Κεφάλαιο Ενδέκατο/ part 2
Στην ζωή μου δεν έχω παρακολουθήσει με μεγαλύτερη ευλάβεια άνθρωπο να μιλά στο τηλέφωνο. Σε κάθε δευτερόλεπτο, ο Ρούντολφ καταριόταν στα γερμανικά και ο Φρίντριχ από δίπλα είχε αλλάξει εκατό χρώματα. Τα νέα μάλλον, ήταν πιο μαύρα και από την πίσσα των πλοίων. O Ρούντολφ έμοιαζε να χλομιάζει ολοένα και περισσότερο, μέχρι που τελικά έκλεισε το τηλέφωνο και έμεινε να κοιτάζει το άπειρο για μερικά δευτερόλεπτα. Δίπλα του ο Φρίντριχ παρέμεινε σιωπηλός, βυθισμένος σε έναν αδιόρατο πόνο, ψελλίζοντας και εκείνος με τη σειρά του μερικές κουβέντες στα γερμανικά. Μονάχα ο Μάρκος φαινόταν να καταλαβαίνει έστω και ελάχιστα.
«Συνένοχος σε όλο αυτό ήταν ο διοικητής της αστυνομίας μας» ξεκίνησε ο Ρούντολφ και κάρφωσα το βλέμμα μου στο δικό του «Δεν είναι όμως μόνο αυτό, είναι και πολλά άλλα. Καλλίστη, πολύ φοβάμαι πως θα πρέπει να πας μονάχη σου στο γραφείο. Θα στείλουμε όμως κάποιον να σε προσέχει και να σε γυρίσει σπίτι σου» μου είπε δίχως σχεδόν να με κοιτάζει.
Όλη αυτή η κατάσταση ολοφάνερα τον άγχωνε. Το παρελθόν του είχε χτυπήσει αλύπητα την πόρτα, το ίδιο και η κρίση πανικού που ελλόχευε να βγει από τις σκιές. Αυτή τη φορά όμως δεν θα της το επέτρεπε. Θα στεκόταν στο ύψος των καθηκόντων του. Έπρεπε να το κάνει. Μέσα στον πανικό του θυμήθηκε πως είχε εκείνο το χαρτάκι ως στοιχείο μαζί του. Πάλι καλά που δεν το είχε αφήσει στο γραφείο του στο τμήμα. Ευτυχώς για εκείνον δεν είχε μοιραστεί κάθε του σκέψη με τον διοικητή. Αυτό όμως που τον άγχωνε ακόμη περισσότερο ήταν ο Γιοχάννες. Ο φίλος του ήταν τραυματισμένος ακόμη και σχεδόν ολομόναχος απέναντι σε μία σοβαρή υπόθεση. Γι' αυτό έστειλαν εκείνον και τον Φρίντριχ στην Ελλάδα, ειδικά τον συνάδελφό του που είχε άμεση σχέση με τον Τόμας. Με τρόπο τον κοίταξε. Τα μάτια του Φρίντριχ είχαν βουρκώσει ενώ έκρυψε το πρόσωπό του στις παλάμες του. Τρέμοντας έριξε μία πλάγια ματιά στον Ρούντολφ.
«Τώρα μπορούμε να μιλήσουμε ανοιχτά» του είπε και εκείνος ένευσε θετικά. Ο γόρδιος δεσμός είχε λυθεί.
«Τον υποψιαζόσουν, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Ρούντολφ.
«Τον Τόμας; Ναι, φυσικά. Τον διοικητή μας όχι. Ωστόσο, τελευταία είχα ξεκινήσει να απορώ με όλα όσα γίνονταν και για τον άνθρωπο-αράχνη που κατόρθωνε να τσακώνει κάθε μας απόφαση. Όταν βάλθηκα να αναζητώ το παρελθόν του Τόμας, ήθελα να φτάσω στο σημείο να ξεσκεπάσω τον Έριχ, μα δεν πρόλαβα καθώς με μετέφεραν εδώ» του είπε και ο Ρούντολφ κάρφωσε τα μελή του μάτια στα δικά του.
«Έχω λοιπόν και εγώ τις υποψίες μου» αυτή τη φορά κοίταξε εμένα και τη Βίκυ «Ο Άγγελος έχει αδερφό, έτσι δεν είναι;» μας ρώτησε και νεύσαμε θετικά «Έχω την εντύπωση λοιπόν, πως τον γνωρίζω. Μπορεί το πρόσωπο εκείνου που αφαίρεσε τη ζωή από τον αδερφό τον δικό μου να ήταν κρυμμένο στις σκιές, όμως σπάνια κάνω λάθος. Όταν τυχαία τον συνάντησα στο νοσοκομείο, η όψη του μου προκάλεσε σχεδόν πανικό. Ένα αίσθημα απέχθειας και οργής και ας μην είχαμε τυπικά ιδωθεί ποτέ. Αυτό το χαρτί που βαστώ με το ελληνικό γράμμα, θαρρώ πως αντιστοιχεί στο όνομα της εταιρείας τους. ΄΄Φοίνιξ΄΄ είναι το όνομά της. Μέσω του Άγγελου την εντόπισα και ανήκει πρωτίστως στον πατέρα του. Ο Άγγελος είχε αναφέρει τίποτε τελευταία;» ρώτησε κυρίως τη Βίκυ, μιας που γνώριζε πως είχαν έρθει πιο κοντά.
«Φερόταν παράξενα και το πρόσωπό του ένα βράδυ που συναντηθήκαμε ήταν χτυπημένο. Την τελευταία φορά που τον είδα, μου είπε πως θα πήγαινε να βρει τον πατέρα του και να μιλήσουν. Από τότε όμως δεν έχει επικοινωνήσει. Αν τα πράγματα είναι έτσι όπως τα λέτε, αν γνώριζε κάτι ή αν απλώς έψαχνε...ίσως να μην ζει πια» στην τελευταία λέξη απελευθέρωσε ένα λυγμό.
«Θα φύγουμε τώρα για τα κεντρικά της Αστυνομίας. Δεν θα περιμένουμε ως το απόγευμα. Η κατάσταση είναι επείγουσα, έχουμε εξελίξεις από τη Γερμανία και θα πρέπει να βιαστούμε. Τουλάχιστον πλέον γνωρίζουμε σε ποιους μπορούμε να μιλάμε»
Η απόφαση ήταν να μην ανακατευτούμε καθόλου. Η Βίκυ είχε σχεδόν καταρρεύσει, ενώ εγώ φοβόμουν για τις ζωές τους. Όποιος και αν έβαλε εν ψυχρώ τέλος στη ζωή του Αλοίσιου, δεν θα δίσταζε να το ξανακάνει. Αν ακόμη χειρότερα ήταν ο αδερφός του Άγγελου, τότε άπαντες βρίσκονταν σε άμεσο κίνδυνο. Υπήρχε περίπτωση επίσης να είναι ήδη πολύ αργά. Ωστόσο από την άλλη δεν μπορούσα να μην αναρωτιέμαι για τυχόν μερίδιο ευθύνης και αν αυτό αναλογούσε καθόλου και στον παλαιό συμμαθητή μου. Κοίταξα το κτήριο της εταιρείας από μακριά. Το τελευταίο που χρειαζόμουν ήταν μία τρυφερή συνάντηση με τον Αιμιλιανό, όμως η δουλειά ήταν δουλειά και είχε τυπικά μείνει ακέφαλη. Σήμερα όφειλα να υποστηρίξω τη Βίκυ και μιας που το κλίμα ήταν βαρύ, θα είχα ταυτόχρονα όλο το χρόνο να σκαρφιστώ μεθόδους μεσαιωνικές ώστε να τακτοποιήσω την ανδροκρατούμενη κοινωνία του ορόφου μου, περιορίζοντας την επιπλέον τεστοστερόνη. Φτάνοντας στον όροφο, η ασκητική μορφή του Αιμιλιανού, με τις διόπτρες του σε μία μόνιμη δεξιά κλίση, με υποδέχτηκε.
«Καλημέρα δεσποινίς. Τυχεροί είμαστε που δεν έγινε καλησπέρα και ευγνώμονες που δεν ξεχάσατε τον δρόμο σας ως εδώ» έχυσε την πρώτη δόση δηλητηρίου.
«Αλυπήτως και αναισθήτως μας χτυπάτε κάθε ημέρα με την συμπεριφορά σας» μούγκρισε και ο Νικόλαος.
«Προσέξτε μήπως ο μισθός σας, πάρει καθέτως την κατιούσα και άντε να τον προλάβετε έπειτα» τον έβαλα στη θέση του και κατασκεύασα ευθύς την δικαιολογία, πως ήθελα τη Βίκυ να μου εξηγήσει τα των πληρωμών. Κλείνοντας την γυάλινη πόρτα του γραφείου μου, αφεθήκαμε έρμαια των συνταρακτικών γεγονότων.
Ο Φρίντριχ με τον Ρούντολφ είχαν πάρει ταξί, καθώς δεν είχαν ιδέα για το πώς θα μετέβαιναν στο τμήμα και δεν είχαν έτσι και αλλιώς άλλο μεταφορικό μέσο. Στο δρόμο, ο Φρίντριχ μουρμουρούσε πως ήταν απαράδεκτος και πως θα έπρεπε να είχε φροντίσει τον Τόμας. Θα έπρεπε γνωρίζοντας το πρόβλημα, να τον είχε συμβουλέψει, να του είχε απλώσει το χέρι της σωτηρίας. Ήταν όμως πολύ μικρός, μόλις έμπαινε στην εφηβεία και ακόμη σοκαρισμένος μετά τις απανωτές αποκαλύψεις. Αποτέλεσμα αυτού, ήταν να χαθεί μία βασανισμένη ψυχή, αντί να κείτονται στο χώμα οι πραγματικοί ένοχοι.
«Θέλω να γυρίσω στη Γερμανία. Δεν μπορώ να το αφήσω έτσι. Γνώριζα τον Τόμας, μαζί μεγαλώσαμε σχεδόν. Θέλω να κοιτάξω τον πατέρα του στα μάτια και να τον ρωτήσω πώς αισθάνεται για την κατάληξη του γιου του. Δεν συγκινήθηκε στο ελάχιστο που τον έβλεπε μπλεγμένο να λιώνει από τη χρήση; Θα ήταν ένας κούκλος. Ένα παλικάρι υπέροχο καθώς ήταν και εύστροφος, στο λέω εγώ. Πλέον...» έκανε μία παύση παλεύοντας να μην κλάψει «Δεν θα σε εγκαταλείψω Ρούντολφ. Με έχεις και εσύ ανάγκη εδώ» είπε στο τέλος εμφανώς μπερδεμένος.
Ο Ρούντολφ φάνηκε να το σκέφτεται. Παρά το γεγονός πώς πίσω είχαν αφήσει τον Χάινριχ από δικά τους άτομα, ήταν βέβαιος για την ανάγκη απόδοσης δικαιοσύνης. Ούτε στον ίδιο θα άρεσε να σκοτώσει ή να συλλάβει άλλος τον δολοφόνο του αδερφού του.
«Τότε πρέπει να πας» του είπε και ο Φρίντριχ ξαφνιάστηκε.
«Μα...»
«Άκουσέ με. Εμένα ο λόγος ύπαρξής μου είναι εδώ. Θα έχω συνεργασία με τους Έλληνες. Εσύ όμως πρέπει να γυρίσεις και να αποδώσεις δικαιοσύνη σε μία ψυχή βασανισμένη. Για το παιδί εκείνο που κανείς δεν υπερασπίστηκε, όταν το είχε ανάγκη, για τον πατέρα που αδιαφόρησε μπροστά σε αυτό το δράμα μόνο και μόνο για μην χάσει τη θέση του. Αν υπάρχει κάτι που κατάλαβα στη ζωή, είναι πως ο ρόλος της οικογένειας και των γονέων είναι μεγάλος. Η απουσία τους ή οι κακές σχέσεις αφήνουν ένα κενό, μικρό ή μεγάλο, δεν έχει σημασία. Κάποτε ένιωθα και εγώ την ανάγκη αποδοχής από τον πατέρα μου. Εκείνος όμως δεν μου την έδωσε και όταν το μετάνιωσε, τελικά ήταν αργά και για τους δύο. Ο Τόμας πέρασε μία ζωή στο περιθώριο. Ίσως έπρεπε να ζητήσει βοήθεια αλλά ήταν πολύ αδύναμος για να το κάνει. Γύρνα πίσω και κάνε το καθήκον απέναντι σε όλα εκείνα τα παιδιά που δεν είχαν κανέναν τότε να τα υπερασπιστεί»
Ο Φρίντριχ βούρκωσε και τον αγκάλιασε σφιχτά.
«Είσαι ένας σπουδαίος άνθρωπος, ένας σπουδαίος αστυνομικός. Δεν ξέρω τι απόφαση θα πάρεις για το επαγγελματικό σου μέλλον, μα σου εύχομαι να είσαι ευτυχισμένος» τελείωσε και το ταξί έκανε στάση στο τμήμα όπου κατέβασε τον Ρούντολφ.
Ο Φριντριχ θα συνέχιζε για να μαζέψει τα πράγματά του από το διαμέρισμα και αφήνοντας τα κλειδιά σε κάποια κρυψώνα, θα έφευγε για αεροδρόμιο. Ήταν η ώρα να αποδώσει την δικαιοσύνη που έπρεπε. Σαν εισήλθε στο τμήμα άπαντες οι συνάδελφοι τον χαιρέτησαν, το ίδιο και ο διοικητής που μιλούσε αντίστοιχα με τον Έριχ.
«Καλωσόρισες στην Ελλάδα, ονομάζομαι Σεραφείμ Αναγνωστόπουλος και έχω ακούσει τα καλύτερα για εσένα και τον...συνάδελφο» πρόφερε αναζητώντας τον δεύτερο.
«Κύριε Σεραφείμ πρέπει επειγόντως να μιλήσουμε. Προέκυψε κάτι έκτακτο σχετικά με την υπόθεση και ο συνάδελφος έπρεπε να αποχωρήσει. Είμαι εγώ εδώ όμως και πρόθυμος να βοηθήσω» είπε ο Ρούντολφ.
«Πολύ καλά. Να σου συστήσω και τους άμεσους συνεργάτες σου. Είναι ο Πασχάλης Κεχαγιόγλου με τον Λυκούργο Σιδέρη. Από τους καλύτερούς μας» ο Ρούντολφ κοίταξε τους Έλληνες συναδέλφους του και χαμογέλασε. Το επόμενο βήμα, ήταν να ξεκινήσει να μιλά για την υπόθεση του δικού τους διοικητή, το κύκλωμα του ορφανοτροφείου και τον ρόλο του νεκρού πλέον Τόμας. Μέσα σε όλα, έβγαλε ένα χαρτάκι, εκείνο το μοναδικό στοιχείο και το έδωσε στον Λυκούργο.
«Έχω την εντύπωση πως είναι εταιρεία στην Πολιτεία. Μένω και εγώ εκεί, επομένως κάτι μου θυμίζει»
Δίχως να προλάβουν να ολοκληρώσουν τη σκέψη τους, δέχτηκαν ένα τηλεφώνημα. Ο Σωτήρης, ο κολλητός του Άγγελου και αδερφός του Αριστοτέλη, τον έψαχνε από το πρωί, όταν φτάνοντας στην εταιρεία κοντά, πρόσεξε έναν περίεργο τύπο να στέκεται κοντά στην πόρτα. Τότε στρέφοντας το βλέμμα προς τα πάνω, είδε σε ένα από τα παράθυρα τον Άγγελο που στεκόταν για ώρες εκεί, να του κάνει περίεργες κινήσεις. Όντας εύστροφος, έμεινε κρυμμένος μακριά από το βλέμμα του παράξενου τύπου και του αυτοκινήτου που βρισκόταν σταθμευμένο απ' έξω. Το επόμενο ήταν να δει ένα χαρτί που τον παρακαλούσε να ενημερώσει την αστυνομία. Ο Ρούντολφ τινάχτηκε, όπως και οι άλλοι δύο.
«Πρέπει να πάμε στην εταιρεία. Ίσως τη νύχτα που θα έχουμε κάλυψη. Πρέπει να τους κυκλώσουμε αλλά δεν θα είναι εύκολο» τον συμβούλεψε ο Πασχάλης «Κρατάνε όμηρους»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro