Κεφάλαιο Δέκατο/ part 4
Οι αναπνοές που έπαιρνε μέσα στον ύπνο του ήταν όπως πάντα ακαθόριστες και αγχώδεις. Παρά το γεγονός πως ήταν Χειμώνας, εκείνος ήταν μονίμως ιδρωμένος. Οι ουσίες έμοιαζαν υπεύθυνες για τις ταχυπαλμίες του και τις ανέφελες σκέψεις που έκανε, χωμένος στις ψευδαισθήσεις. Δίχως εκείνες οι μνήμες τον έτρωγαν ζωντανό. Τα κοκαλιάρικα χέρια του ζοφερού του παρελθόντος έστεκαν πάντοτε με προσοχή, κρυμμένα στο σκοτάδι και έτοιμα να τον πνίξουν. Τα ναρκωτικά ήταν μία στρεβλή διέξοδος επίπλαστης διαύγειας και ευτυχίας. Ο Τόμας στριφογύρισε στο στρώμα που βρισκόταν πεταμένο στο ξύλινο και σκονισμένο δάπεδο. Τις προάλλες από μακριά, είχε δει τον Φρίντριχ να τρέχει και να σώζει εκείνον τον Γιοχάννες που κυνηγούσε την υπόθεση του παρελθόντος. Τον είχε πυροβολήσει, ωστόσο είχε κατορθώσει τελικά να ξεφύγει, μα πρόλαβε έστω και ελάχιστα να αντικρίσει τον αλλοτινό του φίλο. Ο Φρίντριχ ήταν μία χαρά. Είχε μεγαλώσει σε υπέροχα χέρια και είχε γίνει ένα υγιές παλικάρι, σε αντίθεση με εκείνον που η ζωή τον κλοτσούσε με φθόνο από την πρώτη στιγμή που τα βρεφικά του μάτια είδαν το φως της ημέρας. Η μητέρα του, η Άστριντ πέθανε και εκείνος αφέθηκε στη μοίρα του με έναν πατέρα που δεν τον θέλησε ποτέ, γιατί πολύ απλά είχε ήδη οικογένεια και αν τον παρουσίαζε, μάλλον η δύσμοιρη γυναίκα του θα τον χώριζε.
Μεγαλώνοντας και μαθαίνοντας για την ταυτότητα του πατέρα, έχοντας βγει πια από το ίδρυμα και μετά το ξέσπασμα όλου αυτού του σκανδάλου και του πρώτου του φόνου που είχε διαπράξει με θύμα τον βιαστή του, είχε κινήσει γη και ουρανό προκειμένου να μάθει την ταυτότητα του πατέρα του, όχι πως είχε σημασία ιδιαίτερη, αλλά τουλάχιστον για να γνωρίζει και να δει αν μπορούσε να ωφεληθεί από κάτι. Κατά πώς φάνηκε, μπορούσε, αφού τον γλίτωνε κατά καιρούς από πολλά, μονάχα που μεταξύ τους υπήρχε μία συμφωνία. Πως θα κρατούσε το στόμα του κλειστό και δεν θα αναστάτωνε ποτέ την οικογένειά του. Γυρνώντας πίσω, σε εκείνο το βράδυ, ο Τόμας ήταν παρών στη δολοφονία του αστυνομικού. Θυμόταν να ακούγεται φασαρία τη στιγμή που η συμμορία πάλευε να κρύψει το εμπόρευμα, φυγαδεύοντάς το. Ο Αλοίσιος, ένα νεαρό παιδί, καινούργιος στο επάγγελμα όπως είχε ενημερωθεί, βρισκόταν ήδη στην πολυκατοικία. Τρόπος να ξεφύγουν υπήρχε, ωστόσο ο Ίωνας, ο Έλληνας συνεργάτης του, μαζί με ακόμη έναν Γερμανό, βγήκαν να τον αντιμετωπίσουν.
Αρχικά, τον τραυμάτισαν, μα το τραύμα ήταν τόσο βαρύ και βαθύ, που αν δεν μεταφερόταν άμεσα στο νοσοκομείο θα πέθαινε. Κάπου εκεί, θυμήθηκε τον αδερφό του να καταφθάνει με ενισχύσεις και τον διπλανό του Ίωνα να πέφτει νεκρός με τον ίδιο να σημαδεύει τον πεσμένο αστυνομικό που ξεψυχούσε. Η έκφραση πόνου, άγχους και ικεσίας του αδερφού του τον είχε αναστατώσει, τον είχε γεμίσει τύψεις. Έτρεμε και ήταν σε πανικό. Η καρδιά του Τόμας κόντευε να σπάσει και πάλεψε να πείσει τον Ίωνα να του χαρίσει τη ζωή. Εκείνος όμως ατάραχος, του έδωσε τη χαριστική βολή και οι σφαίρες έπειτα από αυτό ξεκίνησαν να πέφτουν βροχή. Ο Τόμας τραυματίστηκε ελαφριά στο πόδι, μα κατόρθωσε στην προσπάθειά του να διαφύγει, να τραυματίσει τον Ρούντολφ που τρελαμένος με το θέαμα του αδερφού του να δολοφονείται, είχε ανοίξει πυρ εναντίον τους. Από τη νύχτα εκείνη, για την συγκεκριμένη ομάδα έκανε μικροδουλειές, μα άλλοι μιλούσαν με τον Ίωνα. Ο Φριτς για παράδειγμα, ένα ακόμη παιδί της νύχτας, ήταν ο αρχηγός της συμμορίας στο Βερολίνο, με τον Ίωνα αντίστοιχα να κάνει τις δουλειές του στην Ελλάδα, μεταφέροντας τόνους ναρκωτικών και όπλων παράνομα, καθώς επίσης και πουλώντας προστασία σε μαγαζιά. Ο Τόμας ήταν κάτι σαν τον πληροφοριοδότη, αφού είχε την ικανότητα να μαθαίνει από πρώτο χέρι όλες τις κινήσεις των αστυνομικών, καθώς και η κύρια αιτία που τόσα χρόνια είχαν μία έμμεση προστασία. Γενικά προτιμούσε να εργάζεται βράδυ και να κοιμάται την ημέρα, έτσι με αυτόν τον τρόπο αντιμετώπιζε καλύτερα τους εφιάλτες του. Στο σκοτάδι, όλα έμοιαζαν πιο τρομακτικά.
Αναλογιζόμενος τη ζωή του, με τον τρόπο που ήρθαν τα πράγματα, μονάχα για ένα μετάνιωνε. Για τις κλοπές του ενώ δούλευε σαν κηπουρός στο σπίτι της Μπριγκίτα και του άνδρα της. Ο Τόμας όμως αντιμετώπιζε πολύ σοβαρά προβλήματα συμπεριφοράς. Δεν μπορούσε να δεθεί με κανέναν άνθρωπο συναισθηματικά. Σχέση στη ζωή του δεν είχε κάνει ποτέ και πήγαινε μονάχα με ιερόδουλες, ώστε να είναι βέβαιος πως δεν διέτρεχε κίνδυνο να τον ερωτευτεί κάποια, καθώς ήταν ένας πανέμορφος άνδρας. Επίσης φρόντιζε να ζητά κάθε φορά και άλλη, ποτέ την ίδια γυναίκα. Έρωτας δεν γνώριζε τι σήμαινε και επίσης φρόντιζε να είναι γυρισμένες με την πλάτη σε εκείνον, ώστε να μην τον κοιτάζουν καν στα μάτια. Ακόμη όμως και τη στιγμή που ικανοποιούταν μαζί τους, από μέσα του έβγαινε ένα συναίσθημα εκδικητικό. Θυμόταν το παρελθόν του, τους ανηλεείς βιασμούς του παιδικού και εφηβικού του κορμιού, τον αφόρητο πόνο του και το μίσος που έτρεφε για όλους αυτούς που ήθελαν να ονομάζονται άνθρωποι. Στην ουσία ποτέ του δεν το ξεπέρασε, ποτέ του δεν συνήλθε, μήτε ευτύχισε. Του αρκούσε όμως έστω και έτσι, που ο φίλος του ο Φρίντριχ είχε μία καλύτερη τύχη.
Καθώς η θερμοκρασία του κορμιού του ανεβοκατέβαινε, σηκώθηκε με κόπο πολύ. Το υπόγειο, μικροσκοπικό σαν τρύπα διαμέρισμα που έμενε, έμοιαζε με φυλακή. Ίσως ήταν τελικά χειρότερα και από αυτό. Για λίγο στάθηκε να συλλογιστεί καλά την επόμενη κίνησή του. Ως πότε θα ζούσε με ψευδαισθήσεις; Ως πότε θα έβγαζε χρήματα μέσα από το εμπόρευμα που πουλούσε και που τα κέρδη τελικά τα περισσότερα τα άρπαζαν τα μεγάλα κεφάλια, όπως ο Ίωνας και ο Φριτς; Αυτός ο Γιοχάννες σύμφωνα με τον πληροφοριοδότη του, έψαχνε διαρκώς απαντήσεις. Με βάση τα όσα γνώριζε, σίγουρα οι έρευνες θα στρέφονταν και στο πρόσωπό του. Υπήρχε φάκελος εναντίον του στην αστυνομία και το γνώριζε. Ο μπάτσος λοιπόν θα έψαχνε στα σίγουρα να τον εντοπίσει ή ίσως να εντοπίσει μέσω του ίδιου κάποιον πιθανό συνεργάτη. Εδώ που είχε φτάσει και με την κούραση να τον έχει καταβάλει, ίσως ο ίδιος θα έπρεπε να κάνει το βήμα, όχι να παραδοθεί μήτε να συμμαχήσει. Απλώς να δώσει μία κλωτσιά σε αυτό το κουβάρι και ας ανακάλυπταν οι υπόλοιποι την αλήθεια από μόνοι τους. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, υπήρχε πιθανότητα ο τύπος αυτός, να επισκεφτεί το σπίτι όπου δούλευε για έναν χρόνο. Έπρεπε να πεταχτεί και να ρίξει μία ματιά. Αλλιώς του ήταν δύσκολο να μαντέψει την επόμενή του κίνηση. Αρχικά θα μιλούσε με τον πληροφοριοδότη του. Αυτός θα του έλεγε τα πάντα, όπως το αν ας πούμε είχε περάσει καθόλου από το τμήμα. Πληκτρολόγησε τον αριθμό και περίμενε. Η ώρα ήταν δέκα το πρωί.
Πράγματι, όπως το φαντάστηκε, η φωνή η τραχιά από την άλλη άκρη της γραμμής τον υποδέχτηκε. Παραλίγο να του ξεγλιστρούσε ο Γιοχάννες, ο οποίος είχε μεν περάσει από το τμήμα τα χαράματα, αλλά δεν είχε πει κουβέντα σε κανέναν. Μία δοκιμή θα του έδειχνε αν είχε πέσει όντως μέσα και αν είχε επισκεφτεί την κυρία εκείνη με την μεγάλη καρδιά. Ντύθηκε στα γρήγορα, φόρεσε ό,τι πιο ζεστό είχε και κοίταξε τη δόση του που τον περίμενε σιωπηλή, έτοιμη να του χαρίσει τη θανατερή ευτυχία και διαύγεια για λίγο μόνο. Ας ήταν λοιπόν. Για σήμερα τη χρειαζόταν. Αυτήν και το όπλο του.
Μία ώρα αργότερα περίπου, βρισκόταν σε εκείνο το εξοχικό δρομάκι. Θυμόταν τα πάντα. Αν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ως ευτυχισμένες κάποιες μέρες του, τότε στα σίγουρα ήταν εκείνες πλάι στην Μπριγκίτα. Σε κανέναν και ποτέ δεν είχε ανοιχτεί. Σε εκείνη όμως, είχε πει έστω τρεις λέξεις. Είχε ξεστομίσει το όνομα της μητέρας του. Βαδίζοντας προς το σπίτι το γνώριμο, είδε ένα ταξί να περιμένει έξω. Τρέχοντας, έφτασε πλάι από το όχημα και του ζήτησε να κατεβάσει το τζάμι.
«Συγγνώμη περιμένετε κάποιον; Ξέρετε μένω σε αυτό το σπίτι και παραξενεύτηκα που σας είδα σταθμευμένο εδώ»ρώτησε σχετικά άνετα.
«Έναν νεαρό. Μου ζήτησε απλά να περιμένω γιατί είχε χτυπήσει το πόδι του ο καημένος»
Τα μάτια του Τόμας άστραψαν. Ήταν τυχερός και ο Γιοχάννες ήταν μέσα ακόμη.
«Α, ναι!Είναι ο κολλητός μου. Λοιπόν πείτε μου τι χρωστά για την κούρσα, θα τον γυρίσω εγώ πίσω»
Πλήρωσε τον ταξιτζή και τον είδε να απομακρύνεται ανίδεος. Έχοντας σταθεί κρυμμένος ελαφρώς στην πλούσια βλάστηση της περιοχής, είδε τη γνώριμη φιγούρα του Γιοχάννες να βγαίνει μαζί με την οικοδέσποινα. Κάνοντας υπομονή, την παρακολούθησε να τον χαιρετά και να εισέρχεται εκ νέου στο σπίτι. Ήταν η στιγμή του. Κινήθηκε αέρινα. Ο Γιοχάννες είχε γυρισμένη την πλάτη προς την κατεύθυνση του αυτοκινήτου που περίμενε για να φύγει. Μέσα σε δευτερόλεπτα, ένιωσε κάτι να τον πιέζει στην σπονδυλική στήλη.
«Πέτα το όπλο σου μπάτσε. Ξέρω πως το κρατάς καλά κρυμμένο» η φωνή η ψυχρή του Τόμας τον έκανε να ανατριχιάσει όσο και η ιδέα πως κάποιος πάλι είχε καρφώσει την κίνησή του, κάνοντάς τον να μπερδευτεί με την λίστα των υπόπτων.
«Στ' ανάθεμα!» έβρισε.
«Κάνε ό,τι σου λέω. Έχεις οικογένεια και σίγουρα θα ήθελες να τους ξαναδείς» πρόφερε απειλητικά ο Τόμας και ο Γιοχάννες έπιασε το κρυμμένο όπλο του και το πέταξε με νεύρο στο δρόμο. «Τέλεια!»
Τότε ο Γιοχάννες στράφηκε προς το μέρος του κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Ήταν εκείνος, όπως τον περίμενε.
«Τόμας αναθεματισμένε Μίλλερ!»γαύγισε.
«Σωστά, δίχως το μεσαίο»
«Και τώρα τι; Θα με πας στα τσιράκια σου;» τον ρώτησε παρατηρώντας τον καλύτερα. Τα χέρια του έτρεμαν ελαφρώς, το μέτωπό του είχε ιδρώσει και ας ήταν το κρύο αφόρητο. Μαύροι κύκλοι πλαισίωναν ένα πρόσωπο ασθενικό και όμως πίσω από όλα αυτά διακρινόταν εκείνη η χαμένη ομορφιά.
«Θέλω να μιλήσουμε» τον ξάφνιασε.
Ο Γιοχάννες είχε αρχίσει να αγχώνεται. Δεν ήξερε κατά πόσο μπορούσε να εμπιστευτεί ένα άτομο παραδομένο εμφανώς στην επιρροή των ουσιών από την μία πλευρά και σε μία ζωή παρανομίας από την άλλη. Το βεβαρημένο του παρελθόν αποτελούσε ακόμη έναν παράγοντα, που τον έκανε να σκέφτεται την πιθανότητα, πως ίσως δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά τα ματάκια της κόρης του ή το πρόσωπο της γυναίκας του. Για τον ίδιο δεν έδινε δεκάρα. Ακολουθούσε τις συνέπειες ενός επαγγέλματος που επέλεξε από πολύ μικρή ηλικία. Καθώς κοιτούσε τον Τόμας, έκανε μία προσπάθεια να τον ψυχολογήσει, αποφασίζοντας στο τέλος να τον αντιμετωπίσει, όπως θα έκανε με τον οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο. Σαν να μην είχε κοινώς δίπλα του ένα έξυπνο, παραβατικό στοιχείο.
«Πού πηγαίνουμε;» τον ρώτησε και ο Τόμας τον κοίταξε αυστηρά.
«Έχεις μήπως κάποια προτίμηση μπάτσε; Ένα καλό καφέ με θέα τον ποταμό Σπρέε;» τον ειρωνεύτηκε.
«Δεν θα ήταν άσχημα» ανταπέδωσε την ειρωνεία και είδε το όπλο να τον σημαδεύει.
«Στην θέση σου, δεν θα αστειευόμουν» γρύλισε ο Τόμας.
«Έχω το περιθώριο. Επιθυμείς να μου μιλήσεις αρχικά, αλλιώς δεν θα μου χάριζες τη ζωή. Κάνω λάθος; Είμαι εδώ για να σε ακούσω λοιπόν, με ή χωρίς το όπλο μου. Αστυνομικός είμαι, όχι δολοφόνος για να σε εκτελέσω»
«Δεν εκτελούν πάντα οι δολοφόνοι. Εκτελούν και οι πατεράδες, οι άνθρωποι της εκκλησίας και οι συγγενείς. Απλώς το κάνουν διαφορετικά και όχι με τη χρήση ενός όπλου. Ίσως αν το χρησιμοποιούσαν και φύτευαν μία σφαίρα στο κεφάλι του θύματος, να ήταν πολύ πιο ανθρώπινο από την αργή σωματική και ψυχική καταστροφή» έκανε μία παύση. Περπατώντας είχαν φτάσει στη μέση ενός οικοπέδου και ο Τόμας του έκανε σήμα να καθίσει.
«Ήξερες πως υπήρχαν αυτά τα ξεχαρβαλωμένα παγκάκια. Επομένως, έρχεσαι συχνά εδώ γύρω»παρατήρησε ο Γιοχάννες.
«Σπίρτο είσαι αστυνόμε. Ναι, έρχομαι εδώ κάπου κάπου όταν θέλω να σκεφτώ. Το μοναδικό μέρος καλών αναμνήσεων. Γελοίο έτσι; Κάποιος με θολωμένο μυαλό σαν εμένα να παλεύει να σκεφτεί καθαρά. Και όμως, σε μία στιγμή μικρής διαύγειας σκέφτηκα πράγματι και ήταν ο λόγος που ήρθα να σε δω. Αυτό το μέρος, συνοδεύει τις μόνες καλές μου μέρες. Η Μπριγκίτα ήταν μία υπέροχη γυναίκα. Μία γυναίκα που φέρθηκε σε ένα σκουπίδι σαν εμένα ανθρώπινα. Ξέρω πως έκλεψα το χέρι που με τάιζε, μα πίστεψέ με, όταν τα λεφτά σου τελειώνουν και πρέπει να βρεις τρόπο να εξασφαλίσεις την συνέχεια της...ας πούμε μαστούρας, μα και να πληρώσεις το αφεντικό της οργάνωσης που έχεις μπλέξει, τότε αναγκάζεσαι να κλέψεις τον οποινδήποτε. Μακάρι να μπορούσα να της γυρίσω πίσω. Τόση ώρα δεν συστήθηκα όμως σαν...άνθρωπος. Είμαι ο Τόμας Μίλλερ, μέλος σίγουρα της συμμορίας που ψάχνεις να ξεσκεπάσεις. Δυστυχώς δεν είμαι εδώ για να σου δώσω τη λίστα με τα ονόματα. Κάποιοι από αυτούς έμπλεξαν όπως και εγώ, έχοντας αποσκευές ασήκωτες στην πλάτη τους. Άκουσέ με λοιπόν αν έχεις χρόνο» πήρε μία ανάσα και ο Γιοχάννες ξεροκατάπιε.
«Έχω»
«Υπέροχα. Μεγάλωσα σε ένα ορφανοτροφείο. Η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν ακόμη βρέφος και κυριολεκτικά δεν θυμάμαι καθόλου το πρόσωπό της. Μακάρι να είχα έστω και μία θολή ανάμνηση, μα δεν έχω. Το κολαστήριο που έμεινε να με φιλοξενεί, με είχε κατατάξει στους όμορφους. Προς Θεού, δεν σημαίνει πως τα άλλα παιδιά ήταν άσχημα, δεν υπάρχουν άσχημα παιδιά αν θες τη γνώμη μου, μα τυχερά. Ίσως σε αυτόν τον τόπο, η ασχήμια που οι άλλοι έβλεπαν, να ήταν η μεγαλύτερη τύχη. Αποφάσισαν λοιπόν να με νοικιάζουν. Ξέρεις, σε ανώμαλους που ενώ το πρωί φορούν κοστούμια και φιλάνε με πάθος τη γυναίκα και το παιδί τους, το βράδυ ξυπνά ένας άλλος εαυτός, εκείνος που θέλει να χαϊδέψει αγοράκια και μόνο στη σκέψη, νιώθουν την ανάγκη να αυτοϊκανοποιηθούν. Ναι, υπάρχουν αυτοί οι υπεράνω υποψίας άνθρωποι. Ούτε ξέρω πόσα χέρια άλλαξα, ούτε μέτρησα τις φορές που ένιωσα ένα φρικτό κάψιμο λίγο πριν λιποθυμήσω. Αν δεν είχα δίπλα μου τον Φρίντριχ, θα τρελαινόμουν. Μιλώ για τον συνάδελφό σου. Όλο αυτό με οδήγησε να σκοτώσω τον βιαστή μου. Ένιωσα λύτρωση με αυτήν την πράξη. Δεν με ένοιαζαν οι συνέπειες, δεν έδινα δεκάρα. Αυτό που ήθελα, ήταν να μάθω για τον πατέρα μου, να δω το πρόσωπό του και να τον ρωτήσω γιατί με πέταξε αναγκάζοντάς με να ζήσω με αυτόν τον τρόπο. Ο Φρίντριχ δεν ήθελε να γνωρίσει κανέναν από την οικογένειά του. Μου έλεγε συχνά πως προτιμούσε να ζήσει τη ζωή του από το μηδέν και αν ήταν τυχερός, να αποκτούσε στην πορεία μία οικογένεια. Η ευχή του πραγματοποιήθηκε πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο. Τη μέρα εκείνη αγκαλιαστήκαμε σφιχτά και εγώ πάλεψα να κρατήσω αυτήν την αίσθηση. Δεν τον ξαναείδα, εκτός από τη στιγμή που σε πυροβόλησα στο πάρκο. Ναι, εγώ ήμουν» έκανε ξανά μία παύση.
Ο Γιοχάννες παρακολουθούσε με το στομάχι σφιγμένο. Ήταν η πιο τραγική ιστορία που είχε πέσει στα αστυνομικά του χέρια.
«Τόμας...»
«Μην πεις τίποτε. Μόνο εγώ θα μιλήσω και όταν τελειώσω θα φύγεις και δεν θα μου πεις λέξη. Δεν θέλω να ακούσω»
«Εντάξει» αναγκάστηκε να συμφωνήσει ο Γιοχάννες.
«Μετά λοιπόν από την υιοθεσία του Φρίντριχ, τον φόνο τον δικό μου και το ξεσκέπασμα του σκανδάλου, ο μόνος τρόπος για να απαλύνω τον πόνο μου ήταν οι ουσίες. Ποτέ δεν απέκτησα οικογένεια, μήτε είχα σωστά πρότυπα. Ήμουν πιτσιρικάς, έμπλεξα αλλά δεν με απασχολούσε. Δεν με ενδιέφεραν οι άνθρωποι, μέσα μου αισθανόμουν για εκείνους φθόνο και πικρία, εκτός από τον Φρίντριχ. Οι σχέσεις μου περνούσαν αδιάφορες, ικανοποιούμουν με ιερόδουλες, ποτέ δεν ένιωσα έρωτα αλλά δεν τον επεδίωξα κιόλας. Ο πατέρας μου ήταν η χαριστική βολή. Με άφησε γιατί πήγε με μία ανήλικη, την μητέρα μου. Ήταν δεκαεπτά τότε και σε καμία περίπτωση δεν θα φορτωνόταν το παιδί της, από τη στιγμή που είχε ήδη και σύζυγο και παιδιά. Επίσης η οικογένεια της μητέρας μου δεν ήθελε καμία σχέση μαζί μου, ούτε και εγώ όμως επεδίωξα να τους βρω.Εκείνη πέθανε και εγώ κατέληξα στο ίδρυμα. Θες μήπως να σου πω ποιος είναι ο πατέρας μου; Ποιος με καλύπτει και με πληροφορεί για όλα;»
Ο Γιοχάννες είχε χλομιάσει και η καρδιά του κόντευε να σπάσει.
«Να πάρει...» ψέλλισε.
«Ο Έριχ, ο Διοικητής της αστυνομίας. Αυτός που σας έβαλε όλους να ψάχνεστε για το ποιος είναι ο μπάτσος με το μεγάλο στόμα και τα αετίσια μάτια που έχει την ικανότητα να είναι ένα βήμα πιο μπροστά. Η κάλυψη ήταν το αντάλλαγμα για να μην τινάξω στον αέρα την οικογένειά του»
Όταν τελείωσε, ο Γιοχάννες έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα από την τσέπη του, προσφέροντας ένα σιωπηλά και στον Τόμας.
«Ελαφριά είναι. Σε πιάνουν;» τον ρώτησε.
«Αν βάλω πέντε μονομιάς, θαρρώ πως ναι»
«Δεν έπεσες και τελείως από τα σύννεφα» συμπέρανε ο Τόμας καθώς φυσούσε τον καπνό.
«Πράγματι όχι. Δεν ξέρω γιατί, μα όλη αυτή η μυστικοπάθεια που τον είχε πιάσει τελευταία δεν μου άρεσε. Ήξερε πως ο Ρούντολφ έψαχνε την υπόθεση και τον μάζεψε στο γραφείο παλεύοντας να του σπείρει την αμφιβολία για τους συναδέρφους του. Ήξερε πως αν μας χώριζε μεταξύ μας όλους, δουλειά δεν θα γινόταν καλή και επίσης, με το να δείξει εμπιστοσύνη στον Ρούντολφ ταυτόχρονα πετούσε από επάνω του οτιδήποτε ύποπτο. Πώς μπόρεσε να γνωρίζει τα πάντα και να μη μιλάει;» εξοργίστηκε.
«Πώς μπόρεσαν κάποιες καλόγριες να με βλέπουν να σέρνομαι τα βράδια μέσα στα αίματα και να σιωπούν; Η σιωπή είναι συνενοχή και πάνω σε αυτήν στηρίζονται όλοι αυτοί. Στη σιωπή των γύρω και στον φόβο του θύματος. Εγώ σήμερα όμως αποφάσισα να σπάσω αυτή τη σιωπή. Ίσως γιατί δεν έχει νόημα άλλο πια. Για πόσο να συνεχίζω να καταναλώνω ουσίες για να την βρίσκω με εμένα και τη ζωή μου; Πάρε αυτό. Εκεί θα βρεις τον Φριτς κατά προτίμηση τα πρωινά καθώς τα βράδια λείπει. Με συγχωρείς για λίγο τώρα, θέλω να κάνω την ανάγκη μου. Μην κουνηθείς γιατί θα σε δω»
Ο Γιοχάννες έκατσε βαρύς σε εκείνο το ξεχαρβαλωμένο παγκάκι. Ήθελε να κλάψει, μα έπρεπε να κρατηθεί. Ήταν αστυνομικός άρα και δυνατός. Το τραύμα τον ενοχλούσε. Το είχε κουράσει αρκετά με την ορθοστασία. Στράφηκε προς το μέρος του Τόμας, μα δεν τον είδε πουθενά. Σκέφτηκε πως πιθανότατα είχε δραπετεύσει. Μπορεί και όχι όμως. Θα περίμενε δύο λεπτά ακόμη και θα σηκωνόταν. Ο νεαρός από την άλλη, πλησίασε το σπίτι της Μπριγκίτα. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό, μύριζε μπισκότα. Πρόσεξε πως είχε αφήσει το πιάτο στο παράθυρο κοντά και της πήρε ένα δίχως να τον δει. Το έβαλε στο στόμα του με τα δάκρυα να το μουσκεύουν. Κάπως έτσι θα έπρεπε να νιώθει κάποιος μπροστά στην απόλαυση μίας λιχουδιάς, φτιαγμένης με αγάπη. Έχοντας φάει και το τελευταίο ψίχουλο έβγαλε ένα στυλό από την τσέπη του βρώμικου παντελονιού του και έναν φάκελο. Μέσα είχε αφήσει λεφτά που ισοδυναμούσαν με την τιμή του βάζου. Της είχε γράψει δύο λόγια. Στο πίσω μέρος του φακέλου, πρόσθεσε ακόμη μία πρόταση.
΄΄Ευχαριστώ για το μπισκότο, ήταν υπέροχο΄΄
Το γράμμα το άφησε κάτω από το μικρό πιατάκι και έφυγε. Είδε τον Γιοχάννες από μακριά που στράφηκε και εκείνος προς το μέρος του. Αργά έβγαλε το όπλο και το πίεσε τον κρόταφό του. ΄΄Αν απλά μου είχαν φυτέψει κάποτε μία σφαίρα, λιγότερο πόνο θα ένιωθα΄΄ .
Ο Γιοχάννες ταράχτηκε. Κατάλαβε ευθύς αμέσως τι συνέβαινε και ξεκίνησε να φωνάζει. Παρά τον απίστευτο πόνο του τραύματος, έτρεξε προς το μέρος του Τόμας, όταν άκουσε τον πυροβολισμό και τον είδε να σωριάζεται αναίσθητος στο χώμα. Ένα λεπτό ρυάκι δακρύων ξεκινούσε από τα μάτια του και κατέληγε να ενώνεται με το ερυθρό του αίματος. Ο πόνος που είχε ανταμώσει τον θάνατο.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro