Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο Όγδοο/part 3

Βερολίνο

Βρισκόμασταν μπροστά από το κτήριο του κοινοβουλίου. Η ματιά μου είχε σχεδόν μαρμαρώσει και στην καρδιά μου ένιωθα έναν κόμπο θλίψης, ανάμεικτο με φόβου. Όπως μου εξήγησε ο Ρούντολφ ακόμη και η λέξη ΄΄Ράιχστανγκ΄΄ ήταν ταμπού για κάποιους που προτιμούσαν να το αποκαλούν ΄΄Μπούντεστανγκ΄΄. Ο γυάλινος θόλος του σου πρόσφερε μία δωρεάν θέα, διαθέτοντας διάφορα πατώματα προκειμένου να κοιτάξεις, την κυβερνητική κυρίως, γύρω περιοχή, μα και την Πύλη του Βρανδεμβούργου. Το χιόνι έπεφτε πυκνό, αέρας δεν φυσούσε, έτσι η μαγεία της χιονόπτωσης ήταν ορατή σε όλο της το μεγαλείο.

«Η ιστορία που τόσο σε θυμώνει, είναι λυπηρή ούτως ή άλλως. Κάνοντας έναν απολογισμό και απομακρυνόμενος από τα χρόνια εκείνα, λίγο πολύ καταλαβαίνεις πως είχαν όλοι ένα μερίδιο ευθύνης. Ο τρελός δικός μας δικτάτορας και η ρωσική φρικτή αρκούδα, ήταν το ίδιο αδίστακτοι. Όταν πια χιλιάδες είχαν χαθεί και από τις δύο πλευρές, όταν οι Σύμμαχοι έκαναν γαργάρα την φρίκη των στρατοπέδων με τον Εγγλέζο πρωθυπουργό να αδιαφορεί πλήρως και άπαντες να αρνούνται να πιστέψουν την ύπαρξή τους θεωρώντας τα προπαγάνδα, αντιλαμβάνεσαι τότε πως η ευθύνη βάραινε τους πάντες. Κάποτε η πόλη μου ισοπεδώθηκε, κάποτε οι Ρώσοι τσαλαπατούσαν κάτω από τις ερπύστριές τους φάλαγγες προσφύγων ως αντίποινα. Ο κόσμος κρίθηκε σε μία τιτανομαχία. Κάποιοι την είχαν επιλέξει, κάποιοι όχι. Το αποτέλεσμα είναι ίδιο όμως. Εκατομμύρια νεκροί παγκόσμια, κάθε χώρας και κουλτούρας. Ανεβαίνοντας εδώ, σε αυτό το ιστορικό σημείο, εγώ ως Γερμανός ορκίστηκα πως ποτέ δεν θα επιτρέψω στον εαυτό μου να δεχτεί κάτι παρόμοιο. Το ίδιο έχουμε αποφασίσει και πολλοί άλλοι. Κοίτα μπροστά, κοίτα τον ορίζοντα και ευχήσου το μόνο πράγμα που θα πέφτει από τον ουρανό να είναι οι μοναδικές νιφάδες και οι σταγόνες της ανοιξιάτικης βροχής. Το παρελθόν πέθανε. Κοίταξε πια την πόλη γι' αυτό που είναι. Πολύπαθη και αυτή όπως κάθε πόλη της Ευρώπης, κρύβοντας στα σπλάχνα της το καλό και το κακό» τελείωσε και παρατήρησα πως οι γύρω που τον άκουγαν ήταν έτοιμοι να χειροκροτήσουν.

«Και να σκεφτείς πως την ξενάγηση την κάνεις δωρεάν. Μήπως θα πρέπει να αλλάξεις επάγγελμα ξανά ή να το συμπεριλάβουμε στις επιπλέον υπηρεσίες;» τον πείραξα και γέλασε.

Βγαίνοντας και παρά το τσουχτερό κρύο, περπατήσαμε μέχρι την Πύλη και από εκεί στο μνημείο των Εβραίων που τόσο άδικα βρήκαν φρικτό θάνατο. Αν υπήρχε κάτι που συνειδητοποίησα, ήταν πως αυτή η πόλη δεν κρυβόταν πίσω από το δάχτυλό της. Προσπαθούσε άλλοτε με διακριτικό τρόπο και άλλοτε με απόλυτη σαφήνεια, να σου δείξει όλα όσα φρικτά συνέβησαν με πρωταγωνιστή το τρίτο Ράιχ, όπως για παράδειγμα ήταν η Τοπογραφία του Τρόμου. Εκτεινόταν γύρω από κτήρια αλλά και μέσα σε αυτά, που κάποτε στέγασαν το αρχηγείο της Γκεστάπο και των Ες-Ες, ενώ πρόκειται για εκθέσεις προσωρινές ή διαρκείς. Ο Ρούντολφ δίπλα μου είχε ελαφρώς χλομιάσει, μιας που το είχε επισκεφθεί άλλη μία φορά με τους γονείς του παλιά και τον αδερφό του, σε μία προσπάθεια να τους διδάξουν τη σκληρή και ανεπανάληπτη ελπίζουμε ιστορία. Ευτυχώς δεν πλήρωνες για να το επισκεφτείς, αλλά μάλλον θα έπρεπε να σε πληρώνουν εκείνοι για όλη τη ψυχική οδύνη. Εκεί έξω, υπήρχε και ένα κομμάτι του τείχους του Βερολίνου ώστε να μπορούσα μετά να χτυπήσω το κεφάλι μου με την ησυχία μου, ή να έβρισκα μία γωνίτσα για να κλάψω.

«Αυτή η μικρή, σοκαριστική εκδρομή μου ξύπνησε το πάθος του αστυνομικού πριν από αρκετά χρόνια» πρόφερε ο Ρούντολφ, σαν βαδίζαμε πιασμένοι χέρι-χέρι. «Είχα θυμώσει τόσο με όλους αυτούς που είπα πως θα γίνω ένας αστυνόμος σουπερ-ήρωας, που θα ξεχύνεται στην πόλη για να προστατεύει τους αθώους από τυχόν κακά. Έτσι λοιπόν, μεγαλώνοντας σπούδασα το επάγγελμα και έγινα αυτό που γνωρίζεις, προτού....Προτού με βρουν μία σειρά από συμφορές» κάπου εδώ έκανε παύση και καταλάβαινα πως στεκόταν στο μεταίχμιο εκείνων των εξομολογήσεων που τον οδήγησαν στο σήμερα και στην δική μου ζωή. Τα ολόξανθα μαλλιά του ήταν γεμάτα νιφάδες και εγώ με τρόπο τα καθάρισα. Έπειτα, τον είδα να πιάνει και τα δύο μου χέρια και να φυσά με την ανάσα του επάνω τους για να τα ζεστάνει. Κατόπιν, τα φίλησε πολλές φορές τρυφερά.

«Δεν είναι ανάγκη να μου μιλήσεις αν δεν επιθυμείς...» μουρμούρισα και εκείνος ακούμπησε τα χείλη του τρυφερά στο μέτωπό μου.

«Η ιστορία έχει αφετηρία εκείνη την επιμορφωτική εκδρομή που μόλις κάναμε. Δεν ήταν τυχαίο που σε έφερα, αν και γνωρίζω πως αγαπάς την ιστορία και πως σίγουρα θα επιθυμούσες να ρίξεις μία ματιά. Τότε μου ήρθε και η επιφοίτηση να γίνω αστυνομικός. Το βράδυ, όταν ήμουν σπίτι, είχα αρπάξει κάτι στρατιωτάκια, δήθεν πως ήταν η Γκεστάπο και είχα βάλει απέναντί τους τα αντίπαλα, που ήταν η υποτιθέμενη καλή αστυνομία του σήμερα. Αντιλαμβάνεσαι πως κοιμήθηκα στο χαλί» έκανε παύση και χαμογέλασε ντροπαλά «Οι γονείς μου δεν συμφώνησαν και ειδικά ο πατέρας μου. Το βρήκε επικίνδυνο και δεν τους αδικώ. Ωστόσο, αν υπήρχε κάποιος που βάδισε στα χνάρια μου εξαιτίας του υπέρμετρου θαυμασμού και της αγάπης που μου είχε, ήταν ο Αλοίσιος. Ο μικρός μου αδερφός και αδυναμία του πατέρα μου. Όταν το έμαθε, με ζόρισε να του μιλήσω και να τον αποτρέψω. Ήξερα ωστόσο πως δεν είχε νόημα γιατί ο μικρός ήταν ξεροκέφαλος σαν εμένα και ακόμη χειρότερα. Έτσι, μία χρονιά η αστυνομία ξεκίνησε να παρακολουθεί την υπόθεση μίας συμμορίας διακινητών και όχι μόνο. Πουλούσαν προστασία σε μαγαζιά, τραμπούκιζαν ανάλογα με τα θέλω των πελατών τους, γενικά ήταν φρόνιμα παιδιά. Έπειτα από έρευνες, είχαμε βρει την τοποθεσία τους και παρά τις αυστηρές μου εντολές, ο Αλοίσιος με παράκουσε. Ήθελε να κάνει μάλλον εκείνος τον ήρωα και να το πάρει επάνω του. Όταν το πληροφορήθηκα ήταν αργά...»ξεκίνησε να τρέμει και η φωνή του να χάνεται. Η απελπισία πολιόρκησε τα καστανά του μάτια που τώρα ήταν γεμάτα δάκρυα «Τον σκότωσαν μπροστά μου...Του έδωσαν τη χαριστική βολή παρά τα παρακάλια μου» συμπλήρωσε έχοντας κρύψει το πρόσωπό του στις παλάμες του και με εμένα να παλεύω να τον κλείσω στην αγκαλιά μου και ταυτόχρονα να μην λυγίσω μπροστά του «Το σημάδι της σφαίρας που έχω στην πλάτη μου, ήταν από το βράδυ εκείνο. Παραλίγο να ήμουν νεκρός τώρα, όχι πως δεν θα το προτιμούσα τότε δηλαδή.Η ιστορία αυτή με κατέστρεψε, νάρκωσε την αγάπη μου για τη δουλειά και όσο για την οικογένειά μου, διαλύθηκε με τον πατέρα μου να καταλήγει στις ρίζες του στην Ελλάδα»

Δεν ήξερα κυριολεκτικά τι να πω ή αν έπρεπε να αναφέρω κάτι. Ένα ΄΄λυπάμαι΄΄ ειλικρινές δεν ήταν στα σίγουρα αρκετό και με βεβαιότητα δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω τον χρόνο και να αλλάξει τα γεγονότα. Αποφασίσαμε και οι δύο να πάρουμε μία βαθιά ανάσα. Η γιαγιά μου έλεγε πως μερικές φορές η βαθιά και παρατεταμένη ανάσα σε ηρεμεί και σου ξεκλέβει δευτερόλεπτα θετικής σκέψεις. Ο Ρούντολφ μου είχε αποκαλυφθεί και το Βερολίνο επίσης. Πλέον σαν δύο μαχητές, είχαμε κάνει την υπόκλιση του σεβασμού αναμεταξύ μας. Αφήνοντας ξοπίσω τον Αδόλφο στα έγκατα της Κολάσεως όπου και ανήκε παρέα με τον Στάλιν και τους λοιπούς, προσκυνήσαμε στην μπύρα τη γερμανική που είχε τη δυνατότητα να σου πλασάρετε και σε χρώμα πράσινο παρακαλώ.

Το φαγητό τους για την ώρα που το στομάχι μου το υποδέχτηκε, ήταν αριστούργημα. Σε καμία πρόταση δεν αρνήθηκα και τους ευχαριστούσα όλους τους σερβιτόρους που μου ψέλλιζαν στα γερμανικά και ας μην καταλάβαινα κουβέντα. Αυτό ωστόσο που αγαπούσα ήταν ο άνδρας που καθόταν απέναντί μου, και που επιτέλους είχε ρίξει ένα κομμάτι του τείχους του με την αμηχανία μεταξύ μας να έχει εξανεμιστεί. Στην απογευματινή μας βόλτα ήταν πολύ χαλαρός. Το βήμα του σχεδόν χοροπηδούσε αρπάζοντάς με αγκαλιά, στριφογυρνώντας με μέσα στην χιονόπτωση, και κάνοντάς με να ξεχάσω πού βρισκόμουν καθώς σημασία είχαμε μονάχα εμείς. Τα Χριστούγεννα μπορεί να ήταν ακόμη λίγο μακριά, μα το Βερολίνο είχε ξεκινήσει να ανοίγει τις υπαίθριες αγορές, ρίχνοντάς μου και το τελειωτικό βέλος της σκλαβιάς στην καρδιά. Λάτρευα τη μυρωδιά του γλυκού κρασιού. Το ημερολόγιο της προσμονής για τους Βερολινέζους είχε ξεκινήσει να μετρά αντίστροφα και οι εκδηλώσεις συναγωνίζονταν η μία την άλλη. Η δική μου ωστόσο προσμονή με είχε τραβήξει στην πολύπαθη Αλεξάντερπλατς, όπου τα λουκανικάκια είχαν στηθεί έτσι κρεμασμένα και με χαιρετούσαν εγκάρδια, παρέα με το κρασί και το ψωμί από τζίντζερ. Φυσικά κώφευα ολίγον στα παραδοσιακά, γερμανικά τραγούδια των μεγάφωνων.

Ο Ρούντολφ μου έκανε σήμα να περιμένω, για να επιστρέψει λίγο αργότερα με μία γερμανική λιχουδιά με το βάρβαρο όνομα Dresdner handbrot. Ήταν ένα ζυμωτό ψωμί με γαλοπούλα, μανιτάρια και τυριά, υπό μία μυρωδάτη σως που επιθυμούσες να τρίψεις με λύσσα στα μούτρα του Αιμιλιανού. Τουλάχιστον όμως ήταν νόστιμο δίνοντας μία τελευταία, γευστική πινελιά στην ημέρα μου.

«Τι επιθυμείς να κάνουμε;» με ρώτησε ο Ρούντολφ και για λίγο κοίταξα τον ουρανό.

«Νομίζω πως ήρθε η ώρα να πάμε σπίτι» του απάντησα για να εισπράξω ένα φιλί.

Όσο η νύχτα έπεφτε, τόσο το κρύο γινόταν ανυπόφορο για τα δικά μου θερμά ελληνικά δεδομένα. Το ζεστό σπίτι του Ρούντολφ φάνταζε όαση, ένα μικρό καταφύγιο σε μία εκδρομή που ξεκίνησε με προκατάληψη από την δική μου πλευρά, για να καταλήξει  σε συναισθήματα θαυμασμού, θλίψης, συγκίνησης και αγάπης. Αγάπης για τον συνάνθρωπο, αγάπης και για τον άνδρα που με συνόδευε σε κάθε μου βήμα. Από όσο μου εξήγησε τα διαμερίσματα στο κέντρο κόστιζαν πολύ ακριβά, τόσο η αγορά όσο και η ενοικίαση, δίχως να είναι ιδιαίτερα μεγάλα. Φυσικά ήταν περιποιημένα και ανακαινισμένα, όχι σαν την Αθήνα που οι σοβάδες κρέμονταν σαν τους ζογκλέρ από το ταβάνι έτοιμοι να προσγειωθούν με χάρη στα ανυποψίαστα κεφάλια. Τουλάχιστον εδώ σε έγδερναν με το γάντι.

«Θα χρειαστείς κάτι;» με ρώτησε ο Ρούντολφ που ήταν πάντοτε πρόθυμος να μου ετοιμάσει οτιδήποτε τραβούσε η όρεξή μου, όταν έπαιζα μπάλα σε δικό του έδαφος, κοινώς όταν βρισκόμουν σπίτι του.

«Νομίζω πως μετά και από την επίσκεψή μας στην αγορά, είμαι εντάξει για την υπόλοιπη βδομάδα ειδικά αν οι θερμίδες είναι βραδείας καύσης» γέλασα και εκείνος με ένα σάλτο κάθισε στον καναπέ δίπλα μου, λέγοντάς μου πως αν εξαιρούσες τα ευρωπαϊκά κανάλια, τα υπόλοιπα ήταν στην αγαπημένη μου γλώσσα, τα γερμανικά. Η επόμενη κίνηση φυσικά, ήταν να βάλω την φωτεινή οθόνη στη σίγαση και να τον κοιτάξω μέσα στα μάτια. Καθώς ένα μεγάλο κομμάτι των μυστικών, είχε πλέον αποκαλυφθεί, το θάρρος μου είχε και πάλι βγει στην επιφάνεια.

«Όταν ήρθες στην Ελλάδα λοιπόν, ο μπαμπάς σου ήταν ο λόγος που δεν με πήρες από καλό μάτι, έτσι δεν είναι;»

Αρχικά εκείνος κοίταξε χαμηλά, μα έπειτα τα μάτια του ανηφόρισαν ερχόμενα στο ίδιο ύψος με τα δικά μου.

«Έχω υποσχεθεί πως δεν θα αναλύσω περισσότερο τον καβγά με τον πατέρα μου και αυτό το κάνω για εσένα. Πίστεψέ με, είναι για το καλό σου. Πράγματι. Εκείνος ήταν ο λόγος και όχι εσύ. Προσπαθούσα να σε ζυγίσω λογικά. Με τον πατέρα μου είχαμε χρόνια να μιλήσουμε και να ιδωθούμε, για την ακρίβεια από την ημέρα που έφυγε από Γερμανία και σκέψου πως σαν στεκόμουν με τον Γιοχάννες σε υπηρεσία, με πήραν τηλέφωνο για να μου ανακοινώσουν πως πέθανε και πως εκτός από την κηδεία είχα και μία διαθήκη. Νομίζω κανένας δεν θα έβλεπε με καλό μάτι το γεγονός πως η διαθήκη αφορούσε και μία ξένη εκτός από τα μέλη της απόλυτα στενής οικογένειας. Μην με παρεξηγείς, καταλαβαίνεις πώς το εννοώ. Πληγώθηκε ο εγωισμός και η καρδιά μου. Όταν ήρθα στην κηδεία, εκτός από θυμό ένιωθα και θλίψη. Θλίψη για τα χρόνια που πέρασαν και που δεν απολαύσαμε σαν οικογένεια. Πλέον εκείνος είχε έναν γιο, εμένα, και αντί αυτό να μας δέσει, μας διέλυσε. Μερικές φορές ο θάνατος και μάλιστα με αυτόν τον τρόπο, ενός νεαρού μέλους, δημιουργεί πληγές τόσο βαθιές που ποτέ δεν επουλώνονται. Εξάλλου, μου έριξαν και την ευθύνη. Ο Αλοίσιος είχε γίνει αστυνομικός εξαιτίας μου, εξαιτίας του θαυμασμού του για εμένα» έκανε μία παύση και το χέρι μου βρέθηκε να χαϊδεύει το δικό του.

«Πώς ήταν ο Αλοίσιος;» τον ρώτησα και χαμογέλασε θλιμμένα ανακαλώντας στην μνήμη του την εικόνα του αδερφού του.

«Ήταν το αντίθετο από εμένα. Ενώ εγώ ήμουν ήσυχος και πιο μαζεμένος, ο μικρός ήταν σκέτο αγρίμι. Έπαιρνε πολλά ρίσκα, είχε αυτήν την εντύπωση της νεανικής αθανασίας, ξέρεις όταν καμιά φορά αισθανόμαστε άτρωτοι. Στα χρώματα ήταν σαν εμένα, αλλά είχε τα κυανά μάτια της μαμάς, μία λευκή τούφα και γενικά πιο ΄΄γερμανικά΄΄ χαρακτηριστικά από εμένα που κατά πώς φάνηκε, η Ελλάδα έβαλε τις πινελιές της. Έχω ένα σπίτι στο Ναύπλιο, ήταν των παππούδων μου. Σκοπεύω να το επισκεφθώ ξανά».

Λάτρευα το Ναύπλιο, λάτρευα οτιδήποτε είχε να κάνει με αυτό το μέρος, από τα κάστρα και τα βράχια του, τα αναρίθμητα γραφικά σοκάκια του, τα μαγαζιά και το φαγητό του. Ήταν ένας γλυκός, μικρός Παράδεισος, ένας από τους πολλούς που έκρυβε η χώρα μου.

«Θα ήθελες να πάμε μαζί;» τον ρώτησα και τον είδα να σκύβει, να περνά το κεφάλι του ανάμεσα από τα χέρια μου που τα είχα πλέξει σε στεφάνι και τα χείλη του να βρίσκουν το τρυφερό δέρμα του λαιμού μου, λίγο πιο ψηλά από τον ώμο μου.

«Είναι δυνατόν να πάω μόνος;» με ρώτησε χαμογελώντας και κοιτώντας με πονηρά. Το πρόσωπό μου φώτισε και οι χτύποι της καρδιάς μου χάθηκαν, καθώς εκείνος άφηνε τα ίχνη του στο ευαίσθητο σημείο μου κάνοντάς με να ανατριχιάσω. Είδα το βλέμμα του να αλλάζει, να γίνεται πιο ερωτικό, αλλά οι κινήσεις του ήταν πάντοτε προσεκτικές.

Με τα χέρια μου πήρα το πρόσωπό του απαλά και φίλησα τα χείλη του με τρυφερότητα. Ήταν μεθυσμένος από τη στιγμή και φαινόταν. Αργά μετακινήθηκα στην αγκαλιά του τοποθετώντας τα πόδια μου γύρω από την μέση του. Ο Ρούντολφ με κοιτούσε δίχως να κινείται. Ήθελε να μου αφήσει τον έλεγχο ώστε να νιώσω άνετα. Η πρώτη φορά με άγχωνε. Επιθυμούσα να εξερευνήσω τα κορμιά μας, να νιώσω όλα αυτά τα συναισθήματα λίγο πριν την κορύφωση της πράξης του έρωτα. Με μία κίνηση, αφαίρεσα την μπλούζα του επιτρέποντας στη ζεστασιά του κορμιού του και την μυρωδιά του δέρματός του να με τυλίξουν απαλά. Τα χέρια του τοποθετήθηκαν δεξιά και αριστερά από τον κορμό μου.

«Μπορώ;» με ρώτησε και ταυτόχρονα ένιωθα όλο το πρόσωπό του να κοκκινίζει. Το χαμόγελό μου ήταν αρκετό για να του δώσει την απάντηση και ευθύς μου αφαίρεσε την μπλούζα, με τα μάτια του να σαρώνουν την εικόνα μου με λατρεία. Τα δάχτυλά του χάιδεψαν την περιοχή ανάμεσα στο στήθος μου και τα χείλη του χάραξαν το μονοπάτι κατά μήκος της κοιλιάς μου. «Νιώθω σαν να βαστώ στα χέρια μου κάτι μοναδικό και εύθραυστο. Θέλω να απολαύσεις την κάθε μας στιγμή δίχως βιασύνη και αν νιώσεις άσχημα με κάποια κίνησή μου, να μην διστάσεις να μου το πεις. Θέλω να το ευχαριστηθείς εξίσου με εμένα» ψέλλισε ανάμεσα στα φιλιά μας.

«Εύθραυστο ε;» τον πείραξα και γέλασε.

«Ίσως φταίει η  διαφορά της ηλικίας μας, ίσως φταίει το γεγονός πως θέλω να σε προστατεύω, να είμαι εγώ ο κυματοθραύστης για κάθε κακό που θα τολμήσει να χτυπήσει επάνω σου. Κατά βάθος να ξέρεις χαίρομαι που μαζί μου θα εξερευνήσεις αυτό το μονοπάτι και θα ήθελα να γίνει σωστά» ολοκλήρωσε και αμέσως ξάπλωσα δίπλα του τραβώντας τον μαζί μου, δείχνοντάς του πως θα ήθελα να έχει το επάνω χέρι, να μου δείξει εκείνος πρώτος τα βήματα.

Ελευθερώνοντας το στήθος μου και το παντελόνι που φορούσα, είχα μείνει να με καλύπτει το μισό εσώρουχο και μία κουβέρτα που άρπαξε εκείνος για να μας σκεπάσει, κάνοντάς μου την εξερεύνηση ακόμη πιο ενδιαφέρουσα. Έχοντας κλείσει τα μάτια, αφέθηκα αποκλειστικά στις αισθήσεις. Στα τρυφερά φιλιά του στα ευαίσθητα σημεία του στήθους μου και στα χέρια του καθώς πάλευε να διεγείρει την απόλαυση του κορμιού μου, με εμένα να κοντεύω να χάσω για πρώτη φορά στη ζωή μου τον έλεγχο και να επιθυμώ την ολοκλήρωση εδώ και τώρα.

«Όχι σήμερα μωρό μου» ψιθύρισε καθώς έπαιρνε κοφτές ανάσες, έχοντας αναψοκοκκινίσει.

«Όμως εγώ τι είδους απόλαυση σου πρόσφερα;» διαμαρτυρήθηκα στο τέλος, όταν η δική μου κορύφωση είχε ολοκληρωθεί, μονάχα μέσα από τα χάδια του.

«Μην ανησυχείς για εμένα. Νιώθω πλήρης ούτως ή άλλως. Αυτό που πραγματικά επιθυμούσα ήταν να σε καθοδηγήσω στο μονοπάτι αυτό ομαλά. Ο έρωτας δεν δουλεύει με ανταλλάγματα ή ενοχές. Έχουμε μπροστά μας όλο το μέλλον. Αυτό που μετρά για εμένα, είναι να νιώσεις εσύ άνετα με το σώμα σου και με το δικό μου» μου είπε και μία σκέψη ξεπετάχτηκε από τα άδυτα της ψυχής μου. Ήμουν ερωτευμένη μαζί του. Αθεράπευτα. Είχα πέσει αμαχητί, γρηγορότερα και από τον πολωνικό στρατό το τριάντα εννέα.

Ο καναπές του ήταν άνετος και βρεθήκαμε ξαπλωμένοι αγκαλιά, εγώ να ακούω τους χτύπους της καρδιάς του και εκείνος να έχει τυλίξει τα χέρια του προστατευτικά γύρω μου σαν να φοβόταν μην με χάσει. Σκέφτηκα την ιστορία που μου αφηγήθηκε σχετικά με εκείνους τους αλήτες που με τόσο χυδαίο τρόπο είχαν αφαιρέσει την ζωή του αδερφού του. Ακόμη δεν μου εξήγησε τι απέγιναν και από όσο μπορούσα να καταλάβω, δεν είχαν συλληφθεί, τουλάχιστον όχι όλοι. Αυτό όμως θα σήμαινε πως η υπόθεση δεν είχε κλείσει και ίσως εκείνος βρισκόταν σε κίνδυνο. Η υφή της λακκούβας στην πλάτη του μου κομμάτιαζε την καρδιά. Δεν μπορούσα να επιτρέψω να πάθει κάτι κακό. Όχι εκείνος. Είχε σταθεί δίπλα μου σαν την ομορφότερη ευλογία. Σαν εκείνο το ταίρι που σε ολοκληρώνει, ερχόμενος σε πλήρη αντίθεση με τους τραμπούκους, ρατσιστές του γραφείου μου. Άνδρες που πάνω από όλα δεν σέβονταν τον εαυτό τους και την χαμένη τους αξιοπρέπεια και που έρχονταν να συγκρουστούν με τον νεαρό που κοιμόταν δίπλα μου γαλήνια. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευα.

Στο μυαλό του Ρούντολφ όμως στριφογυρνούσε η επίθεση στον Γιοχάννες. Ποιος ήταν εκείνος που τον ειχε δει να μπαίνει στην πολυκατοικία; Ήταν ίσως κάποιος γείτονας; Ο ίδιος ο δράστης που έμενε εκεί κοντά, ή απλώς κάποιος που διέθετε την πληροφορία;

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro