Κεφάλαιο Όγδοο/ part 4
Το ξημέρωμα βρήκε τη Βίκυ κλεισμένη στην κρεβατοκάμαρά της να τεντώνεται μουδιασμένα. Οι ηλιαχτίδες ίσα που διαπερνούσαν τις γρίλιες της μπαλκονόπορτας, οι οποίες φυσικά ήταν πάντοτε κατεβασμένες μιας που σιχαινόταν το πρωινό φως που καραδοκούσε να την ξυπνήσει. Το νυσταγμένο της βλέμμα έπεσε στο ξυπνητήρι και άξαφνα ήταν σαν να δέχτηκε μία γενναία δόση ενδοφλέβιας καφεΐνης. Το άτιμο ρολόι που είχε αποφασίσει για σήμερα να τηρήσει σιγή ιχθύος, έδειχνε οκτώ και τέταρτο. Εννέα έπιανε δουλειά, η οποία μάλιστα κρεμόταν από τα δικά της χέρια. Βγάζοντας μία άηχη κραυγή, άνοιξε την πόρτα και με ένα σπαγγάτο βρέθηκε στο λουτρό να πλένει το πρόσωπό της.
«Καλημέρα» άκουσε μία νυσταγμένη φωνή και το σαγόνι της χτύπησε με φόρα στον παγωμένο σωλήνα της βρύσης.
«Ω, Θεέ» μουρμούρισε και στράφηκε προς το μέρος ενός Άγγελου αναμαλλιασμένου και αγουροξυπνημένου. Η πετσέτα κάλυψε αντανακλαστικά το πρόσωπό της για να νιώσει τα χέρια του να την κατεβάζουν με τρόπο.
«Είσαι μία χαρά. Δεν χρειάζεται να κρύβεσαι» έκανε ένα βήμα πίσω «Και επιτέλους φοράς ένα αναστάσιμο χρώμα» την πείραξε για τις ολοκόκκινες πιτζάμες της. Το σχόλιο την έκανε να χαμογελάσει.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε εξετάζοντας το πρόσωπό του.
Καθώς τα λεπτοκαμωμένα της χέρια διέτρεχαν τα μάγουλά του, ένιωσε να ανατριχιάζει. Ήθελε να κάνει ένα βήμα και να την φιλήσει και όπου τους έβγαζε, ωστόσο με δεδομένο πως είχε καταλάβει τον χαρακτήρα της, δεν θα το επιχειρούσε. Αν ήταν να συμβεί, θα συνέβαινε τότε την κατάλληλη στιγμή, όταν η ατμόσφαιρα θα ήταν ιδανική και εκείνη θα ένιωθε μαζί του ασφάλεια. Έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα όμως, αμφέβαλε αν μπορούσε ακόμη και ο ίδιος να νιώσει ασφάλεια με τον εαυτό του. Η οικογένειά του κουβαλούσε πολλά σκοτεινά μυστικά, τα οποία ήταν έτοιμος να ανακαλύψει με κάθε κόστος.
Αφήνοντας την κοπέλα να ολοκληρώσει την πρωινή της ετοιμασία, η οποία φάνηκε να διαρκεί δευτερόλεπτα με το άγχος που την κατάτρεχε, ντύθηκε και εκείνος, έπλυνε έπειτα το πρόσωπό του αποφασίζοντας να πάρει ταξί, να αφήσει την Βίκυ στη δουλειά και να συνεχίσει για τον ηλεκτρικό, μήπως αλλάζοντας γραμμές κατόρθωνε να φτάσει κάποια στιγμή στον σταθμό που είχε αφήσει το αυτοκίνητο. Όντας έτοιμοι και οι δύο και με την Βίκυ να έχει φορέσει ένα ολόμαυρο σύνολο, κατέβηκαν τα σκαλιά για να ακούσουν την μπαλκονόπορτα της κυρίας Ανθής να ανοίγει. Η συγκεκριμένη ήταν πάνω από ογδόντα, παλαιών αρχών και έμενε χρόνια στην πολυκατοικία. Μάλιστα την είχαν ορίσει και διαχειρίστρια, καθώς κανένας άλλος δεν είχε την όρεξη να ασχοληθεί και η συγκεκριμένη κατά πώς φαινόταν χρησιμοποιούσε πολλαπλών ειδών εκβιασμούς. Η κοπέλα ωστόσο σκεφτόταν τους εκβιασμούς του Αιμιλιανού που θα την καρτερούσε περιχαρής να συνεργαστούν, μιας που ο ένας ήταν οικονομικός διευθυντής και η εκείνη λογίστρια. Στη διάρκεια της διαδρομής τους μέχρι το καφέ του Μάρκου, παρέμειναν σιωπηλοί και αμήχανοι. Κανένας τους δεν γνώριζε πώς να ξεκινήσει την κουβέντα και τι θα ήταν σωστό να ειπωθεί. Ο Άγγελος για πρώτη φορά στη ζωή του, αδυνατούσε να κάνει κίνηση και να την πλησιάσει. Ήθελε να ζητήσει το τηλέφωνό της προκειμένου να την ξαναδεί, μα υπέθεσε πως κάτι τέτοιο δεν θα ήταν και δική της επιθυμία. Εξάλλου οι δυο τους ήταν διαφορετικοί κόσμοι που δύσκολα θα μπορούσαν να ταιριάξουν. Στα μάτια της ήταν μάλλον το πλουσιόπαιδο με το κολάν για παντελόνι, ενώ εκείνη πίστευε πως στα δικά του ήταν μία εναλλακτική γκοθού. Μόλις το ταξί σταμάτησε, κοιτάχτηκαν για μερικά δευτερόλεπτα.
«Ευχαριστώ για τη φιλοξενία και τη βοήθεια» της είπε εκείνος.
«Ευχαριστώ και εγώ που μέσα στη βροχή δεν με άφησες να γίνω μούσκεμα» του χαμογέλασε και βγήκε.
Από τη στιγμή εκείνη και μετά, το μυαλό του έτρεξε στον αδερφό του. Κάτι είχε συμβεί και αυτό το κάτι έμπλεκε και τον νεαρό αστυνομικό. Με την πρώτη ευκαιρία, πήρε το αυτοκίνητό του και μεταφέρθηκε μέχρι το διαμέρισμα του αδερφού του στην Πολιτεία, αποφασίζοντας να το σταθμεύσει σε ένα σημείο που δεν θα ήταν άμεσα ορατό. Το βλέμμα του έπεσε στα κλειστά παντζούρια, τα οποία παρόλα αυτά δεν ήταν επαρκές δείγμα πως οι ένοικοι έλλειπαν. Κλείνοντας τη μηχανή έμεινε να σκέφτεται. Ο πατέρας του είχε μία εταιρεία ανθρώπων προστασίας και αυτό ήταν χρόνια γνωστό. Ο αδερφός του ωστόσο όσο προχωρούσε ο καιρός, ολοένα και μπλεκόταν. Τα ναρκωτικά αποτελούσαν από μόνα τους ένα δείγμα μπλεξίματος, μα το ερώτημα ήταν μέχρι σε ποιο σημείο άνοιγε το κουβάρι; Η εμπλοκή του Ρούντολφ ήταν σημαντική στην ιστορία. Μισή ώρα αργότερα και με την άνεση πως καμία κινητικότητα δεν είχε παρατηρηθεί, κατέβηκε με τρόπο και κατευθύνθηκε στον όροφο. Κολλώντας το αφτί του στην πόρτα, αφουγκράστηκε την απόλυτη ησυχία, μα τα κλειδιά τα βαστούσε όπως ήταν λογικό ο Ίωνας. Η επόμενη κίνησή του ήταν να καλέσει κλειδαρά. Είκοσι λεπτά αργότερα, βαστούσε στο χέρι του το κλειδί για το άγνωστο.
Τα φώτα όλα ήταν κλειστά, αλλά εκείνος επέλεξε να ανοίξει ένα επιτραπέζιο φωτιστικό. Το διαμέρισμα ήταν μαζεμένο στην εντέλεια σαν να μην είχε συμβεί τίποτε απολύτως. Προσπερνώντας το σαλόνι, ξεκίνησε να ψάχνει ανοίγοντας συρτάρια. Τίποτε το σπουδαίο δεν βρέθηκε σαν στοιχείο, όταν άκουσε τον ήχο του ανελκυστήρα και έσπευσε να κλείσει το μικρό φως και να χωθεί κάτω από το κρεβάτι του δωματίου του αδερφού του. Μπότες ήχησαν στο ξύλινο δάπεδο. Ήταν εκείνος που άνοιξε όλα τα φώτα και τηλεφώνησε σε κάποιον μιλώντας επίτηδες γερμανικά. Κάπου εκεί ο Άγγελος καταράστηκε τον εαυτό του που δεν είχε ιδέα. Το τηλεφώνημα ήταν μεν σύντομο, μα περιλάμβανε το όνομα του Ρούντολφ ξανά. Η υποψία να ήταν και εκείνος μπλεγμένος κάπου, διέτρεξε το μυαλό του. Δυστυχώς δεν είχε καταλάβει λέξη.
΄΄Ο μπάτσος είναι στο Βερολίνο έμαθα με μία γκόμενα. Δυστυχώς ο άλλος επέζησε, αλλά έχουμε το προβάδισμα, αφού γνωρίζουμε κάθε τους κίνηση. Πάντοτε, ό,τι και να κάνουν θα είμαστε ένα βήμα μπροστά και αυτό γιατί δεν γνωρίζουν τον εχθρό τους. Παρά την προειδοποίηση, μάλλον προτιμούν να χαθούν και άλλες ζωές, παρά να σταματήσουν να σκαλίζουν την υπόθεση. Βέβαια είναι λογικό. Πρόκειται για τον αδερφό του και δεν θα το άφηνε να περάσει έτσι. Αν εκείνο το βράδυ στόχευα καλύτερα, θα τον είχα στείλει και εκείνον τον αλήτη στα θυμαράκια για να κάνουν παρέα με τον Αλοίσιο, που δήθεν ήθελε να παραστήσει τον αστυνομικό με τα χρυσά μετάλλια. Επίσης, ο δικός μας σκότωσε τον γέρο που άνοιξε το στόμα του. Πού να ήξερε πως μετά από τόσα χρόνια θα τον ανακαλύπταμε. Δεν έφτασαν οι εκβιασμοί στο παρελθόν. Τελοσπάντων. Έχω βάλει ''το καρφί΄΄ να μας κρατά ενήμερους για κάθε κίνηση του μπάτσου. Αν δούμε πως ξεκινάνε να ασχολούνται σοβαρά με αυτό, τα πυρά μας θα στραφούν εναντίον του και πλέον γνωρίζουμε πού να χτυπήσουμε. Το κακό είναι πως χθες με είδε ο μικρός να παίρνω τη δόση μου και δεν γουστάρω τώρα να εμπλακεί και εκείνος μέσα στα πόδια μου. Αν με ζορίσει θα τον κανονίσω» τελείωσε και κλείνοντάς το, άρπαξε ξανά το παλτό του και εξαφανίστηκε.
Ο Άγγελος σύρθηκε ζαλισμένος μέχρι τον πρώτο καναπέ που βρήκε πρόσφορο. Ένιωσε το κορμί του να τρέμει ολόκληρο, ενώ παράλληλα προσπάθησε να βάλει τις σκέψεις του σε μία σειρά. Ο Ρούντολφ ήταν το θύμα ενός επεισοδίου ή ο θύτης; Ήταν μέρος ίσως ενός σχεδίου ή ο εκτελεστής; Γυρνώντας πίσω στο παρελθόν, θυμήθηκε μία εποχή που ο αδερφός του είχε απόλυτη σχέση με τη Γερμανία. Το χειρότερο όμως ήταν, πως υπήρχε ένας άνθρωπος- κλειδί εξαιτίας του οποίου άπαντες ήταν ένα βήμα πιο μπροστά από την αστυνομία. Ίσως θα έπρεπε να ενημερώσει την Καλλίστη, μα δεν ήταν ούτε ο ίδιος βέβαιος για το τι θα της έλεγε. Αν ο Ρούντολφ ανήκε στην παράνομη ομάδα του αδερφού του και άκουγε τη συζήτηση, τότε κάλλιστα θα μπορούσε να της κάνει κακό. Έπρεπε για την ώρα να κινηθεί μονάχος του και να προσπαθήσει να εκμαιεύσει και άλλες πληροφορίες. Κλείνοντας πίσω του την πόρτα, ένιωσε πως ανέπνεε ξανά τον καθαρό αέρα.
Εκεί μέσα επικρατούσε μία ζοφερή ατμόσφαιρα που μύριζε ναρκωτικά και αίμα. Το χειρότερο όμως από όλα ήταν πως η οικογένειά του ήταν μπλεγμένη. Ίσως γι' αυτό η μητέρα του να κατέληξε αλκοολική, ίσως γι' αυτό ο ίδιος να κουβαλούσε πάντοτε μέσα του μία θλίψη. Για λίγο κοιτάχτηκε στον κεντρικό καθρέπτη του πολυτελούς αυτοκινήτου του, διαπιστώνοντας πως ό,τι ήταν και ό,τι κουβαλούσε σαν περιουσία, είχε βασιστεί στην παρανομία. Μία αηδία ανέβηκε στον λαιμό του και κατάπιε με θόρυβο. Τα αγγλικά του ευτυχώς ήταν άριστα και οι σπουδές του θα τον έστελναν μελλοντικά στο εξωτερικό. Έπρεπε να κόψει το νήμα της επικοινωνίας με τους δικούς του, ίσως παίρνοντας μαζί του μονάχα την μητέρα του. Στις σκέψεις του εμφανίστηκε η Βίκυ. Χαμογέλασε. Αυτή η τόσο παράξενη κοπέλα με την έντονη εμφάνιση, βουτηγμένη στη διαφορετικότητα, είχε καταφέρει να τον κερδίσει. Τα έντονα βαμμένα της μάτια και οι αντιδραστικές της εξάρσεις κάθε φορά που συναντιούνταν, έμοιαζαν με ένα παιχνίδι ξεκούραστο, καθόλα προσαρμοσμένο στην ηλικία τους. Απόψε θα επέστρεφε στην μητέρα του και από αύριο θα φρόντιζε να επισκεφθεί τον όμορφο Πειραιά.
Το καφέ του Μάρκου καρτερούσε όπως πάντα, ωσάν φρούριο απόρθητο, ωσάν θησαυροφυλάκιο καφεΐνης που έμμεσα είχε αποτρέψει ένα σορό εγκλήματα και αυτοκτονίες. Το χάρτινο ποτήρι της έστεκε αχνιστό στον πάγκο και το χέρι της απλώθηκε αναζητώντας τη σωτηρία.
«Σαν να διακρίνω χρωματιστή σκιά στα μάτια. Να μαντέψω την ταυτότητα εκείνου που έριξε λίγο χρώμα στη ζωή σου;» η ερώτηση του Μάρκου κουδούνισε επικίνδυνα στο μυαλό της.
«Αν εννοείς το κακομαθημένο βρέφος, ούτε να το σκέφτεσαι» γρύλισε η Βίκυ.
«Η διαφορά όμως είναι πως στο συγκεκριμένο θα λάτρευες να αλλάζεις πάνες» γέλασε ο νεαρός και ο εσπρέσο τινάχτηκε απότομα από το ρουθούνι της, πνίγοντάς την «Χριστούλης....Μην σε πνίξουμε ακόμη δεν έπνιξες το κουνέλι»
«Μάρκο!» ούρλιαξε.
«Βίκυ. Είσαι νέα και εναλλακτική. Μην κολλάς σε στερεότυπα και διασκέδασε. Όταν θα παντρευτείς και θα φτάσεις στο σημείο να μην σε απασχολεί ούτε η ρίζα που κατεβαίνει, θα θυμάσαι όλα αυτά και θα αγαλλιάζεις. Ωστόσο, για να σε ρίξω στο πηγάδι της καθημερινότητας, σε περιμένει ο αρχιστράτηγος του Τρίτου Ράιχ με θυελλώδεις διαθέσεις. Ποιος τη χάρη σου. Πλάι πλάι θα εργαστείτε» την πείραξε.
«Έτσι όπως το θέτεις, ως και το κολλητό παντελόνι του βρέφους που ακούει στο όνομα Άγγελος, φαντάζει μία όαση» απάντησε εκείνη ξεφυσώντας.
«Η απουσία αυτού να δεις» ήρθε η απάντηση σαν μακρινός απόηχος, καθώς το επιβλητικό κτήριο της εταιρείας ξεπρόβαλε μπροστά της.
Πλέον ανέβαινε στον όροφο της Καλλίστης. Το Τρίτο Ράιχ έμοιαζε ήσυχο και μάλιστα ο Νικόλαος σκούπιζε το διαχωριστικό του γραφείου του επιδεικτικά μπροστά της, πετώντας την πατσαβούρα με φόρα και κρότο στο γραφείο του. Ο άπιστος Θωμάς μόλις είχε σκαρφαλώσει από την εξωτερική σκάλα και βλέποντάς την , έτρεξε να φέρει τις ημερήσιες αναφορές. Ο Αιμιλιανός ύψωσε το παγερό του βλέμμα επάνω της και η Βίκυ διάβασε εκεί μέσα όλες τις ανείπωτες βρισιές που έψαχναν χώρο να εκτονωθούν. Τώρα όμως που η διευθύντρια ήταν γυναίκα, αδυνατούσαν να εκφραστούν όπως το επιθυμούσαν και αυτό ήταν το θλιβερό της υπόθεσης. Πως η γυναικεία φιγούρα δεν θα γινόταν σεβαστή μέσα εκεί, παρά μονάχα καταναγκαστικά και υπό τη θέση της κυριαρχίας. Αλλιώς η κατωτερότητά της και η ρατσιστική τους συμπεριφορά, θεωρούνταν αυτονόητα. Πλησιάζοντάς τον, χάραξε νοητά ανάμεσά τους ένα όριο που απαγορευόταν να ξεπερνούν και κάθισε να μελετήσουν μαζί το πελατολόγιο. Ο Νικόλαος στο άκουσμα της φωνής και των απαντήσεών της έβηχε με νόημα.
«Επικεντρωθείτε στις πτήσεις σας παρακαλώ. Μην χάσετε καμία θέση» τον ειρωνεύτηκε εκείνη νιώθοντας περήφανη και ταυτόχρονα θέλοντας να βγάλει φωτογραφία το ύφος του και να τη στείλει κατευθείαν στη Γερμανία.
---------------------------
Το Βερολίνο ωστόσο, είχε κηρύξει επιτέλους ειρήνη για εμένα. Βλέποντας πιο σφαιρικά την ιστορία, είχα αρχίσει να καταλαβαίνω, πως το καλό και το κακό φώλιαζαν στον οποιονδήποτε άφηνε το περιθώριο. Όπως κάποιοι αφέθηκαν να τους παρασύρει η ιστορία, υπήρχαν και εκείνοι που αντιστάθηκαν. Το σώμα μου τεντώθηκε και η μνήμη μου είχε αποθηκεύσει την εικόνα μου στον καναπέ και στην αγκαλιά του Ρούντολφ. Αυτή τη στιγμή ωστόσο, βρισκόμουν σε μία κρεβατοκάμαρα στα χρώματα του γκρίζου και του μαύρου. Η διακόσμηση ήταν απόλυτα αυστηρή, λιτή και μοντέρνα, ενώ στην ατμόσφαιρα πλανιόταν ένα ανδρικό άρωμα, το δικό του. Η μυρωδιά εκείνη που μου είχε τραβήξει την προσοχή από την πρώτη κιόλας στιγμή που τον είχα δει να εισέρχεται στην εταιρεία και ας τον είχα αντιπαθήσει. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευα. Η ζωή μπορεί να μου είχε στερήσει την οικογένεια, είχε όμως κατορθώσει και με το παραπάνω να με αποζημιώσει με τους ανθρώπους που μου είχε στείλει. Η θερμότητα του χώρου σε καλούσε να παραμείνεις ξαπλωμένος, ωστόσο εγώ σηκώθηκα ρίχνοντας επάνω μου τις πιτζάμες που είχα φέρει, ψαρεύοντάς τες από τη μικρή μου βαλίτσα. Αθόρυβα άνοιξα την πόρτα για να τον δω να στέκεται και να κρυφοκοιτάζει από το παράθυρο τις νιφάδες που έπεφταν πυκνές. Το μισό του σώμα ήταν εκτεθειμένο στα δικά μου μάτια και εκείνη η ουλή της φρίκης, δέσποζε στον ώμο του κοντά, σαν παράσημο ζοφερό μίας οικογενειακής τραγωδίας. Σαν εικόνα, ήταν ένας όμορφος άνδρας, με χαρακτηριστικά στο χρώμα του φθινοπώρου, απόλυτα αρμονικά. Αυτό όμως που τον έκανε κυριολεκτικά να λάμπει, ήταν η καλή και ευγενική του καρδιά.
«Έχω καταλάβει πως στέκεσαι τόση ώρα και με παρακολουθείς. Μην παίζεις ποτέ με το αστυνομικό μου ταλέντο. Πούπουλο να πέσει στο πάτωμα είμαι ικανός να το ακούσω. Ελπίζω να σου αρέσει το θέαμα» στην τελευταία του κουβέντα τον ένιωσα να κοκκινίζει καθώς έκρυψε με αμηχανία το πρόσωπό του. Πλησιάζοντάς με, άρπαξε ένα φλιτζάνι και αφού έτριψε την μύτη του στη δική μου τρυφερά, με φίλησε «Κάθισε. Θα ήθελα να μιλήσουμε» ο τόνος της φωνής του με οδήγησε στη σκέψη να πιώ τον γαλλικό σφηνάκι. Έπρεπε ο εγκέφαλός μου να υποστεί το αρχικό σοκ της καφεΐνης και έπειτα να προετοιμαστώ «Σε παρακαλώ, βγάλε αρχικά από το μυαλό σου τη σκέψη που βλέπω να ξεπηδά νοερά και να καρφώνεται σαν επιγραφή στο μέτωπο» με μάλωσε και είχε δίκιο.
«Πάντως είναι κάτι σοβαρό» του είπα και ένευσε θετικά.
«Το ταξίδι μας στο σημείο μηδέν, στην γενέτειρά μου, με βοήθησε να σου ανοιχτώ, εκτός από κάποια σημεία που όπως σου εξήγησα, επέλεξα να τα αφήσω θολά για το δικό σου καλό. Ωστόσο, από τη στιγμή που είμαστε μαζί και κυριότερα από τη στιγμή που πρώτος εγώ σε διεκδίκησα, θα ήθελα να σου μιλήσω για την υπόθεση του αδερφού μου που είναι σύνθετη και επικίνδυνη. Όταν θα έχω τελειώσει, εσύ θα επιλέξεις αν θα εξακολουθήσεις να επιθυμείς τη σχέση αυτή που ίσως και να σε εκθέσει σε κίνδυνο» τα λόγια του έμοιαζαν με ξυράφι εκείνη τη στιγμή και η καρδιά μου ανέβασε παλμούς.
«Είμαι εδώ για να ακούσω...» ξεστόμισα με δυσκολία και εκείνος πήρε μία βαθιά ανάσα.
«Καλλίστη ίσως χρειαστεί να δουλέψω ένα διάστημα στο παλαιό μου πόστο. Εκείνο του αστυνομικού. Βλέπεις, το βράδυ εκείνο, ο δολοφόνος διέφυγε, μαζί και κάποια από τα μέλη της συμμορίας. Μάλιστα έχουμε υποψίες πως ορισμένοι είναι Έλληνες» Στην αναφορά του αυτή πάγωσα. Θεέ μου, κυκλοφορούσαν ελεύθεροι αυτοί οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι που έδωσαν τη χαριστική βολή σε ένα παιδί που σπαρταρούσε. «Θέλω να ξέρεις πως θα κάνω τα πάντα για να σε προστατέψω. Από την πρώτη στιγμή που σε είδα να βαδίζεις σε μία εταιρεία ντροπαλά και αβέβαια, ένιωσα πως ήθελα να είμαι δίπλα σου. Υπήρχαν στιγμές που έχανα το κουράγιο. Μία από αυτές ήταν και η αναφορά του φίλτατου Αιμιλιανού, στην τρυφερή σου σχέση με τον πατέρα μου. Την ένιωσα σαν μαχαιριά. Την ήθελα τόσο αυτή τη σχέση και εγώ, ιδίως μετά τη δολοφονία του Αλοίσιου. Βλέπεις, ο ρατσισμός και τα στερεότυπα αφορούν και εμάς τους άνδρες πολλές φορές. Μπορεί να κοντεύω τα τριάντα, αλλά έχω και εγώ την ανάγκη μερικές φορές να αφεθώ στην αγκαλιά κάποιου για παρηγοριά. Δεν το ένιωσα ποτέ σαν αδυναμία. Ήταν κάτι που μου δίδαξε και η μητέρα μου. Να είμαι δυνατός, δυναμικός αλλά άνθρωπος ειλικρινής. Να μην κρύβω τα συναισθήματά μου πίσω από το προσωπείο του σκληρού και ατσαλάκωτου άνδρα. Σου είχα πει λοιπόν, πως δεν θα τσιγκουνευτώ τα συναισθήματα. Το εννοώ. Θέλω να νιώθω πως αν ποτέ χρειαστώ μία αγκαλιά, εσύ θα είσαι δίπλα μου να μου τη δώσεις. Αν δεις τα δάκρυά μου να κυλήσουν, δεν θα με κρίνεις, όπως δεν θα έκρινα και εγώ ποτέ εσένα. Ένα κομμάτι της προστασίας μου απέναντί σου, είναι και η εξομολόγησή μου. Η υπόθεση του αδερφού μου δεν έκλεισε. Ο Γιοχάννες βρίσκεται στο νοσοκομείο γιατί τον πυροβόλησαν, εξαιτίας του γεγονότος πως άνοιξε το περιστατικό της δολοφονίας ξανά. Σαν αδερφός του, έχω χρέος να το φτάσω ως το τέλος. Αυτό ενέχει κινδύνους τόσο για εμένα, όσο και για εσένα. Αν θελήσεις να φύγεις, θα το καταλάβω απόλυτα. Πάνω από όλα θέλω εσύ να νιώθεις καλά. Μην σκεφτείς λεπτό πως θα παρατήσω την εταιρεία και εσένα στην τύχη σας, ή θα σε εκδικηθώ. Η απόφαση θέλω να είναι δική σου. Αν με ρωτήσεις προσωπικά, θα έλεγα πως τρέμω. Όχι για εμένα, μα για εσένα. Ορκίζομαι όμως πως θα γίνω η ασπίδα σου κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αν δεν το είχα σκεφτεί πρώτα καλά, δεν θα έκανα ποτέ το βήμα να είμαι μαζί σου. Το θεωρώ ανώριμο εκ μέρους μου και δεν είμαι πλέον έφηβος»
Όταν σταμάτησε να μιλά, ένα κύμα έμοιαζε να έχει σηκωθεί περνώντας πάνω από το κορμί μου. Ήμουν μικρή, πολύ μικρή και ίσως ανώριμη για να μιλούσα για την έννοια της αγάπης, μίας λέξης τόσο δυνατής και ηχηρής όσο και η ίδια της η σημασία. Ωστόσο, η απάντησή μου είχε σκαρφαλώσει στο μυαλό μου αυτόματα. Όσο και αν φοβόμουν, είχα εμπιστοσύνη σε αυτόν τον άνδρα και ήταν κάτι που με καθοδηγούσε. Σε μία σχέση αυτό το συστατικό ήταν απαραίτητο και αποτελούσε το θεμέλιο για ένα μέλλον. Δεν θα τον εγκατέλειπα. Όχι από τύψεις. Απλώς δεν ήθελα να φανταστώ την πορεία μου δίχως εκείνον. Το γεγονός πως θα έκανε το βήμα να επιστρέψει σε ένα πόστο για μία υπόθεση επικίνδυνη, με άγχωνε. Όμως δεν είχα το δικαίωμα να του στερήσω να αναπαύσει την συνείδησή του. Είχα αδερφό. Τον είχα σχεδόν μεγαλώσει. Αν έφευγε με αυτόν τον τρόπο, δεν θα σταματούσα αν δεν έχωνα στη γη το χέρι που του αφαίρεσε τη ζωή. Κάπου εκεί, είδα τον Ρούντολφ να με κοιτάζει βαθιά στα μάτια. Χαμογελούσε. Είχε καταλάβει τα πάντα. Με διάβαζε δίχως να μιλώ.
«Θα μείνω δίπλα σου με μία προϋπόθεση» πρόφερα και τον είδα να υψώνει το φρύδι παιχνιδιάρικα.
«Λατρεύω τις σκληρές διαπραγματεύσεις» με πείραξε.
«Να μου επιτρέψεις να γίνω και εγώ δική σου ασπίδα» του είπα και τον είδα να με κυκλώνει φέρνοντας τα σώματά μας κοντά.
«Όσο και αν φοβάμαι, η δίκαιη απάντηση είναι ΄΄ναι΄΄, αρκεί να μην το παρακάνεις. Θα με αφήσεις να ασκήσω λιγάκι τον σωστό ρόλο του άνδρα- προστάτη» πρόφερε και γέλασα. Όταν τα χείλη μας ενώθηκαν ξανά, κάθε δισταγμός και άγχος, είχαν κάνει φτερά. Τα λόγια κόπασαν, κόπηκαν και οι πράξεις πήραν το επάνω χέρι. Τα μάτια μας αναζήτησαν εκείνα της ψυχής και το χέρι μου που αγκιστρώθηκε από το δικό του, τον καθοδήγησε στη κρεβατοκάμαρα. Τον ένιωσα να χαμογελά, ενώ δεν έπαψε λεπτό να με βαστά σφιχτά.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro