανένας δεν ήταν κοντά για να τον βοηθήσει. Θα κατέρρεε αβοήθητος μπροστά στα μάτια των συναδέλφων του.
«Είσαι καλά;» η φωνή του νεαρού Πασχάλη ακουγόταν μακρινή.
Μέσα από την ψυχή του εικόνες ξεπηδούσαν, εικόνες μίας χαμένης ευτυχίας με τον αδερφό του και έπειτα με την Καλλίστη. Ώσπου το μυαλό του επέστρεψε σε εκείνη τη καταραμένη βραδιά και στις κραυγές του Αλοίσιου, τις δικές του εκλύσεις για λίγη ανθρωπιά. Έφτασε σε σημείο να παρακαλά τον δολοφόνο και εγκληματία να τον λυπηθεί. Τα πόδια του λύγισαν και για λίγο κατέρρευσε στο δρόμο. Το χέρι του βρισκόταν στο σημείο της καρδιάς, ενώ ταυτόχρονα αναζητούσε τρόπους απεγνωσμένα, ώστε να βγει από την δύσκολη θέση, από εκείνο το ζοφερό τούνελ των αναμνήσεων.
΄΄Με χρειάζεται΄΄ ψέλλισε το υποσυνείδητο ΄΄Πρέπει να σηκωθώ άμεσα και επιτέλους να αντιμετωπίσω αυτό το κάθαρμα. Δεν είναι θέμα σύλληψης, καθώς ολοκάθαρα παίζει με τους ίδιους κανόνες. Θέλει μονομαχία μέχρι ένας από τους δύο να ξαπλώσει νεκρός στο πάτωμα. Ας είναι. Δεν θα θρηνήσω άλλα θύματα. Αυτή τη φορά, θα δώσω ακόμη και τη ζωή μου μέχρι την τελευταία πνοή για όλους όσους αγαπώ. Αυτό το επάγγελμα επέλεξα κάποτε, έχοντας διαβάσει και ενημερωθεί σχετικά με το φρικτό, ιστορικό παρελθόν της χώρας μου. Και τότε αν ζούσα, τη δικαιοσύνη θα υπερασπιζόμουν μέχρι την τελευταία μου ανάσα. Ας είναι λοιπόν΄΄
Όταν άνοιξε τα μάτια του ξανά, το μελή τους χρώμα ήταν όμοιο με οργισμένη και θανάσιμη αμμοθύελλα. Αυτή τη φορά δεν θα του τη χάριζε.
«Αυτό που έχω καταλάβει» είπε απευθυνόμενος στους Έλληνες συναδέλφους του «Είναι πως ο τύπος, ο εγκέφαλος όλης αυτής της ιστορίας, νιώθει στρυμωγμένος. Θα έρθει για όλα ή για τίποτε. Μην περιμένετε να μας δώσει πίσω τους όμηρους. Τους έχει προς σφαγή. Επομένως ενημερώστε στα κεντρικά πως διόλου βέβαιοι δεν είμαστε για το αν θα κατορθώσουμε να τους συλλάβουμε ή αν θα τινάξουμε τα μυαλά τους στον αέρα» τελείωσε σφίγγοντας τις γροθιές του.
Οι δύο αστυνομικοί έμειναν να τον κοιτάζουν ελαφρώς χάσκοντας, μα συμφώνησαν. Παράλληλα έπρεπε να απομακρύνουν τυχόν περαστικούς, μα την νύχτα σε μία τέτοια δασώδη περιοχή, σπάνια κυκλοφορούσαν. Μπροστά τους φάνηκε το κτήριο. Ψηλά στον δεύτερο όροφο, μία αίθουσα φωτιζόταν. Υπέθεσε λοιπόν πως σε εκείνο το δωμάτιο, βρίσκονταν κλεισμένοι ο Άγγελος και η Καλλίστη. Τόση ώρα δεν βάδιζαν στο δρόμο, μα μέσα από κήπους και φορτωμένα με δέντρα πεζοδρόμια. Οι δράστες θα μπορούσαν να είναι οπουδήποτε. Τα επόμενα δευτερόλεπτα τους επιβεβαίωσαν τον φόβο, όταν ακούστηκε πυροβολισμός και η σφαίρα έγδαρε τον κορμό δίπλα ακριβώς από τον Λυκούργο που αιφνιδιάστηκε. Ευθύς άρπαξαν τα όπλα και κόλλησαν σε μία μάντρα, όταν και δεύτερος πυροβολισμός συντάραξε τη νύχτα. Απεγνωσμένα έψαξαν όσο περισσότερο μπορούσαν με το ταραγμένο τους βλέμμα, ώστε να εντοπίσουν τον σκοπευτή.
«Να πάρει! Αν βγούμε προς το κτήριο σίγουρα θα μας ξαπλώσουν κάτω. Δεν ξέρουμε πού είναι αυτοί, αλλά μας βλέπουν» ψέλλισε ο Πασχάλης και τότε η ματιά του Ρούντολφ εντόπισε μία γρήγορη κίνηση στον απέναντι φράχτη μίας παλαιάς μονοκατοικίας. Δίχως κουβέντα και προειδοποίηση, πυροβόλησε.
«Πάμε!» τους είπε και τρέχοντας έφτασαν μπροστά στην εταιρεία.
«Η πόρτα είναι ασφαλείας. Δεν θα ανοίξει με τίποτε» τους είπε ο Λυκούργος, όταν ένας πυροβολισμός οδήγησε τη σφαίρα χιλιοστά μακριά από το χέρι του, γδέρνοντάς το αμυδρά «Τον μπάσταρδο!» καταράστηκε με σφιγμένα δόντια.
Αυτό που ακολούθησε ήταν ένας καταιγισμός από σφαίρες. Οι τρεις τους έπεσαν κάτω και ο τότε ο Πασχάλης μέσα σε όλη αυτή την τρέλα, εντόπισε τον ένα. Ήταν καιρός να γυρίσουν την άμυνα σε επίθεση επιτέλους. Σημαδεύοντας, πυροβόλησε ξαπλώνοντας τον έναν άνδρα κάτω. Ταυτόχρονα έστειλαν ειδοποίηση για βοήθεια, αλλά διακριτική καθώς η κεφαλή αν ένιωθε επιπλέον πίεση, πιθανότατα να έκανε κάποια κίνηση βεβιασμένη. Για την ώρα, αναγκαστικά, ήταν αρκετοί. Με τον Ρούντολφ να τον καλύπτει και ευγνωμονώντας τα αλεξίσφαιρα γιλέκα, κατευθύνθηκαν προς τον πεσμένο ένοχο που είχε κουλουριαστεί τραυματισμένος. Ευθύς του πέρασαν χειροπέδες, μα καθώς μπορούσαν να καταλάβουν, δεν ήταν μήτε ο αρχηγός, μήτε ο υπαρχηγός όλου του κακού. Από τα σκοτεινά παράθυρα του πρώτου ορόφου, ο Βάγγος χαμογελούσε σαρδόνια. Έβλεπε τα πάντα. Οι κινήσεις του Ρούντολφ περιορίζονταν γύρω από τον συλληφθέντα. Ύψωσε το όπλο ανοίγοντας αθόρυβα το παράθυρο. Κανένας δεν μπορούσε να τον δει μέσα στα σκοτάδια. Το ειδικό σκοπευτικό τυφέκιο ήταν ότι έπρεπε. Το ύψωσε και σημάδεψε, μα το τελευταίο δευτερόλεπτο, μία κίνηση από τον αστυνομικό του γλίτωσε το κεφάλι, μα τον βρήκε ψηλά στον ώμο. Ο Ρούντολφ βόγκηξε και γλίστρησε μπροστά, αλλά ο Λυκούργος με τον Πασχάλη αντέδρασαν άμεσα. Σημάδεψαν το παράθυρο και ξεκίνησαν να πυροβολούν. Η μία σφαίρα χτύπησε τον Βάγγο λίγο πάνω από το γόνατο, κάνοντάς τον να λυγίσει. Ταυτόχρονα, ένα σατανικό γέλιο του ξέφυγε. Το σχέδιο θα έμπαινε σε εφαρμογή. Όλος ο κήπος του κτηρίου, είχε βραχεί με εύφλεκτο υγρό, το ίδιο και το εσωτερικό. Οι αστυνομικοί το κατάλαβαν, μα δεν υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να γίνει.
Την ησυχία την ξαφνική έσπασε μία κραυγή γυναικεία.
«Καλλίστη!» ούρλιαξε ο Ρούντολφ βαστώντας τον ματωμένο του ώμο.
Από το παράθυρο εκείνο που αχνόφεγγε, εμφανίστηκε μία σκοτεινή μορφή βαστώντας την κοπέλα από τον λαιμό. Ήταν ο Ίωνας.
«Οι υπόλοιποι δεν βρίσκονται σε κατάσταση έκφρασης» ακούστηκε η ψυχρή του φωνή. Η φιγούρα του απομακρύνθηκε εκ νέου από το παράθυρο. Πέντε λεπτά αργότερα, η πόρτα η κεντρική άνοιγε και ο Ίωνας εμφανίστηκε μαζί με την Καλλίστη που είχε ιδρώσει, ενώ αίμα κυλούσε από το μέτωπό της. Ο Ρούντολφ ετοιμάστηκε να τον σημαδέψει, μονάχα που εκείνος σημάδευε την κοπέλα «Μην κάνετε το λάθος. Αφήστε τα όπλα κάτω και οι τρεις αλλιώς της τινάζω τα μυαλά στον αέρα» πρόφερε με απόλυτη σιγουριά και ηρεμία, που όμως έβγαζε μία ενέργεια αφύσικη. Οι αστυνομικοί αναγκάστηκαν αργά να τοποθετήσουν τα όπλα στο πάτωμα. «Συναντιόμαστε ξανά. Νομίζω πως πλέον μπορείς να δεις ξεκάθαρα το πρόσωπό μου» πρόφερε ο Ίωνας σπρώχνοντας την Καλλίστη μπροστά. Ο Ρούντολφ πήγε να κινηθεί, αλλά ένας πυροβολισμός χιλιοστά δίπλα της, τον έκανε να παγώσει.
Ιδρώτας κυλούσε από το μέτωπο σε σημείο να νομίζει κανείς πως έχει βραχεί. Η ίδια αίσθηση απόγνωσης τον κυρίευσε. Πάλι βρισκόταν στο σημείο αυτό. Στο ίδιο σημείο ικεσίας ενός δολοφόνου. Τι στο ανάθεμα πήγαινε λάθος; Ακόμη δύο πυροβολισμοί και είδε τους συναδέλφους του να σωριάζονται νεκροί στο πλάι του. Ο πανικός τον κυρίευσε. Έπαιζε πλέον κορώνα-γράμματα την τύχη του. Η βοήθεια θα αργούσε, καθώς τους είχαν ζητήσει να είναι διακριτικοί και να φανούν αργότερα εξαιτίας των ομήρων. Τώρα το μετάνιωνε.
«Είσαι τρελός. Είσαι δαίμονας» του γρύλισε ο Ρούντολφ. Μπροστά του η Καλλίστη δάκρυζε σιγανά. Το κορμί της όλο έτρεμε. Έπρεπε να σκεφτεί Το θαύμα όμως δεν άργησε να γίνει. Ο Λυκούργος ήταν ακόμη ζωντανός. Το δεξί του χέρι βρισκόταν χιλιοστά μακριά από τη σκανδάλη. Ήξερε πως δεν θα επιζούσε, μα έπρεπε να κάνει κάτι. Ανήμπορος να κουνηθεί, θα έδινε στον Ρούντολφ τον αντιπερισπασμό που χρειαζόταν. Το χέρι του πίεσε τη σκανδάλη και ο πυροβολισμός έκανε τον Ίωνα να στραφεί προς το μέρος του. Ο Ρούντολφ έβγαλε το δεύτερο όπλο και τον σημάδεψε. Η σφαίρα ταξίδεψε με προορισμό την καρδιά, μα το χτύπημα τελικά δεν ήταν θανάσιμο.
«Έχεις τελειώσει» του είπε βήχοντας ο Ίωνας όντας πεσμένος στον κήπο και τινάζοντας έναν αναπτήρα ενεργό πίσω του με αποτέλεσμα όλο το κτήριο να τυλιχτεί στις φλόγες. Ο Βάγγος που βρισκόταν στο εσωτερικό, έκανε το ίδιο και κατόπιν έβαλε τέλος στη ζωή του.
Εξαιτίας της οργής, ο Ρούντολφ τον πλησίασε κολλώντας του το όπλο στο μέτωπο.
«Αυτός ο θάνατος υπό άλλες συνθήκες θα ήταν ανώδυνος. Το να καείς ζωντανός όμως, ανήμπορος να φύγεις είναι χειρότερο. Για τον Αλοίσιο, τον αδερφό μου που δεν λυπήθηκες κάποτε, δίνοντάς του τη χαριστική βολή»
Τραυματισμένος καθώς ήταν ο Ίωνας, αφέθηκε να του περάσει ο Ρούντολφ χειροπέδες. Έτσι και αλλιώς, το τραύμα ήταν βαθύ και ο ίδιος ξεψυχούσε. Αίμα άλικο σαν ρυάκι έτρεχε από το στόμα του. Η Καλλίστη φωνάζοντας σηκώθηκε και αγκάλιασε τον αστυνομικό κλαίγοντας με λυγμούς.
«Θεέ μου! Είσαι τραυματισμένος και εσύ! Τι θα κάνουμε; Ο Άγγελος και ο πατέρας του είναι εκεί πάνω!» του έδειξε την αίθουσα.
«Μείνε εδώ» της είπε.
«Όχι, θα σκοτωθείς!» κόντευε να πνιγεί με το ίδιο της το κλάμα.
«Είμαι αστυνομικός και είναι το καθήκον μου. Αν δεν τα καταφέρω, θέλω να ξέρεις...»
«Σταμάτα! Τίποτε δεν θέλω να ξέρω!» φώναξε.
«Σ' αγαπώ» της είπε και παρά τον αφόρητο πόνο στον ώμο, βούτηξε στις γλώσσες της πυρκαγιάς.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro