Κεφάλαιο Δεύτερο/ part 3
Η διαδρομή με τον ηλεκτρικό ως την Κηφισιά, έμοιαζε αιώνια. Το βλέμμα μου είχε κυριολεκτικά κολλήσει στο παράθυρο, όπως και του ναζιστικού καθάρματος από απέναντι. Τα σπίτια που είχα βρει κάνοντας μία πρόχειρη έρευνα, ήταν στα βόρεια προάστια. Σύμφωνα με τις απαιτητικές του επιθυμίες, δεν τον ενδιέφερε η απόσταση, μα η προσβασιμότητα στον χώρο εργασίας και ταυτόχρονα η ηρεμία και η χαλάρωση, επομένως κατά την άποψή μου, η Κηφισιά ήταν η τέλεια τοποθεσία. Φροντίζοντας να μην γίνω αντιληπτή, επέτρεψα στο βλέμμα μου να κατρακυλήσει για λίγο προς το μέρος του. Το πρόσωπό του τώρα έμοιαζε γαλήνιο. Σε καμία περίπτωση χαρούμενο, μα τουλάχιστον όχι τσαλακωμένο από τα νεύρα και την κατήφεια. Στην ουσία, επιθυμούσαμε και οι δύο να ανοίξουμε συζήτηση, μα κανένας δεν αποφάσιζε να κάνει την αρχή, μέχρι που το τηλέφωνό του ήχησε και τον άκουσα να μιλά σε αυτή τη βάρβαρη και χοντροκομμένη γλώσσα.
΄΄Γιοχάννες με σώζεις. Είμαι σε ένα τρένο με την δεσποινίς διευθυντής απέναντι, η οποία με κοιτάζει στα μουλωχτά διαρκώς, πιστεύοντας πως δεν την έχω παρατηρήσει. Πού να ήξερε όμως πως το πρόσωπο και το βλέμμα της φαίνονται από τα τζάμια΄΄ του είπε και ο φίλος του γέλασε.
΄΄Τόση ώρα λέξη δεν έχετε ανταλλάξει;΄΄ τον ρώτησε κάνοντάς τον να ξεφυσήσει ΄΄Για τον Θεό Ρούντολφ! Άνοιξε μία κουβέντα. Οποιαδήποτε σου φαίνεται εύκολη. Σε αφήνω τώρα γιατί είμαι έξω και κάνει κρύο΄΄ τον έκλεισε και ο νεαρός έστρεψε το βλέμμα του προς το μέρος μου. Δύο δευτερόλεπτα αργότερα, ένιωσα ένα ελαφρύ σκούντημα στο πόδι.
«Γάτα έχετε δεσποινίς;» με ρώτησε στα αγγλικά «Εγώ έχω μία στη Γερμανία, μία υπέρβαρη που θαρρώ κακοποιείται συστηματικά ως προς την σίτιση από την μητέρα μου»
Η ερώτησή του με ξάφνιασε τόσο πολύ, που με το ζόρι κρατήθηκα να μην βάλω τα γέλια.
«Είμαι αλλεργική» του απάντησα προσπαθώντας να φανώ σοβαρή και τον είδα να μαζεύεται.
«Du bist lusting!*» κάγχασε.
«Ευχαριστώ, επίσης!» απάντησα και ευχήθηκα να μην ειπωθεί λέξη παραπάνω.
Το τρένο έφτασε στον σταθμό της Κηφισιάς και εδώ ο αέρας ήταν αλλιώτικος. Είχε περισσότερη δροσιά και οι πλάτανοι χάριζαν μία τσαχπινιά παραπάνω στον ήδη υπέροχο καμβά αυτής της γωνιάς της πόλης. Ο Γερμανός με ακολουθούσε όπως πάντα σιωπηλός, σαν σωματοφύλακας, μένοντας λίγα μέτρα πίσω από εμένα και δίχως να εκφράζει καν κάποια απορία. Είχα αρχίσει να υποψιάζομαι πως πιθανότατα με δοκίμαζε για να δει τις αντοχές και επιλογές μου ως προς την στέγαση.
Το πρώτο διαμέρισμα, βρισκόταν ένα τετράγωνο μακριά από τον ηλεκτρικό. Στην ουσία έμοιαζε με μικρή μονοκατοικία, αλλά καθώς με είχε ενημερώσει ο άνδρας που το νοίκιαζε, ήταν τρεις διαφορετικοί όροφοι και εμείς ενδιαφερόμασταν για τον τελευταίο. Στο πεζοδρόμιο μας καρτερούσε ο υποψήφιος υπεύθυνος του διαμερίσματος. Είχε το αγγελικό βλέμμα του απεγνωσμένου νοικάρη που ήθελε οπωσδήποτε να βρει άνθρωπο για να μείνει στο σπιτικό του. Αυτό από μόνο του, μου έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου, μα αποφάσισα να αφήσω τις αμφιβολίες μου για λίγο στην άκρη. Το διαμέρισμα προς ενοικίαση βρισκόταν στον τρίτο. Οι τρεις μας βαλθήκαμε να ανεβαίνουμε τις κακοτράχαλες φιδογυριστές σκάλες, όπου οι χτίστες είχαν μάλλον τσιγκουνευτεί ή ακόμη χειρότερα, ξεχάσει να φτιάξουν καταλλήλως, με αποτέλεσμα μέσα σε κλάσματα να αιωρηθώ γρατζουνώντας τον τοίχο, για να μην καταλήξω στο Καιάδα του κενού ακριβώς από πίσω μου. Εισερχόμενοι βέβαια στο διαμέρισμα, επικρατούσε μία φρεσκάδα. Ο ήλιος έλουζε το μεγάλο του μπαλκόνι και εγώ με τον Ρούντολφ κοιτούσαμε για λίγο γύρω μας ευχαριστημένοι, μέχρι που ένα φτέρνισμα συντάραξε το κορμάκι μου και έπειτα ακόμη ένα. Τα μάτια μου φάνηκαν να αλληθωρίζουν και να κεντράρουν προς την μύτη μου, όταν μία αγέλη από εβένινα αιλουροειδή κατευθείαν βγαλμένα από τα σπλάχνα της Κολάσεως, έκαναν την εμφάνισή τους από την μισάνοιχτη πόρτα. Ο ιδρώτας με έλουσε και ο Ρούντολφ γούρλωσε τα μάτια του με έκπληξη, όταν μια γηραιά θηριοδαμαστής, εμφανίστηκε ξοπίσω τους σαν τσοπανόσκυλο που πάλευε να βάλει σε μία τάξη το φρικτό κοπάδι του. Τα επικίνδυνα, λόγω της αλλεργίας μου ζώα, είχαν καθώς φάνηκε χαρεί ιδιαίτερα με την παρουσία μου, αφού τέσσερις ουρές σέρνονταν σαν τα φίδια στο παντελόνι μου ενώ εμένα το φτέρνισμα είχε εδραιωθεί για τα καλά. Η καρδιά μου ξεκίνησε να βροντοχτυπά, ενώ ταυτόχρονα το οξυγόνο πάσχιζε να φτάσει εις μάτην μέχρι τα πνευμόνια μου.
«Είναι η μητέρα μου» σχολίασε αμήχανα ο άντρας και εκείνη κοιτώντας με λατρεία τις στρουμπουλές γάτες, με κάρφωσε έπειτα με μίσος.
«Όποιος θέλει να νοικιάσει το σπίτι Γιωργάκη μου, να δέχεται τα ζώα. Δεν μπορώ να τα περιορίσω, καθώς αν κρίνω από το ξινισμένο βλέμμα του ζευγαριού από εδώ, τα ζωντανά μου δεν πρόκειται να ξημερωθούν!» φώναξε, μα εμένα λόγω της κατάστασης μου,μου ήταν αδύνατο να της απαντήσω. Ως και τα μάτια μου είχαν θολώσει.
«Μα μητέρα, αυτά είπατε και στους προηγούμενους και έφυγαν» μουρμούρισε γλυκανάλατα ο Γιωργάκης και εγώ προσπαθούσα να καταλάβω αν βρισκόταν υπό την επήρεια της οινοποσίας και έβλεπε πολλές μητέρες, καθώς πρώτη μου φορά τύχαινε να ακούσω να απευθύνεται το παιδί στον γονιό του στον πληθυντικό.
«Εξαιτίας των προηγούμενων έχασα τον Μπούλη μου. Τον πάτησαν στην προσπάθειά τους να παρκάρουν και βρήκα το κορμάκι του πολτοποιημένο. Άψυχα κτήνη! Άσε που ήθελαν να κάθονται στο τραπεζάκι μου στον κήπο, όταν εκεί είχε το δικαίωμα μονάχα ο συγχωρεμένος ο πατέρας σου να κάθεται!»
Κάπου εκεί, παλεύοντας να σώσω και τα τελευταία αποκαΐδια της υπόληψης του Γιωργάκη, του ζήτησα μία συγγνώμη, που ποτέ δεν κατάφερε να ακουστεί πάνω από τον σπαραγμό της μητέρας του και το κλαψούρισμα των κολασμένων αίλουρων. Τραβώντας τον Ρούντολφ από το μανίκι, τον παρέσυρα στο χάος της μισοτελειωμένης σκάλας, προσπαθώντας να ζητήσω συγγνώμη ακόμη και στα γερμανικά, για όλη αυτή τη σκηνή απείρου κάλλους που αντίκρισε. Μετά το φιάσκο αυτό, η παράδοση της θέσης στον Αιμιλιανό, φάνταζε πιο δυνατή και σίγουρη από ποτέ. Δυστυχώς ωστόσο για εμένα, δίχως να προλάβω να πατήσω το πόδι μου στο τελευταίο σκαλοπάτι, η αλλεργική αντίδραση μου έκοψε την ανάσα, ενώ η φαγούρα είχε κάνει κατάληψη στο κορμί μου. Προτού χάσω όλες μου τις αισθήσεις, ένιωσα δύο χέρια να με αρπάζουν, για να ξημερωθώ σε ένα παγκάκι, έξω από ένα φαρμακείο. Το δροσερό αεράκι με χτυπούσε και το κεφάλι μου ήταν ακουμπισμένο σε κάτι μαλακό. Άνοιξα με δυσκολία τα μάτια μου, για να αντικρίσω από χαμηλά το πρόσωπο του Ρούντολφ που κοιτούσε στο κενό. Ήμουν ξαπλωμένη στα πόδια του και εκείνος δεν είχε κουνηθεί ούτε χιλιοστό. Για λίγο, έμεινα να κοιτάζω κουρασμένη ολόγυρα. Ένιωθα τα χέρια του να βαστάνε τον κορμό του σώματός μου, ενώ ένα υπέροχο, αντρικό άρωμα είχε ποτίσει τον αέρα ολόγυρά μου. Ο παγωμένος βασιλιάς είχε δείξει τελικά φιλευσπλαχνία και μου είχε σώσει τη ζωή. Σαν κατάλαβε πως συνήλθα, τον ένιωσα να αναδεύεται αμήχανα, έτοιμος μάλλον να δικαιολογηθεί για την καλή του πράξη.
«Είστε καλά;» με ρώτησε ενώ σημάδια της αλλεργίας εξακολουθούσαν να στολίζουν τα χέρια μου.
«Είμαι και..σε ευχαριστώ για τη βοήθεια.Τι συνέβη; Πως βρεθήκαμε εδώ;» τον ρώτησα.
«Γνωρίζω πως η αλλεργία μερικές φορές μπορεί να γίνει επικίνδυνη. Έτσι, αυτός ο κύριος που κατάφερε να ξεφύγει από τη μητέρα του, με έβαλε στο αυτοκίνητο μαζί με εσάς και μας μετέφερε στο φαρμακείο για να σας κάνουν ένεση. Έπειτα, κάθισα εδώ και για να μην ακουμπάτε στο ξύλο....ε...καταλάβατε φαντάζομαι πως δεν ήταν πρέπον να σας αφήσω» τα μπάλωσε.
«Κατάλαβα και οφείλω να πω από την μία πως λυπάμαι για ό,τι έγινε και από την άλλη, ευχαριστώ για όλα. Μου έσωσες τη ζωή και...δεν χρειάζεται νομίζω ο πληθυντικός. Δεν είμαστε και τόσο μεγάλοι αν και άγνωστοι ακόμη ομολογώ και...»
Στο και σταμάτησα καθώς δεν θα τελείωνα ποτέ. Τα είχα κάνει θάλασσα, του είχα δώσει κάθε δικαίωμα να φύγει και να αφήσει το μερίδιό του στον οικονομικό διευθυντή του τρίτου Ράιχ. Είχαμε ακόμη ένα όμορφο σπίτι για να δούμε, αλλά πλέον φοβόμουν πως πίσω από τους τέσσερις τοίχους του, όλο και κάποια έκπληξη θα κρυβόταν, όπως στο προηγούμενο.
«Με την πρώτη τα παρατάς;» με ρώτησε στα ξαφνικά και εγώ ανασηκώθηκα απότομα, καθώς συνειδητοποίησα πως τόση ώρα συνέχιζα να βρίσκομαι ξαπλωμένη στα πόδια του.
«Απογοητεύτηκα αυτό είναι όλο» παραδέχτηκα.
«Εύκολα απογοητεύεσαι. Πλέον έχεις μερίδιο στο όνομά σου και πολλές δυσκολίες στο δρόμο σου. Αν απογοητεύεσαι με την πρώτη σου φορά, τι θα κάνεις στο μέλλον; Πως θα αποδείξεις εκεί μέσα πως αξίζεις και είσαι δυνατή; Μην νομίζεις πως δεν έχω καταλάβει το πρόβλημα. Με ή χωρίς εμένα, με ή χωρίς τον κύριο Λαζαρίδη για διευθυντή, εσύ πρέπει να στέκεσαι στο ύψος σου, όχι για τους άλλους, μα πρώτα για σένα» μου είπε κοφτά.
«Και εσύ τι γνωρίζεις από αποτυχίες;» αντιμίλησα.
«Πολλά. Πριν σου δώσω τη συμβουλή, την έκανα πράξη εγώ ο ίδιος στη ζωή μου»
Ζαλισμένη ακόμη από το παραλίγο τρυφερό τετ α τετ με τον Χάρο, άκουσα την κουβέντα του Ρούντολφ Ες και σχεδόν ξαφνιάστηκα. Αυτό το άτιμο ναζιστικό στοιχείο, ετοιμαζόταν να καταρρίψει κάθε πιστεύω μου για το πρόσωπό του. Δυστυχώς όμως, είχε δίκαιο. Έπρεπε να το παλέψω, εξάλλου όλα τα χρόνια της ζωής μου αυτό έκανα, όταν στο σχολείο με αποκαλούσαν ορφανό και όταν κοροϊδεύαν την φτωχική μου αμφίεση. Η αλήθεια ήταν πως η γιαγιά μου έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της ώστε να μην μας λείψει τίποτε, μα όπως σε κάθε σχολείο υπάρχει και η πέτρα του σκανδάλου, έτσι και στο δικό μου, υπήρχε η Μαρίλια και φυσικά ο Άγγελος που αποτελούσε όνειρο δικής μου θερινής νυκτός και που φυσικά, ουδέποτε είχε καταδεχτεί να με προστατέψει, όσες φορές η γλυκιά γυνή του, με τίναζε σαν το χρησιμοποιημένο ξεσκονόπανο μπροστά σε όλους, κατηγορώντας τον τρόπο που ντυνόμουν. Φτωχικά και παλαιομοδίτικα. Από τότε, είχα μία στάση κρατημένη απέναντι στους άνδρες, δίχως αυτό να με ωθεί να τους ρίξω όλους στο ίδιο τσουβάλι. Υπήρχε και ο Μάρκος εξάλλου, όπως και ο κύριος Ρέινε. Όσο για τον νεανία που καθόταν δίπλα μου, ο χρόνος θα έδειχνε.
«Λοιπόν, έχεις να μου προτείνεις και κάποιο άλλο διαμέρισμα ή μήπως προτιμάς να σταματήσουμε για σήμερα;» με ρώτησε υψώνοντας το φρύδι του.
«Είχα, αλλά μετά το επεισόδιο με τους κολασμένους αίλουρους, έχουμε αργήσει στην συνάντηση μισή ώρα» πρόφερα ντροπιασμένα.
«Δεν πειράζει, πάρε τηλέφωνο τον ιδιοκτήτη και ίσως να έχει ακόμη χρόνο» με παρότρυνε και διστακτικά πληκτρολόγησα τον αριθμό. Ένας νεαρός σήκωσε το τηλέφωνο, με βελούδινη φωνή που κάτι μου θύμιζε και εγώ ζητώντας παρακλητικά συγχώρεση, του πρότεινα αν μπορούσε να μας δεχτεί έστω και αργοπορημένα. Ευτυχώς για εμένα, ήταν ευγενικός και δέχτηκε, ενώ το υποψήφιο διαμέρισμα, βρισκόταν σχετικά κοντά μας με τα πόδια. Η φωνή του ωστόσο δεν είχε πάψει λεπτό να με απασχολεί.
«Τόσο άσχημα πήγαν τα πράγματα;» με ρώτησε ο Ρούντολφ.
«Ίσα ίσα. Μας δέχτηκε» απάντησα.
«Οι εκφράσεις του προσώπου σου άλλα δηλώνουν»
«Θα ευθύνεται η αύρα σου. Κάνει παρεμβολές στην ευτυχία μου» απάντησα κοφτά.
Έχοντας συνέλθει, σηκωθήκαμε συνεχίζοντας τη διαδρομή μας στη σιωπή, ώσπου φάνηκε στην γωνία μία καινούργια και περιποιημένη πολυκατοικία, με έναν εκπληκτικό κήπο και κοινόχρηστη πισίνα. Μπορεί το ενοίκιο να έτσουζε το δίχως άλλο, μα αν επιθυμούσα να διεκδικήσω ως προς την παραμονή και την ψυχική μου γαλήνη, τον παγωμένο πρίγκιπα του βορρά, έπρεπε να του βρω ως και δούλους να του κάνουν αέρα, ως και προσωπικό σεφ για να του τηγανίζει τα αυγά και τα λουκάνικα Φρανκφούρτης. Πράγματι, το κόλπο φάνηκε να λειτουργεί και ένας άνεμος σιγουριάς και ανανέωσης φύσηξε, απομακρύνοντας την γρουσουζιά που με ακολουθούσε σαν πιστό σκυλί στη ζωή μου. Χτύπησα το κουδούνι που είχε το όνομα μίας γυναίκας και η κεντρική πόρτα άνοιξε, αποκαλύπτοντάς μας τον κήπο της Εδέμ, ευτυχώς δίχως τους πειρασμούς της Κολάσεως. Ο Γερμανός βάδιζε στρατιωτικά μπροστά μου και εγώ βαστώντας σφιχτά την τσάντα της δουλειάς, καρτερούσα τον κύριο με τη βελούδινη και γνώριμη χροιά. Η πόρτα άνοιξε και μαζί της και τα μάτια μου. Για την ακρίβεια, πίστεψα για μία στιγμή πως θα τα έχανα και αυτά θα κατρακυλούσαν ανέμελα, καταλήγοντας να πλατσουρίσουν μάλλον, κατευθείαν στην πισίνα.
«Καλλίστη;» φώναξε και εγώ πάλευα να βρω το κουράγιο που είχε ήδη χαθεί με προορισμό άγνωστο.
«Άγγελε;» πρόφερα και όλοι οι εφιάλτες, πακέτο με τα όνειρα, ήρθαν και στρογγυλοκάθισαν στο μυαλό μου. Δεν είχε περάσει και πολύς καιρός από τότε που το σχολείο αποτέλεσε παρελθόν και ο Άγγελος μπροστά μου, έμοιαζε πιο όμορφος από ποτέ, σωστό ελληνικό άγαλμα.
Κατά πώς φαινόταν, είχα μείνει για ώρα στήλη άλατος, ώσπου δύο δάχτυλα χτύπησαν μεταξύ τους προειδοποιητικά, για να δω τον Ρούντολφ να ρουθουνίζει αποδοκιμαστικά με την αφηρημάδα μου.
«Χαίρομαι πολύ που σε ξαναβλέπω. Λοιπόν, περάστε. Είναι της μητέρας μου και πάντοτε το ενοικιάζαμε σε καλό κόσμο του εξωτερικού ή και Έλληνες. Επέλεξες μία πολύ ενδιαφέρουσα περιοχή» μου είπε ενώ προσπαθούσα να καταλάβω αν υπήρχε υπαινιγμός υποτίμησης ή ήταν απλώς η ιδέα μου.
Το διαμέρισμα ήταν ανακαινισμένο, στον δεύτερο όροφο. Η τσουχτερή τιμή τουλάχιστον, δικαιολογούσε τις ανέσεις που πρόσφερε και με το παραπάνω. Ο Ρούντολφ φάνηκε ικανοποιημένος και πήρε την πρωτοβουλία να εκφράσει εκείνος την επιθυμία του να μείνει στο διαμέρισμα της μητέρας του Άγγελου. Οι δύο άνδρες συμφώνησαν και εγώ διόλου σίγουρη δεν ήμουν για το αν χαιρόμουν με αυτό το ξαφνικά συναπάντημα. Το ενοίκιο θα ήταν για δύο βδομάδες το πολύ, μέχρι να αποφάσιζε το μέλλον του μεριδίου του και έμμεσα το δικό μου. Ο Άγγελος έχοντας ολοκληρώσει τα διαδικαστικά, με εμένα να μπαίνω στον ρόλο του ατυχούς μεταφραστή ορισμένων κειμένων, ετοιμάστηκε να φύγει, όταν στράφηκε ξανά προς το μέρος μου.
«Χάρηκα και πάλι για την συνάντηση. Έχεις το τηλέφωνό μου αν χρειαστείτε το οτιδήποτε, ή αν θα ήθελες ποτέ να πηγαίναμε για έναν καφέ. Στο έγραψα στα χαρτιά» μου χαμογέλασε και έφυγε, με εμένα να έχω κοκκινίσει ολόκληρη και τον Ρούντολφ να μειδιά με την κατάντια μου.
Η μικρή του βαλίτσα βρισκόταν στο σαλόνι και εμείς είχαμε συμφωνήσει πως θα επιστρέφαμε στη δουλειά, καθώς έπρεπε να μελετήσουμε όλο το απογευματόβραδο μαζί με το λογιστήριο, τις αλλαγές που θα μας επισκέπτονταν με την απουσία του κυρίου Ρέινε και την αντικατάστασή του από εμένα και τον γιό του.
«Αλλάζω και φύγαμε» ανακοίνωσε κοφτά και κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο.
Κάπου εκεί, η γυναικεία πονηρία και περιέργεια, με σκούντησαν διακριτικά, δείχνοντάς μου την μισάνοιχτη πόρτα. Εντάξει, μπορεί να ήταν αναμφίβολα ο εχθρός, μα καθώς λένε, έχε τους φίλους σου κοντά και τους εχθρούς κοντύτερα. Καθώς λοιπόν το ρητό δεν διευκρίνιζε την απόσταση, σύρθηκα αθόρυβα προς το αμαρτωλό άνοιγμα, για να αντικρίσω μία υπέροχη, γυμνασμένη πλάτη. Καθώς το μυϊκό οικόπεδο γυρνούσε στο πλάι, μία ουλή φρικτή κοντά στον ώμο του, έκανε την εμφάνισή της. Πλέον, το δέρμα είχε επουλώσει το τραύμα που καθώς καταλάβαινα, αν ήταν λίγο πιο αριστερά, αυτή τη στιγμή θα βρισκόταν ήδη στην αγκαλιά του Αγίου Πέτρου. Βλέποντάς τον σχεδόν έτοιμο, ξεκίνησα να αποσύρομαι όταν το άτιμο χνουδωτό χαλάκι της εισόδου, ρούφηξε τα μποτάκια μου, με αποτέλεσμα να βρεθώ να κείτομαι σαν προβιά φρεσκοσφαγμένη στο πάτωμα. Η εικόνα του Ρούντολφ να με κοιτάζει αφ' υψηλού προκάλεσε ένα κάψιμο στο πρόσωπό μου, μα ευτυχώς το δεξί μου χέρι είχε κατά το ήμισυ καταρρεύσει στο λουτρό και ευθύς η δικαιολογία της χρήσης του αποχωρητηρίου πετάχτηκε και εκτοξεύτηκε για να σώσω τα αποκαΐδια της υπόληψης μου.
Ήταν πλέον απόγευμα, όταν το τρένο μας μετέφερε στο λιμάνι του Πειραιά. Καθώς διανύαμε τον τελευταίο μήνα του Φθινοπώρου, η νύχτα έπεφτε νωρίς. Η ώρα ωστόσο που φτάσαμε, ήταν η κατάλληλη για να δώσει στον κατακτητή, μία εικόνα της ομορφιάς της πατρίδας μου. Ο ήλιος είχε γείρει, μα η μενεξεδιά λωρίδα που είχε αφήσει πίσω του, αντιφέγγιζε στην θαλασσινή νηνεμία και στα πλοία που ήταν δεμένα στο λιμάνι. Ο Ρούντολφ βάδιζε σιμά στη θάλασσα, προσπαθώντας να απομνημονεύσει αυτήν την υπέροχη, μεσογειακή εικόνα. Ο Μάρκος μόλις σχολούσε και τον είδαμε να πλησιάζει με έναν καφέ στο χέρι.
«Αν δεν παινέψεις και το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει» μου είπε χασκογελώντας και βαστώντας το μυρωδάτο ρόφημα στο χέρι «Το αμίλητο νερό ήπιε το ξανθό παλικαράκι δίπλα σου;» γέλασε και ο Ρούντολφ τον κοίταξε διαπεραστικά, έχοντας αντιληφθεί τον επικείμενο σχολιασμό στο πρόσωπό του.
«Χάρη σε αυτόν ζω» πρόφερα.
«Γιατί καλή μου; Πήγε να σε πατήσει ο ηλεκτρικός και σαν άλλος σπάϊντερμαν μπήκε μπροστά για να τον σταματήσει;» ρώτησε.
«Χειρότερα. Δέχτηκα στενό μαρκάρισμα από τέσσερα αιλουροειδή» μούγκρισα και ο Μάρκος που γνώριζε το πρόβλημά μου, άφησε μία κραυγή.
«Θεός να τα συγχωρεί τα δόλια. Τα δηλητηρίασε;» συνέχισε.
«Με πήγε σηκωτή στο φαρμακείο για την ένεση της ανάστασης»
«Έχουμε δουλειά» μας έκοψε ο ναζί και δίχως να καταδέχεται να ρίξει ούτε μισό βλέμμα στον Μάρκο, αποχώρησε.
«Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα είναι. Σε περιμένει η Σοφία Βέμπο. Την έχω προμηθεύσει με τρεις καφέδες, όλους σκέτους. Δεν γνωρίζω σε τι ψυχική κατάσταση θα την αντικρίσεις. Μάλλον, σαν το αγρίμι στο κλουβί. Α, και ο φίλτατος Αιμιλιανός βρίσκεται επίσης στην αετοφωλιά του. Αυτά τα ολίγα. Να ξέρεις φλέρταρα με την ιδέα του μυκητοκτόνου που έχω για τον άρρωστο βασιλικό του μαγαζιού μου, αλλά αποφάσισα να μην βαρύνω την ψυχή και το κάρμα μου με ζωοκτονία κατωτέρας κατηγορίας» τελείωσε και αφού με αγκάλιασε σφιχτά, ακολούθησα πειθήνια την γερμανική μπότα μέχρι το κτήριο των γραφείων μας.
* εχεις πλάκα
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro