Κεφάλαιο Όγδοο/part 5
Εκείνο το πρωινό ήταν αφιερωμένο σε εμάς. Οι εξομολογήσεις ήταν πολλές, η κουρτίνα που μας χώριζε είχε τραβηχτεί, αφήνοντας τις ψυχές μας ακάλυπτες. Το αποτέλεσμα ωστόσο ήταν όμορφο και ήταν όμορφο γιατί ήταν αυθεντικό. Ο Ρούντολφ ήταν δικός μου και ήμουν δική του. Δεν με φόβιζαν τα χρόνια της διαφοράς μας, μήτε η εμπειρία του στις σχέσεις. Εξάλλου ο Ρούντολφ απέφευγε την οποιαδήποτε αναφορά στο παρελθόν και στα προηγούμενα ταίρια του. Ό,τι τελείωνε, τελείωνε. Η ζωή έτσι ήταν. Για να βάζουμε όμορφες τελείες, δίχως απωθημένα και να προχωράμε έπειτα μπροστά. Αυτό ήθελα και εγώ. Ήθελα να προχωρήσω μπροστά μαζί του. Η σχέση μας θα αντιμετώπιζε σίγουρα πολλούς κινδύνους. Είτε στην Ελλάδα, είτε στη Γερμανία, αυτοί βρίσκονταν παντού. Ένιωθα αποφασισμένη όμως να παραμείνω στο πλάι του, καθώς πλέον ήμουν απολύτως ενημερωμένη για την υπόθεση που αφορούσε το παρελθόν του και ήμουν για πρώτη φορά διατεθειμένη να υπακούσω σε κάθε του προσταγή μήπως με αυτόν τον τρόπο ελαχιστοποιούσα τον κίνδυνο. Μαζί εισήλθαμε στην κρεβατοκάμαρα, τα χέρια μας πάντοτε μπλεγμένα μεταξύ τους. Η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα, εξαιτίας της αγωνίας μπροστά στο άγνωστο, μπροστά στην πρώτη μου εμπειρία. Το κορμί μου επιθυμούσε απεγνωσμένα αυτήν την επαφή, ωστόσο η λογική με άγχωνε. Είδα τον Ρούντολφ να με πλησιάζει, παραμερίζοντας μία τούφα που κάλυπτε το μέτωπό μου. Τα χείλη του τρυφερά ακούμπησαν τα δικά μου, προκαλώντας με να του δώσω την άδεια να με εξερευνήσει.
«Μωρό μου, αν δεν είσαι έτοιμη, δεν χρειάζεται να βιαστούμε» μου ψιθύρισε κοντά στα αυτί με τα χείλη του να αγγίζουν τον λοβό μου, προκαλώντας ρίγη στο κορμί μου.
«Είμαι και το θέλω όσο τίποτε να διαβούμε μαζί αυτό το μονοπάτι»
«Νιώθω ανήσυχη την καρδιά σου. Οι παλμοί σου γίνονται αισθητοί στο στήθος μου. Δεν θέλω να αγχώνεσαι»
«Έχω μία αγωνία, δεν στο κρύβω, μα και μία γλυκιά προσμονή. Θέλω να σε νιώσω να με ολοκληρώνεις όσο τίποτε» ψιθύρισα και ένιωσα τα χέρια του αργά να με απαλλάσσουν από τα ελαφριά μου ρούχα, χαϊδεύοντας παράλληλα κάθε ευαίσθητο σημείο του κορμιού μου.
Ήχοι απόλαυσης μου ξέφυγαν και τον ένιωσα να μειδιά πονηρά. Η κάθε του κίνηση ήταν αέρινη, τα χέρια του πέρασαν πάνω από τις ερεθισμένες κορυφές του στήθους μου. Ήξερα καλά πως προετοίμαζε το σώμα μου για να τον δεχτεί όσο πιο ανώδυνα γινόταν. Με αργές κινήσεις, αφαίρεσε και το τελευταίο ύφασμα που κάλυπτε το δικό του κορμί. Μία ελαφριά ερυθρότητα διέτρεξε το πρόσωπό του καθώς μου χαμογελούσε.
«Είναι όλα καλά;» ρώτησα πνιχτά.
«Ναι. Απλώς σε θαυμάζω. Νοιάζομαι για εσένα και θέλω να γνωρίζω κάθε στιγμή πώς αισθάνεσαι» απάντησε βραχνά.
«Δεν είμαι από πορσελάνη» πρόφερα πειρακτικά.
«Είσαι σαφώς πολυτιμότερη» με διέκοψε «Είσαι η κοπέλα μου, το ταίρι μου» ψιθύρισε καθώς ξαπλώναμε μαζί στο κρεβάτι.
Ένιωσα τα χείλη του να χαράζουν υγρά μονοπάτια σε κάθε σημείο του κορμιού μου. Έχοντας κλείσει τα μάτια μου, ένιωσα και την δική του ετοιμότητα, την οποία βάλθηκα να εξερευνώ αφήνοντας να δραπετεύσουν μέσα από την ψυχή του ήχοι απόλαυσης, Η αναπνοή του βάθυνε απότομα και τα χείλη του ξεκίνησαν να τρέμουν καθώς με φιλούσε.
«Μωρό μου...» ψιθύρισε και τα χέρια μου τον προσκάλεσαν να με πλησιάσει και άλλο. Το κορμί μου τυλίχτηκε γύρω από το δικό του «Είσαι έτοιμη;» ρώτησε απαλά και απλώς ένευσα θετικά.
Ήταν τότε που ένας μικρός πόνος έκανε την εμφάνισή του και τον κορμί μου τραντάχτηκε ελαφρώς.
Η στάση μου ωστόσο και τα φιλιά που ανταλλάσσαμε, του έδιναν το πράσινο φως να συνεχίσει. Ο ρυθμός του ήταν προσεκτικός. Ακολουθούσε απόλυτα τα δικά μου όρια. Η πράξη του έρωτα είχε μία γεύση μοναδική. Κακώς μερικές φορές έφτανε στα όρια της χυδαιότητας από ορισμένους ανθρώπους. Η ανάγκη της ικανοποίησης είναι ένα μονάχα ένα κομμάτι. Μία ψηφίδα μικρή σε ένα σχέδιο γεμάτο συναισθήματα, αυτά που είχαν πλημμυρίσει την ψυχή μου καθώς γινόμασταν ένα. Η ανθρώπινη ικανοποίηση είχε δεθεί απολύτως αρμονικά με την ρομαντική εικόνα της απόλυτης και μοναδικής μας ένωσης. Η κορύφωσή του ακολούθησε με διαφορά δευτερολέπτων την δική μου. Η επόμενη κίνηση, ήταν να φωλιάσω στην αγκαλιά του απολαμβάνοντας τα χάδια μας. Ο Ρούντολφ δεν μιλούσε πολύ, δεν έλεγε βαρυσήμαντες λέξεις, τουλάχιστον όχι όταν δεν τις εννοούσε. Από τις άφατες σκέψεις του, είχα καταλάβει πως επεξεργαζόταν την ιδέα πως ήμουν μονάχα δική του. Πως ήταν ο πρώτος μου, ο πρώτος που αφέθηκε να μου ξεκλειδώσει κάθε κρυφό σημείο του κορμιού μου.
«Πώς νιώθεις;» με ρώτησε κοιτάζοντάς με μέσα στα μάτια, καθώς βρισκόμασταν ξαπλωμένοι αντικρυστά.
«Ερωτευμένη μαζί σου. Εσύ;»
«Πλήρης. Φαίνεται θαρρώ. Το αντιλαμβάνεσαι καθώς όταν σε κοιτάζω, όλα τα υπόλοιπα σβήνουν. Τίποτε δεν μοιάζει να έχει σημασία. Μονάχα εσύ. Ωστόσο, πρέπει να ετοιμαστούμε. Εγώ θα μεταβώ στο τμήμα, μα δεν θα ήθελα να σε αφήσω μονάχη σου»
«Αν δεν υπάρχει πρόβλημα, μπορώ να επισκεφθώ τον φίλο σου στο νοσοκομείο. Αποκλείεται να κινδυνέψω εκεί» πρότεινα μία κάποια λύση και τον είδα αρχικά να το σκέφτεται.
«Εντάξει, ίσως να είναι και η καλύτερη λύση. Θα του τηλεφωνήσω για να τον ειδοποιήσω αν και πιστεύω πως θα χαρεί πολύ. Από την πρώτη στιγμή που μπήκες στην ζωή μου, πάνω σε μία περίοδο φουρτούνας, ήταν πάντοτε με το μέρος σου ό,τι και να συνέβαινε»
Ντυθήκαμε ζεστά, καθώς ο καιρός του Βερολίνου έδειχνε για τα καλά τα δόντια του. Ο ουρανός ο ευρωπαϊκός είχε υιοθετήσει ένα γαλακτερό χρώμα. Τα ουρανομήκη μοντέρνα κτήρια, δέσποζαν ανάμεσα στην ιστορία. Ο Γιοχάννες με δέχτηκε με ιδιαίτερη χαρά και δήλωσε αποφασισμένος να μου αφηγηθεί όποιο ιστορικό γεγονός επιθυμούσα, τώρα που θα έλειπε το...Τέρας του εθνικοσοσιαλισμού. Φυσικά συμφώνησα. Προερχόταν από μία βασανισμένη φυλή, που πέρασε του Χριστού τα πάθη κατά τη διάρκεια του πολέμου. Το υλικό μου λοιπόν θα ήταν πλούσιο και ίσως με κρατούσε απασχολημένη από τις δυσάρεστες σκέψεις ανησυχίας μου σχετικά με την έκβαση της υπόθεσης του Ρούντολφ. Σαν με άφησε μπροστά από την κλινική περιμένοντας να με δει να εισέρχομαι, εκείνος πήρε τον δρόμο που θα τον οδηγούσε στο αστυνομικό τμήμα. Για τον Φρίντριχ είχε ακούσει τα καλύτερα, μα δεν τον είχε δει από κοντά. Επιθυμούσε να τον γνωρίσει, μιας και ήταν ο αντικαταστάτης του από την ημέρα που δήλωσε παραίτηση.Οι συνάδελφοι μόλις τον είδαν, ξεκίνησαν σχεδόν αμέσως να χειροκροτούν. Όλοι τον αγκάλιασαν και ο Φρίντριχ ήρθε αμέσως να του συστηθεί ως ο συνάδελφος που είχε αναλάβει τη θέση του και φυσικά του αφηγήθηκε το περιστατικό με τον Γιοχάννες. Ο ανώτερός του ο Έριχ, ο Διευθυντής της αστυνομίας, τον κάλεσε προσωπικά στο γραφείο του κλείνοντας ερμητικά την πόρτα πίσω του. Ήταν ένας άνθρωπος μεγάλης ηλικίας που τον λάτρευε σαν γιο του.
«Νεαρέ Έμπερχαρντ, μακριά μας δεν κάνεις» τον πείραξε στην αρχή «Πες μου λίγο τα νέα σου από την Ελλάδα. Περνάς καλά; Ηρέμισες από όλη αυτή την ιστορία; Όσο πρόλαβες δηλαδή γιατί από ό,τι καταλαβαίνουμε όλοι, δεν λέει να τελειώσει» σκοτείνιασε ξαφνικά.
Ο Ρούντολφ του αφηγήθηκε την σύντομη παραμονή του στην Ελλάδα και τα νέα βήματα που έκανε σε ένα τομέα διαφορετικό. Το παρελθόν όμως, ήταν παρόν και εξακολουθούσε να τον στοιχειώνει και να ταλανίζει την καθημερινότητά του. Εξάλλου, αφορούσε μία από τις πιο βίαιες δολοφονίες που είχαν συναντήσει και μάλιστα αφορούσε τον ίδιο του τον αδερφό.
«Έχουμε στοιχεία;»
«Όχι και πολλά, εκτός από την μισή εικόνα ενός λογότυπου με το γράμμα ΄΄Ξ΄΄. Δυστυχώς δεν είμαστε σε θέση να μπλέξουμε και άλλους μάρτυρες, τουλάχιστον όχι για όσο αδυνατούμε να βρούμε εκείνον που είναι πάντοτε ένα βήμα πιο μπροστά από εμάς. Μοιάζει σαν να έχουμε διαρροή πληροφοριών, αλλιώς δεν μπορώ να εξηγήσω το πώς είναι δυνατό να γίνεται γνωστή κάθε μας κίνηση. Σκέψου πως έχει γίνει άρση του απορρήτου όλων των τηλεφωνικών συσκευών εντός του τμήματος και των προσωπικών τηλεφώνων των αστυνομικών. Δεν μπορώ να καταλάβω τι γίνεται, ειλικρινά. Ήταν και ο λόγος που σε κάλεσα έχοντας φτάσει στο σημείο να κάνω έλεγχο στο ίδιο μου το γραφείο για τυχόν κοριούς. Πες μου αυτό που σκέφτεσαι, εξάλλου ήσουν ένας από τους καλύτερους αστυνομικούς»
«Σκέφτομαι την προσωρινή μου επαναπρόσληψη. Επιθυμώ να αναλάβω εγώ προσωπικά την υπόθεση και φυσικά με την συνεργασία των συναδέλφων, αλλά και κατόπιν συνεννοήσεως με τις ελληνικές αρχές. Σας παρακαλώ, μην μου το στερήσετε. Ήταν αδερφός μου και τον έχασα μπροστά στα μάτια μου. Νομίζω πως δικαιούμαι να κλείσω εγώ αυτόν τον κύκλο» τον παρακάλεσε.
Ο Έριχ για λίγο το σκέφτηκε, ωστόσο ηθικά και μόνο αδυνατούσε να του αρνηθεί. Άναψε ένα τσιγάρο, ρούφηξε για λίγο τον καπνό κοιτώντας αφηρημένα μπροστά του, προτού η ματιά του επιστρέψει πίσω στον Ρούντολφ.
«Έμπερχαρντ, έχω παιδιά και αδέρφια και γνωρίζω τη σημασία αυτού του εγχειρήματος. Ωστόσο, θα επιθυμούσα να ακούσεις προσεκτικά τις σκέψεις μου. Θα σε προσλάβω υπό άκρα μυστικότητα. Θα είσαι κάτι σαν τον άσο στο μανίκι μας. Κανένας δεν θέλω να γνωρίζει πως θα οπλοφορείς. Θα είσαι κάτι σαν μυστικός αστυνομικός. Υπάρχει κάποιο άτομο που θα εμπιστευόσουν με τη ζωή σου εδώ;» τον ρώτησε.
«Ο Γιοχάννες» απάντησε ο Ρούντολφ με σιγουριά.
«Ωραία, αν και στο νοσοκομείο, όταν πάρει εξιτήριο, μονάχα εκείνος θα δικαιούται να γνωρίζει. Αν ο πληροφοριοδότης βρίσκεται ανάμεσά μας, δεν θα επιθυμούσαμε να γνωρίζει την κίνηση αυτή. Προστάτεψε όσους αγαπάς. Μην δίνεις πληροφορίες για την υπόθεση για δικό τους καλό. Ούτως ή άλλως, είτε στην Ελλάδα είτε εδώ, ο κίνδυνος παραμονεύει. Θα μιλήσω με την ελληνική αστυνομία. Θα εξηγήσω την κατάσταση ούτως ώστε, ακόμη και οι συναντήσεις σας σε περίπτωση που επιστρέψεις, να γίνονται με πολιτικά ρούχα. Αν ο πληροφοριοδότης βρίσκεται εδώ, η Ελλάδα είναι πιο ασφαλές μέρος για να κινηθείς. Εδώ κινδυνεύεις» τελείωσε και ο Ρούντολφ έδειξε απόλυτη κατανόηση.
Άλλη μία μέρα στη Γερμανία θα ήταν αρκετή. Θα επισκέπτονταν την οικογένεια του Γιοχάννες και την μητέρα του. Έπειτα από αυτό, θα έπρεπε να επιστρέψουν στην Ελλάδα και ο ίδιος να φροντίσει για την ασφάλεια εκείνης που αγαπούσε.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro