Κεφάλαιο Δεύτερο/ part 1
Το γράμμα στα χέρια μου, είχε κυριολεκτικά μετατραπεί σε θορυβώδη εκρηκτικό μηχανισμό. Βρισκόμουν κλεισμένη στην τουαλέτα με σιγουριά ένα μισάωρο, παλεύοντας αδέξια να σκουπίσω τα δάκρυά μου, όταν ένας χτύπος με επανάφερε στην πραγματικότητα.
«Έχετε δημιουργήσει ουρά αναμονής δεσποινίς εδώ έξω. Αν έχετε την ευγενή καλοσύνη να εξέλθετε, θα το εκτιμούσα. Ή μήπως χρειάζεστε βοήθεια;» η ειρωνική φωνή του Αιμιλιανού, ήχησε στα αφτιά μου και συνειδητοποίησα πως πράγματι, είχα καταχραστεί τον χρόνο αναμονής και του πιο υπομονετικού ανθρώπου.
Ξεροβήχοντας και βγαίνοντας, έχοντας πρώτα φροντίσει να τυλίξω το γράμμα στην τσέπη μου, είδα τρεις από τους συναδέλφους μου, με πρώτο τον Αιμιλιανό, να καρτερούν την θριαμβευτική μου έξοδο σκούζοντας. Με μία λοξή ματιά στο κουζινάκι μας, κάρφωσα την στοίβα των άπλυτων πιάτων που ορθωνόταν μεγαλοπρεπώς, ενώ ένα σχολιάκι πως χρειάζονταν γυναικείο χέρι να τα αναλάβει, με έλουσε σαν κρύο ντους. Οι συνάδελφοί μου τυπικά ήταν παντρεμένοι, ωστόσο αναρωτιόμουν πάντοτε, αν οι γυναίκες τους το γνώριζαν. Οι ίδιοι φαντασιώνονταν τον εαυτό τους, σαν Αιγύπτιους αυτοκράτορες, καθισμένους στο θρόνο, με χιλιάδες γυναίκες να τους περιτριγυρίζουν δουλοπρεπώς, αναλαμβάνοντας από το πλύσιμο της οικείας, μέχρι εκείνο των ποδιών τους. Είχα φτάσει σε σημείο να αναρωτιέμαι, αν εκείνοι αναλάμβαναν την προσωπική τους σίτιση, ή δέχονταν βοήθεια ακόμη και σε αυτήν την απλή κίνηση του χεριού τους από το πιάτο μέχρι το στόμα. Μη θέλοντας να αναλωθώ άλλο στα επικριτικά τους σχόλια και σκεπτόμενη τα λόγια του γράμματος, παραβλέποντας επιλεκτικά όσα αφορούσαν τον Ρούντολφ Ες, εισήλθα στον παλαιό χώρο του γραφείου μου, όπου γίνονταν και τα συνέδρια. Ο Ρούντολφ, η ψυχρή αυτή παρουσία που σαν φάντασμα είχε εμφανιστεί και αποσυρθεί από το κοιμητήριο, καθόταν κοντά στο παράθυρο έχοντας την πλάτη του γυρισμένη σε εμένα. Μόλις με άκουσε, σηκώθηκε αργά, πολύ αργά και κάρφωσε τα μελένια του μάτια επάνω μου. Το ίδιο όμως έπραξα και εγώ, βάζοντας τον εαυτό μου στη θέση της αντιστασιακής που είχε μόλις συλληφθεί για παράνομη κυκλοφορία στους δρόμους της κατοχικής Αθήνας.
«Καλημέρα δεσποινίς, ονομάζομαι Ρούντολφ Έμπερχαρντ. Φαντάζομαι πως αντιλαμβάνεστε την σύνδεση με τον κύριο Ρέινε Έμπερχαρντ...» πρόφερε κοφτά΄΄Ες΄΄ ψιθύρισα λίγο πιο δυνατά από όσο ήλπιζα και άξαφνα τον είδα να στενεύει τα μάτια του. «Έμπερχαρντ σας είπα μόλις τώρα» συμπλήρωσε ακόμη πιο σκληρά και συνέχισε «Καθώς αντιλαμβάνεστε λοιπόν, για να σας βοηθήσω, είμαι ο γιος του κυρίου Ρέινε, του αξιότιμου πρώην διευθυντή σας. Εσείς ποια είστε;» με ρώτησε.
«Καλλίστη Ασημακοπούλου, το δεξί χέρι του προαναφερθέντος αξιότιμου διευθυντή μου» του απάντησα συλλαβίζοντας το επίθετό μου στα ελληνικά, μιας που φάνηκε να μπερδεύεται.
«Υπέροχα. Ο κύριος Γιάννης ήταν και δικηγόρος του πατέρα μου, επομένως θα μας ανοίξει τη διαθήκη, μιας που για εκείνη βρισκόμαστε εδώ και κυριότερα εγώ» πρόφερε παγερά και ο κύριος Γιάννης, αφού με χαιρέτησε λάμποντας, φόρεσε τα μικροσκοπικά μυωπικά του γυαλιά, που επάνω στην μισού χιλιοστού επιφάνειά τους, συγκέντρωναν την σκόνη όλης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης του Πειραιά.
«Πολύ χαίρομαι για τη γνωριμία μας, παρά την βαριά σκιά της απώλειας του πολυαγαπημένου μας Ρέινε» έκανε την εισαγωγή και εμένα τα μάτια μου βλεφάρισαν, παλεύοντας να διακρίνω ψήγμα συναισθήματος στο πρόσωπο του επίλεκτου μέλους του πρώην ναζιστικού κόμματος «Μπροστά μου έχω μία πολύ ενδιαφέρουσα διαθήκη. Φαίνεται πως ο κύριος Ρέινε σας είχε ιδιαίτερη αδυναμία αφενός και αφετέρου, διέθετε πίστη στις δυνατότητές σας, πράγμα που με οδηγεί στην ανακοίνωση, η οποία τονίζει πως αφήνει την διοίκηση της εταιρείας του, κατά το ήμισυ στην δεσποινίδα Καλλίστη Ασημακοπούλου, με το άλλο μισό ποσοστό της να πηγαίνει στον κύριο Ρούντολφ Έμπερχαρντ» έκανε μία παύση για να κόψει αντιδράσεις.
Για δύο λεπτά, βασανιστικά και ανηλεή, βαριά σιωπή βασίλευσε και μάλλον στο μυαλό εμένα και του Ες, πολλά και διαφορετικά σενάρια λάμβαναν χώρα, σαν προβολή παρακμιακού θερινού σινεμά. Εγώ αδυνατούσα να πιστέψω πως κατά κάποιον τρόπο, είχα βρεθεί στη θέση της διευθύντριας και πως ο Ρέινε με εμπιστεύθηκε με ένα τεράστιο κομμάτι της περιουσίας του. Από το απόλυτο κενό στο οποίο είχαν πριν μία μέρα παραπέσει, είχε ξαφνικά δημιουργηθεί κάτω από τα πόδια μου μία χρυσή σανίδα σωτηρίας. Από την άλλη, ο Ρούντολφ δεν με κοιτούσε καν. Προσπαθούσε να χωνέψει αυτό που είχε μόλις ακούσει. Ο πατέρας του είχε αφήσει σε μία άγνωστη, μερίδιο της περιουσίας του και όσο και αν ο Ρούντολφ δεν ενδιαφερόταν για την περιουσία αυτή καθαυτή, αλλά για τον πληγωμένο του εγωισμό, γύρισε έπειτα από πολύ ώρα και με κοίταξε, πάντοτε ψυχρά και συγκρατημένα. Δεν είχαν ιδέα μέχρι εκείνη τη στιγμή πως για τον ίδιο το χτύπημα είχε θεωρηθεί διπλό, με το πρώτο να ανήκει στο μακρινό παρελθόν και το δεύτερο να παραπαίει ανάμεσα στα καλλιγραφικά γράμματα της διαθήκης.
«Θα μπορούσα να ρωτήσω, τι ακριβώς του είστε του πατέρα μου και σας άφησε την περιουσία του, έστω και μισή;» με ρώτησε σφίγγοντας τις γροθιές του κάτω από το τραπέζι. Με μισούσε. Δεν μπορούσα με κανέναν άλλο τρόπο να εξηγήσω την ξαφνική πτώση του οξυγόνου από την ατμόσφαιρα. Με έπνιγε μάλλον νοητά.
«Βοηθός του προσωπική και γραμματέας. Λάτρευα τον κύριο Ρέινε, μα ειλικρινά δεν φαντάστηκα ποτέ μου πως θα έκανε για εμένα κάτι τέτοιο» προσπάθησα να απολογηθώ τρέμοντας.
«Μόνο αυτό ήσουν για τον πατέρα μου;» με ρώτησε στάζοντας φαρμάκι και ειρωνεία, μα στο άκουσμα της ερώτησης ήταν η σειρά μου να χάσω τον έλεγχο.
«Μπορείτε να αφήσετε στην άκρη τα υπονοούμενα και να με ρωτήσετε ευθέως αυτό που έχετε στο μυαλό σας;» του φώναξα έχοντας σηκωθεί επάνω, ξεσηκώνοντας και το τρίτο Ράιχ που είχε αναστατωθεί για τα καλά, προσπαθώντας παράλληλα να κρυφακούσει.
«Ευκόλως εννοούμενο είναι δεσποινίς. Ήσασταν αποκλειστικά η βοηθός του ή και η κατ' οίκον συντροφιά του;»
Το χέρι μου κινήθηκε αυτόματα και προσγειώθηκε στην αλαβάστρινη μάσκα του, αφήνοντάς τον εμβρόντητο. Δίχως να πω λέξη παραπάνω, απλώς άνοιξα την πόρτα και αφέθηκα σαν τον σίφουνα να με καταπιεί ο ανελκυστήρας, ο οποίος σαν άφατος σωτήρας με καρτερούσε καθώς φαινόταν, ανοίγοντας αυτόματα.
Ο Ρούντολφ είχε μείνει παγωμένος στη θέση του με τον κύριο Γιάννη να έχει αφήσει τα γυαλιά επάνω στα χαρτιά του και να ξεφυσά σαν ατμομηχανή. Οι υπάλληλοι εμφανίζονταν δειλά στην πόρτα, ρωτώντας αν όλα ήταν εντάξει, στην προσπάθειά τους να αποκωδικοποιήσουν τον σαματά. Ο νεαρός ξεφυσούσε, παραδομένος στην ένταση και την οργή, όταν άκουσε το τηλέφωνό του να χτυπά και διάβασε το όνομα του κολλητού του φίλου. Ανακουφισμένος, μα παράλληλα και βέβαιος πως είχε εντοπίσει το εξιλαστήριο θύμα την κατάλληλη στιγμή, τον πήρε μονότερμα εξηγώντας του όλα τα καλά και ευλογημένα που τον είχαν βρει στην πορεία. Φτάνοντας στο θέμα της διαθήκης, η άλλη άκρη της γραμμής έμεινε βουβή.
΄΄Ξεστόμισες τέτοια πρόταση;΄΄ τον ρώτησε ο Γιοχάννες.
΄΄Με αποκάλεσε ναζί. Βασικά με φωνάζει Ρούντολφ Ες!Μην κοιτάς που παρίστανα τον κουφό εκείνη την ώρα. Έχω την εντύπωση πως αυτή η χώρα διακατέχεται από κατοχικό σύνδρομο. Τελοσπάντων, ο Ρέινε με κέρασε ακόμη ένα φαρμάκι. Ούτε την εταιρεία του δεν μου άφησε ολόκληρη και ας την έδινα πίσω. Από εκεί να καταλάβεις εκτίμηση που μου είχε! Προτίμησε μία άγνωστη νεαρή που δουλεύει εδώ μέσα έναν χρόνο! Ε, έθεσα και εγώ μία λογική ερώτηση!΄΄ του φώναξε.
΄΄Για να εισπράξεις και την εξίσου λογική χειρονομία έπειτα. Δεν είναι όλες ερωμένες ηλικιωμένων ανδρών. Δεν την γνωρίζεις....΄΄
΄΄Και ούτε έχω σκοπό να την μάθω. Για την ακρίβεια αδιαφορώ τόσο για εκείνη, όσο και για την χώρα της΄΄ γρύλισε ο Ρούντολφ.
΄΄Μα πλέον είστε αμφότεροι διευθυντές μίας υγειούς εταιρείας. Ωραία και η δουλειά σου εδώ, μα όσο και να την αγαπάς, πάντοτε θα σου θυμίζει πράγματα που θέλεις να ξεχάσεις. Δεν είσαι ο εαυτός σου και το αντιλαμβάνομαι, ασχέτως που έχω βαρεθεί να μιλώ. Γιατί δεν το σκέφτεσαι να μείνεις για λίγο έστω στην Ελλάδα; Αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, μπορείς να πουλήσεις το μερίδιό σου και να επιστρέψεις κερδισμένος. Εξάλλου, ο διευθυντής μας, ο κύριος Έριχ, μα και ο Φρίντριχ ο συνάδελφός μας στην τρέλα, σε εκτιμούν και δεν θα σε εγκαταλείψουν σε περίπτωση που αλλάξεις γνώμη΄΄ τον συμβούλεψε. Ήταν αλήθεια. Ο Διευθυντής εκτιμούσε τη δουλειά του και οι συνάδελφοι τον λάτρευαν.
΄΄Ωστόσο, δεν την γνωρίζω τη δουλειά αυτή. Δεν έχω ιδέα από τουριστικά αφού είμαι αστυνομικός. Τώρα που το σκέφτομαι, αν βρισκόμουν στην Γερμανία θα την είχα συλλάβει για χειροδικία σε όργανο της αστυνομίας, αλλά σε ξένο έδαφος τη γλίτωσε!» μουρμούρισε και ο φίλος του έβαλε τα γέλια.
΄΄Έχεις ξεχάσει να φέρεσαι σε γυναίκες. Ρώτησε και μένα που έχω δύο. Μία μικρή και μία μεγάλη΄΄ τον πείραξε και ο Ρούντολφ χαμογέλασε ελαφρώς στην ανάμνηση της όμορφης οικογένειας του φίλου του.
Κλείνοντας το τηλέφωνο, πήρε μία βαθιά ανάσα και την απόφαση να πάει και να την βρει, μπας και ολοκλήρωναν επιτέλους την διαδικασία της ανάγνωσης τυχόν λεπτομερειών της διαθήκης με τον δικηγόρο Η αλήθεια, ο ίδιος είχε διαφορετική νοοτροπία ζώντας σε μία χώρα που οι άνθρωποι δεν διακρίνονταν για την παρορμητικότητά τους και τον αυθορμητισμό τους, τόσο όσο οι Έλληνες. Του ήταν δύσκολο να χειριστεί αυτές τις ξαφνικές καταστάσεις που έμοιαζαν με ένα παράδοξο σκωτσέζικο ντους, το οποίο έκανε κάθε ξανθιά του τρίχα να ορθώνεται καμαρωτά. Βγαίνοντας στον πολύβουο Πειραιά, δεν χρειάστηκε να κάνει και πολλά βήματα, καθώς την εντόπισε στο απέναντι καφέ, να έχει σκύψει ευλαβικά στον ώμο του σερβιτόρου.
΄΄Αυτή η γυναίκα είναι ανεκδιήγητη΄΄ σχολίασε πλησιάζοντας.
Ο Μάρκος που άκουγε για είκοσι συναπτά λεπτά την μουρμούρα μου, σκουπίζοντας ταυτόχρονα τα δάκρυά μου, ξαφνικά γούρλωσε τα μάτια του στη θέα του νέου μου συναδέλφου στην διευθυντική θέση.
«Καλώς την πέτρα του σκανδάλου» είπε στα ελληνικά, όταν τον είδα να κοντοστέκεται μπροστά μου αμήχανος.
«Es tut mir leid*» μου είπε με δόντια μισόκλειστα που έτριζαν με νεύρο και ύψωσα το φρύδι.
«Με έβρισες και από πάνω;» κραύγασα.
«Μόλις σου είπε πως λυπάται. Έκανα δύο χρόνια γερμανικά, κάτι συγκράτησα» άκουσα τη φωνή του Μάρκου και μαλάκωσα, με τον Ρούντολφ να τον κοιτά με ευγνωμοσύνη μιας που τα αγγλικά του δεν ήταν και άψογα.
«Η λύπη κύριε Έμπερχαρντ δεν θα σας οδηγήσει πουθενά, μήτε τα γρήγορα και ανυπόστατα συμπεράσματα» ξεσπάθωσα.
«Καλώς, για να μην αρχίσουν ωστόσο να αποκτούν υπόσταση, προτιμητέο θα ήταν να έρθετε μαζί μου, ώστε να δούμε τι θα κάνουμε από εδώ και πέρα. Βλέπετε, εγώ έχω μία δουλειά στο Βερολίνο και δεν γνωρίζω αν αξίζει να παραιτηθώ. Από την άλλη, δεν είμαι και βέβαιος για το αν θα έπρεπε να αφήσω την μισή μου έστω περιουσία στα χέρια σου. Ίσως το σκεφτώ να μείνω, μέχρι να δω σε ποιον θα πουλήσω τις μετοχές του μεριδίου μου. Για την ώρα, ας πάμε να ολοκληρώσουμε αυτή τη δυσάρεστη και για τους δύο διαδικασία» πρόφερε και προτού τον ακολουθήσω, του έθεσα μία ερώτηση που ταλάνιζε εδώ και ώρα το μυαλό μου, καθώς ένιωθα την πίκρα να με τυλίγει.
«Καθόλου δενστενοχωρήθηκες για τον θάνατο του πατέρα σου;»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro