Κεφάλαιο Δέκατο/ part 2
Το βράδυ εκείνο, ήταν για όλους ανήσυχο. Ο Φρίντριχ ακολούθησε τον Ρούντολφ μέχρι τον ηλεκτρικό προκειμένου να μεταφερθούν στο διαμέρισμα που ενοικίαζε. Δυστυχώς για εκείνον, στον κήπο περιφερόταν με ένα κοντό και ελαφρώς αποκαλυπτικό, πλεκτό φόρεμα, η Μαρίνα, η τολμηρή γειτόνισσα με τα μάτια του γύπα και την μονίμως ανεβασμένη διάθεση για ελληνικό καμάκι.
«Αχ, η χαρά μου άξαφνα διπλασιάστηκε» σχολίασε καθώς ρουφούσε με σκέρτσο τον καπνό από το τσιγάρο της.
«Τι είπε αυτή;» ρώτησε πλαγίως ο Φρίντριχ.
«Στη θέση σου δεν θα ήθελα να γνωρίζω. Η γυναίκα είναι αρπακτικό» απάντησε ο Ρούντολφ που την προσπέρασε με ένα μειδίαμα αμηχανίας, με τον συνάδελφό του να τον ακολουθεί και την Μαρίνα να φωνάζει στα αγγλικά ρωτώντας όλο ελπίδα, αν ήταν κάποιος ελεύθερος.
Η ομολογουμένως απρόοπτη συνάντηση, τους έκανε για λίγο να ξεχαστούν και να κρυφογελάσουν. Το διαμέρισμα του Ρούντολφ εξακολουθούσε να είναι τακτοποιημένο. Ο ίδιος το είχε φυσικά φροντίσει μιας που η τάξη και η καθαριότητα του προσωπικού του χώρου, ήταν ένας ελάχιστος λόγος να αποσυμφορίζεται. Δείχνοντας στον Φρίντριχ το δωμάτιό του και αφήνοντας την αποσκευή στο αντίστοιχο δικό του, μπήκε για λίγο να κάνει ένα ζεστό μπάνιο καθώς ευτυχώς η πολυκατοικία είχε ηλιακό θερμοσίφωνα και η Ελλάδα καθημερινές σχεδόν λιακάδες. Το ζεστό νερό κύλησε στο κορμί του. Η υπόθεση του Αλοίσιου ήταν πιο κοντά από ποτέ. Ο ίδιος ήταν πιο κοντά από ποτέ στο να αντικρίσει το πρόσωπο του δολοφόνου, που δεν λύγισε μπροστά σε ένα νεαρό παιδί που ψυχορραγούσε. Η ανάσα του ξεκίνησε να κόβεται και η ταχυπαλμία να βροντά στο στήθος του μπροστά. Οι κρίσεις πανικού δεν ήταν κάτι που τον επισκεπτόταν συχνά, μα όποτε μονάχα βρισκόταν μία ανάσα από την υπόθεση. Έχοντας βγει και βάλει ένα παντελόνι φόρμας, η κατάστασή του σταδιακά χειροτέρευε και το χέρι του σύρθηκε στο σημείο της καρδιάς τη στιγμή που ο ιδρώτας ξεκίνησε να στολίζει το μέτωπό του.
Στη θέα του ο Φρίντριχ έτρεξε προς το μέρος του.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε.
«Ναι, θα μου περάσει. Συμβαίνει κάποιες φορές» απάντησε ο Ρούντολφ με κομμένη την ανάσα.
«Αυτό ονομάζεται κρίση πανικού και δεν είναι ντροπή να το λες με το όνομά του. Το ξέρω και το έχω δει πολλές φορές να συμβαίνει. Ξάπλωσε στον καναπέ και πάρε μία βαθιά ανάσα αργά. Προσπάθησε να συγκεντρωθείς μονάχα στην αναπνοή σου και σε τίποτε άλλο» πάλεψε να τον βοηθήσει και ο Ρούντολφ ακολούθησε τις οδηγίες του.
«Είμαι σίγουρος ότι θα θεωρείς πως είμαι ένας άχρηστος αστυνομικός και πως ίσως δεν είμαι κατάλληλος για την υπόθεση αυτή, κυρίως γιατί είμαι δεμένος συναισθηματικά με το θύμα» μουρμούρισε ο Ρούντολφ μόλις ένιωσε την καρδιά του να ηρεμεί «Αυτές οι κρίσεις έρχονται απρόσκλητες μερικές φορές, δεν τις ελέγχω. Φοβάμαι μήπως μου συμβεί κάτι παρόμοιο την ώρα της δράσης και δεν μπορέσω να σκεφτώ με καθαρό μυαλό ώστε να την σταματήσω»
«Έχω μάθει γενικά να μην κρίνω τους άλλους. Ο καθένας έχει το δικό του παρελθόν και το δικό σου συγκεκριμένα, δεν ήταν και το πιο εύκολο» του απάντησε και μαζί κάθισαν για λίγο στον καναπέ.
«Ούτε εσύ είχες;» άκουσε την ερώτηση του Ρούντολφ και ξεφύσησε.
«Όχι δεν είχα. Μεγαλώνοντας σε ένα ίδρυμα όπως εγώ, υπάρχουν στιγμές που αναρωτιέσαι από πού ξεφύτρωσες. Ποιοι τελοσπάντων ήταν οι υπεύθυνοι για την ύπαρξή σου. Ποτέ μου όμως δεν θέλησα να τους αναζητήσω. Αν με αγαπούσαν ή αν ζούσαν και δεν είχαν πεθάνει ας πούμε, δεν θα με εγκατέλειπαν. Το κακό ήταν πως μέσα σε όλα, ερχόταν να προστεθεί το δράμα που βίωναν μερικά ορφανά αγόρια. Μπορεί να σου φανεί παράξενο, αλλά από τότε μίσησα τη θρησκεία και μίσησα και τον Θεό. Δικοί του πιστοί προκαλούσαν τόσο πόνο σε δύστυχα ορφανά και όμως το χέρι Του δεν το έβαλε ποτέ για να τα προστατέψει. Προσευχόμουν κάθε βράδυ να σταματήσει όλο αυτό, κάθε βράδυ που άκουγα τα κλάματα τα σιγανά του Τόμας, ενός φίλου μου και δεν ήξερα τι να του πω, για να τον κάνω να νιώσει καλύτερα. Ήταν σοκαριστικό, πάνω από τις δυνάμεις μου. Ύστερα, όταν υιοθετήθηκα εκείνος έμεινε πίσω. Ήταν ένα κλειστό αγόρι, πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά. Ήταν ένα όμορφο παιδί και αυτό...Έφερνε χρήματα στο ίδρυμα. Το λέω και νιώθω το κορμί μου να μουδιάζει. Αυτή η υπόθεση θα είναι δύσκολη και για τους δύο»
Ο Ρούντολφ τον κοίταξε σοκαρισμένος. Τις πληροφορίες και το πρόσωπο, τα είχε δώσει όλα στον Γιοχάννες ωστόσο εκείνος δεν είχε ακούσει ποτέ την ιστορία. Ήταν τότε που είδε τον Φρίντριχ να περνά τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του με μανία. Τα μάτια του βούρκωσαν σαν τον πλημμύριζαν εκείνες οι εικόνες.
«Τον βίαζαν;» ρώτησε ξέπνοα σχεδόν ο Ρούντολφ και τον είδε απλώς να γνέφει θετικά.
«Του κατέστρεψαν την ευκαιρία για μία φυσιολογική ζωή» ψέλλισε απλώς ο Φρίντριχ και είδε τον Ρούντολφ να ξεφυσά με οργή και αγανάκτηση.
«Δεν μου ανέφερες κάτι στη συζήτηση....»
«Δεν με εμπιστευόσουν, μα ήθελα και εγώ να είμαι βέβαιος για τα λεγόμενά μου. Εξήγησα την κατάσταση στον Γιοχάννες, του είπα να αναζητήσει τον...Τόμας»
Το αστυνομικό του δαιμόνιο είχε ήδη ξυπνήσει, επομένως την επόμενη ερώτηση δεν την σκέφτηκε και πολύ.
«Υποψιάζεσαι εκείνον;» τον ρώτησε ευθέως ο Ρούντολφ.
«Εδώ που έχουμε φτάσει, δεν ωφελεί να κρυβόμαστε. Εξάλλου αν υπάρχει κάτι καλό, είναι πως τα λόγια μας δεν τα παρακολουθεί κανένας. Ναι λοιπόν, τον υποψιάζομαι ως έναν από τους πολλούς αυτής της συμμορίας. Για κάποιον λόγο όμως, δεν θεωρώ πως δρα μονάχος του και επίσης, δεν πιστεύω πως εκείνος σκότωσε τον αδερφό σου το μοιραίο βράδυ. Πρέπει εκτός από έμπορος να είναι ίσως και χρήστης. Όλα αυτά που συνέβησαν δεν ήταν λίγα στη ζωή του και μάλλον ποτέ δεν κατόρθωσε να ορθοποδήσει. Το σκέφτομαι μέρα και νύχτα από τότε που μεταφέρθηκα σαν αντικαταστάτης σου στο τμήμα και ξεκίνησα να ψάχνω την υπόθεση μαζί με τον Γιοχάννες, όταν πια με εμπιστεύθηκε περισσότερο. Όσο έψαχνα, τόσο στο μυαλό μου έκανα εικασίες. Και να που μία μέρα, το καθήκον και η καρδιά μου θα συγκρουστούν... ας το αφήσουμε όμως για την ώρα. Είναι αργά και εμείς χρειαζόμαστε ξεκούραση. Αύριο θα συναντηθούμε με την ελληνική αστυνομία και θα πρέπει να έχουμε καθαρό μυαλό. Όσο για τις κρίσεις πανικού, να ξέρεις πως δεν δηλώνουν αδυναμία, μα υπερβολική δύναμη. Ακόμη και οι δυνατοί οφείλουν να ξεκουράζονται λοιπόν» τελείωσε και καθώς κατευθυνόταν στο δωμάτιο, ο Ρούντολφ τον σταμάτησε.
«Μισό λεπτό» του είπε και εκείνος κοντοστάθηκε «Νομίζω πως έκανα λάθος μαζί σου. Το ένστικτό μου μου λέει πως δεν είσαι μάλλον ο κακός της υπόθεσης» το τελευταίο σχόλιο το έκανε σε έναν τόνο πειράγματος. Ο Φρίντριχ μειδίασε, μα δεν απάντησε απολύτως τίποτε. Ίσως αμφότεροι θα έπρεπε να αφήσουν την ιστορία να δείξει.
Το ίδιο βράδυ ο Άγγελος περπατούσε στο πλάι της Βίκυς. Σε αντίθεση με άλλες φορές ήταν σιωπηλός και σκεπτικός
«Είναι όλα εντάξει;» τον ρώτησε εκείνη και ο νεαρός το σκέφτηκε για λίγο πριν απαντήσει.
«Για την ακρίβεια δεν είμαι σίγουρος. Σκοπεύω να επιστρέψω προς τα μέρη μου, καθώς πρέπει να μιλήσω στον πατέρα μου για ένα θέμα»
«Είναι κάτι σοβαρό;» ρώτησε η Βίκυ και για λίγο το σκέφτηκε «Η αλήθεια δεν μιλάς σχεδόν καθόλου για τους δικούς σου, ελπίζω να είναι όλα καλά στο σπίτι σου»
«Δεν υπάρχει κάτι που θέλω να πω ιδιαίτερο, ίσως γι' αυτό. Μονάχα πως ο Μπελτέζης, κοινώς ο πατέρας μου, έχει στη διάθεσή του το Πολιτεία Τένις Κλαμπ που κάποτε πήγαινα καθημερινά και έπαιζα μετά το σχολείο με συμμαθητές και γείτονες. Πλέον έχω αφοσιωθεί στις σπουδές μου, καθώς με τίποτε δεν επιθυμώ να συνεχίσω του πατέρα μου την εταιρεία φύλαξης. Προτιμώ να γίνω λογιστής»
«Θα βρεθούμε συνάδελφοι» τον πείραξε μέχρι που συνειδητοποίησαν πως είχαν φτάσει στο σπίτι. Ο Άγγελος την κοίταξε τρυφερά και πλησιάζοντάς την, άφησε ένα φιλί στα χείλη της. «Θέλω να προσέχεις» του είπε και ήταν σαν να την είχε προειδοποιήσει το ένστικτό της.
«Στο υπόσχομαι» της απάντησε και μόλις την είδε να εισέρχεται στην πολυκατοικία, έτρεξε προς την μεριά του αυτοκινήτου του. Η επόμενη στάση θα ήταν η εταιρεία του πατέρα του καθώς γνώριζε πως δούλευε μέχρι αργά.
Ο Στέφανος είχε μερική γνώση της κατάστασης του Ίωνα. Ήταν απολύτως ενημερωμένος πως δεν ήταν και το καλύτερο παιδί, ωστόσο οι συμφωνίες που έκλεινε με τα μαγαζιά και τα νυχτερινά κέντρα για προστασία, ήταν και με το παραπάνω κερδοφόρες. Πολλές φορές τον είχε προειδοποιήσει να μείνει μακριά από μπλεξίματα, και μάλιστα είχε ενημερωθεί για την βρομοδουλειά στο Βερολίνο, η οποία είχε στραβώσει εξαιτίας της συμπλοκής με αστυνομικούς και μάλιστα το όνομα του Ρούντολφ, είχε ακουστεί μερικές φορές. Σε καμία περίπτωση όμως δεν γνώριζε πως ο γιος του δολοφόνησε και μάλιστα με τόσο βίαιο τρόπο, τον νεαρό τότε αστυνομικό. Σαν είδε τον Άγγελο βραδιάτικα να χτυπά το κουδούνι, παραξενεύτηκε. Η φύλαξη της εταιρείας φυσικά και του επέτρεψε την είσοδο στα γραφεία και ο πατέρας του τον καλωσόρισε.
«Τι συνέβη μικρέ; Εδώ δεν πατάς το πόδι σου τα πρωινά, για να έρχεσαι βράδυ κάτι σοβαρό πρέπει να έτυχε. Έχει να κάνει μήπως με τη μητέρα σου;» τον ρώτησε.
«Εντάξει μπαμπά, δεν χρειάζεται να προσποιείσαι σε εμένα πως νοιάζεσαι» απάντησε ο Άγγελος.
«Το γεγονός πως χωρίσαμε δεν σημαίνει κάτι. Τόσα χρόνια ήμασταν μαζί και αποκτήσαμε δύο γιούς. Επομένως δεν είναι για εμένα ένας οποιοσδήποτε, αδιάφορος άνθρωπος» πρόφερε ο Στέφανος μα η ειρωνεία είχε χαραχτεί για τα καλά στο πρόσωπο του νεαρού.
«Τελοσπάντων, ας αφήσουμε τη μαμά στην άκρη. Πρόκειται για τον Ίωνα. Έχει ξεφύγει» μπήκε κατευθείαν στο ψητό και ο Στέφανος ξεκίνησε τις αμήχανες κινήσεις.
«Τι έκανε;» τον ρώτησε.
«Αρχικά ναρκωτικά με ένα μάτσο Ιερόδουλες και έπειτα με γρονθοκόπησε γιατί του έκανα παρατήρηση» ξεκίνησε και ο Στέφανος πετάχτηκε όρθιος.
«Τι έκανε λέει;»
«Αρχικά αυτά που σου είπα, αλλά δεν είναι και πάλι το πιο σοβαρό. Πριν κάμποσο καιρό, όταν είχα έρθει ξανά στο γραφείο σου λέγοντας πως νοίκιασα το σπίτι στην Κηφισιά σε κάποιον Ρούντολφ Έμπερχαρντ, είχες νιώσει άβολα. Τότε δεν ανέλυσα και πολύ την συμπεριφορά σου, μα όταν άκουσα τον Ίωνα να μιλά στο τηλέφωνο με κάποιον και μάλιστα στα γερμανικά, ανέφερε ξανά το όνομα αυτό και επίσης γνωρίζω πως δεν θέλει να έχω καμία σχέση μαζί του. Σου λέει κάτι όλο αυτό;» ρώτησε και ο Στέφανος ξεκίνησε να το σκέφτεται.
Όλη αυτή η ιστορία του παρελθόντος σιγά σιγά έβγαινε στην επιφάνεια. Έπρεπε να μιλήσει στον Άγγελο, τουλάχιστον για αυτά που γνώριζε. Ο Ίωνας πράγματι δεν ήταν και πρότυπο άνδρα, μα αδυνατούσε να σκεφτεί την πιθανότητα εμπλοκής του στο έγκλημα του τότε. Γιατί όμως τόση απέχθεια και φόβο απέναντι στον αστυνομικό; Τι ήταν εκείνο που του διέφευγε;
«Νομίζω πως πρέπει να μιλήσουμε» είπε αναστατωμένα στον γιο του, μονάχα που δεν ήταν μόνοι τους στο κτήριο.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro