Κεφάλαιο Δεύτερο/ part 2
Η ερώτησή μου τον τίναξε στον αέρα, σαν να τον είχε χτυπήσει το ηλεκτρικό ρεύμα. Το βάδισμά του το αρχοντικό κόπηκε και εγώ βρέθηκα να σκοντάφτω πάνω του αδέξια για να καταλήξει να με συγκρατεί με το ένα του χέρι και από απόσταση, σαν να ήμουν ένας βρεγμένος αρουραίος των υπονόμων. Τα μάτια του τα αιωνίως ψυχρά και κακόκεφα, καρφώθηκαν επάνω μου, μονάχα για να δω να διαφαίνεται και κάτι άλλο μέσα τους αυτή τη φορά εκτός από τον θυμό. Η θλίψη. Ένα συναίσθημα ανθρώπινο που φρόντισε να αμπαρώσει εκ νέου στην καρδιά του, για να αφήσει ελεύθερες μονάχα τις αντιδράσεις που θύμιζαν μηχανή χαμηλής νοημοσύνης.
«Αυτό είναι κάτι που δεν αφορά εσάς. Θα σας παρακαλέσω να μείνουμε στα τυπικά και στα θέματα που αφορούν τη δουλειά μας και μόνο. Ο πληθυντικός που χρησιμοποίησα με θλίβει ιδιαιτέρως, αλλά ας όψεται ο πατέρας μου και η μεγάλη του καρδιά που σε χώρεσε» τελείωσε και ένιωσα ένα κύμα ψυχρού αέρα να με τυλίγει. Μάλλον ήταν η αύρα του Ρούντολφ Ες.
Κατηφής προχώρησα στον όροφό μας, για να διαπιστώσω πως το κλίμα είχε αλλάξει και πως τα σκέλια του Αιμιλιανού έτρεμαν υπό το βάρος μίας ανακοίνωσης που ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν φανταζόταν. Απέναντι στο επίλεκτο μέλος του ναζιστικού κόμματος που βάδιζε δίπλα μου, είχε υιοθετήσει ένα κάλπικο χαμόγελο που θαρρείς και είχε κολλήσει παράδοξα και αντικανονικά στο κατά τα άλλα ανέκφραστο πρόσωπό του. Σαν το φίδι που σερνόταν και όχι μόνο στον δικό μου κόρφο, τον ένιωθα να παλεύει να χτίσει γέφυρες, όντας δυστυχώς και άριστος γνώστης της γερμανικής γλώσσας. Σε αυτό το σημείο μου ερχόταν να προσλάβω σαν προσωπικό μου βοηθό και μεταφραστή τον Μάρκο, μην τυχόν μου ξέφευγε κάποια κουβέντα μυστική μεταξύ του συνιδιοκτήτη αυτού του ρημαγμένου γραφείου και του Αιμιλιανού. Ο κύριος Γιάννης είχε αφεθεί για τα καλά στην αγκαλιά του Μορφέα, με τον Ρούντολφ να χτυπά τα χέρια του αναμεταξύ τους και τον δικηγορίσκο να πιάνει τις διόπτρες του τις ρυπαρές στον αέρα.
«Ω, ήρθατε!» αναφώνησε.
«Να φύγουμε καλύτερα; Μην σας ξυπνάμε κιόλας από τον ύπνο τον μακάριο» τον ειρωνεύτηκα μην αντέχοντας άλλο την αναμονή.
«Όχι δεσποινίς μου, προς Θεού! Καθίστε» πρόφερε νωχελικά.
«Εγώ να μείνω όρθιος;» έσκασε η λοιπή ειρωνεία διά στόματος του Ες.
«Καθίστε και εσείς κύριέ μου και με σκάσατε πλέον!» τσίριξε με πρωτοφανές τσαγανό και ήμουν έτοιμη να γελάσω για πρώτη φορά μέσα στη δυστυχία μου «Λοιπόν, καθώς σας ανακοίνωσα, ο κύριος Έμπερχαρντ, αφήνει την παρούσα εταιρεία κατά το ήμισυ στην δεσποινίδα Ασημακοπούλου και κατά το ήμισυ στον υιό του, Ρούντολφ Έμπερχαρντ. Από εκεί και πέρα, μπορούν να διαχειριστούν το μερίδιό τους, κατά πώς νομίζουν εκείνοι πως είναι καλύτερο» έκανε παύση, όταν άκουσα ένα χτύπημα στην πόρτα και είδα τον αρχιστράτηγο να εισέρχεται με δύο ποτήρια παγωμένο νερό, προσφέροντάς το ένα στον Ρούντολφ και το άλλο σε μένα που δεν τόλμησα καν να δοκιμάσω, υπό τον φόβο της πιθανής δηλητηρίασης.
«Αιμιλιανός Λαζαρίδης, οικονομικός διευθυντής. Χάρηκα κύριε Έμπερχαρντ» τον χαιρέτησε απλά και αυταρχικά και εγώ είδα νοερά μία κλωστή να σχηματίζεται ανάμεσά τους. Ήμουν βέβαιη πως ο Αιμιλιανός κάπου στο βάθος του γενεαλογικού του δέντρου, είχε ρίζες γερμανικές.
«Αξιόλογος ο συνάδελφός σας δεσποινίς. Οικονομικός διευθυντής κιόλας σε μία υγιέστατη εταιρεία. Θα τον έχω στον μυαλό μου για πιθανή παράδοση του μεριδίου μου» Τόλμησε να ξεστομίσει ο ανεπρόκοπος φασίστας μπροστά μου και ήμουν βέβαιη πως το πρόσωπό μου διαστρεβλώθηκε τόσο πολύ από τα νεύρα, σε σημείο που τρομοκρατήθηκε «Δεν συμμερίζεστε την άποψή μου βλέπω» σχολίασε χαμηλόφωνα μειδιώντας με την πρόκληση αναστάτωσης. Η βαριά μυρωδιά της εκδίκησης είχε ήδη φράξει τα ρουθούνια μου.
«Διόλου» απάντησα μονολεκτικά έχοντας φανταστεί το τέρας ηθοποιίας με την μορφή του οικονομικού διευθυντή,να πλένει έως και τα πιάτα στον νεροχύτη, προκειμένου να κερδίσει την εύνοια του αφεντικού του. Πόσο πολύ θα χαιρόμουν, σαν μάθαινε την αλήθεια, να αγκάλιαζε στο άκουσμά της την ιδέα του εμφράγματος για όλες τα φορές που τα προσβλητικά του λόγια, βουτηγμένα στον μισογυνισμό με είχαν λούσει με περισσή ευκολία.
Ο κύριος Γιάννης μας χαιρέτησε και για λίγο παραμείναμε οι δυο μας κατάκοποι, με εμένα σε κατάσταση σοκ από την θέση στην οποία είχα άξαφνα βρεθεί και το βάρος που στα σίγουρα έφερνε μαζί της. Ο κατηφής νεανίας απέναντί μου, ζύγιζε τα πάντα προσεκτικά. Μπορούσα να διακρίνω το κάτω χείλος του να πάλλεται ανελέητα, σημάδι πως σκεφτόταν, ή πως με στόλιζε από μέσα του.
«Κύριε...» πήγα να σπάσω την σιωπή.
«Lass mich in ruhe!*» μου φώναξε.
«Επανέλαβε! Θα το βάλω στην μετάφραση του διαδικτύου και θα σου πω εγώ μετά!» του φώναξα στα αγγλικά.
«Σου ζήτησα να με αφήσεις ήσυχο! Πρέπει να σκεφτώ. Όλα έχουν ανατραπεί με μία περιουσία από το πουθενά λες και αυτό θα έλυνε όλα τα προβλήματα! Λες και αυτό ήθελα από εκείνον. Μου είναι άχρηστη η δουλειά αυτή, επομένως, θα πουλήσω το μερίδιο μου στον προαναφερθέντα κύριο και καλά να περάσετε» μούγκρισε και πήγε να σηκωθεί, όταν τινάχτηκα επάνω σαν τον αίλουρο, κόβοντάς του τον δρόμο.
«Μόνο νεκρός αποχωρείς από εδώ μέσα με τέτοιες βλέψεις» γρύλισα σαν την παγιδευμένη λέαινα.
«Με απειλείτε κιόλας;»
«Όχι, σας το ξεκαθαρίζω. Και τώρα, πολύ όμορφα θα βγούμε εκεί έξω και θα ανακοινώσουμε την νέα μας διευθυντική θέση, καλώντας και το λογιστήριο του κάτω ορόφου» χαμογέλασα ψεύτικα.
«Είστε πολλοί εδώ μέσα.Κοίταξε, καθώς θα χρειαστεί να σκεφτώ πολύ προσεκτικά, δίνω στον εαυτό μου δύο εβδομάδες διορία. Θα πάρω άδεια από την δουλειά μου στο Βερολίνο, αφού τη δικαιούμαι και εσύ υποχρεούσαι να μου βρεις το τέλειο διαμέρισμα για να μείνω, αν θέλεις έστω να σκεφτώ να μην παραχωρήσω το μερίδιό μου στον κύριο Λαζαρίδη. Το αφήνω επάνω σου και δεν θα δεχτώ αποτυχία, καθώς ένα διαμέρισμα κρύο και αδιάφορο, θα με κάνει να στραφώ γρηγορότερα στη λύση της φυγής, θα με ψυχοπλακώσει και δεν είμαστε για τέτοια τώρα» το χαμόγελο της ειρωνείας αυλάκωσε το πρόσωπό του και ήμουν βέβαιη πως η αύρα του βρομοκοπούσε έντονα με το άρωμα της νίκης του απέναντί μου.
«Καλώς» ψέλλισα αναγκαστικά τρίζοντας τα δόντια μου ενώ ταυτόχρονα τηλεφωνούσα στην Βίκυ, η οποία τσίριζε στο ακουστικό με αγωνία. Το μόνο που της ζήτησα ήταν να ανέβει για την έκτακτη και επίσημη ανακοίνωση, με το προσωπικό να μαζεύεται στην αίθουσα του αδικοχαμένου κύριου Ρέινε και με εμένα να προσφέρω σε όλους ένα ποτήρι νερό, με μισό χαπάκι ζάναξ τυλιγμένο σε μία χαρτοπετσέτα για τον Αιμιλιανό.
Μουδιασμένοι έπειτα από το τελευταίο συμβάν του θανάτου και μαυροφορεμένοι ακόμη, εισήλθαν με την Βίκυ να παλεύει να διαβάσει τα μάτια μου καθώς τα χείλη μου ακόμη παρέμεναν ερμητικά κλειστά. Σαν καθίσαμε, τον λόγο πήρε στα αγγλικά φυσικά, ο Ρούντολφ Ες, με τον αρχιστράτηγο Αιμιλιανό να εκτοξεύει τα βέλη της ακατάπαυστης κολακείας του, που μου ανακάτευε το στομάχι.
«Καλησπέρα σας. Ονομάζομαι Ρούντολφ Έμπερχαρντ και είμαι ο γιος του κυρίου Ρέινε που έφυγε δυστυχώς από κοντά μας λίγες ώρες πριν. Σύμφωνα με την δική του τελευταία επιθυμία, η εταιρεία περνά από τα δικά του χέρια, στα δικά μου και της δεσποινίδας Ασημακ...Εμ, Ασημοκοπούλου» ολοκλήρωσε σκοτώνοντας και γδέρνοντας το επίθετό μου. Το νόημα βέβαια είχε ταξιδέψει και είχε βρει τη γηραιά καρδιά του Αιμιλιανού, η οποία παραλίγο να τον προδώσει και να τον αφήσει στον τόπο.
«Πώς είπατε;» ρώτησε ξεσφίγγοντας με τρόπο την γραβάτα.
«Είπα πως εγώ και η κυρία...Ασημινοπούλου...»
«Ασημακοπούλου ονομάζομαι η ευλογημένη! Και ναι κύριε Λαζαρίδη, είμαι η νέα σας διευθύντρια, τουλάχιστον κατά το ήμισυ» ολοκλήρωσα έχοντας ξεσπαθώσει με τον εμβατήριο της νίκης και η Βίκυ απέναντί μου ήμουν βέβαιη πως ονειρευόταν ήδη την αύξησή της.
«Αποκλείεται!» ξέφυγε του αρχιστράτηγου, ο οποίος έχοντας συνειδητοποιήσει την προσβολή, κατάπιε εκείνο το ζάναξ που του είχα τυλίξει με ευχαρίστηση «Θέλω να πω, ήσασταν μία λαμπρή υπάλληλος, υπέρλαμπρη, μα διευθύντρια..»
«Γιατί χρησιμοποιείτε αόριστο χρόνο; Είμαι μία υπέρλαμπρη υπάλληλος που σαν τον Φοίνικα αναστήθηκα από τα αποκαΐδια της στάχτης που ουκ ολίγες φορές μου έχετε ρίξει. Χαίρομαι απίστευτα για την πίστη σας στις ικανότητές μου και μάλιστα, για να σας επιβεβαιώσω, έχω φροντίσει ήδη να σημειώσω μία σειρά από απαραίτητες αλλαγές, που θα μας ανακουφίσουν οικονομικά. Θα σας τις εκθέσω λίαν συντόμως μην άγχεστε» χαμογέλασα με αυτοπεποίθηση και άπαντες πλην της Βίκυς, είχαν ζαρώσει στην γωνία τους.
΄΄Φοβού την διευθύντρια΄΄ σκέφτηκα χαιρέκακα και για πρώτη φορά, ένιωσα στην ζωή μου μία μικρή δικαίωση.
Για το επόμενο μισάωρο, επικρατούσε μία αμηχανία. Η σιωπή βασίλευε σε σημείο που ακόμη και τα ινώδη φτερά της μύγας έκαναν θόρυβο. Η εκδίκηση στριφογύριζε στο μυαλό μου, μα έπρεπε να είμαι προσεκτική. Τα βήματα θα ήταν μετρημένα, καθώς δυστυχώς για εμένα, υπήρχε και ο Γερμανός στην θέση του διευθυντή και κατά πώς φαινόταν το παγωμένο και αδιάφορο κλίμα της χώρας του, είχε γίνει το δεύτερο δέρμα του. Τόση ώρα στεκόταν όρθιος στο παράθυρο, παρατηρώντας τα δεμένα πλοία, μην έχοντας κυριολεκτικά ιδέα για το τι θα έπρεπε να κάνει. Εγώ από την άλλη είχα επιδείξει αξιοζήλευτη αφοσίωση στα οικονομικά μέτρα που θα έπαιρνα, με πρώτο και καλύτερο το θέμα της καθαριότητας. Τι να την κάνεις την υπεύθυνη καθαρισμού, όταν άτομα σαν τον Αιμιλιανό ας πούμε, είχαν δύο χεράκια και ήταν ικανότατοι να πλένουν το κάθε πιάτο που χρησιμοποιούσαν και φυσικά να φροντίζουν για την υγιεινή του χώρου τους; Ο Θεός τους είχε προικίσει με όλα τα προσόντα και η καθαριότητα δεν βασιζόταν σε δύσκολες θεωρίες του Αϊνστάιν. Από σήμερα λοιπόν, η καθαρίστρια θα αποτελούσε παρελθόν για τον δικό μας όροφο, αφού οι υπάλληλοι θα ήτο υπερπρόθυμοι να αναλάβουν τα πάντα εκείνοι, μετά το σχόλασμα βεβαίως.
Καθώς αυτές οι ρόδινες σκέψεις διέτρεχαν το νου μου, τα μάτια μου αιχμαλώτισαν την εικόνα του Ρούντολφ. Φαινόταν δυστυχής, μονάχα που η δυστυχία και η μελαγχολία ήταν βαθιά ριζωμένα μέσα του και αντανακλώντο στα μάτια του τα ζεστά. Γύρω του ένιωθα παράξενα. Σαν να υπήρχε ένα τείχος μίας διαφορετικότητας απροσπέλαστο, που όσο και αν πάλευα να ραγίσω έστω, δεν θα μπορούσα με τίποτε να το πετύχω. Ο συγκεκριμένος, έχοντας διαφορετική καταγωγή, μακριά από την Μεσόγειο, ήταν πιο συγκρατημένος στις αντιδράσεις του και καθόλου εκδηλωτικός. Δεν είχε εκείνη την ελληνική τρέλα, που όσο και αν καμιά φορά έφερνε μπελάδες, τουλάχιστον σου δημιουργούσε νοητά έναν πλοηγό για τις προθέσεις και τις διαθέσεις του άλλου.
«Θα φύγω» μου ανακοίνωσε κοφτά «Αν έχεις την καλοσύνη όπως συμφωνήσαμε, σκέψου μερικά ενοικιαζόμενα διαμερίσματα. Θα προτιμούσα η γειτονιά να είναι ήσυχη. Η απόσταση δεν με απασχολεί αρκεί η πρόσβαση στα μέσα να είναι εύκολη, προκειμένου να μετακινούμαι. Θα συναντηθούμε σε μία ώρα στον ηλεκτρικό μπροστά, είναι το μόνο μέρος που ξέρω» μου ανακοίνωσε κοφτά και προτού καν προλάβω να ξεστομίσω ένα εντάξει, ο Ρούντολφ ήδη κατέβαινε τα σκαλιά του κτηρίου, με την Βίκυ να ανεβαίνει κοιτώντας τα μέλη του τρίτου Ράιχ για πρώτη φορά στην ιστορία, με υποτίμηση.
«Πες μου πώς νιώθεις; Δεν ξέρω αν το έχεις συνειδητοποιήσει, μα βρίσκεσαι στο τιμόνι της εταιρείας» μου χαμογέλασε και με είδε να ξεφυσώ « Περνάς δύσκολες στιγμές, έτσι; Και από ότι αντιλαμβάνομαι, ο ναζί συνδιευθυντής σου, δεν στο κάνει πιο εύκολο»
Στην ερώτησή της, δεν είχα ιδέα πώς έπρεπε να νιώσω. Μπορεί πράγματι να είχε κατά το ήμισυ περάσει σε εμένα και να είχα βρεθεί με μία αξιοσέβαστη περιουσία στην κατοχή μου, ωστόσο, τα πράγματα δεν ήταν και τόσο απλά. Ο κύριος Ρέινε ήταν σε αυτήν τη θέση χρόνια. Γνώριζε καλά τα λογιστικά και τους πελάτες με τους οποίους μιλούσε. Γνώριζε τα πάντα. Εγώ ήμουν μία μικρή κοπέλα που σε λίγο θα γινόμουν είκοσι και που άπαντες με συμπαθούσαν μεν, αλλά με θεωρούσαν την γραμματέα του διευθυντή. Δεν ήμουν βέβαιη κατά πόσο η αλλαγή αυτή θα άφηνε τους πελάτες ευχαριστημένους ή τρομοκρατημένους όπως ο Αιμιλιανός. Ίσως γι' αυτό λοιπόν ο πολυαγαπημένος μου Ρέινε, είχε αφήσει το άλλο μισό κομμάτι στον Ρούντολφ, που καθώς είκαζα, κόντευε τα τριάντα.
«Αγχωμένη» απάντησα με ειλικρίνεια συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω.
«Καφεδάκι για δέκα λεπτά;» με ρώτησε.
«Κρίνεται απαραίτητο» της απάντησα και μαζί αποχωρήσαμε βαδίζοντας με περηφάνια για πρώτη φορά, έπειτα από έναν χρόνο κατήφειας και συναισθηματικής πίεσης των αδιάκριτων και υποτιμητικών βλεμμάτων των συναδέλφων.
Βγαίνοντας, είδα τον Μάρκο να μου κάνει το σήμα της νίκης.
«Αλίμονο σε εμάς τους μεροκαματιάρηδες!» μου φώναξε και ξέσπασα σε γέλια.
Ο Μάρκος ήταν το αντίθετο ακριβώς από τον παγωμένο βασιλιά του Βορρά, Έμπερχαρντ τζούνιορ. Ήταν γύρω στα είκοσι πέντε, είχε καστανά, κατσαρά μαλλιά και μάτια στο χρώμα του εβένου. Από όλα όμως τα χαρακτηριστικά του, η ψυχή ήταν εκείνη που σε μαγνήτιζε και η θετική του αύρα. Ο Μάρκος χαμογελούσε συχνά. Ήταν ο μικρότερος από τα τέσσερα παιδιά μίας πολύ αγαπημένης οικογένειας. Το χιούμορ του και η θετική του στάση απέναντι σε κάθε δυσκολία, ήταν το δυνατό του χαρτί και ο λόγος που ακόμη και αν μετακόμιζα Θεσσαλονίκη, πάλι από τον Πειραιά θα αγόραζα τον καφέ μου. Η Βίκυ δίπλα μου στεκόταν μαγεμένη μπρος σε κάθε του κίνηση και το ένιωθα. Ειλικρινά χαιρόμουν τόσο για εκείνη μιας που εγώ με το θέμα των σχέσεων, δεν είχα καν ασχοληθεί. Στο σχολείο διάβαζα σαν να μην υπήρχε αύριο, πρόσεχα ελάχιστα τον εαυτό μου κάνοντας τα απολύτως απαραίτητα, για να καταλήξει η μοίρα να με χαστουκίζει με μία αποτυχία στην ιατρική που είχε αφήσει τραύμα ανοιχτό στην καρδιά μου.
«Θα ήθελα πλήρη περιγραφή των εκφράσεων του Αιμιλιανού, μέχρι και της παραμικρής τσάκισης του προσώπου» χασκογέλασε.
«Να ξέρεις πως παραλίγο να τον πάρω στον λαιμό μου και ο κύριος Ρέινε θα αποκτούσε συντροφιά στον Παράδεισο» του απάντησα.
«Μην σκας γι' αυτό. Σε δευτεροκλασσάτο καζάνι στην Κόλαση θα κατέληγε» πρόφερε ο φίλος μας και συνέχισε «Το Ράιχστανγκ μόλις διέσχισε τον δρόμο, κατευθυνόμενο στο έλεος. Πώς πάει με αυτόν;» με ρώτησε με ενδιαφέρον.
«Δύσκολα και κωλυόμενα. Λέξη σχεδόν δεν του παίρνεις, μα η ζωή μου η διευθυντική κρέμεται πάνω του. Βλέπεις, ο κύριος Ρέινε άφησε το μισό του μερίδιο δίκαια και χριστιανικά, στον γιό του που ουδεμία σχέση έχει με εκείνον. Το δρεπάνι που περίοπτα κρέμεται από πάνω μου, είναι η πώληση του μεριδίου του Ρούντολφ στον Αιμιλιανό»
Η τελευταία μου κουβέντα εκτίναξε τη μηχανή που χτυπούσε το αφρόγαλα.
«Αποκλείεται. Ποιος θα ήθελε να δώσει στον φασισμό επιπλέον εξουσία;» αποφάνθηκε.
«Η ηγετική φιγούρα του» απάντησα κοφτά όταν κοίταξα την ώρα. Έπρεπε να ξεκινήσω σε λίγο για τον ηλεκτρικό και έπρεπε να τακτοποιήσω ακόμη μερικές εκκρεμότητες στον χώρο εργασίας μου.
Ο Ρούντολφ καθόταν στα σκαλιά του ηλεκτρικού περιμένοντας και χαζεύοντας τους συναδέλφους της ελληνικής αστυνομίας που έπιναν ανέμελα τον καφέ τους. Ο ίδιος ήταν πάντοτε σε ετοιμότητα και επί του καθήκοντος, η χαλαρότητα δεν είχε χώρο στη ζωή του. Η δουλειά του στην αστυνομία ήταν όνειρό του από μικρός. Πού να ήξερε πως θα γινόταν η αιτία μίας τραγωδίας διαλύοντας την οικογένειά του; Ακόμη και σήμερα, που εξακολουθούσε να εργάζεται πασχίζοντας να ξεπεράσει το τραύμα του, η δουλειά αυτή δεν τον ευχαριστούσε πλέον. Αναβίωνε απλώς εκείνη την εφιαλτική στιγμή. Για έναν ολόκληρο χρόνο και με βοήθεια από ειδικούς, δεν άντεχε να ακούει ούτε πυροβολισμούς, μα ούτε καν να βλέπει όπλο, έτσι ο προϊστάμενός του τον είχε αποσύρει σε δουλειές αποκλειστικά γραφείου. Ήταν ίσως ο καλύτερος αστυνομικός της ομάδας του μαζί με τον Γιοχάννες που έκανε τα πάντα για να στηρίξει τον φίλο του. Με πολύ προσπάθεια εκ μέρους του Ρούντολφ, το τραύμα επουλώθηκε αργά αργά και η δουλειά του έπειτα από έναν χρόνο και μερικούς μήνες, επέστρεψε στα αρχικά της επίπεδα αν και τα αντανακλαστικά του για αρκετό καιρό ήταν μειωμένα. Μέχρι σήμερα, η Ελλάδα εκτός από τον ήλιο της, του είχε δείξει ένα παράξενο πρόσωπο. Εδώ οι άνθρωποι είχαν μία συμπεριφορά υπερβολής και η έκφραση των συναισθημάτων τους δεν χαλιναγωγούταν εύκολα. Εκείνη η γυναίκα στο αεροδρόμιο, είδε στο πρόσωπό του κάτι κακό, όπως και η κοπέλα που αναγκαστικά φορτώθηκε στη δουλειά. Τον αποκάλεσε με ένα όνομα απαγορευμένο για τα δικά του δεδομένα, αφού μισούσε την ναζιστική ιδεολογία και ντρεπόταν για την ιστορία της χώρας του. Μπορεί να ήταν ψυχρός και μετρημένος, μα με τίποτε δεν επικροτούσε αυτές της εγκληματικές ιδεολογίες. Από την άλλη, δεν είχε λόγο να της αποδείξει το αντίθετο. Ήταν μία ξένη και ουδόλως τον απασχολούσε η άποψή της. Εκείνοι που τον αγαπούσαν και στήριζαν, ήξεραν καλά ποιος ήταν.
Από μακριά, την είδε να έρχεται βαδίζοντας γρήγορα. Ήταν ολοφάνερο πως είχε αγχωθεί με αυτήν την αλλαγή. Την κοίταξε πιο προσεκτικά και διαπίστωσε πως καταβάθος ίσως και να την ζήλευε λιγάκι. Ήταν μία ξένη που ο πατέρας του είχε λατρέψει, όταν καθώς φάνηκε δεν συνέβη ποτέ με τον ίδιο. Η απογοήτευση ήταν έτοιμη να τον λούσει πάλι, όταν εκείνη σταμάτησε μπροστά του προσπαθώντας να χαμογελάσει.
«Es wird hochste Zeit!*» (επιτέλους)
«Παρομοίως!» ήρθε η απάντηση δίχως εκείνη να γνωρίζει το νόημα των λεγομένων του.
Για να πω δύο λόγια για την ιστορία....Είναι εμπνευσμένη από πρόσωπα της καθημερινότητάς μου, σκέψεις και βιώματά μου....Μην σας ξεγελά...θα πάρει μία πιο σκοτεινή στροφή. Σαν στυλ μοιάζει με το βιβλίο που έχω εκδώσει, την γραβάτα γένους θηλυκού για όσους την έχουν διαβάσει είτε εδώ, είτε σε βιβλίο....Πώς σας φαίνεται ως εδώ; Είναι νωρίς ακόμη βέβαια...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro