Κεφάλαιο Δεύτερο/ part 4
Ανεβαίνοντας, ένιωσα ένα διάφανο κύμα αρνητικής ενέργειας να με περιτριγυρίζει. Ήξερα πως ανεξαρτήτως του αποτελέσματος, ο Αιμιλιανός δεν θα μου το έκανε εύκολο. Το αλλοτινό ευθυτενές ανάστημά του, είχε μετατραπεί σε καμπούρα δυσαρέσκειας, ενώ η Βίκυ δίπλα του έπινε τον ένα καφέ πίσω από τον άλλο. Μπορούσα να την καταλάβω. Στο δικό της απελπισμένο μυαλό, ο καφές μετουσιωνόταν σε ουίσκι.
«Α, κύριε Έμπερχαρντ. Χαίρομαι που επιστρέψατε» η φιδίσια φωνή του Αιμιλιανού ήχησε στ' αφτιά μου.
«Θαρρώ πως στον πληθυντικό που χρησιμοποιήσατε, συμπεριλαμβάνεται και η δεσποινίς Ασημ...Την τύχη μου..» έφτυσε στα γερμανικά μάλλον, γιατί ποτέ του δεν θα κατόρθωνε να θυμηθεί το επίθετό μου ή να το συλλαβίσει.
«Ασημακοπούλου» κρώξαμε εγώ και η Βίκυ μαζί, κάνοντάς τον να κοκκινίσει.
«Ναι, σωστά. Λοιπόν, ως οικονομικός σύμβουλος, θα επιθυμούσα κύριε Λαζαρίδη να μας δώσετε γραπτώς μία πλήρη αναφορά. Η δεσποινίδα θα μιλήσει με τους πωλητές εισιτηρίων, ώστε να έχουμε και μία εικόνα δική τους και αύριο το πρωί, θα σας ανακοινώσουμε το πλάνο μας. Λυπάμαι γι' αυτήν την αλλαγή κεφαλής και θα προσπαθήσω να φανώ αντάξιος των προσδοκιών σας, τουλάχιστον γι' αυτές τις δύο εβδομάδες βέβαιης παραμονής μου. Από εκεί και πέρα, υπάρχει περίπτωση να αφήσω το μερίδιό μου σε καλά χέρια ελπίζω» είπε ο Ρούντολφ και ένιωσα πως οι πόροι του δέρματός μου ορθώθηκαν εξαιτίας της ανατριχίλας.
«Σε κάλλιστα εύχομαι κύριε Έμπερχαρντ» έτριψε τα χέρια του ο Αιμιλιανός και ευθύς σηκώθηκε, προκειμένου να μας ετοιμάσει μαζί με τη Βίκυ, μία αναφορά.
Οι πωλητές μας, ο Ορέστης, ο Λεωνίδας και ο Νικόλαος, καθώς αν τον έλεγες Νίκο άφριζε, δούλευαν πυρετωδώς βουτηγμένοι στις καθημερινές βωμολοχίες και τα νεύρα. Αντλώντας θάρρος από την ελάχιστη πίστη μου στα θεία, τους πλησίασα προκειμένου να μου δώσουν την πολυπόθητη αναφορά. Με πυγμή στάθηκα μπροστά τους και εκείνοι αλληλοκοιτάχτηκαν με νόημα, πραγματοποιώντας νωχελικές κινήσεις και αφήνοντας να τους ξεφύγει ένα λοξό χασμουρητό.
«Θα μπορούσα να έχω μία ενημέρωση των πωλήσεων;» ρώτησα με όλη την αναγκαστική ευπρέπεια που με χαρακτήριζε.
«Δυστυχώς δεν είμεθα έτοιμοι σήμερα. Περάστε αύριο, καθώς θέλομε να το γνωρίζουμε τουλάχιστον ένα εικοσιτετράωρο πριν» μούγκρισε ο Νικόλαος, ο καταπιεσμένος φιλόλογος του γραφείου τον οποίο κατά βάθος άπαντες κακολογούσαν και απεχθάνονταν, λες και ανήκε στην ομάδα του Κάιζερ. Ωστόσο, εμπρός στη συντριβή της γυναικείας αξιοπρέπειας, συμμαχούσαν.
Αποκαρδιωμένη ελαφρώς, επέστρεψα στο γραφείο, για να δω τον κατακτητή να προσμένει την αναφορά των πωλητών. Βλέποντάς με να ξεφυσάω, στριφογύρισε τα μάτια του και με πλησίασε.
«Όπως είσαι, κάνεις μεταβολή και πηγαίνεις πίσω απαιτώντας τις αναφορές» μου είπε κοφτά.
«Όμως...» ετοιμάστηκα να ψελλίσω.
«Δεν χωρά δικαιολογία. Είμαι και εγώ συνδιευθυντής. Θα πας εκεί έξω και δεν θα γυρίσεις, αν δεν μου τις φέρεις»
Το πείσμα και ο τρόπος του με εκνεύρισε, όμως είχε δίκαιο. Η θέση μου είχε αλλάξει και αν επιθυμούσα αυτό να γίνει κατανοητό και στους υπόλοιπους, έπρεπε πλέον να απαιτώ τη δουλειά τους. Με δύο δρασκελιές, βρέθηκα μπροστά στον Νικόλαο, ο οποίος ίσα που σήκωσε τα μικροσκοπικά του μάτια και με κοίταξε μέσα από τις διόπτρες του. Ήμουν βέβαιη πως με στόλιζε με παντός είδους κοσμητικά επίθετα που διέτρεχαν τη φιλολογική του φαντασία.
«Δεν ήτο κατανοητό;» με ρώτησε.
«Κατανοητό, αλλά μη αποδεκτό. Σε δέκα λεπτά τα θέλω όλα!» μούγκρισα και τον είδα να ανασηκώνεται ελαφρώς από την ταραχή του.
«Ακούστε δεσποινίς, δεν μας απασχολεί αν πήρατε τη θέση, καθώς δεν είστε μόνη σας. Μέχρι χθες, ήσασταν το κορίτσι για τους καφέδες του κυρίου Ρέινε και τώρα έρχεστε εδώ με περισσό θράσος, απαιτώντας να σας έχουμε έτοιμες τις αναφορές μας, λες και γνωρίζετε ας πούμε, πόσο κόπο θέλουν για να γίνουν!» μου αντιγύρισε με το μουστάκι τεταμένο και παρά το γεγονός πως δίπλα του ο Ορέστης συμφωνούσε στα μουγκά, εμένα το ηθικό μου παρέμεινε άθικτο.
«Πολύ λυπάμαι αν εσείς είστε αιθεροβάμων, για να μιλήσω και στην υψηλή ελληνική που τόσο αγαπάτε, ωστόσο, εγώ ήμουν εκείνη με την περισσότερη γνώση της διοίκησης, μιας που έκανα δουλειές και του κύριου Ρέινε. Εγώ μιλούσα με τους πελάτες μας, επομένως μην εμμένετε στην δήθεν άγνοιά μου. Τις αναφορές σε δέκα λεπτά, καθώς έχω να ανακοινώσω και άλλα»
Ένιωσα την κατάποση του σάλιου του να πραγματοποιείται ηχηρά και με κόπο. Οι τρεις ναζιστικές κεφαλές, καθώς ο αρχιστράτηγος ταλαιπωρούσε την Βίκυ στον κάτω όροφο, εισήλθαν παγερά στο γραφείο μου και κοπάνησαν τις αναφορές μπροστά μου. Φυσικά προτού τις κρατήσω στα χέρια μου, τις ψέκασα με αντισηπτικό καθώς ήμουν βέβαιη πως αδόλως δεν εδόθησαν. Ο Ρούντολφ έριξε μία ματιά και κατόπιν τις έδωσε πίσω σε εμένα. Η ματιά μου στράφηκε επάνω του. Στην ουσία με είχε ωθήσει στην αναγκαστική υπεράσπιση του εαυτού μου. Κάποτε, όταν αντιμετώπιζα προβλήματα στο σχολείο, η γιαγιά μου, συνήθιζε να μου τονίζει πως κανείς δεν ήταν καλύτερός μου. Πως όλοι μας είχαμε τα ίδια δικαιώματα και οφείλαμε να απαιτήσουμε τον σεβασμό που μας άρμοζε. Ακόμη και τώρα φοβόμουν όμως. Όλα είχαν πραγματοποιηθεί τάχιστα και όσο και αν προσπαθούσα να το απωθήσω στο ασυνείδητο, βαθιά μέσα μου γνώριζα πως η παρουσία του Ρούντολφ με ανακούφιζε. Κάπου εκεί κατάλαβα, πως στην ουσία δεν γνώριζα τίποτε απολύτως για τον ίδιο. Καθώς ο Ρέινε μιλούσε ελάχιστα για την οικογένειά του στη Γερμανία, το μόνο που κατείχα ως πληροφορία, ήταν πως είχε γιο και γυναίκα.
«Τι δουλειά κάνεις;» τον ρώτησα στα ξαφνικά, ωστόσο το βλέμμα του δεν γύρισε ποτέ επάνω μου.
«Είμαι αστυνομικός» προσγειώθηκε μπροστά μου η μονολεκτική σχεδόν απάντηση.
Βεβαίως. Η Γκεστάπο και μπροστά μου είχα μάλλον τον αποτρόπαιο αρχηγό της.
«Σταμάτα να με βλέπεις σαν τον Χάινριχ Μύλλερ, που ήταν υπεύθυνος αποτρόπαιων πράξεων. Πέρασαν σχεδόν ογδόντα χρόνια από τότε και είναι ένα θέμα ευαίσθητο για εμένα. Μπορεί να μην έχω τον μεσογειακό χαρακτήρα και την γλυκύτητα την ελληνική, όπως μία γηραιά κυρία που ετοιμάστηκε να μου χιμήξει στο αεροδρόμιο, ωστόσο, μία φορά ναζί δεν είμαι. Στην Γερμανία, έχω έναν φίλο καλό. Είναι Γερμανοεβραίος και πίστεψέ με δεν έχουμε τίποτε απολύτως να χωρίσουμε. Δυστυχώς για εσένα, άλλοι θεωρούν πως ανήκουν στην Αρεία φυλή και βρίσκονται κεκλεισμένοι ανάμεσα σε αυτούς τους τοίχους. Όπως όμως σε συμβούλεψα, το παν είναι να μην τα παρατάς και να υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου, τη στιγμή που κανείς άλλος δεν θα το κάνει» πρόφερε και μου έδειξε ξανά τα χαρτιά των αναφορών που είχα ζητήσει από τους πωλητές.
«Είναι εύκολο όταν είσαι άντρας» αποφάνθηκα.
«Κάνεις λάθος. Μερικές φορές, είναι εξίσου δύσκολο. Μπορεί πράγματι μία γυναίκα να κάνει αγώνα για να κερδίσει τον σεβασμό, σκέψου όμως πως όταν είσαι άντρας, όλοι απαιτούν από εσένα να παραμείνεις αλύγιστος. Αν τολμήσει και κυλήσει δάκρυ για όποια τραγωδία και αν σε έχει βρει, ο κόσμος θα το σχολιάσει. Πρέπει να είσαι η κολώνα του σπιτιού σου, δεν έχεις περιθώρια για λιποψυχίες. Η γυναίκα είναι πιο δυνατή από όσο σε έχουν κάνει να πιστεύεις» τελείωσε και σηκώθηκε να φύγει, καθώς μας περίμενε μία δύσκολη μέρα αύριο «Πώς θα επιστρέψεις στο σπίτι σου;» με ρώτησε.
«Με τα πόδια, όπως πάντα» απάντησα ελαφρώς πιο καλοσυνάτα.
«Είναι σκοτάδι έξω. Μπορώ να έρθω ως εκεί, αρκεί να μου πεις μετά πώς να φύγω. Έχοντας σπουδάσει το επάγγελμά μου, νομίζω πως είμαι έτοιμος να αντιμετωπίσω τους κινδύνους για τους οποίους εσύ τρέφεις παντελή άγνοια καθώς φαίνεται»
Για λίγο το σκέφτηκα. Η αλήθεια ήταν πως η ώρα είχε πάει πράγματι πολύ αργά και εγώ είχα επικοινωνήσει με τον αδερφό μου, ο οποίος διαμαρτυρόταν πως σήμερα θα παραγγέλναμε έτοιμο φαγητό και δεν θα απολάμβανε τους κοκκινιστούς κεφτέδες. Ο Πειραιάς δεν μου δημιουργούσε φόβο τα βράδια, εκτός ίσως από τα απόμερα στενοσόκακα.
«Καλά λοιπόν. Ευχαριστώ εκ των προτέρων» μειδίασα.
«Μη βιάζεσαι. Μπορεί να ανήκω σε κάποια μυστική υπηρεσία και να έχω έρθει ως εδώ με αλλαγμένη ταυτότητα, προκειμένου να σε αιχμαλωτίσω ως αντιστασιακή και να σε στείλω στην οδό Κοραή, στην Κομμαντατούρ. Ξέρεις, το γερμανικό φρουραρχείο της Αθήνας και κέντρο της ναζιστικής διοίκησης» με αποστόμωσε και για κάποιον λόγο ξέσπασα σε ασυγκράτητα γέλια. Είχε μάλλον αποφασίσει να παίξει το παιχνίδι μου και μάλιστα πολύ πειστικά, μιας και καθόλη τη διάρκεια της ανακοίνωσής του αυτής, ήταν απολύτως σοβαρός.
Τελικά οι δυο μας, βρεθήκαμε να βαδίζουμε κατά μήκος του λιμανιού αρχικά, για να ανέβουμε τον κεντρικό δρόμο, όπου στα αριστερά μας βρισκόταν το υπέροχο κτήριο του Δημοτικού θεάτρου. Ο Ρούντολφ έκανε μία στάση για να το φωτογραφίσει. Κατόπιν, τον παρατήρησα να κοιτάζει το αποτέλεσμα σχετικά ανέμελα και ευθύς αντιλήφθηκα, πως από τη ημέρα που τον είχα γνωρίσει ήταν διαρκώς σφιγμένος. Ελάχιστες φορές αφηνόταν να χαμογελάσει ή να πραγματοποιήσει την οποιαδήποτε αυθόρμητη πράξη. Κουβαλούσε έναν σταυρό το δίχως άλλο, τον οποίο δεν ήταν έτοιμος να αποκαλύψει. Για λίγο τον άφησα να χαζέψει τους φωτισμένους δρόμους, για να συνεχίσουμε έπειτα με προορισμό το διαμέρισμά μου.
«Αυτή η μυρωδιά σκόρδου, αιωρούνταν και μέσα στο αυτοκίνητο που με παρέλαβε από το αεροδρόμιο. Είναι εθνικό φαγητό αυτό το πράγμα;» με ρώτησε στα ξαφνικά και κατάλαβα πως μόλις είχε προσβάλει θανάσιμα το σουβλάκι.
«Και εθνικό και νόστιμο» του τόνισα.
«Και πόσους μήνες θέλεις να καθαρίσεις την αναπνοή σου από αυτό;»
«Αν είσαι μόνος και έρημος, θαρρώ πως δεν θεωρείται και άμεση προτεραιότητα» τον καθησύχασα δήθεν και τον είδα να με καρφώνει «Πεινάς; Θα παραγγείλουμε με τον αδερφό μου κάτι για το βράδυ, αν θα ήθελες, μπορείς να καθίσεις μαζί μας» πάλεψα να τον καλοπιάσω για να τον δω να το σκέφτεται με δισταγμό προτού υψώσει εκ νέου τα τείχη.
«Όχι, ευχαριστώ. Θαεπιστρέψω σπίτι γιατί είμαι πολύ κουρασμένος» μου ανακοίνωσε και καθώς είχαμεφτάσει πλέον, του έγραψα στα αγγλικά στον πλοηγό του, τη διεύθυνση τόσο τουδιαμερίσματος στην Κηφισιά, όσο και του σταθμού του ηλεκτρικού. Με χαιρέτησετυπικά και καθώς είχα ανοίξει την πόρτα την κεντρική της πολυκατοικίας, τοντσάκωσα να κοντοστέκεται μπροστά από το προ ολίγου υβρισθέν, ελληνικό μας εθνικό φαγητό και νακοιτά τη σούβλα με λαχτάρα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro