Κεφάλαιο Δέκατο/ part 1
Κάνοντας έναν σύντομο απολογισμό, συνειδητοποίησα πως οι ελάχιστες μέρες παραμονής μου στο Βερολίνο με είχαν σημαδέψει για μία ολόκληρη ζωή και για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Έμοιαζαν με θάλασσα συναισθημάτων, με τον πρόλογο και τον επίλογο των σκέψεών μου. Μεταβαίνοντας στο σημείο μηδέν, τόσο για την ιστορία όσο και για τον Ρούντολφ, έμαθα να βλέπω τον κόσμο πιο σφαιρικά και δέθηκα σχεδόν άρρηκτα με τον άνδρα που αυτή τη στιγμή βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά μου κάνοντας check-in. Η επίσκεψη στη μητέρα του και στην γλυκύτατη, χνουδωτή συντροφιά της την οποία απέφυγα αν ήθελα να βγω ζωντανή δίχως να με τρέχουν στα επείγοντα, με γέμισε συγκίνηση, αποκαλύπτοντας έστω και στο ελάχιστο, εκείνο το κενό με το οποίο πάλευα τόσο εγώ, όσο και ο Αργύρης. Οι φωτογραφίες του Αλοίσιου στο δωμάτιο του Ρούντολφ, καθώς και στο υπόλοιπο σπίτι, αποδείκνυαν την ζεστασιά και την αγάπη που υπήρχε μεταξύ τους. Η μητέρα του, παρά την γλύκα που αντικατοπτριζόταν στο πρόσωπό της, έμοιαζε με άνθρωπο βαθιά πονεμένο από τις απανωτές απώλειες του παιδιού και του άνδρα που έφυγε για την Ελλάδα, λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή. Ο Ρέινε όπως μου εξήγησε, αγαπούσε την χώρα της μισής του καταγωγής. Η Ελλάδα εξάλλου έχει μία μαγεία που σαν αραχνοΰφαντο πέπλο απλώνεται πάνω από τον κόσμο, μέσα σε έναν μυστικισμό και μία ομορφιά που είναι ασυναγώνιστη. Ο Ρέινε καταστράφηκε ψυχολογικά με τον θάνατο του μικρού του γιου. Αποτέλεσμα αυτού, διέλυσε τα πάντα και στο τέλος και τον ίδιο του τον εαυτό.
Στα μάτια της, διάβασα την αγάπη και την αδυναμία της στον Ρούντολφ, δίχως φυσικά να εκδηλώνεται με τον δικό μας μοναδικό, ελληνικό τρόπο. Ήταν τότε που αναρωτήθηκα πώς θα έμοιαζε η δική μου σχέση με την μητέρα μου, αν βρισκόταν εν ζωή. Δίχως να θέλω όμως να φανώ αχάριστη, σκέφτηκα πως τουλάχιστον είχα το σπάνιο πλεονέκτημα να πλαισιώνομαι από άτομα που με αγαπούσαν ειλικρινά. Το μόνο που απέμενε ήταν να βρεθεί η λύση στο δράμα του παρελθόντος του νεαρού Έμπερχαρντ και να αποδοθεί δικαιοσύνη κλείνοντας έναν ζοφερό κύκλο που απειλούσε να καταπιεί και άλλους ανθρώπους. Σαν τον είδα να επιστρέφει χαμογελαστός, από μακριά παρατήρησα έναν νεαρό να τρέχει και σχεδόν λαχανιασμένος να σταματά μπροστά μας. Από την βόρεια εμφάνισή του, ευθύς θυμήθηκα πως ήταν ο συνάδερφος στο έγκλημα, ο Φρίντριχ και η αλήθεια ήταν πως όσο και αν επιθυμούσα να τυφλωθώ εκείνη τη στιγμή, όφειλα τουλάχιστον να παραδεχτώ πως ήταν εντυπωσιακός, καθώς την τελευταία φορά τον πέτυχα στα βιαστικά.
«Guten abend*» μας είπε και ύστερα με κοίταξε με συμπάθεια «Σε λένε Καλλίστη αν θυμάμαι καλά. Βρεθήκαμε βιαστικά στην έξοδο του σπιτιού του Γιοχάννες» μου είπε προσκαλώντας με για χειραψία γνωριμίας, με τον Ρούντολφ να φαντασιώνεται πως του κόβει το χέρι από τον ώμο αν έκρινα από το θανατηφόρο του βλέμμα.
«Καλησπέρα» απάντησα στα ελληνικά «Σωστά θυμάσαι» ολοκλήρωσα και ο Ρούντολφ διακριτικά ξεκίνησε να του μιλά για το δικό τους θέμα, και όσο γινόταν στα αγγλικά καθώς το θεωρούσε αγένεια να μην καταλαβαίνω ούτε μισή λέξη.
Αυτό ωστόσο που συνέδεε τους δύο συνεργάτες ήταν πως ο καθένας τους, κρατούσε στο πίσω μέρος του μυαλού του, στοιχεία για τον αντίστοιχο εγκέφαλο της συγκεκριμένης οργάνωσης σε Ελλάδα και Γερμανία. Κανένας όμως από τους δύο ενόχους δεν ήταν μόνος. Μυστικά είχαν και τις πλάτες προσώπων σε θέσεις κλειδιά. Μεταξύ τους επικρατούσε μία αδιόρατη αμηχανία, καθώς από όσο μπορούσα να καταλάβω, φύλαγαν αμφότεροι τα ρούχα τους για να είχαν τα μισά. Μπαίνοντας στο αεροπλάνο, έκανα ένα σύντομο τηλεφώνημα στη Βίκυ προτού το απενεργοποιήσω. Η φωνή της είχε αλλάξει, είχε αποβάλλει εκείνη την κοφτή χροιά, είχε γίνει ξαφνικά χαριτωμένη. Την ανάκριση σκόπευα να την εξαπολύσω έστω και σε εχθρικό έδαφος, καθώς το Τρίτο Ράιχ θα είχε στα σίγουρα πάθει στερητικό σύνδρομο μισογυνισμού μακριά μου, ενώ πηγές από τον Άγιο Πέτρο ανέφεραν, πως η καθαριότητα της καλιόπης στερούταν τον αλλοτινό ζήλο και την πειθαρχία. Εγώ μία φορά λουφαδόρους δεν επιθυμούσα.
Η πτήση μας ήταν υπέροχη και ευτυχώς δίχως σκαμπανεβάσματα. Οι δύο νεανίες μάταια πάλευαν να λύσουν έναν αόρατο γόρδιο δεσμό, ενώ εγώ σκεφτόμουν τις υπερωρίες που θα χρέωνα στο πρωτοπαλίκαρο του Αδόλφου, που μέσα σε όλα μας περίμενε αδημονώντας για να θάψει στα κλεφτά και τη Σοφία Βέμπο, που χαροπάλευε με το πελατολόγιο και τις πληρωμές στο κλείσιμο του μήνα. Το Ελευθέριος Βενιζέλος μας υποδέχτηκε και μαζί του και ο ήλιος παρά το γεγονός πως ήταν Δεκέμβρης. Παρακολουθούσα τον Φρίντριχ να στέκεται στην έξοδο και να κοιτάζει τριγύρω ευχαριστημένος από την λιακάδα, ώσπου έβγαλε το μπουφάν και έμεινε μονάχα με μία λεπτή μακρυμάνικη μπλούζα, όταν εγώ ωσάν κλασσική Ελληνίδα ήμουν ντυμένη σαν κρεμμύδι ακόμη και στους δεκαπέντε βαθμούς. Ο Ρούντολφ δείχνοντας την μεγαλόκαρδη πλευρά του, θα τον φιλοξενούσε, ώστε να μην έμπαινε στον κόπο να νοικιάσει. Ο Φρίντριχ φυσικά του επέβαλε να μοιράζονται τα έξοδα για όσο καιρό θα έμενε στην Αθήνα. Με την ελληνική Αστυνομία είχαν συνάντηση το απόγευμα της επόμενης μέρας. Ήταν ήδη αργά και οι φίλοι μου καθώς και ο αδερφός μου ο Αργύρης, είχαν συγκεντρωθεί στη φωλιά του Αετού, στο καφέ το πολυσυζητημένο του Μάρκου.
Τα εσπρεσάκια στόλιζαν ήδη τον ορίζοντα της φίλης μου, η οποία μόλις με είδε τινάχτηκε για να με αγκαλιάσει. Την ίδια κίνηση επανέλαβε και στον Ρούντολφ, με τον αέρα να σταματά στον Φρίντριχ, όπου εκεί η χαιρετούρα παρέμεινε τυπική με γεύση επαγγελματισμού όπως της άρμοζε.
«Αυτή στο τέλος θα μας κουβαλήσει ολόκληρη γερμανική διμοιρία!» άκουσα τον καυστικό σχολιασμό που τόσο μου είχε λείψει «Τη φίλη σου τόση ώρα παλεύω να την μεθύσω με ιρλανδικές συνταγές καφεΐνης, μήπως της αποσπάσω κάποια ζουμερή πληροφορία. Μην μου πεις πως δεν είναι εμφανής η αλλαγή;» ρώτησε και την κοίταξα καλύτερα ερχόμενη αντιμέτωπη με τη πραγματικότητα. Φορούσε εκρού. Όχι μαύρα, όχι γκρίζα, ούτε το πένθιμο λιλά της Μεγάλης Παρασκευής «Τον αναστήσαμε επιτέλους! Ήρθε το Μεγάλο Σάββατο! Το πόσο μεγάλο είναι μένει να το μάθουμε. Τώρα αν μου επιτρέπετε, θα περιποιηθώ τα βαυαρικά παλικάρια που στέκονται μετέωρα τόση ώρα» γέλασε και είδα την κολλητή μου να πίνει αθόρυβα τον εσπρέσο.
«Βίκυ;» ρώτησα.
«Καλλίστη;»
«Μην απαντάς με ερώτηση, δηλώνει ενοχή. Ποιος είναι, πώς τον λένε; Ποινικό μητρώο, Ε1, και τα σχετικά» της απάντησα γελώντας και την είδα να φουντώνει, όταν ξαφνικά η απάντηση ήρθε κυριολεκτικά με σάρκα και οστά. Είδα τον Άγγελο να πλησιάζει, να με χαιρετά εμφανώς εύθυμα και να προσανατολίζεται προς το μέρος της με ένα λάγνο ύφος, παλεύοντας να φανεί διακριτικός εις μάτην.
Το βλέμμα μου ξέφυγε, φτερούγισε στον Μάρκο που παρέδωσε στη Φρόσω τα ινία του καπουτσίνο. Οι δυο μας συγκεντρωθήκαμε μπροστά από τη Βίκυ με το στόμα να χάσκει σαν τον Κεάδα και τους οφθαλμούς να παλεύουν να παραμείνουν στη θέση τους.
«Είναι αυτό που νομίζετε» μας ανακοίνωσε με τον Φρίντριχ να μασουλά το καλαμάκι από τον καφέ, χαμένος στην άγνοια της μετάφρασης των ελληνικών, και τον Ρούντολφ να έχει στηλώσει το κορμί διαβάζοντας τη γλώσσα του σώματος.
«Πώς έγινε αυτό;» τη ρώτησα «Θέλω να πω, είστε η νύχτα με την ημέρα και Άγγελε κανόνισε την πορεία σου...»εκτοξεύτηκε μεγαλοπρεπώς η απειλή.
«Εσύ έλειπες και η τύχη της δούλευε» σχολίασε ξανά ο Μάρκος.
«Έχω πάψει να είμαι το κλισέ κακό αγόρι. Η φίλη σου με κέρδισε γιατί πολύ απλά δεν μοιάζει με καμία κοπέλα από αυτές που έχω συναντήσει. Έτσι, παρά την ολιγοήμερη ομηρία του Αρμάνι πανωφοριού που είχα στο σπίτι της, αποφάσισα απλώς να της πω την αλήθεια» μου εξήγησε αφοπλίζοντάς με.
«Εύγε στο παλικάρι. Φρόσω κάνε καλή δουλειά, είναι κερασμένο το ρόφημα από εμένα»
Σε μία σχέση, πάντα μετρούν οι μικρές και δυσδιάκριτες κινήσεις. Το βλέμμα του Ρούντολφ έπεφτε τρυφερά επάνω μου, πάντοτε έχοντας την έγνοια μου. Το ίδιο όμως συνέβαινε και με το χέρι του Άγγελου που διακριτικά βαστούσε εκείνο της φίλης μου. Τον άντρα τελικά, όπως και τον έρωτα, πολλές φορές τους μαρτυρούσαν εκείνες οι μικρές και αυθόρμητες κινήσεις, που ξέφευγαν από το τετριμμένο που δεν έκρυβαν μέσα τους έναν στρόβιλο, αλλά ένα αεράκι γλυκό και ανεπαίσθητο. Μπορεί ο Άγγελος να ήταν μικρότερος, μονάχα είκοσι, χαιρόμουν ωστόσο που είχε την ωριμότητα να διεκδικήσει αληθινά μία γυναίκα. Παράλληλα ωστόσο με την καλή μας διάθεση, ένιωθα πως τον Ρούντολφ τον απασχολούσε έντονα κάτι. Στη θέα του Άγγελου, το μυαλό του είχε ανοίξει μία περίεργη πόρτα που δεν ήταν άλλη από το βράδυ που βρέθηκε να τον βοηθά με την κατάσταση της μητέρας του. Εκείνος ο άνδρας, εκείνος που του προκάλεσε σχεδόν την κρίση πανικού, είχε κατευθυνθεί στο δωμάτιο που βρισκόταν η μητέρα του. Λίγα πράγματα μπορούσε να ανακαλέσει στη μνήμη του. Ίσως όμως ο νεαρός απέναντί του, να είχε τελικά κάποια σχέση και ακόμη καλύτερα, την σωστή απάντηση στις απορίες του.
* καλησπέρα
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro