Κεφάλαιο Δέκατο/ part 3
Βερολίνο
Όλο το βράδυ δεν κατάφερε να κοιμηθεί ούτε για ένα λεπτό, σε σημείο που λίγο πριν τα χαράματα, ο Γιοχάννες βρέθηκε στην κουζίνα να φτιάχνει καφέ,ανοίγοντας παράλληλα το λάπτοπ για να πληκτρολογήσει το ονοματεπώνυμο του νεαρού που του είχε δώσει ο Φρίντριχ. Μπροστά του ξεπήδησαν μέσα σε δευτερόλεπτα όλες οι ειδήσεις της φρίκης, που αφορούσαν το ξεσκέπασμα του δικτύου της παιδικής κακοποίησης των ορφανών. Ο Τόμας βρισκόταν ξεκάθαρα ανάμεσα στα θύματα, μα όσο και να διάβαζε, τίποτε περισσότερο δεν κατόρθωσε να εντοπίσει σχετικά με την ταυτότητα των γονιών του. Αποτέλεσμα αυτού, ήταν πως κρίθηκε αναγκαία η επιστροφή του στο τμήμα, έστω και κουτσαίνοντας προκειμένου να εντοπίσει επιπλέον στοιχεία, μιας και μετά την επίθεση και τελικά δολοφονία του βιαστή του, είχε ανοίξει στην Αστυνομία φάκελος που τον αφορούσε. Κοίταξε το ρολόι και η ώρα ήταν έξι και μισή τα ξημερώματα. Ίσως έβρισκε τον Χάινριχ, τον συνάδελφο ο οποίος το μοιραίο βράδυ ήταν εξίσου παρών όπως και ο ίδιος στη δολοφονία του Αλοίσιου. Για κάποιον λόγο δεν του είχε ζητηθεί να ασχοληθεί με την υπόθεση αυτή και έτσι στη θέση του είχαν φέρει τον καινούργιο, τον Φρίντριχ. Μην επιθυμώντας να ανησυχήσει τη γυναίκα του, της έγραψε στα γρήγορα πως πεταγόταν στο τμήμα τώρα που ακόμη θα είχε ησυχία και κατόπιν, με ό,τι στοιχεία συγκέντρωνε, θα ξεκινούσε την έρευνα σχετικά με την πονεμένη ιστορία του Τόμας.
Παλεύοντας να ντυθεί με λίγο κόπο και πατώντας στις άκριες των δαχτύλων του, όσο του το επέτρεπε το τραύμα, σύρθηκε στην πόρτα, την ξεκλείδωσε και βγήκε έξω στην πρωινή πάχνη και υγρασία.Υπό άλλες συνθήκες θα περπατούσε μία μεγάλη απόσταση, όμως εξαιτίας του τραυματισμού του, κάλεσε αυτοκίνητο για να τον μεταφέρει μέχρι ένα τετράγωνο μακριά από το τμήμα. Στον οδηγό ζήτησε να περιμένει, καθώς αν αντιλαμβανόταν πως υπήρχε κίνηση στα γραφεία, θα επέστρεφε άλλη ώρα. Τελικά για καλή του τύχη, μονάχα ο Χάινριχ και ακόμη ένας βρίσκονταν εκεί, επομένως έδωσε στο ταξί το σύνθημα της αποχώρησης.
«Γιοχάννες! Καλημέρα και χαίρομαι που είσαι καλά. Έμαθα τι συνέβη στο πάρκο. Πολύ τραγικό» ξεκίνησε με την βροντερή του φωνή ο Χάινριχ και ο Γιοχάννες του ζήτησε με τρόπο να μιλά χαμηλοφώνως «Ασχολείστε έμαθα με το γνωστό θέμα» ψιθύρισε τώρα ο συνάδελφός του «Σαν χθες το θυμάμαι. Ίσα που κατορθώσαμε να γλιτώσουμε. Μου κάνει εντύπωση που έφεραν τον Φρίντριχ και δεν ζήτησαν από εμένα να ασχοληθώ» τελείωσε και ο Γιοχάννες τον κοίταξε μέσα στα μάτια.
«Λοιπόν, γνωρίζεις και εσύ πως τα πράγματα εδώ μέσα είναι περίεργα και όλοι κατά κάποιον τρόπο ύποπτοι μέχρι αποδείξεως του εναντίου τουλάχιστον. Μου έκανε και εμένα εντύπωση, μα ίσως τελικά μας βγει σε καλό. Θα σου εξηγήσω άλλη στιγμή» μπήκε κατευθείαν στο ψητό και ο Χάινριχ ένευσε θετικά.
«Το γνωρίζω φυσικά. Υπάρχουν σαφείς εντολές απόλυτης προσοχής, αν και εγώ ασχολούμαι με μία ληστεία τράπεζας κοντά στο Σαρλότενμπουργκ, επομένως δεν έχω δώσει τη δέουσα σημασία στα τρέχοντα ζητήματα της υπόθεσης. Θα περιμένω λοιπόν να με ενημερώσεις»
«Αρχικά χρειάζομαι την βοήθειά σου. Έχει ανοιχτεί φάκελος για αυτό το πρόσωπο» ξεκίνησε ο Γιοχάννες και ο Χάινριχ έριξε μία ματιά « Μπορείς να μου τον φέρεις; Με βάση τα όσα διέπραξε, υπάρχει πιθανότητα να εντοπίσω ακόμη και προηγούμενους εργοδότες του»
«Μπες στο γραφείο μου και θα στον φέρω σε δέκα λεπτά, καθώς χρειάζεται λίγο ψάξιμο» του απάντησε ο Χάινριχ και ο Γιοχάννες υπάκουσε έχοντας μαζί του και τον καφέ που είχε ετοιμάσει από το σπίτι.
Πράγματι, περίπου δέκα λεπτά αργότερα, ο συνάδελφός του εισήλθε με έναν σχετικά παλαιό φάκελο που είχε ανοιχτεί στην αστυνομία εξαιτίας κάποιων πλημμελημάτων, μικροκλοπών και φυσικά της δολοφονίας με ελαφρυντικά τότε, που τον είχαν στείλει φυλακή για δύο περίπου χρόνια. Η κλοπή αφορούσε ένα σπίτι στο οποίο εργαζόταν ως κηπουρός, μονάχα για να καταλήξει έπειτα από έναν χρόνο να αρπάζει αντικείμενα αξίας από το εσωτερικό του, με την διάθεση της πώλησης τους. Πέραν από αυτό, την ημέρα της σύλληψης, είχε βρεθεί πολύ μικρή ποσότητα ναρκωτικών ουσιών επάνω του, και ο ίδιος τότε ισχυρίστηκε πως ήταν για προσωπική του χρήση. Γενικά βέβαια για την ζωή που έκανε, του Γιοχάννες του φαινόταν πως είχε το κοκαλάκι της νυχτερίδας καθώς θα μπορούσε να βρεθεί και περισσότερο μπλεγμένος. Η πρώτη του απόπειρα λοιπόν εξιχνίασης της υπόθεσης, θα ήταν το σπίτι εκείνο των πρώην εργοδοτών του. Έπρεπε να επικοινωνήσει μαζί τους, να τους εξηγήσει την κατάσταση καθησυχάζοντάς τους πως θα υπήρχε απόλυτη προστασία δική τους, μήπως με αυτόν τον τρόπο κατόρθωνε να τους επισκεφθεί άμεσα.
Αποφασίζοντας να μην ανακατέψει περισσότερο τον Χάινριχ, παρά το γεγονός πως ήταν μαζί του και μαζί με τον Ρούντολφ το μοιραίο βράδυ, επικοινώνησε με την οικογένεια εκείνη στην οποία είχε δουλέψει χρόνια πριν ο νεαρός Τόμας. Το τηλέφωνο σήκωσε μία κυρία, σχετικά μεγάλης ηλικίας, η οποία ενώ αρχικά έμοιαζε μαγκωμένη, τελικά με την προσπάθεια και τη πειθώ που ασκούσε ο Γιοχάννες με τον δικό του τρόπο, δέχτηκε τελικά να την επισκεφθεί σε καμιά ώρα, καθώς έπειτα ξεκινούσε για την μεσημεριανή της βόλτα. Ο αστυνομικός την ευχαρίστησε και δίχως να πει τίποτε σε κανέναν, έφυγε όσο πιο γρήγορα γινόταν για τα δικά του δεδομένα. Ήλπιζε πως αν κανένας δεν είχε γνώση των κινήσεών του, θα κέρδιζε από την μία χρόνο και από την άλλη θα προστάτευε την συγκεκριμένη κυρία και τους δικούς της, καθώς ο προηγούμενος μάρτυρας, είχε βρεθεί νεκρός εξαιτίας της δικής του απερισκεψίας. Στο μυαλό του γυρνούσε η μέρα που αποφάσισε στα ξαφνικά να επισκεφτεί τον κύριο Κερτ. Κανείς δεν γνώριζε για την απόφασή του αυτή εκτός από τον Φρίντριχ, ο οποίος στον διάλογό τους τότε, του είχε αναφέρει ορισμένες επιπλέον πληροφορίες. Άξαφνα ο βηματισμός του σταμάτησε απότομα σαν να σκόνταψε. Όχι, υπήρχε κάποιος που γνώριζε τότε πέραν του Φρίντριχ, μα αυτό ήταν αδύνατο. Ένιωσε τη ραχοκοκαλιά του να παγώνει και την καρδιά του να σφυροκοπά ανελέητα. Αν υπήρχε έστω και η παραμικρή πιθανότητα ορθότητας της σκέψης του, τότε τα πράγματα όδευαν σε κολάσιμους και σκοτεινούς δρόμους.
΄΄Δεν θα πω λέξη, αν δεν βρω την άκρη πρώτα, αλλιώς θα με περάσουν για τρελό ή θα βρεθώ στα σίγουρα διαμελισμένος σε κανένα χαντάκι. Από την άλλη αν ο Φρίντριχ υποψιάζεται το ίδιο πρόσωπο, ίσως τελικά να πρέπει να γυρίσει πίσω, έστω και στα κρυφά΄΄
Με την αγωνία του στο κόκκινο, είχε φτάσει δίχως να το αντιληφθεί, στην περιοχή Μάριεντορφ, λίγο έξω από το κέντρο. Αγαπούσε τις φιλήσυχες γειτονιές με την βλάστηση και η συγκεκριμένη μονοκατοικία, ήταν κυριολεκτικά χωμένη στην καρδιά της φύσης. Είχε ειδοποιήσει τον οδηγό του ταξί όπως πάντα, να περάσει σε μία ώρα το πολύ για να τον πάρει, καθώς εξαιτίας του τραυματισμού του η μετακίνηση ήταν δύσκολη. Παίρνοντας βαθιές ανάσες, ανασκουμπώθηκε και χτύπησε την αυλόπορτα, όταν είδε μία κυρία κοντά στα εβδομήντα, περιποιημένη, να τον πλησιάζει χαμογελαστή.
«Καλημέρα νεαρέ, είσαι ο Γιοχάννες σωστά;» τον ρώτησε και εκείνος ένευσε δείχνοντας την αστυνομική του ταυτότητα για σιγουριά απέναντί της «Πέρασε» του πρότεινε όταν με έκδηλη ανησυχία κοίταξε το πόδι του «Ω, Θεέ μου! Χτύπησες; Πονάς μήπως; Να σε βοηθήσω;» τον ρώτησε και εκείνος ευγενικά την ευχαρίστησε.
«Μην ανησυχείτε, είμαι καλά» της απάντησε παρά το γεγονός πως δεν την είχε καθησυχάσει πλήρως.
Ο Γιοχάννες έριξε μία ματιά στον κήπο που φαινόταν ελαφρώς παραμελημένος, κυρίως εξαιτίας της παγωνιάς. Το ξύλινο τραπεζάκι με τις δύο καρέκλες του έμοιαζαν να υποφέρουν από το χιόνι που είχε πέσει τις προηγούμενες μέρες. Το εσωτερικό του σπιτιού της Μπριγκίτα, όπως ήταν το όνομά της, φαινόταν ζεστό και περιποιημένο, ενώ γενικά φανέρωνε μία κάποια οικονομική άνεση. Μάλλον το φιλαράκι είχε μάτι αετίσιο και είχε καταλάβει πως όλο και κάποιο αντικείμενο αξίας θα κρυβόταν εκεί μέσα. Η γυναίκα του έφερε λίγα χειροποίητα κουλούρια και τον ρώτησε αν ήθελε κάτι να πιει. Καθώς το άγχος του όμως ήδη είχε ξεκινήσει να του προκαλεί ταχυπαλμίες, αποφάσισε να αρνηθεί μία ακόμη επίθεση καφεΐνης ή τεϊνης. Με τρόπο, έβγαλε τη φωτογραφία του νεαρού και της την έδειξε. Εκείνη την επεξεργάστηκε, ενώ ταυτόχρονα οι εκφράσεις του προσώπου της, υποδήλωναν ένα πλήθος συναισθημάτων, δυσάρεστων μεν, χωρίς ωστόσο να διαφαίνεται εκείνο της οργής ή του θυμού.
«Αυτός είναι ο Τόμας. Εργαζόταν κάποτε σε εμάς ως κηπουρός, κυρίως τις ανοιξιάτικες και καλοκαιρινές μέρες, γιατί όπως βλέπεις τέτοια εποχή, είναι δύσκολο να συντηρηθεί ένας κήπος. Ήταν ένα πολύ δυστυχισμένο παιδί. Μπορεί να μην το έδειχνε πάντα, μα εγώ διαβάζω τους ανθρώπους, δεν γεννήθηκα και χθες» έκανε μία παύση κρυφογελώντας «Ήταν φτωχόπαιδο, φαινόταν και εμείς αναζητούσαμε κηπουρό. Ευθύς ανταποκρίθηκε. Παρά το γεγονός πως δεν είχε προηγούμενη εμπειρία, αποφάσισα να του δώσω μία ευκαιρία. Μάθαινε εύκολα, αλλά καθώς φαινόταν, η ψυχή του ήταν τόσο τραυματισμένη που σχεδόν δεν επιδεχόταν διόρθωση. Ποτέ του δεν χαμογέλασε, ούτε μία φορά. Αν μάλιστα τον δεις από κοντά, είναι ακόμη πιο όμορφος, μονάχα που μοιάζει με εκπεσόντα Άγγελο. Με κάποιον που στην πορεία της ζωής του έχασε τον δρόμο του και κάθε λόγο για να είναι ευτυχισμένος. Ήταν οξύθυμος, είχε τσακωθεί με τους διπλανούς μας με ασήμαντη αφορμή. Ο άνδρας μου δεν τον εμπιστευόταν, μα εγώ επέμενα να τον κρατήσουμε. Στα διαλείμματα που έκανε, πάντοτε του πρόσφερα χειροποίητες λιχουδιές. Είχαμε έρθει ελάχιστα πιο κοντά, με ρωτούσε ας πούμε τι κάνω, μα συχνά τον έβλεπα χαμένο στον κόσμο του, ίσως εξαιτίας των ουσιών. Μέσα μου αναρωτιόμουν, τι φρικτό του είχε συμβεί στη ζωή του, όταν μετά το περιστατικό της κλοπής, ενημερώθηκα για το ζοφερό του παρελθόν. Με έπιασαν τα κλάματα και ζήτησα από τους αστυνομικούς να δείξουν έλεος και στο ανάθεμα να πήγαιναν τα χρήματα που είχε αρπάξει και ένα βάζο αξίας μεγάλης» έκανε παύση και ο Γιοχάννες είχε συγκινηθεί.
«Είσαι μία πολύ καλή και γλυκιά γυναίκα» σχολίασε.
«Είμαι και μάνα. Ο γιος μου λείπει βέβαια, είναι στην Αγγλία, όμως αντιλαμβάνεσαι την ταραχή μου μόλις πληροφορήθηκα για την κακοποίησή του στο παρελθόν» του απάντησε.
«Θυμάσαι αν είχε αναφέρει κάτι για τον ίδιο; Αν γνώριζε ας πούμε για την οικογένεια του κάτι και ας τον άφησαν σε ορφανοτροφείο» την ρώτησε και εκείνη έμεινε να το σκέφτεται.
«Τώρα που το αναφέρεις, θυμάμαι τη μία και μοναδική φορά, όταν ο νους του δεν ήταν και τόσο εγκλωβισμένος στις ουσίες, που μου ανέφερε πως τη μαμά του την έλεγαν Άστριντ και πως ο ίδιος είχε πάρει το δικό της επίθετο και όχι του πατέρα του. Μου είπε πως είχε πεθάνει στη γέννα, αλλά ο πατέρας του τον παράτησε στο ίδρυμα. Τους λόγους δεν τους γνωρίζω, όμως είναι ζωντανός στα σίγουρα. Φαινόταν να τον μισεί. Μιλούσε για εκείνον ελάχιστα, αλλά με απέχθεια και πικρία. Τίποτε άλλο δεν γνωρίζω και ελπίζω να βοήθησα. Δεν τον ξέχασα ποτέ τον Τόμας, δεν μπόρεσα. Εύχομαι η ζωή να του έδειξε έστω και στο ελάχιστο το καλό της πρόσωπο» τελείωσε και το μυαλό του Γιοχάννες ξεκίνησε και πάλι να σκέφτεται. Ένα νέο κύμα αναπάντητων ερωτημάτων έκανε την εμφάνισή του και το δικό του ψάξιμο δεν θα τελείωνε εδώ. Έχοντας το ονοματεπώνυμο της μητέρας, θα αναζητούσε συγγενείς της, μήπως τελοσπάντων του έδιναν μία λύση, καθώς κάτι του έλεγε πως η συνέχεια θα είχε πολύ ενδιαφέρον.
Noμιζω και επισήμως πως κατέληξα Ηρακλής Πουαρό. Είμαστε κοντά στην αλήθεια βέβαια και σχετικά κοντά στο τέλος της ιστορίας μας...(δεν εννοώ πως σε 3 παρτ τελειώνει βέβαια!αχαχ) Ελπίζω ως εδω να το έχετε απολαύσει καθώς κυριολεκτικά κατέληξε να εχει όλα τα είδη μέσα από χιουμορ ως αστυνομικό!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro